Προϋποθέσεις για μια επιστημονική θεώρηση του ΕΑΜ
«Η ιστορία της Αντίστασης και ειδικά ο ρόλος και η θέση του ΕΑΜ σ’ αυτήν, αποτελεί, νομίζω, κραυγαλέα περίπτωση μυθοπλασίας. Ειδικότερα δε οι γενικές ερμηνείες (θεωρίες) οι σχετικές με τη διαμόρφωση του ΕΑΜ κινούνται σε μια γκάμα πού πάει από την πλαστογράφηση ως το ρομαντισμό και το μελόδραμα…».
Η πληθώρα δημοσιευμάτων—μαρτυρίες πρωταγωνιστών, δημοσίευση αρχείων, μυθιστορίες, βιογραφίες αγωνιστών, δοκίμια, εκθέσεις, μονογραφίες, δημοσιογραφικές καμπανιές, τοπικές ιστορίες, γενικότερες ιστορικές συνθέσεις κ.λπ.— αλλά και το γενικευμένο ενδιαφέρον του κόσμου που κατάφερε να ξεπεράσει το αδιέξοδο του αντικομμουνισμού, δίνουν στην ιστορία της Αντίστασης μερικές δυνατότητες που παλαιότερα δεν είχε. Είναι γεγονός ότι σήμερα μπορεί όχι μόνο να ιστορηθεί τι πραγματικά έγινε την περίοδο αυτή, και η εξιστόρηση να έχει πολλές ελπίδες για αντικειμενικότητα, αλλά και να επιχειρηθεί μια γενικότερη θεώρηση του αντιστασιακού φαινομένου.
…Είναι δυνατό με ορισμένες προϋποθέσεις. Σ’ αυτές, πρωταρχική σημασία έχει η προσπάθεια να στραφεί η ιστορική έρευνα προς τους γενικότερους, ντόπιους και διεθνείς, κοινωνικούς, πολιτικούς, ταξικούς, ιδεολογικούς όρους διαμόρφωσης της Αντίστασης, των αντιστασιακών οργανώσεων και της δράσης τους, όρους ολοφάνερα παραμελημένους μέχρι σήμερα. Και μια τέτοια στροφή θα έδειχνε αφενός το διεθνές πλαίσιο όπου εγγράφεται και η ελληνική περίπτωση, τις γενικές τάσεις που επιβεβαιώνονται σ’ όλη την Ευρώπη κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τις επιρροές, συνεπώς, που δέχεται η ελληνική αντίσταση από διεθνείς παράγοντες, και αφετέρου θα υπογραμμίζονταν οι ελληνικές ιδιομορφίες που απορρέουν από τις ιθαγενείς συνιστώσες. Η ανάδειξη λοιπόν των γενικών όρων και η αξιολόγηση των παραγόντων μπορεί να ξεκολλήσει την ιστορία από το τέλμα της άκρατης ιδεολογικοποίησης όπου έχει βυθιστεί. Γιατί η απόλυτη ιδεολογικοποίηση της ιστορίας και η υποταγή της στις εκ των υστέρων πολιτικές επιλογές αποτελούν θανάσιμο κίνδυνο: για την ιστορική γνώση μα και για το είδος της ιδεολογικής τροφής που προσφέρεται στον κόσμο.

Η ιστορία της Αντίστασης και ειδικά ο ρόλος και η θέση του ΕΑΜ σ’ αυτήν, αποτελεί, νομίζω, κραυγαλέα περίπτωση μυθοπλασίας. Ειδικότερα δε οι γενικές ερμηνείες (θεωρίες) οι σχετικές με τη διαμόρφωση του ΕΑΜ κινούνται σε μια γκάμα πού πάει από την πλαστογράφηση ως το ρομαντισμό και το μελόδραμα. Δηλαδή: Από τη μια μεριά έχουμε ένα γεγονός: στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 οι αντιπρόσωποι τριών μικρών κομμάτων της αριστεράς και οι αντιπρόσωποι συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων υπέγραψαν το ιδρυτικό του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Η οργάνωση αυτή, που τότε σχεδιάστηκε στο χαρτί, τρία χρόνια αργότερα θα έχει πανελλήνια απήχηση: ριζωμένη σε όλους τους κοινωνικούς χώρους, του χωριού και της πόλης, θα μετατραπεί σε τεράστια λαϊκή οργάνωση. Έχει περίπου ενάμισι εκατομμύριο μέλη, δεκάδες χιλιάδες στρατό (τακτικό και εφεδρικό) και συμμετέχει με έξι υπουργούς στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας».
