«Ο καλύτερος τρόπος για να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός, δεν είναι το να κλείσεις μέσα το γείτονά σου», Φ. Ντοστογιέφσκι
Η ιστορία της ψυχοαποικίας της Λέρου έχει απασχολήσει κατά το παρελθόν τα διεθνη και εγχώρια μέσα ενημέρωσης. Ο ψυχίατρος Γιάννης Λουκάς, (ψυχιατρείο Λέρου) καταθέσε το 2006 μία συγκλονιστική μαρτυρία για το πως επιλέχθηκε το νησί γι’ αυτόν το ρόλο, για το καθεστώς της ιδρυματικής βαρβαρότητας, για τις προσπάθειες της Ομάδας της Λέρου για την αποασυλοποίηση, αλλά και για τις πρακτκές που οδηγούν ξανά στην επανάληψη του φαινομένου με άλλους όρους, με όρους νεοϊδρυματισμού. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην τριμηνιαία επιστημονική έκδοση του Α.Π.Θ. «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία», τεύχος 3, απ’ όπου και το αναδημοσιεύουμε. Ενδιάμεσα παραθέτουμε το ντοκιμαντέρ «Λέρος-Η ελευθερία είναι θεραπευτική» του Ανδρέα Λουκάκου.
Επιλέξαμε να το παρουσιάσουμε παρότι έχει μεσολαβήσει μια δεκαετία από την πρώτη δημοσίευσή του, γιατί τα ζητήματα που θέτει είναι πλέον ακόμη πιο επίκαιρα. Οι παρατηρήσεις του Γιάννη Λουκά για την εξέλιξη της φημολογούμενης και πολυδιαφημισμένης αποασυλοποίησης έχουν ήδη επιβεβαιωθεί. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι επισημάνσεις του για τους ειδικούς της ψυχικής υγείας και για τις οικογένειες των ανθρώπων που βιώνουν την πραγματικότητα της ψυχικής υγείας στη χώρα μας, ενώ παράλληλα περιέχει αποκαλυπτικά στοιχεία για το πως εγκλωβίστηκαν στο ασσυλικό μοντέλο, κάτοικοι, εργαζόμενοι και ασθενείς, με βασική υπαιτιότητα της πολιτείας. Παράλληλα όμως μας δείχνει και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή πραγματικότητα του στιγματισμού και του νεοιδρυματισμού.
Επιμέλεια: Χρήστος Τσαντής

Λέρος και Ψυχιατρική μεταρρύθμιση
Από τον ιδρυματισμό στον νεοϊδρυματισμό*
Ι. Λουκάς, ψυχίατρος, ψυχιατρείο Λέρου
*Αναδημοσίευση από την τριμηνιαία επιστημονική έκδοση του Α.Π.Θ. για θέματα υγείας και κοινωνικού αποκλεισμού: «κοινωνία και ψυχικής υγεία», τεύχος 3, 2006
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μία απόπειρα προσέγγισης του πολυσύνθετου φαινομένου της Λέρου μέσα από την ιστορικο-κοινωνική, πολιτική και επιστημονική του διάσταση. Είναι όμως παράλληλα και μία προσωπική μαρτυρία. Μαρτυρία που προκύπτει από μία σχεδόν τριακονταετή προσωπική σχέση ενεργητικής παρέμβασης.
Θα προσπαθήσω λοιπόν μέσα από μία σύντομη ιστορική αναδρομή, από το 1958 μέχρι σήμερα, να καταγράψω τον παραλογισμό του φαινόμενου της Λέρου και της ιδρυματικής ψυχιατρικής, αλλά και τις βασικές αρχές στις οποίες στηρίχθηκε η παρέμβαση για αποϊδρυματοποίηση, τα αποτελέσματα και την κατάληξή της έως τώρα, καθώς και τη σημερινή ψυχιατρική πραγματικότητα του Νομού Δωδεκανήσου.
Η επιλογή της Λέρου
Είναι γνωστό ότι η πορεία της Λέρου αντανακλά και την πορεία της ψυχιατρικής περίθαλψης της χώρας, όπου η χρονιότητα και ο ιδρυματισμός του παρελθόντος συναντούν σήμερα τον νεοϊδρυματισμό και τη νέα χρονιότητα. Όταν το 1957 εκδιδόταν το βασιλικό διάταγμα, το οποίο καθόριζε τη δημιουργία της Αποικίας Ψυχασθενών της Λέρου, κανείς δεν φανταζόταν ότι η Λέρος θα γινόταν το σύμβολο της ιδρυματικής ψυχιατρικής, πολύ περισσότερο δε ότι θα καθόριζε την ψυχιατρική μεταρρύθμιση της χώρας. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί ιδρύθηκε ειδικά στη Λέρο ένα ψυχιατρικό άσυλο. Θα προσπαθήσω να περιγράψω συνοπτικά τους βασικούς λόγους αυτής της επιλογής.
Η Λέρος, όπως και όλα τα Δωδεκάνησα, από το 1523 έως το 1912 βρισκόταν υπό Τουρκική Κατοχή, ενώ από το 1912 έως το 1947 περιέρχεται στους Ιταλούς. Η γεωπολιτική της θέση και κυρίως η παρουσία φυσικών λιμανιών την καθιστούν ως το πλέον στρατηγικό νησί της Μεσογείου. Για αυτόν τον λόγο, οι Ιταλοί μετατρέπουν τη Λέρο στη μεγαλύτερη ναυτική βάση της Μεσογείου εγκαθιστώντας στο νησί 30.000 έως 35.000 στρατό και δημιουργώντας στρατιωτικές υποδομές όπως: στρατόπεδα, στρατώνες, νοσοκομεία, καταφύγια, κ.α. Με την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, όλη η υποδομή παραμένει ως κληρονομιά στο νησί.
Μέρος της ιστορικής κληρονομιάς της Λέρου είναι και η ιστορία των ιδρυμάτων της. Το νησί, εξαιτίας αυτής της κτιριακής κληρονομιάς και του γεωγραφικού και κοινωνικού απόμακρου από τον αστικό ιστό, χρησιμοποιήθηκε για την πρόνοια, τον εγκλεισμό και τη φύλαξη ομάδων που για διάφορους κατά καιρούς λόγους ωθούνταν στο περιθώριο.
Η πρώτη χρήση των υποδομών γίνεται με τη δημιουργία των Τεχνικών Βασιλικών Σχολών. Από το 1949 μέχρι το 1964 «φιλοξενούνται» εκεί 16.000 παιδιά με στόχο την εκπαίδευσή τους σε διάφορες τέχνες και, κυρίως, τη διαπαιδαγώγησή τους στα κυρίαρχα ιδεώδη εκείνης της εποχής (αντικομουνισμός-πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια κ.λπ.) -σε μια στιγμή μάλιστα που η χώρα έβγαινε από τη σκληρή περίοδο του εμφυλίου. Ένα μέρος από τις Τεχνικές σχολές και τις εγκαταστάσεις στο Παρθένι θα χρησιμοποιηθεί αργότερα (1967-1970) ως τόπος εξορίας πολιτικών αντιπάλων της δικτατορίας. Συγχρόνως λειτουργεί παράρτημα του Ε.Ε.Σ., όπου εργάζονται εξειδικευμένοι γιατροί – κυρίως ορθοπεδικοί – και συγκροτούν το νοσοκομείο της Λέρου σε μια πρότυπη υγειονομική μονάδα στα Δωδεκάνησα, που μετονομάζεται σε «Ασκληπιό».
Μετά την αποχώρηση των Ιταλών, το νησί μαστιζόταν από την ανεργία και η μετανάστευση έπαιρνε τρομακτικές διαστάσεις. Παράλληλα, στα μεγάλα δημόσια ψυχιατρεία της ηπειρωτικής Ελλάδας (Δαφνί και Θεσσαλονίκη) ο αριθμός των εγκλείστων αυξάνεται φθάνοντας σε μία κατάσταση «υπερπλήρωσης» και χρήσης «αλλεπάλληλων» κρεβατιών. Έτσι λοιπόν, με τη συνέργεια πολιτικών και ψυχιάτρων, προσφέρονται οι κτιριακές εγκαταστάσεις για τη δημιουργία της «Αποικίας Ψυχοπαθών Λέρου» – με τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας ως ρουσφέτι στους κατοίκους της περιοχής – ενώ παράλληλα επωφελείται η Ψυχιατρική με την παροδική, όπως θα φανεί αργότερα, μείωση του αριθμού των εγκλείστων στα δύο μεγάλα αστικά Ψυχιατρεία. Το νησί «αποικιοκρατείται» από την ψυχιατρική με τον πιο αρνητικό τρόπο· μια «αποικιοκρατία» που θα έχει επίδραση σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις και τις προσωπικές επιλογές των κατοίκων.
Οι πρώτοι «άποικοι»
Οι πρώτοι «άποικοι» της Λέρου προέρχονται από τη διάλυση και τη μεταφορά των εγκλείστων του Αγίου Γεωργίου Περάματος και του Αγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας· οι ασθενείς στοιβάζονται σαν ζώα και βιώνουν τις πιο άθλιες συνθήκες που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους.
Οι μεταφορές γίνονται με οχηματαγωγά πλοία (τα σύγχρονα πλοία των τρελών) στην αρχή σε ομάδες των 40-50 ατόμων, ενώ από το 1965 οι ομάδες περιλαμβάνουν 250-400 ασθενείς με διακριτικά νούμερα, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε ένα ονοματεπώνυμο. Πολλά από τα νούμερα χάνονται κατά τη μεταφορά, με αποτέλεσμα να στέλνονται φωτογραφίες στα ψυχιατρεία προέλευσης για να ταυτοποιηθούν. Για μερικούς ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί η ταυτοποίηση με αποτέλεσμα να υπάρχουν 20 ασθενείς χωρίς όνομα: «Ανώνυμοι», «Αγνώστου».
Ο τρόπος επιλογής για τη μεταφορά ενός ασθενή στην Αποικία της Λέρου δεν είχε σαν κριτήριο τα ψυχιατρικά ή τα ιατρικά χαρακτηριστικά του, αλλά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του. Κριτήριο ήταν η διακοπή επικοινωνίας με την οικογένειά του για ένα ή δύο χρόνια και ο χαρακτηρισμός του ως «ανίατου-αζήτητου». Πρόκειται για ένα ψυχιατρείο που συγκέντρωσε στην πορεία του χρόνου όλες τις ακραίες κατασκευές της ιδρυματικής ψυχιατρικής, είτε με τη μορφή του κοινωνικά «αζήτητου» είτε με τον χαρακτηρισμό του ψυχιατρικά «αθεράπευτου».
Η «Αποικία», η οποία από το 1965 μετονομάστηκε σε Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Λέρου, ξεκίνησε με δύναμη 650 κλινών (το 1958) που βαθμιαία έφτασαν τις 2.750 (το 1981). Το 1965 είναι η χρονιά με τις περισσότερες διακομιδές, 900 στον αριθμό. Η χρονιά αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως έτος «εκκαθάρισης» των ελληνικών ψυχιατρείων από τα κοινωνικά «αζήτητα» άτομα ή από τα ψυχιατρικά «βαριά περιστατικά». Συγχρόνως, η ιδρυματική ψυχιατρική της εποχής εκείνης προσθέτει στη φαρέτρα της, πέραν των άλλων μέσων πειθάρχησης (ποιος ξέρει, ίσως και θεραπευτικής πρακτικής) και την απειλή -απέναντι στους ενοχλητικούς έγκλειστους των άλλων ψυχιατρείων- της μεταφοράς τους στη Λέρο.
Οι ασθενείς διαβιούν στις πλέον ακραίες μορφές ιδρυματικής ζωής μέσα σε στρατώνες, σε τμήματα των 90-180 ατόμων. Στο 11ο περίπτερο ζούσαν 1.100 ασθενείς ο ένας δίπλα στον άλλον, χωρίς προσωπικό χώρο και χρόνο, μέρος μιας μάζας ή μιας αγέλης, χωρίς ατομική ταυτότητα, χωρίς εναλλαγές παραστάσεων, με ένα μονότονο και άχαρο καθημερινό ρυθμό, χωρίς κανένα δικαίωμα και με μοναδική προοπτική τον κοινωνικό θάνατο.
«Το τέλειο αριστούργημα της ψυχιατρικής»
Επικρατούσε παντού φτώχεια. Φτώχεια σε προσωπικές σχέσεις, σε προσωπική ταυτότητα, σε προοπτική. Φτώχεια σε συναισθήματα και επιθυμίες. Φυσικά επικρατούσε βία, είτε από φόβο κι άγνοια από την πλευρά του προσωπικού είτε από αντίδραση και αντίσταση από την πλευρά των ασθενών. Ήταν το τέλειο αριστούργημα της ψυχιατρικής, όπως το χαρακτήρισε ο Φ. Ροτέλλι.