Και από την άλλη ανακύπτει ένα ερώτημα: Πού οφείλεται αυτή η ιλιγγιώδης πορεία;
Αναδιφώντας στη μέχρι πριν δυο-τρία χρόνια σχετική φιλολογία, δύο τύπους εξηγήσεων θα βρούμε, με πολλές παραλλαγές η καθεμιά: την εξήγηση της δεξιάς και την εξήγηση της αριστεράς. Και οι δυο, ανεξάρτητα από το κατά πόσο καταφέρνουν να προσεγγίσουν την ιστορική πραγματικότητα της εποχής, είναι θεωρίες υποταγμένες σε πολιτικές αναγκαιότητες. Είναι στρατευμένες. Φτιάχτηκαν από την ανάγκη να πολεμήσουν την αντίθετη τους, από τις ανάγκες της πολιτικής πρακτικής που πάσχιζε να βρει τα πειστικά για τούς οπαδούς και τα αποστομωτικά για τούς αντίπαλους επιχειρήματα, εν ανάγκη να προσφέρει έναν δικαιωτικό μύθο. Από την άποψη αυτή η ιστορική θεώρηση της δεκαετίας 1940-50 είναι απόλυτα «ιδεολογικοποιημένη». Ιστορία και ιδεολογία συμπίπτουν εις βάρος της ιστορικής γνώσης. Συχνά, η απλή καταγραφή των συμβάντων τής περιόδου, οι νέες σχέσεις που διαμορφώνονται, το νόημα που μέσα τους κρύβουν τα γεγονότα, διαστρεβλώνονται από το εκάστοτε πολιτικό και ιδεολογικό δόγμα των ερμηνευτών · οι συνειδητές αποσιωπήσεις όπως και τα μνημονικά παραστρατήματα βρίθουν στη σχετική φιλολογία. Ας δούμε όμως κάπως αναλυτικότερα τις δυο αντίπαλες θεωρήσεις:
α. Η «Θεωρία» της δεξιάς
Θα ήταν σωστότερο να πούμε: η θεωρία που προβάλλεται από τους διάφορους πολιτικούς, ιδεολογικούς και επιστημονικούς εκπροσώπους του ελληνικού αστικού κόσμου. Από την άποψη αυτή οι συγκεκριμένοι εκφραστές της θεωρίας δεν κατατάσσονται αναγκαστικά στο πολιτικό προσωπικό των εκάστοτε κομμάτων της δεξιάς, μα στο εν γένει πολιτικό προσωπικό του ελληνικού αστισμού, στην εν γένει αστική πολιτική τάξη και τους ιδεολόγους της. Όλος αυτός ο κόσμος μέχρι πρότινος άκουγε στο όνομα «εθνικόφρων παράταξις». Ο όρος δηλοί όχι μόνο την αφοσίωση στην αστική νομιμότητα μα, κατά κάποιον περίεργο γλωσσικά τρόπο, και τον πατριωτισμό, δηλαδή τη συζητήσιμη και θεμιτή εκδοχή των πολιτικών πραγμάτων του τόπου μας…
Στα μάτια λοιπόν του εθνικόφρονος κόσμου το ΕΑΜ είναι αποτέλεσμα μιας δράσης του ΚΚΕ που βασίστηκε στη συνωμοσία, την απάτη και την τρομοκρατία.
Θα δώσουμε ένα και μόνο παράδειγμα: Την εκτίμηση του Γεωργίου Παπανδρέου για τη διαδικασία ανάπτυξης και την πολιτική ουσία του ΕΑΜ:
«Το ΚΚΕ ανέπτυξεν όλην τη συνωμοτικήν του δραστηριότητα υπέρ του απελευθερωτικού αγώνος εις τον όποιον κατόρθωσε να προβαδίσει χάρις εις την μακράν του επαναστατικήν παράδοσιν και οργάνωσίν του. (…) Το ΕΑΜ υπήρξε πράγματι μεγάλη εθνική και ηθική και λαϊκή δύναμις. Επροκάλεσε με την εμφάνισίν του την μέθην της απελευθερώσεως και εστηρίχθη όχι απλώς εις την συγκατάθεσιν αλλά εις τον ενθουσιασμόν, εις την ψυχικήν κατάκτησιν του λαού και ιδίως της νεότητος. Ο λαός αντελαμβάνετο ότι η σημαία του εθνικού αγώνος εχρησιμοποιεΐτο υπό της κομμουνιστικής ηγεσίας του ΕΑΜ διά την προετοιμασίαν της μετακατοχικής δυναμικής επικρατήσεως, διά την βιαίαν κατάληψιν της εξουσίας εκ μέρους του ΚΚΕ».(1)
Η κρίση αυτή για το ΕΑΜ έχει σημασία όχι μόνο γιατί ο Γεώργιος Παπανδρέου υπήρξε ο Πρωθυπουργός της Απελευθέρωσης, ο αστός ηγέτης την εποχή της στρατιωτικής επέμβασης των Άγγλων, όχι μόνο γιατί το πολιτικό του έργο αυτής της περιόδου (και ιδιαίτερα στα «Δεκεμβριανά») δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν αστό πολιτικό-ιδεολόγο,(2) αλλά, από την άποψη που εξετάζουμε το ζήτημα κυρίως, γιατί ήταν ο επιφανέστερος φιλελεύθερος ηγέτης όλης της μεταπολεμικής περιόδου, ως το θάνατό του, το 1968.
Πάντως, στη βάση αυτή αναπτύχθηκε μια τεράστια φιλολογία και μια ακόμη μεγαλύτερη προφορική παράδοση που παρουσιάζει όλες τις αποχρώσεις του ίδιου φάσματος: από τις κομψές εκφράσεις στα χείλη και την πένα επιδέξιων ακαδημαϊκών ως τις χονδροειδείς και εκχυδαϊσμένες της καθημερινής δημοσιογραφικής και αστυνομικής πρακτικής. Με δυο λόγια αυτή ήταν περίπου η επιχειρηματολογία της επίσημης, της «εθνικοφρόνος Ελλάδος», δηλαδή του κράτους των νικητών που ιστόρησαν τη νίκη τους με τα κριτήρια της δικιάς τους αλήθειας.