Περίπου 4.500 άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας και με σοβαρά προβλήματα νοητικής στέρησης μεταφέρθηκαν στη Λέρο από το 1958 έως το 1981, χρονιά κατά την οποία σταματούν οι μαζικές διακομιδές που γίνονταν με αρματαγωγά. Οι εντολές για τις μαζικές διακομιδές έχουν ονοματεπώνυμο. Γίνονται με τη συγκατάθεση και την υπογραφή ψυχιάτρων της εποχής, αρκετοί από τους οποίους ενεπλάκησαν αργότερα στη δήθεν αποασυλοποίηση της Λέρου. Χαρακτηριστικό της ανοχής αυτών των εγκλημάτων είναι ότι ποτέ και σε κανέναν -από τον πολιτικό ή ψυχιατρικό κόσμο- δεν αποδόθηκαν πολιτικές, ηθικές ή ποινικές ευθύνες. Ποτέ η επίσημη Ελληνική Ψυχιατρική δεν ζήτησε, βέβαια, δημόσια συγνώμη γι’ αυτή τη βαρβαρότητα.
Η πλειοψηφία των εργαζομένων στο άσυλο προερχόταν από τον ντόπιο πληθυσμό. Για πολλά χρόνια υπήρχαν μόνο ένας ή δύο ψυχίατροι, ενώ το νοσηλευτικό προσωπικό είχε αποκλειστικά φυλακτικό ρόλο, χωρίς καμία εκπαίδευση ή ειδίκευση. Έτσι για πολλά χρόνια δεν υπήρξε καμία υποστηρικτική ενέργεια για την πλειοψηφία των νοσηλευόμενων, ούτε φυσικά κάποιο πρόγραμμα υποστήριξης και εκπαίδευσης του προσωπικού. Άνθρωποι χωρίς καμία εμπειρία, οι οποίοι ασχολούνταν με αγροτικές και αλιευτικές εργασίες, κλήθηκαν να φροντίζουν αυτούς τους ανθρώπους χωρίς ποτέ κανείς να τους πει, να τους εξηγήσει, τι είναι η ψυχική νόσος ή τι είναι ο ψυχικά πάσχοντας. Μπορεί κανείς να φανταστεί τους φόβους και τις συμπεριφορές αυτών των ανθρώπων. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν όλοι μαζί -ασθενείς και προσωπικό- να βουλιάζουν καθημερινά στο χωνευτήρι του ασύλου με αποτέλεσμα να εντείνεται ο ιδρυματισμός για εργαζόμενους και εγκλείστους.
Αργότερα αυτοί οι ίδιοι εργαζόμενοι, οι φύλακες του ψυχιατρείου, δε δίστασαν να εμπλακούν στην προσπάθεια αποϊδρυματοποίησης της Λέρου· έμελλε δε να γίνουν πρωταγωνιστές της διαδικασίας αποσάθρωσης και της δημιουργίας νέων δομών, μέσα από την πρακτική εκπαίδευση που απέκτησαν στα πλαίσια διαφόρων προγραμμάτων παρέμβασης. Παράλληλα το Κ.Θ.Λ. αποτέλεσε την κύρια δυνατότητα απασχόλησης των κατοίκων και το κύριο πεδίο οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας του νησιού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν τοπικά οικονομικά και πολιτικά κέντρα εξουσίας, που επηρέασαν την κοινωνικοπολιτική συμπεριφορά των κατοίκων καθιστώντας τους έρμαια των παραπάνω κέντρων, αλλοιώνοντας την κουλτούρα και την ταυτότητά τους.
Η ομάδα της Λέρου
Στα τέλη του 1970, ξέσπασαν οι πρώτες οργανωμένες καταγγελίες στην Ελλάδα -αλλά και διεθνώς- για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των εγκλείστων, υποκινούμενες από ομάδα αγροτικών ιατρών και άλλων επιστημόνων που συγκροτούν την Ομάδα της Λέρου, ψυχή της οποίας ήταν η Έφη Σκλήρη. (Αποτελούνταν από τους: Έφη Σκλήρη, Γ. Λουκά, Σ. Τόλια, Κ. Μωρογιάννη, Χ. Ιωαννίδη, Κ. Μπαϊρακτάρη και Δ. Γεωργιάδη).
Η Ομάδα της Λέρου καταγγέλλει την εποχή εκείνη: «[…] Θέλουμε να επισημάνουμε ότι το γεγονός και μόνο της αποστολής αρρώστων από όλα τα μέρη της Ελλάδας σε ένα μικρό και σχετικά απομονωμένο νησί, χωρίς καμιά ελπίδα επικοινωνίας με το κοινωνικό περιβάλλον από όπου προέρχονται, είναι αντιθεραπευτικό και αντιτίθεται κραυγαλέα σε βασικές ανθρωπιστικές και πολιτιστικές αξίες […]» (καταγγελία στην εφημερίδα «Τα Νέα», 16/12/1981).
Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών της Ομάδας ήταν να σταματήσουν οι μεταγωγές στα τέλη του 1981 και να ενεργοποιηθεί ένα ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την κατάσταση στη Λέρο. Οι καταγγελίες για την ιδρυματική ψυχιατρική στην Ελλάδα ξεπέρασαν τα σύνορα και συνέβαλλαν καθοριστικά στην ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και στη διασφάλιση οικονομικών πόρων από την Ευρωπαϊκή τότε Κοινότητα.
Το 1984, με τον κανονισμό 815/84 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχίζουν τα πρώτα χρηματοδοτούμενα προγράμματα για το ψυχιατρείο της Λέρου. Έγιναν μερικές υποτυπώδεις προσπάθειες, χωρίς ωστόσο να αλλάξει η κατάσταση μέχρι το 1989. Η επίσημη πολιτεία προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο και οι επίσημοι ψυχιατρικοί φορείς αδυνατούσαν να αγγίξουν ένα πρόβλημα που οι ίδιοι δημιούργησαν και το οποίο δεν περίμεναν, βέβαια, να πάρει διεθνείς διαστάσεις.
Σε μια εποχή κυριαρχίας ενός υποκριτικού καταγγελτικού και μίας λεκτικής επαναστατικότητας, μια ομάδα επαγγελματιών ψυχικής υγείας αποφασίζει να περάσει στην ουσιαστική πρακτική παρέμβαση. Απόφαση, η οποία δέχθηκε κριτική από μερίδα επαγγελματιών ψυχικής υγείας που εκδήλωσαν την περιφρόνησή τους και έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν και τη διαγραφή ακόμη από την Ε.Ψ.Ε. αυτών που θα πήγαιναν να δουλέψουν στη Λέρο. Αργότερα, όταν άρχισαν να ρέουν τα κονδύλια από την Ευρώπη ορισμένοι από αυτούς έγιναν πρωταγωνιστές μιας υποτιθέμενης μεταρρύθμισης και χρησιμοποίησαν τη Λέρο ως όχημα για τη μετέπειτα εξέλιξή τους.
Το 1989 είναι σημαδιακό για μία νέα φάση -με πολλαπλές βέβαια αναγνώσεις- της Λέρου. Το ίδιο έτος ξεκινά μια πρωτοβουλία μεταρρύθμισης στο πιο δύσκολο και κακόφημο περίπτερο, το 16ο (των γυμνών -εξορία μέσα στο ίδρυμα). Μια ουσιαστική συνεργασία της ομάδας προσωπικού της Λέρου και της Μονάδας Επανένταξης του Ψ.Ν.Θ. με επιστημονικό υπεύθυνο τον Κ. Μπαϊρακτάρη. Στις παρεμβάσεις που αναπτύσσονται εντάσσονται και ομάδες εθελοντών φοιτητών του Τομέα Ψυχολογίας του Τμήματος Φ.Π.Ψ., αλλά και άλλων Τμημάτων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου 0εσσαλονίκης. Η παρέμβαση αυτή καθόρισε τις μετέπειτα αλλαγές στο Κ.Θ.Λ.
Η Λέρος προκαλεί το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον, οι καταγγελίες εντείνονται (BBC, OBSERVER) και η ελληνική κυβέρνηση πιέζεται να «δεσμευτεί» απέναντι στην Ε.Ε. με χρονοδιαγράμματα για αλλαγές. Εμπειρογνώμονες της Ε.Ε. αναλαμβάνουν την παρακολούθηση της διαδικασίας και της πορείας των μεταρρυθμίσεων.
Όταν το 1990 υπήρξε ο πλήρης διασυρμός της χώρας με την απειλή διακοπής της χρηματοδότησης για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, η ελληνική ψυχιατρική δε μπορούσε να σταθεί πουθενά. Η κυβέρνηση εξαναγκάσθηκε σε νέες «δεσμεύσεις» και χρονοδιαγράμματα με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν νέα πακέτα προγραμμάτων, όπως το Λέρος 1, Λέρος 2 και αργότερα το Ψυχαργώς.
Τα προγράμματα αυτά είχαν δύο άξονες:
– ο πρώτος άξονας προέβλεπε μια σύντομη χρονικά (2-3 μήνες) παρέμβαση, κυρίως στην κατεύθυνση της αποσυμφόρησης, με τη βεβιασμένη επιλογή ασθενών για τη μεταφορά τους σε δομές στους τόπους καταγωγής τους και όχι στην κατεύθυνση της παρέμβασης στον ίδιο το χώρο του ψυχιατρείου, για να μπορέσει να μετασχηματιστεί η δομή και ο τρόπος λειτουργίας του. Η επιλογή και η μεταφορά των ασθενών πραγματοποιήθηκε από χρηματοδοτούμενες από την Ε.Ε. ιδιωτικές «μη κερδοσκοπικές εταιρείες».
– στον άλλο άξονα συνεχίζει να δραστηριοποιείται η ομάδα που το 1989 είχε ξεκινήσει την παρέμβαση στο 16ο περίπτερο σε συνεργασία με μια ομάδα Ιταλών από την Τεργέστη, μια ομάδα από την Ολλανδία, αλλά και πλήθος νέων επαγγελματιών και εθελοντών. Η ομάδα αυτή επιχειρεί, στα πλαίσια της αποϊδρυματοποίησης, μία ουσιαστική και ολοκληρωμένη παρέμβαση μέσα στο χώρο του ψυχιατρείου.
Καταλυτικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια παίζει η κάθοδος στη Λέρο του Ψυχίατρου Θ. Μεγαλοοικονόμου και η εννιάχρονη καθοριστική παρέμβασή του. Βασικός στόχος ήταν να τεθούν σε πρακτική κριτική οι έννοιες που ορίζουν το ανίατο, τη χρονιότητα και την ψυχική ασθένεια. Να εισαχθεί η έννοια των δικαιωμάτων, του σεβασμού και της ελευθερίας του ασθενούς. Να γίνει κατανοητό ότι η κοινωνική και επαγγελματική αποκατάσταση είναι μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας, μια διαδικασία που στόχο έχει τη χειραφέτηση του ατόμου, όλων των ατόμων χωρίς αποκλεισμούς, είτε κοινωνικούς είτε διαγνωστικούς.
Στην ουσία έθετε υπό αμφισβήτηση το οικοδόμημα της ιδρυματικής ψυχιατρικής, το άσυλο και το κυρίαρχο ψυχιατρικό παράδειγμα. Βασική αρχή ήταν η δόμηση μιας νέας πολιτικής ψυχικής υγείας, μέσα στο ίδιο το άσυλο, μέσω της κινητοποίησης και της συμμετοχής -ακόμα και συγκρουσιακής- όλων των εμπλεκομένων πρωταγωνιστών που θα άλλαζαν τους κανόνες του παιχνιδιού. Μίας συμμετοχής που θα αφορούσε επίσης όλους τους φορείς της κοινωνίας, ευαισθητοποιώντας πολίτες και θέτοντας τις προϋποθέσεις για ένα κοινωνικό κίνημα, που θα αμφισβητούσε το ιδρυματικό μοντέλο και τον θεσμό του Ψυχιατρείου.
Καθοριστική ήταν η επικέντρωση της θεραπευτικής πράξης στον εμπλουτισμό της συνολικής ύπαρξης του ασθενούς. Δηλαδή από το τίποτα, όπως λέγαμε, των κοινωνικών σχέσεων του ψυχιατρείου στην πολλαπλότητα και στον πλούτο των κοινωνικών σχέσεων. Δίναμε έμφαση στην αναγκαιότητα δημιουργίας εξωνοσοκομειακών κοινοτικών υπηρεσιών που θα αντικαθιστούσαν ολοκληρωτικά το ψυχιατρείο, αποσαθρώνοντάς το, χρησιμοποιώντας και μεταμορφώνοντας το ίδιο το ανθρώπινο δυναμικό και καθιστώντας το πρωταγωνιστή στη διαδικασία της αποϊδρυματοποίησης και εμπόδιο στην αναπαραγωγή του ασύλου υπό άλλες μορφές.
Προτεραιότητα δινόταν, επίσης, στην προσωπική σχέση με τον έγκλειστο στο σύνολό του, στις προσωπικές εμπειρίες και επιθυμίες του, οι οποίες πρέπει να κατανοηθούν, να εκφραστούν και να απαντηθούν, σε αντίθεση με την αντίληψη της μαζικής διαχείρισης των αναγκών και του ετεροκαθορισμού.