Για τον ελληνικό αστισμό, λοιπόν, οι κομμουνιστές σκάρωσαν το ΕΑΜ συνδυάζοντας συνωμοτική δράση (μια και είχαν πείρα), απάτη (εκμεταλλευόμενοι τα αγνά αισθήματα των Ελλήνων, και ιδιαίτερα της νεολαίας, που ήθελαν να πολεμήσουν τον κατακτητή) και την τρομοκρατία (για όσους δεν αποδέχονταν τους απώτερους σκοπούς τους, δηλ. τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας). Επομένως τα πάντα έχουν τη ρίζα τους στη δολιότητα μερικών αντικοινωνικών στοιχείων, τα οποία επιπλέον ήταν ξενόδουλα. Βέβαια, για τις πολιτικές και κοινωνικές αιτίες που συντέλεσαν στην ανάπτυξη του ΕΑΜ, για τον συγκεκριμένο τρόπο δράσης των ανθρώπων και των πολιτικών δυνάμεων, των μικρών και των μεγάλων, των παλιών και των νέων, ας μη γίνεται λόγος. Για τα ζητήματα αυτά η αφέλεια συναγωνίζεται τον εμπειρισμό και τον πιο άκρατο υποκειμενισμό, όταν η ιδιοτέλεια, η συνειδητή απόκρυψη και η πλαστογράφηση δεν είναι εξόφθαλμες.
Είναι φανερό ότι κανένας σήμερα δεν μπορεί να στηριχτεί στις «εθνικόφρονες» μεθοδολογικές κατηγορίες για να διαμορφώσει ερμηνευτικές έννοιες, και το περιγραφικό πλαίσιο της ιστορίας της αντίστασης. Ωστόσο η μεθοδολογία αυτή όσο κι αν είναι υποτυπώδης είχε συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς. Μολονότι παρακάμπτει το εαμίτικο φαινόμενο, βιάζεται να πείσει πόσο επιτακτική και αναγκαία ήταν η φυσική, η πολιτική και η ηθική εξόντωση των εαμιτών. Θέλησε δηλαδή να λειτουργήσει, και ως ένα ορισμένο σημείο το πέτυχε, ως δικαίωση της καταπίεσης. Ο δικαιωτικός μύθος του «ΕΑΜ-τέρατος» (έτσι άλλωστε απεικονίστηκε και στις προπαγανδιστικές αφίσες του αντικομμουνισμού: τέρας πολυκέφαλο και αιμοσταγές) ήταν ένα χρήσιμο όπλο στα χέρια της δεξιάς.
Μέχρι πρότινος —γιατί στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας και ιδιαίτερα μετά από την πτώση της τα πράγματα έχουν κάπως αλλάξει—η «ιστορία» γραφόταν έτσι: το ΕΑΜ είναι προϊόν συνωμοσίας, απάτης και τρομοκρατίας.

β. Η ερμηνεία της αριστεράς
Η ερμηνεία της αριστεράς, και ιδιαίτερα του ΚΚΕ, έχει χαρακτήρα επίσης δικαιωτικό. Επειδή όμως πρόκειται για προσπάθεια δικαίωσης απέναντι στην κατάφωρη – ιστορική πλαστογράφηση της δεξιάς, που κατηγορούσε το ΚΚΕ ως αντεθνικό κόμμα, κεντρικό μοτίβο έγινε η προσπάθεια να αποδειχτεί ότι το ΕΑΜ ήταν καρπός και έκφραση της πολιτικής της εθνικής ενότητας. Ένα επίσημο κείμενο του ΚΚΕ, πριν από τη διάσπασή του, όπου το ίδιο το κόμμα κρίνει το ρόλο του στην εαμική επιτυχία, είναι αρκετά χαρακτηριστικό:
«Στις δύσκολες αυτές στιγμές το ΚΚΕ πρώτο σήκωσε τη σημαία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (…). Η ανάδειξη της εργατικής τάξης σε ηγεμόνα της αντιφασιστικής αντιϊμπεριαλιστικής συμμαχίας είχε προετοιμαστεί από τη μακρόχρονη δουλειά του κόμματος, από τις ιστορικές αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του 1934, τη συνεπή αντιϊμπεριαλιστική πάλη που έκανε το κόμμα. Ήταν καρπός της εθνικής ενότητας που εφάρμοσε το κόμμα από τις πρώτες μέρες της εθνικής αντίστασης, της αυτοθυσίας, της μαχητικότητας και του πρωτοποριακού ρόλου της εργατικής τάξης»(3).
Εδώ έχουμε μιαν άλλη περίπτωση ιδεολογικοποίησης της ιστορίας, διαφορετικής ποιότητας και διαφορετικής σκόπευσης σε σχέση με την επιχειρηματολογία της δεξιάς. Όσα λέει το ΚΚΕ για το ΕΑΜ και τη δράση του είναι αληθινά και αληθοφανή ταυτόχρονα. Αληθινά γιατί τα προβαλλόμενα στοιχεία είναι όλα πραγματικά. Π.χ. ότι το ΚΚΕ πρώτο σήκωσε τη σημαία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ότι η εργατική τάξη έδειξε μαχητικότητα και αυτοθυσία και ότι την περίοδο της αντίστασης, μέσω του ΚΚΕ, τόνισε τον πρωτοποριακό-ηγεμονικό χαρακτήρα της. Και αληθοφανής γιατί τα προβαλλόμενα στοιχεία, καίτοι πραγματικά, δεν αποτελούν τις πραγματικές αιτίες της διαμόρφωσης και ισχυροποίησης του ΕΑΜ. Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ερμηνείας του ΚΚΕ, χαρακτηριστικό κι αυτό της δικαιωτικής προσπάθειας, είναι η έξαρση της οργανωτικής ρύθμισης και πρόβλεψης, η έξαρση της ορθότητας της γραμμής του κόμματος (μάλιστα, χωρίς διαφοροποιήσεις από το 1934). Καθιερώνει δηλαδή μια σχέση αίτιου προς αποτέλεσμα ανάμεσα στην «ορθή πολιτική» του κόμματος, την οργανωτική αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων και την ανάπτυξη της εαμικής αντίστασης.