Η ανθρώπινη σχέση
Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα πρόσωπα αναφοράς στην ανάπτυξη των προσωπικών και ανθρώπινων σχέσεων και στην ακύρωση των σχέσεων του ειδικού προς τον ασθενή. Με τον τρόπο αυτό προσπαθήσαμε να ξεπεράσουμε την κατάχρηση της εξουσίας, την αντίληψη της μονομέρειας των ειδικών ρόλων, έχοντας πάντοτε σαν στόχο μία σφαιρική φροντίδα του ασθενή από ένα επαγγελματία που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στα πλαίσια της θεραπευτικής ομάδας υπήρχε η αλληλοσυμπλήρωση των ρόλων. Ο εξανθρωπισμός μέσα στο ψυχιατρικό τμήμα, η διασφάλιση των δικαιωμάτων, η αντιμετώπιση της μαύρης εργασίας (εργασιοθεραπεία) με την προώθηση της ελεύθερης αμειβόμενης εργασίας, αποτελούν τις πρώτες βασικές στιγμές στη διαδικασία της αποϊδρυματοποίησης. Όλες οι δραστηριότητες αναπτύσσονται σε σχέση συνεργασίας και εκπαίδευσης με το μόνιμο φυλακτικό προσωπικό, στην κατεύθυνση του ξεπεράσματος του φυλακτικού του ρόλου, με την υιοθέτηση υποστηρικτικών ρόλων.
Πειστήκαμε έτσι ότι χωρίς την υπευθυνοποίηση, την εκπαίδευση, τη συμμετοχή, αλλά και την ανάληψη πρωταγωνιστικού ρόλου από το μόνιμο προσωπικό κάθε προσπάθεια θα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Η εκπαίδευση γίνεται διαμέσου της καθημερινής πρακτικής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της σχέσης που γίνεται πιο ανθρώπινη και προσωπική. Ο τρομοκρατημένος ασθενής τείνει να αναγνωρίσει τον φύλακα σαν ένα πρόσωπο πιο φιλικό προς αυτόν γιατί ο ίδιος ο φύλακας ακυρώνει μέσα από νέες σχέσεις τον παλιό του ρόλο. Ο άγνωστος ασθενής αναγνωρίζεται από τον φύλακα σαν μια ανθρώπινη ύπαρξη με δική της ιστορία και προσωπικότητα που μπορεί να αποφασίσει και να γίνει πρωταγωνιστής στην οικοδόμηση του μέλλοντος του. Αυτή η εκπαίδευση κρατά ζωντανά τα όποια επιτεύγματα της αποϊδρυματοποίησης μετά την αποχώρηση σχεδόν όλων των πρωταγωνιστών της. Τα όσα συνέβαιναν στο ψυχιατρείο επηρέαζαν και εξακολουθούν να επηρεάζουν την κοινωνία του νησιού, αφού ένα μεγάλο μέρος της εργαζόταν και εργάζεται ακόμη σε αυτό.
Χωρίς ενημερωμένη και ευαισθητοποιημένη κοινότητα ο επόμενος στόχος της κοινωνικής επανένταξης θα ήταν απραγματοποίητος. Γι’ αυτό οι καθημερινές έξοδοι των ασθενών, οι εκδρομές και τα ταξίδια στους τόπους καταγωγής, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις τόσο μέσα στο ψυχιατρείο όσο κι έξω στις γειτονιές του νησιού δημιούργησαν κοινωνικότητα, εξοικείωση και αποδοχή. Επιπλέον, αυτή η σχέση του μέσα και του έξω διευκόλυνε τη δημιουργία των εξωνοσοκομειακών διαμερισμάτων και άλλων δομών.
Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να δημιουργηθούν:
- 13 Ξενώνες σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας στους οποίους διαβιούν 130 πρώην έγκλειστοι του Κ.Θ.Λ.
- 26 εξωνοσοκομειακά διαμερίσματα, των 4-6 ατόμων, διάσπαρτα σ’ όλες τις γειτονίες του νησιού, στα οποία φιλοξενούνται συνολικά 130 ασθενείς σε μια αρμονική συνύπαρξη με τους γείτονες. Να σημειωθεί ότι ο πληθυσμός της Λέρου είναι 7.500 κάτοικοι.
- Ενδονοσοκομειακοί ξενώνες των 8-12 ατόμων, όπου φιλοξενούνται συνολικά 370 ασθενείς.
- 4 τμήματα στο Τ.Α.Μ.Ε.Α., που φιλοξενούν συνολικά 100 άτομα με νοητική στέρηση και κινητικά προβλήματα.
- 10 εργαστήρια προεπαγγελματικής κατάρτισης, επαγγελματικής κατάρτισης και επαγγελματικής αποκατάστασης -τις Συνεταιριστικές Θεραπευτικές Μονάδες του Κ.Θ.Λ.- που αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία του πρώτου Κοινωνικού συνεταιρισμού στην Ελλάδα. Μια πρωτοπόρα προσπάθεια στην οποία συμμετέχουν 456 μέλη (194 ασθενείς, 158 εργαζόμενοι, 104 ιδιώτες / φορείς).
Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα προσπάθειας πολλών ανθρώπων: Ελλήνων, Ιταλών, Ολλανδών, εθελοντών, μα πάνω από όλα των ντόπιων εργαζομένων που σταδιακά, μέσα από τις νέες εμπειρίες και δεδομένα, πείστηκαν για τους νέους στόχους και τις διαφορετικές και ανθρώπινες προοπτικές των εγκλείστων. Ήταν μία συναρπαστική εμπειρία όπου μέσα από τη συνεργασία ανθρώπων με διαφορετικές πρακτικές, διαφορετικές εμπειρίες και διαφορετικές κουλτούρες, οικοδομήθηκε ένα παράδειγμα για το πώς μπορούν να ξεπεραστούν τα ιδρύματα της βίας. Πειστήκαμε ότι δεν υπάρχουν «αζήτητοι» ή «αθεράπευτοι». Ότι αυτοί ήταν απλά κατασκευάσματα και προσχήματα της ιδρυματικής Ψυχιατρικής.
Η όλη προσπάθεια πέρασε μέσα από πολλές αντιφάσεις. Υπήρξαν στιγμές παραίτησης, σύγκρουσης και υπονόμευσης. Σε αυτές τις στιγμές το μόνιμο προσωπικό αναδείχθηκε σε υπερασπιστή των κεκτημένων.
Οι ελάχιστοι επαγγελματίες που έχουν απομείνει, παρά την κόπωση και χωρίς τον ενθουσιασμό των πρώτων στιγμών, προσπαθούν να υπενθυμίζουν σε όλες τις κατευθύνσεις ότι οι αλλαγές αυτές έγιναν παρά τα χρόνια εξορίας των ασθενών, της κρατικής αδιαφορίας και του κοινωνικού κι επιστημονικού ρατσισμού.
Η Λέρος ίσως να φάνταζε ή να φαντάζει μια ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά όπως έχει λεχθεί από πολλούς είναι η κορυφή του παγόβουνου της ιδρυματικής ψυχιατρικής. Η λογική της δημιουργίας και της διατήρησης της Λέρου είναι η ίδια που διέπει όλα τα ψυχιατρεία, όλου του κόσμου.
Η Λέρος, όπως αναφέρει ο Κ. Μπαϊρακτάρης, δεν αποτέλεσε την εξαίρεση στην ελληνική ιδρυματική πραγματικότητα. Πολλές φορές μάλιστα χρησιμοποιήθηκε αποπροσανατολιστικά σε σχέση με τη συνολική πραγματικότητα, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ιδρυματική βαρβαρότητα στην Ελλάδα. Σαν να ήταν το μοναδικό φαινόμενο της χώρας.
Η αποϊδρυματοποίηση είναι μια συνεχής προσπάθεια
Πιστεύουμε ότι η αποϊδρυματοποίηση είναι μία συνεχής προσπάθεια που δεν σταματά και δεν περιορίζεται στα πλαίσια του ιδρύματος, αλλά αποτελεί μια πρακτική που πρέπει να ακολουθείται σε όλα τα πεδία της κοινωνικής και ψυχιατρικής παρέμβασης.
Γι’ αυτό όταν στο τέλος της δεκαετίας του ’80 θέταμε το αίτημα του ξεπεράσματος του Ψυχιατρείου, στόχος μας ήταν πάντα η αντικατάσταση όλου αυτού του θεσμού με ένα πλαίσιο κοινοτικών υπηρεσιών, που θα εμπόδιζαν την αναπαραγωγή και τη διαιώνιση του ασύλου.
Γι’ αυτό θέλαμε εξαρχής το υπό μετασχηματισμό Ψυχιατρείο να γίνει ταυτόχρονα πρωταγωνιστής στη δημιουργία των κοινοτικών υπηρεσιών. Γιατί η αποκατάσταση δεν είναι μία ξεχωριστή διαδικασία από την πρόληψη, την αντιμετώπιση της κρίσης και την αποφυγή της χρονιότητας. Οι θεραπευτικές διαδικασίες που πραγματοποιούνται από υπηρεσίες που δε συνδέονται λειτουργικά μεταξύ τους δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες των χρηστών.
Κάνοντας έναν κριτικό απολογισμό των παραπάνω προσπαθειών πιστεύω ότι στη Λέρο -λαμβάνοντας υπόψη κάποιες παραμέτρους, όπως τη γεωγραφική της θέση, τον πληθυσμό της, την ιστορική της ιδιαιτερότητα και τον λόγο δημιουργίας του ψυχιατρείου- πραγματοποιήθηκε μία από τις πλέον ουσιαστικές προσπάθειες μετασχηματισμού ενός ψυχιατρείου στην Ελλάδα.
Η Λέρος καθόρισε την ψυχιατρική μεταρρύθμιση στη χώρα, προβαλλόμενη ως χώρος όπου συσσωρεύθηκε όλη η ανθρώπινη δυστυχία και κυρίως ως το αδιέξοδο και ο διασυρμός της κλασικής ιδρυματικής ψυχιατρικής και της ίδιας της χώρας. Εξαιτίας αυτών των συστηματικών και οργανωμένων καταγγελιών πραγματοποιήθηκαν οι χρηματοδοτήσεις, εγκρίθηκαν προγράμματα, χρηματοδοτικοί κανονισμοί, ακόμα και για αυτό το προβληματικό από τη γέννησή του πρόγραμμα «ΨΥΧΑΡΓΩΣ». Η Λέρος έγινε πεδίο δοκιμασίας αντιφατικών και διαφορετικών προγραμμάτων και παρεμβάσεων με διαφορετικές πρακτικές και με διαφορετικές σκοπιμότητες από ανθρώπους με ιδιοτέλειες, αλλά και από ανιδιοτελείς ανθρώπους.
Θεωρώ ότι λαθεμένα, ίσως όμως σκόπιμα, η εμπειρία της δημιουργίας και του μετασχηματισμού της Λέρου αντιμετωπίστηκε σαν να αφορούσε αποκλειστικά και μόνο την ίδια τη Λέρο και όχι το σύνολο της Ελληνικής Ψυχιατρικής. Χειρότερο από αυτό είναι ότι σήμερα αντιμετωπίζεται σαν κάτι που ανήκει στο παρελθόν, παραβλέποντας ότι σύντομα θα τη συναντήσουμε μπροστά μας. Με διαφορετικές μορφές ή μάλλον με το πρόσωπο του νεοϊδρυματισμού που παρατηρείται όλο και περισσότερο στις νεοϊδρυματικές μορφές των οικοτροφείων του «Ψυχαργώς», στο κλείσιμό τους λόγω έλλειψης πόρων, στη νέα εγκατάλειψη των ασθενών, αλλά και στα νέα εγκλήματα των επαγγελματιών, που ως ιδιώτες και «μη κερδοσκοπικές εταιρείες» εργολαβικά και με οικονομικό όφελος στήριξαν τη μετατόπιση του προβλήματος, γνωρίζοντας από την αρχή ότι στο τέλος οι ασθενείς θα βρεθούν μπροστά σε νέες περιπέτειες επιστρέφοντας στα ψυχιατρεία ή στο δρόμο.
Πιστεύω ότι η εμπειρία της Λέρου δεν αναγνωρίστηκε ούτε αξιοποιήθηκε ποτέ, διότι έγινε χωρίς και ενάντια στην επίσημη ιδρυματική ψυχιατρική που στην ουσία την αναιρούσε και την έθετε προ των ευθυνών της.
Μέσα λοιπόν από τις εμπειρίες και τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τον μετασχηματισμό του ψυχιατρείου και γενικά για τη λεγάμενη ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα -παρά τα θετικά που μπορεί να αναγνωρίσει κανείς- έχω την αίσθηση, ότι ο ιδρυματισμός με τον νέο-ιδρυματισμό συναντώνται και έχουν πάλι την ίδια αφετηρία. Η κοινή αυτή βάση είναι η μη αλλαγή του επιστημονικού παραδείγματος, η οποία οδήγησε στη δημιουργία τόσο της Λέρου όσο και κάθε ψυχιατρικού ιδρύματος στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό.
Από τον ιδρυματισμό στο νεοϊδρυματισμό
Είναι συμβολικά σα να φεύγει κανείς από τη Λέρο της ιδρυματικής βαρβαρότητας -στις πλέον ακραίες μορφές της την περίοδο ’60/’90- και να γυρίζει στη Λέρο του 2007 του νεοϊδρυματισμού, όπου το ψυχιατρείο προσφέρεται και πάλι ως απάντηση στην κρίση του ατόμου και των κοινωνικών του σχέσεων.
Η διαπίστωση που γίνεται μετά από 20 σχεδόν χρόνια αμφιλεγόμενης ψυχιατρικής μεταρρύθμισης είναι (παρά τους στόχους και τις βασικές αρχές όπως τουλάχιστον τέθηκαν στην αρχή και παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει για την εφαρμογή τους) ότι το ιδρυματικό μοντέλο κυριαρχεί.