Όταν όμως εκθειάζει την πολιτική της «εθνικής ενότητας», στην πραγματικότητα δεν περιγράφει την τότε κατάσταση αλλά απλώς υπερασπίζεται μια εκ των υστέρων πολιτική επιλογή, που διατυπώνεται το 1958, και η οποία, για να αποκτήσει ιστορικές ρίζες, παρουσιάζεται σαν πράγματι να ίσχυε και την εποχή της Αντίστασης. Ωστόσο τότε η εθνική ενότητα, αν και καθημερινά προπαγανδιζόταν, αν και έγιναν άπειρες προσπάθειες για την υλοποίησή της, αν και προς στιγμήν φάνηκε ότι ευοδώνεται — μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητος», το καλοκαίρι του 1944, στην οποία μετείχαν 6 εαμίτες υπουργοί, εκ των οποίων 3 κομμουνιστές — όλοι ξέρουν ότι ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Πραγματικά, αν εξετάσουμε από κοντά την προχωρητική διαδικασία της Αντίστασης και του αντάρτικου από το 1941 ως την απελευθέρωση, είμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε στη διαδοχή περιστατικών θερμού και ψυχρού εμφυλίου πολέμου, υπόκωφου ή κηρυγμένου, που χαρακτήριζε τις σχέσεις των αντιστασιακών οργανώσεων της αριστεράς και της δεξιάς, του ΕΑΜ και του αστικού κόσμου. Και μάλιστα, όσο προχωρούμε προς την απελευθέρωση είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι το σύνολο του αστικού κόσμου έχει συγκροτήσει έναν ενιαίο συνασπισμό που χαρακτηρίζεται από μαχητικό και ανένδοτο αντιεαμισμό. Να πως περιγράφει ο δημοσιογράφος Τζελέπης (4) το πολιτικό κλίμα της εποχής:
«Βενιζελικοί, ρεπουμπλικάνοι, βασιλικοί, μεταξικοί φιλελεύθεροι ή συντηρητικοί, αν και διασπασμένοι μεταξύ τους στο πολιτικό επίπεδο, βρίσκονται ενωμένοι — θα μπορούσαμε να πούμε υπό τη γερμανική αιγίδα — ενάντια στον κοινό κίνδυνο, το ΕΑΜ.(…) Όλοι αυτοί οι φιλελεύθεροι, όλοι ετούτοι οι δημοκράτες είναι σύμφωνοι με τους ολοκληρωτικούς μεταξικούς και τους αντιδραστικούς βασιλικούς στους οποίους δεν θα διστάσουν να δώσουν το χέρι για να σώσουν την Ελλάδα από τον κομμουνισμό».
Η οξυδερκής διαβεβαίωση του Τζελέπη δεν είναι «άποψη» αλλά περιγραφή μιας πραγματικής κατάστασης. Εθνική ενότητα δεν υπήρξε ούτε όταν υπογράφτηκε το ιδρυτικό του ΕΑΜ, ούτε όταν συγκροτήθηκε το Κοινό Στρατηγείο Αντάρτικών Ομάδων, ούτε όταν υπογράφτηκε το «Συμβόλαιον του Λιβάνου», ούτε όταν σχηματίστηκε η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητος».
Η ερμηνεία λοιπόν της αριστεράς ενώ από τη μια δείχνει ότι το ΚΚΕ ήταν όντως εθνικό κόμμα, από την άλλη προσπαθεί a posteriori να δικαιολογήσει και να θεμελιώσει μια νέα πολιτική επιλογή. Έτσι η Αριστερά μη προτείνοντας μια εξήγηση με συνοχή και αντιστοιχία προς τα ιστορικά γεγονότα, καταλήγει σ’ έναν φαύλο κύκλο: επιβεβαιώνει αυτό που θα ‘πρεπε να αποδείξει. Γιατί ακριβώς έτσι στοχάζεται όταν διατείνεται ότι η «ηγεμονία της εργατικής τάξης ήταν καρπός (…) του πρωτοποριακού ρόλου της εργατικής τάξης». Σ’ αυτή την τέλεια ταυτολογία το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ταυτίζεται με τη βαθύτερη αιτία του. Και συνακόλουθα, ερωτήματα όπως γιατί η τεράστια εαμική κινητοποίηση έγινε δυνατή, πώς πραγματοποιήθηκε συγκεκριμένα αυτή η πρωτοφανής στην ιστορία μας προαγωγή, και ποια η φύση του φαινομένου, μένουν αναπάντητα. Και θα μένουν αναπάντητα όσο χρησιμοποιείται αυτή η εμπειρική και ιδεολογίζουσα μεθοδολογία.
Το ίδιο θα μπορούσαμε, εντελώς πρόχειρα, να πούμε για το τεράστιο πρόβλημα της οργανωτικής ετοιμότητας του ΚΚΕ. Λογουχάρη, πολλά αξιόλογα δημοσιεύματα έχουν δείξει ότι όταν το ΕΑΜ ξεκινά το έργο του, το ΚΚΕ είναι εξαρθρωμένο, η ηγεσία του και τα στελέχη του βρίσκονται στις φυλακές και τα στρατόπεδα της μεταξικής δικτατορίας, οι δυνατότητες των υπολειμμάτων των κομματικών οργανώσεων μηδαμινές. Γι’ αυτό, όχι μόνο δυσπιστούμε διαβάζοντας ότι το ΚΚΕ ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει τα τρομερά ζητήματα που έθετε η νέα φάση του αντιφασιστικού αγώνα, αλλά και αρνούμαστε κατηγορηματικά παρόμοιες εκτιμήσεις που μετά βίας καταφέρνουν να κρύψουν την ιδεοληψία του αλάνθαστου της κομματικής ηγεσίας.