Η νέα πολιτική ψυχικής υγείας, όπως την εννοήσαμε, δε διαμορφώθηκε ποτέ γιατί το πολιτικοοικονομικό περιβάλλον και οι πρακτικές της ιδρυματικής αντίληψης υπερίσχυσαν. Το ψυχιατρείο και η ψυχιατρική, εκτός εξαιρέσεων, παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην αντιμετώπιση της κρίσης και της ανάγκης του ατόμου που χρήζει βοήθειας.
Κίνημα που θα έθετε υπό αμφισβήτηση τον ψυχιατρικό θεσμό δεν υπήρξε και δεν υπάρχει. Αντιθέτως παρακολουθούμε κινήσεις για περισσότερο εγκλεισμό, στιγματισμό, για το «μακριά από μας». Οι οικονομικά εξαθλιωμένοι του συστήματος συναντούν τους ψυχικά εξουθενωμένους και τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Στα άσυλα, αλλά και στις νέες δομές, οι πρακτικές παραμένουν σταθερές μέχρι και σήμερα. Πέρα από τις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες που έχουν γίνει, οι σχέσεις και οι κανόνες λειτουργίας τους παραμένουν αμετάβλητες και μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι περιβάλλονται από έναν τεχνοκρατικό προστατευτισμό που ακυρώνει ακόμα περισσότερο το άτομο, αναγκάζοντάς το να υπακούει σε μια νέα τάξη κανόνων και λειτουργιών που επιβάλλονται σαν θεωρητικά μοντέλα και πρότυπα ύπαρξης των ανθρώπων. Σαν να πρέπει να είναι όλοι οι χώροι, οι χρόνοι, οι ανάγκες και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα όμοια και ταυτόσημα.
Αντικειμενοποιήθηκε περισσότερο το υποκειμενικό βίωμα του ατόμου και έγιναν όλοι υπό παρατήρηση και κλινική υποσημείωση. Αυτός ο διαχωρισμός του πάσχοντος ατόμου από το κοινωνικό και κοινοτικό γίγνεσθαι και γενικά από τη ζωή του την ίδια, έχει ως αποτέλεσμα τον διαχωρισμό του υποκειμένου από την οδύνη της ύπαρξής του, η οποία αποϊστορικοποιείται, απλοποιείται σε αρρώστια και γίνεται το μοναδικό αντικείμενο το οποίο έρχεται να αντιμετωπίσει η ψυχιατρική πράξη.
Γι’ αυτό χρειάζεται η άρνηση σε κάθε απλοποίηση όπου το πάσχον άτομο συρρικνώνεται σε σύμπτωμα, αρρώστια, σε βιολογικό και ψυχολογικό μηχανισμό. Γι’ αυτό είναι ανάγκη από ηθικής και πολιτικής σκοπιάς, να αναπτύξουμε όλες εκείνες τις δράσεις που χρειάζονται για να ξεκαθαρίσουμε, να αναλύσουμε, να εμβαθύνουμε κι αν είναι δυνατό να αναδείξουμε όλα τα αίτια της ψυχικής οδύνης και κυρίως για να διασαφηνίσουμε τα σημεία που συνθέτουν την ψυχική οδύνη του ατόμου στη συγκεκριμένη ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα της ύπαρξής του, αλλά και της δικής μας συνάντησης με αυτό.
Διακρίνεται μια συμπεριφορά σχεδόν πάντα πατερναλιστική, υπονομεύοντας την ανεξαρτησία και τον αυτοπροσδιορισμό του ατόμου, χωρίς σχεδόν ποτέ να του δοθεί η δυνατότητα να νιώσει μια αίσθηση κυριαρχίας στη ζωή του. Αυτή η πρακτική που στη βάση της έχει την προνοιακή αντιμετώπιση του πάσχοντα -άρα τη συνέχιση του ελέγχου του- εξακολουθεί να κυριαρχεί, πιστεύω, και στις νέες δομές. Η συνεχής προσπάθεια εκπαίδευσης του πάσχοντα σε δεξιότητες για να γίνει αποδεκτός από την κοινότητα, καταλήγει σε περιορισμό και βίαιη επιβολή συμπεριφορών και έχει ως αποτέλεσμα μία νέα παθητικότητα και ανάθεση των αναγκών και των πρωτοβουλιών του στους άλλους· μια νέα μορφή στέρησης των δικαιωμάτων και κοινωνικού ελέγχου.
Γιατί πάντα υπάρχει ο θεραπευτής, τώρα με τη μορφή της λεγάμενης θεραπευτικής ομάδας, που αποφασίζει και επιτρέπει να γίνονται αυτά που «αποδέχεται» η κοινότητα. Στην ουσία ο «θεραπευτής» στις νέες δομές έρχεται να επιβάλλει ένα συγκεκριμένο κοινωνικό αίτημα στάσης και συμπεριφοράς, με αντάλλαγμα μία εύθραυστη αποδοχή του πάσχοντα. Γι’ αυτό η ηθική και πολιτική αποστολή του επαγγελματία ψυχικής υγείας πρέπει να είναι στην υπηρεσία του πάσχοντος ατόμου κι όχι στην υπηρεσία της κοινωνικής ανάθεσης για την παραβίαση των δικαιωμάτων και τον έλεγχο.
Παρατηρείται μία τέτοια τάξη και προσαρμογή στα κοινωνικά δεδομένα που πολλές φορές νοσταλγεί κανείς το χάος, τις συγκρούσεις, τις αντιφάσεις του ψυχιατρείου, σε περιόδους αμφισβήτησης και κρίσης του. Όποιος έχει επισκεφθεί διάφορες δομές μέσα και έξω από το ψυχιατρείο δεν εκπλήσσεται πια, δεν ενθουσιάζεται. Αντιθέτως πολλές φορές τρομάζει διότι σχεδόν όλες μοιάζουν μεταξύ τους.