Στο σημείωμα αυτό δεν θα αποπειραθώ να περιγράψω τον τρόπο συγκρότησης του ΕΑΜ ούτε να εξετάσω τον χαρακτήρα του. Θα προσπαθήσω όμως να επισημάνω ορισμένα προβλήματα μεθοδολογικού χαρακτήρα που σχετίζονται με τους πολιτικούς μηχανισμούς,μηχανισμούς χάρη στους οποίους αναπτύχθηκε το ΕΑΜ.
Δεν θα ήταν υπερβολικό να τονιστεί ότι βασικό γνώρισμα του Β’ παγκόσμιου πολέμου ήταν η στράτευση των λαϊκών μαζών, είτε στον τακτικό στρατό τής χώρας τους είτε στις στρατιές της αντίστασης. Είδαμε στην Ελλάδα, όπως και σ’ όλη την Ευρώπη, αυτή την καταπληκτική και γενικευμένη εκδήλωση. Το νέο που συντελείται είναι η άμεση επέμβαση των μαζών, που διεκδικούν το ρόλο αυτόνομου ιστορικού πρωταγωνιστή, ύστερα από την παταγώδη αποτυχία των κυβερνήσεών τους και των κυρίαρχων τάξεων εμπρός στη φασιστική επιβολή. Οι μάζες εκφράζονται μέσα στο δικό τους «ιστορικό μπλοκ», σε αντίθεση με την αστική ιδεολογία, σε αντίθεση με την πολιτική του αστικού κόσμου. Απ’ αυτή την άποψη δεν υπάρχει κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά επιβεβαίωση και στην Ελλάδα μιας γενικής τάσης.
Στην ελληνική περίπτωση επιβεβαιώνεται επίσης μια άλλη γενική τάση που συναντάμε σ’ όλη την αντιστασιακή Ευρώπη: η σύγκρουση δεξιών και αριστερών αντιστασιακών οργανώσεων, ο αντιθετικός τους, τελικά, χαρακτήρας. Στην Ελλάδα η σύγκρουση θα γνωρίσει ιδιαίτερη σφοδρότητα, πράγμα όχι τυχαίο βέβαια, αλλά και τούτο γέννημα κάποιων εγγενών συνθηκών. Μια άλλη γενική τάση που επαληθεύεται και στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι αλλάζει παντελώς, σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, το πολιτικό σκηνικό, το είδος και ο ρόλος των πολιτικών δυνάμεων που πρωταγωνιστούν: δηλαδή των πολιτικών δυνάμεων της Αντίστασης. Για το σημείο αυτό, και με γενικό τρόπο βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα αστικά κόμματα παθαίνουν ένα είδος καθίζησης. Τη θέση τους θα πάρουν οι αντιστασιακές οργανώσεις. Αλλά στο μεταξύ η ιδεολογική και η πολιτική τους αποδυνάμωση έχει αφήσει ένα σημαντικό πολιτικό κενό που επιτρέπει την ανάπτυξη των αντιστασιακών οργανώσεων της αριστεράς.
Για να φανούν οι αλλαγές που συντελούνται με την έναρξη της Αντίστασης, πρέπει να σκεφτούμε τι ίσχυε την προπολεμική περίοδο. Στην Ελλάδα κατά τον μεσοπόλεμο οι λαϊκές μάζες ζούσαν στο περιθώριο των πολιτικών ανταγωνισμών: η κίνησή τους ήταν συναρτημένη με τη διαπάλη των αστικών κομματικών σχηματισμών, αν και στο επίπεδο της κοινωνικής πάλης εμφανίζουν μια αναμφισβήτητη ζωντάνια, δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν την αντίστοιχη πολιτική συνείδηση και ιδεολογία, και να ανταμώσουν τις πρωτοπορίες. Ή καλύτερα, η πολιτική πρωτοπορία δεν καταφέρνει να εκφράσει τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών.
Στη διάρκεια τού μεσοπολέμου η οργανική ζεύξη εργατικών, πολιτικών οργανώσεων (κυρίως του ΚΚΕ) και εργαζομένων μαζών, ακόμη και στις ευτυχέστερες στιγμές της, δεν έχει πραγματοποιηθεί. Οι λόγοι είναι πολλοί: έχουν σχέση με τις ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης του εργατικού κινήματος στον τόπο μας, με την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος, με τον χαρακτήρα των αστικών κομμάτων, με τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής εργατικής τάξης και τον γενικότερο ταξικό ιστό της ελληνικής κοινωνίας τού μεσοπολέμου · έχουν σχέση τέλος με το ίδιο το ΚΚΕ, την πολιτική του και την ποιότητα της οργάνωσής του.
Ήδη όμως η απόκρουση του ιταλικού φασισμού κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ήταν μια πρώτη, νέας ιστορικής ποιότητας, εκδήλωση του ελληνικού λαού και σημαδιακή από πολλές απόψεις: εκδήλωση υψηλού πατριωτισμού, έκφραση αντιφασιστικού φρονήματος, έκφραση «ιστορικής πρωτοβουλίας» και ταυτόχρονα προμήνυμα της μελλοντικής αποδέσμευσής του από τις δυνάμεις εκείνες που, μέσα από το αδιέξοδο των αντιφάσεών τους, οδηγήθηκαν στη συνθηκολόγηση ή στη φυγή. Γιατί το «επίσημο» κράτος του μοναρχο-στρατιωτικού συγκροτήματος, που κυβερνούσε από το 1936, κατάληξε εκεί: στη συνθηκολόγηση και τη φυγή.
Οι λαϊκές μάζες εν συνεχεία, στην ευνοϊκή αλλά και οδυνηρή συγκυρία του πολέμου, ξεπετάγονται αυτόνομα και πρωταγωνιστικά στο ιστορικό προσκήνιο. Πολιτική τους έκφραση θα γίνουν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, όπου θα λάβουν μέρος όχι σαν ψηφοφόροι εκλογικής εκστρατείας αλλά σαν φορείς της ιστορίας τους. Οι οργανώσεις αυτές, μαχόμενες εναντίον του ξένου κατακτητή, πολιτικοποίησαν στο έπακρο όλα τα προβλήματα και τις κοινωνικές σχέσεις, αντιτιθέμε νες όχι μόνο στον ξένο φασισμό αλλά και στη ντόπια αστική-μοναρχική παράδοση.
Οι αλλαγές που προκαλεί η εαμική περίοδος είναι τόσο βαθιές και πολυσήμαντες, και η πολιτική συνείδηση του λαού προάγεται τόσο αλματικά, ώστε ξεπερνιέται ο πατροπαράδοτος ανταγωνισμός των πολιτικών δυνάμεων και οι προπολεμικές αναφορές των λαϊκών μαζών. Τη θέση του παλιού ανταγωνισμού βενιζελικών-αντιβενιζελικών παίρνει μια νέα αντίθεση: η αντίθεση του μπλοκ των εαμικών δυνάμεων, με πρωταγωνιστή το ΚΚΕ, και του μπλοκ των αστικών δυνάμεων, με κύριο στήριγμα και καθοδηγητή τους Άγγλους. Έτσι, έγινε για πρώτη φορά κτήμα του ελληνικού λαού η προοπτική της λαοκρατίας.
Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται στη νεοελληνική ιστορία για πρώτη φορά. Και απ’ αυτή την άποψη, στην περιοδολόγηση της νεοελληνικής ιστορίας, η Αντίσταση αποτελεί βασική τομή: τέλος μιας περιόδου και αρχή μιας άλλης. Με την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου ολοκληρώνεται και τερματίζει μια ολόκληρη φάση, που είχε αρχίσει με την επανάσταση του Γουδιού το 1909, και μια άλλη αρχίζει. Το νέο δεν γεννιέται επειδή, απλά και μόνο, υπήρξαν αντιστασιακά γεγονότα μεγάλης έκτασης, ούτε επειδή θυσιάστηκε ο λαός, αλλά επειδή αναδείχτηκαν νέοι ιστορικοί πρωταγωνιστές.
Η διαφορά είναι τεράστια. Στην προπολεμική περίοδο πρωταγωνιστούσαν τα αστικά κόμματα · στην Κατοχή, το εαμικό συγκρότημα και οι οργανωμένες σ’ αυτό λαϊκές δυνάμεις.
Ξαναγυρίζουμε λοιπόν στο αρχικό ερώτημα: πού οφείλεται αυτή η βαθιά τομή; Ήταν το αποτέλεσμα της βίας, της τρομοκρατίας και της εξαπάτησης;
Δεν θα αναφερθούμε τώρα στα περιστατικά που ανασκευάζουν αυτή τη χοντροκοπιά. Οι λαοί, όπως έλεγε κάποιο Σύνταγμα της Γαλλικής ’Επανάστασης, «έχουν υποχρέωση να επαναστατούν ενάντια στην τυραννία». Ο ελληνικός λαός, όπως και οι άλλοι λαοί της κατεχόμενης Ευρώπης, συνειδητοποίησε αυτό του το δικαίωμα και το έκανε πράξη: Αντίσταση. Και η πράξη αυτή βρήκε πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική μορφή μέσα από τον τιτάνιο και πρωτότυπο αγώνα ο οποίος ανάδειξε μια οργάνωση που το 1941 υπήρχε μόνο στο χαρτί. Αλλά με απάτες, συνωμοσίες και τρομοκρατία δεν γεννήθηκαν ποτέ λαϊκές οργανώσεις.
Μήπως ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής της εθνικής ενότητας; Η άποψη αυτή θέλει πολύ περισσότερη συζήτηση.

Ξέρουμε ότι το θεωρητικό πρότυπο για τη διαμόρφωση του ΕΑΜ βασιζόταν στις επεξεργασίες του 7ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935. Το πρότυπο αυτό με βάση το όποιο θα οργανωνόταν η δράση των κομμουνιστών για την απόκρουση της φασιστικής επιβουλής είχε στόχο τη σύναψη συμμαχίας στην «κορυφή και τη βάση» των κομμουνιστικών κομμάτων με όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που αντικειμενικά τοποθετούνταν έξω από τον πολιτικό χώρο του φασισμού. Γι’ αυτό ακριβώς άοκνες ήταν οι προσπάθειες του ΚΚΕ να συνεργαστεί, με οποιαδήποτε μορφή, με όλα τα αστικά κόμματα, ακόμη και με τους βασιλικούς, προκειμένου να αρχίσει και να αναπτυχθεί η κοινή δράση για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε αν η γραμμή αυτή υλοποιήθηκε στους κόλπους του ΕΑΜ, αν δηλαδή το ΕΑΜ ήταν όντως το πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο πολιτικών δυνάμεων, που πάνε από τους κομμουνιστές ως τα αστικά κόμματα, ακόμη και τις βασιλικές πολιτικές δυνάμεις.
Μια πρώτη παρατήρηση δείχνει ότι στην ηγεσία του ΕΑΜ, ως το τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, υπάρχουν μόνο αντιπρόσωποι κομμάτων της αριστεράς, δηλαδή κομμάτων που έχουν κάνει μια ουσιώδη πολιτική και ιδεολογική επιλογή για την ελληνική κοινωνία: τη σοσιαλιστική προοπτική. Αυτό ισχύει για το ΚΚΕ, για το Αγροτικό Κόμμα, για την ΕΛΔ και για το ΣΚΕ. Στην κορυφή λοιπόν δεν πραγματοποιείται η πλατιά αντιφασιστική συμμαχία, αλλά ενότητα σοσιαλιστικών δυνάμεων.
Στη βάση; τι ήταν ο εαμικός κόσμος από κοινωνική άποψη; Και εδώ η απάντηση είναι κατηγορηματική: η αστική τάξη και τα διάφορα τμήματά της, τα φιλελεύθερα και τα ολοκληρωτικά, τα «εθνικά» ή τα μεταπρατικά, τα μονοπωλιακά ή τα μη μονοπωλιακά, τα δημοκρατικά ή τα μοναρχικά, δεν μετείχαν στο ΕΑΜ, ούτε συνεργάστηκαν μ’ αυτό. Αντίθετα το πολέμησαν, «ψυχρά και θερμά». Από ταξική λοιπόν και πολιτική άποψη το ΕΑΜ είναι μια μορφή λαϊκής συμμαχίας, χωρίς ίχνος συμμετοχής αστικών κομμάτων (δεν εννοούμε ατόμων-αστών): ένα νέο, νέου τύπου πολιτικό όργανο, άγνωστο ως τα τότε στις πολιτικές παραγωγές του ελληνικού συστήματος, που ανέλαβε συγκεκριμένο ιστορικό ρόλο, την απελευθέρωση της χώρας. Και φιάχτηκε γιατί ανταποκρίθηκε με επάρκεια στο ρόλο που ανέλαβε.
Ταυτόχρονα, όμως, η κοινωνική σύνθεση του ΕΑΜ και η πολιτική του επάνδρωση βοήθησαν να αναδειχθούν όλα τα προβλήματα της κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης του ελληνικού λαού. Και πραγματικά, στη χοάνη του αντιφασιστικού αγώνα μια νέα πολιτική συνείδηση γεννήθηκε, μια συνείδηση που αναθερμαινόταν από την προσδοκία της ανεξαρτησίας και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Σ’ αυτή την προσδοκία και το γενικευμένο αίτημα για ελευθερία θα βρει κανείς τους στέρεους λόγους για την ανάπτυξη της λαογέννητης οργάνωσης. Στη λογική των πραγμάτων ενυπήρχε και πραγματοποιήθηκε μια αλματώδης μετατόπιση του ελληνικού λαού προς τα αριστερά. Γι’ αυτό και ο πατροπαράδοτος ανταγωνισμός βενιζελικών και αντιβενιζελικών πολύ γρήγορα έχασε κάθε νόημα. Ο εξ αντικειμένου ανταγωνισμός των λαϊκών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων με την αστική τάξη, που ως τότε ήταν σκεπασμένος κάτω από αποπροσανατολιστικές ιδεολογίες, προκαταλήψεις και συνήθειες, ξεκαθαρίστηκε, βρήκε την ιδεολογική, την πολιτική και την οργανωτική του έκφραση.
Ούτε αυτή η «αριστεροποίηση» έμεινε χωρίς συνέπειες. Το ΕΑΜ, μαχόμενο τον ξένο φασισμό, προσέκρουσε στην παλαιά πολιτική τάξη, και αντίστροφα η παλαιά πολιτική τάξη και οι Άγγλοι αντιστάθηκαν σθεναρά στη νέα πραγματικότητα η οποία οραματιζόταν διαφορετικά την μεταπελευθερωτική Ελλάδα.
Αν λοιπόν στη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών αναγνωρίζουμε το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της ελληνικής αντίστασης, δύσκολα θα μπορούσαμε να παραδεχτούμε ότι το φαινόμενο οφείλεται στο πρώτο χελιδόνι της άνοιξης. Είναι αναμφισβήτητη αλήθεια ότι οι κομμουνιστές ήταν οι πρώτοι που κήρυξαν, με τις μικρές τους τότε δυνάμεις, τον πόλεμο στους κατακτητές. Ωστόσο η λαϊκή συσπείρωση στις γραμμές του ΕΑΜ δεν ήταν ούτε αυτόματη ούτε ευθύγραμμη διαδικασία. Προσδιορίστηκε και καθορίστηκε από μια σειρά παράγοντες που συνθέτουν τη συγκυρία του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Εκεί θα βρούμε τους λόγους που ορισμένες τάσεις της ελληνικής κοινωνίας του μεσοπολέμου επιβεβαιώθηκαν. Για την ώρα ας απαριθμήσουμε απλώς αυτούς τους παράγοντες: χρεοκοπία του αστικού πολιτικού κόσμου που δημιούργησε πολιτικό κενό, αποσύνθεση του κρατικού μηχανισμού, οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης του ελληνικού πληθυσμού, η μετακίνηση πληθυσμών από τις πόλεις στα χωριά, η συμμαχική προπαγάνδα, η πολιτική των συμμαχικών εμπόλεμων δυνάμεων που ενδιαφέρονταν για την ανάπτυξη της Αντίστασης.
Οι παράγοντες αυτοί βρίσκονται στη ρίζα ενός αυθόρμητου κινήματος ενάντια στους κατακτητές, που άνθισε στις πόλεις και την ύπαιθρο με άπειρες μορφές, και του οποίου τις εκδηλώσεις μπορούμε και σήμερα να ανιχνεύσουμε. Η ιστορικής σημασίας πρωτοβουλία των κομμουνιστών συνίσταται στο γεγονός ότι ένιωσαν τις διεργασίες που συντελούνταν στις λαϊκές μάζες και έδρασαν αντίστοιχα, γιατί και αυτοί ήταν «καταδικασμένοι» να δράσουν με τον τρόπο που έδρασαν. Έτσι εξέφρασαν καλύτερα από κάθε άλλον αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε λαϊκή διαθεσιμότητα για την αντίσταση. Σ’ αυτό το κλίμα ξαναφτιάνουν το αποδιοργανωμένο από τα χτυπήματα της μεταξικής δικτατορίας κόμμα, και ταυτόχρονα οργανώνουν το ΕΑΜ. Τα δύο ρεύματα, το εαμίτικο και το κομμουνιστικό, συγκλίνουν, αλληλοπροσδιορίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται διαλεκτικά. Το μέτωπο φτιάνει το κόμμα και το κόμμα φτιάνει το μέτωπο.
Κοντολογίς ερευνώντας τις απαρχές του εαμίτικου κινήματος, εξετάζοντας την προοδευτική σταθεροποίηση της ισχυρής οργανωτικής υποδομής του, αναγνωρίζοντας τον τρόπο διαμόρφωσης των αντίστοιχων λαϊκών οργανώσεων, παρακολουθώντας την ανάπτυξη του ένοπλου κινήματος, επισημαίνοντας ιδιοτυπίες, σταθερές, μεταβλητές και επιβιώσεις του παρελθόντος, καταλήγουμε σε τούτο το κεφαλαιώδες συμπέρασμα:
Όλα αυτά τα στοιχεία, μέσα από μια αγωνιστική διαδικασία, ενσωματώνονται στο αυτό πολιτικό ρεύμα. Αν τελικά το ΚΚΕ υπήρξε πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική αιχμή, αυτό οφείλεται στο ότι μόνο το κόμμα αυτό διέθετε μια ιδεολογία σε αντιστοιχία με τις σύμφυτες στο αντιστασιακό κίνημα τάσεις. Έτσι έγινε η ενοποιητική δύναμη των από τη φύση τους ομόρροπων τάσεων, η πολιτική δύναμη που από την μια επέβαλε την αυτή πολιτική αντίληψη, και από την άλλη δημιουργούσε την κοινή λαϊκή αναφορά στο αυτό, και συνάμα νέο, πολιτικό κέντρο.
Η σύνδεση λαού-κόμματος-ΕΑΜ δεν ήταν λοιπόν ένα απλό τεχνικό πρόβλημα, μια συνωμοσία, μια παράνομη συνάντηση ή μια οργανωτική ρύθμιση. Ήταν μια ολόκληρη διαδικασία που στη διάρκειά της έγινε η παραδοχή της νέας πολιτικής εστίας και η επιβεβαίωση μιας νέας πολιτικής αντίληψης. Ταυτόχρονα μ’ αυτή την κατάφαση ερχόταν και η άρνηση του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου, του φιλελεύθερου και του βασιλικού. Έτσι νομίζουμε ότι δικαιολογείται ο ισχυρισμός πως η ιστορία της αντίστασης αποτελεί την ιστορία της μεγάλης τομής στη σύγχρονη Ελλάδα. Συνακόλουθα, η ανάλυση και η κατανόηση του εαμικού φαινομένου, σαν φαινόμενο νέας σύνθεσης και ιστορικής σημασίας, ισοδυναμεί με την ανάλυση και την κατανόηση της σύνθετης διαδικασίας που συνέδεσε το αυθόρμητο κίνημα ή τη λαϊκή διαθεσιμότητα με τη νέα πολιτική ηγεσία.
Στη νέα φάση που εισέρχεται η αντιστασιακή ιστοριογραφία, με τις αντικειμενικά ευνοϊκότερες προϋποθέσεις, όλα τούτα τα προβλήματα, μεθόδου, θεωρίας, έρευνας, τεχνικής και κατασκευής εννοιολογικών εργαλείων, όπως και εκείνα της κριτικής των αντιλήψεων που βαραίνουν στην ως τα σήμερα γνωστή ιστοριογραφία, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Πάντως, από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα θα εξαρτηθεί αν θα απαντηθούν τα κρίσιμα και για τη σημερινή πολιτική περιπλοκή -ρωτήματα: ποιος ήταν ο χαρακτήρας του ΕΑΜ, και ποια θέση κατέχει στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού λαού. Γιατί το κύριο πρόβλημα που περιμένει την απάντησή του είναι: τι πραγματικά ήταν και τι ήθελε το ΕΑΜ;
- Γεώργιος Παπανδρέου. Η απελευθέρωση της Ελλάδος, Αθήνα 1947, σελ. 19 και 37-38.
- Γράφει π.χ. ό Παναγιώτης Κανελλόπουλος προλογίζοντας την επανέκδοση του βιβλίου του Θεμιστοκλή Τσάτσου, Αί παραμοναί της απελενθερώσεως, Ικαρος, Αθήνα 1973: «Μ’ άλλα λόγια, θεωρώ και σήμερα, όπως θεωρούσε και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος ως το τέλος της ζωής του, τη γραμμή που ακολούθησε, στο 1944, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ως ορθή, ή μάλλον ως την μόνη, τότε, ιστορικά δυνατή», (σελ. 18).
- Πρβλ. «Θέσεις για τα σαραντάχρονα του ΚΚΕ», στο Σαράντα χρόνια του ΚΚΕ, 1918-1958. Συλλογή Επίσημων Κείμενων, Νοέμβρης 1958, οελ. 713. Βλ. επίσης «Πενήντα χρόνια ηρωικών αγώνων και θυσιών: Θέσεις της Κ.Ε. του ΚΚΕ για τα 50χρονα του ΚΚΕ», στον Νέο Κόσμο, Νοέμβρης 1968.
- Le drame de la Resistance Grecque, ed. Raisons d’Etre, Παρίσι 1946, σ. 47 καί 72.
«Ο Πολίτης, τεύχος 5, Σεπτέμβριος 1976»