Η πίεση που ασκήθηκε για να αλλάξει η επικρατούσα κατάσταση μας οδήγησε από τη μία πλευρά στο να επαναλαμβανόμαστε και από την άλλη στην υποταγή σε μια τεχνοκρατική, διαχειριστική, οικονομίστικη, αντίληψη των πραγμάτων για να ικανοποιήσουμε έστω και στο ελάχιστο, στόχους τους οποίους είχαμε θέσει εξαρχής. Μικρές διάσπαρτες προσπάθειες, χωρίς συντονισμό και χωρίς στόχο. Δημιουργήθηκαν δομές (διαμερίσματα, ξενώνες) στην κοινότητα, των οποίων η σημαντικότητα αφορά την κτιριακή τους και μόνο υποδομή, οι οποίες κατοικούνται από ανθρώπους που βρίσκονται έξω από την κοινότητα. Τις είδαμε σαν το τέρμα μιας διαδρομής, ενώ θα έπρεπε να είναι το πέρασμα για την κοινωνική τους ένταξη. Έγινε απλά μια μετατόπιση του χώρου άσκησης της ίδιας, όπως στο ίδρυμα, πρακτικής. Κατασκευάστηκε και το απαραίτητο μοντέλο τεχνοκρατών-επαγγελματιών, που κρυμμένοι πίσω από την ανασφάλεια της επιβίωσης προτάσσουν την ειδικότητά τους στα πλαίσια της κατανομής των ρόλων και ασκούν ακόμα πιο καλυμμένο έλεγχο επάνω στο διαφορετικό, τον πάσχοντα, ασκώντας ανεξέλεγκτα αυτό που τους διαφοροποιεί από τον πάσχοντα, δηλαδή την εξουσία της κοινωνικής τους ανάθεσης.
Αυτή η άκριτη αποδοχή του καινούριου με το πνεύμα των παλαιών πρακτικών εμπνέει έναν εφησυχασμό και ενισχύει, πιστεύω, τον νεοϊδρυματισμό. Διότι η έξοδος από το ψυχιατρείο δε σηματοδοτεί αυτομάτως την κατάκτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών, την κοινωνική επανένταξη και τον αποστιγματισμό. Αντιθέτως, είναι η αρχή μιας διαδικασίας με νέους όρους, για την κατοχύρωσή τους. Πώς κατοχυρώνονται όμως όλα αυτά σε ένα νεοφιλελεύθερο, παγκοσμιοποιημένο, οικονομικό περιβάλλον όταν καταπατώνται και περιορίζονται στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων και παρατηρείται κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, με συνέπεια τον περιορισμό των αναγκών των ψυχικά πασχόντων και των υπηρεσιών ψυχικής υγείας;
Ο τρελός παραμένει πάντα ο πλέον αλλοτριωμένος άνθρωπος, χωρίς ίχνος εξουσίας, νοήματος ζωής, αποξενωμένος από την κοινωνία και την εργασία, στιγματισμένος, αποκλεισμένος και πολλές φορές φυλακισμένος. Γι’ αυτό η παρέμβασή μας πρέπει να στοχεύει σε όλα τα πεδία της ατομικής και κοινωνικής διαδρομής του ατόμου, για να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση της πολυπλοκότητας της οδύνης και να δοθεί η ευκαιρία στο πάσχον άτομο να αυτοπροσδιοριστεί, να ξαναποκτήσει την πολυπλοκότητα της ύπαρξής του που είναι η ίδια η ζωή του, το προσωπικό του σχέδιο, με τις προσωπικές αντιφάσεις και την ιστορία του.
Και πρέπει να γίνει συνείδηση, ότι είναι αδύνατο να μείνουμε αδιάφοροι για ό,τι διαδραματίζεται στον ψυχικά πάσχοντα, αποδεχόμενοι την κατάστασή του σαν δεδομένη, που δεν αλλάζει, αλλά πρέπει να σταθούμε κριτικά απέναντι σε αυτή για να μπορέσουμε να την ανατρέψουμε.
Δεν θα αναφερθώ στο σχεδιασμό για την ανάπτυξη των κοινοτικών υπηρεσιών, οι οποίες θα αποσάθρωναν τα άσυλα και γενικά την ιδρυματική λογική που θα καταργούσε την αναγκαιότητα ύπαρξης τους, ούτε και στην τομεοποίηση που δεν έγινε και δεν γνωρίζουμε αν θα υλοποιηθεί ποτέ, γιατί την απουσία τους τη συναντάμε στην καθημερινή μας πρακτική.
Προτιμήθηκε η άναρχη δημιουργία των ξενώνων, των διαμερισμάτων, αποσπασματικές δράσεις για μετεγκατάσταση ασθενών, για την αποσυμφόρηση ή το κλείσιμο των ψυχιατρείων και αυτό ονομάστηκε μεταρρύθμιση, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε σχέση με την κοινότητα και τις ανάγκες του πληθυσμού της.
Μια βεβιασμένη προσπάθεια χωρίς περιεχόμενο και στόχο. Μια προσπάθεια για εξυπηρέτηση και ικανοποίηση δημοσιονομικών σκοπιμοτήτων και υπονόμευσης της δημόσιας υγείας προς όφελος της ιδιωτικής.
Η επαναφορά του ψυχιατρείου
Γυρνάω στη Λέρο του σήμερα, όπου τα πάντα είναι σιωπηρά και ομαλοποιημένα. Στο νομό που δουλεύω, στα Δωδεκάνησα των 200.000 κατοίκων με όλες τις ιδιαιτερότητες της νησιωτικής περιοχής (ανύπαρκτες θαλάσσιες συγκοινωνίες κ.α.), η Λέρος ακόμη και σήμερα παραμένει η μόνη ψυχιατρική υπηρεσία και είναι η μοναδική απάντηση στην κρίση και στις ανάγκες του ατόμου, αφού προηγηθεί φυσικά μία βάρβαρη κράτησή του στα κρατητήρια της αστυνομίας για πέντε μέρες και μία βάρβαρη μεταφορά του, αλυσοδεμένου πάνω στο καράβι και εκτεθειμένου στη θέα των επιβατών. Παλιά τους μετέφεραν με τα οχηματαγωγά, ήταν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα.
Οι προτάσεις της τομεακής επιτροπής για ένα ολοκληρωμένο δίκτυο υπηρεσιών, που θα κάλυπταν τις ανάγκες του πληθυσμού του νομού (δηλαδή Κέντρα Ψυχικής Υγείας, Κέντρα Ημέρας, Κινητές Μονάδες κ.λπ.), ποτέ δε λήφθηκαν υπόψη.
Η Κινητή Μονάδα, που στήθηκε εθελοντικά από ομάδα επαγγελματιών, υπονομεύεται συστηματικά και ακυρώνεται χωρίς πια να μπορεί να επιτελεί τους στόχους για τους οποίους δημιουργήθηκε. Σε αντίθεση με τις Κινητές μονάδες των εταιρειών που αρχικά τουλάχιστον στηρίχθηκαν, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τελευταία.
Η ανυπαρξία κοινοτικών υπηρεσιών, η διακοπή της θεραπευτικής συνέχειας, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των εισαγωγών-επανεισαγωγών στο ψυχιατρείο και την αύξηση του χρόνου παραμονής, σε αντίθεση με την περίοδο που λειτουργούσε η Κινητή Μονάδα που είχαν μειωθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι παρά τους θανάτους των ασθενών λόγω γήρατος, ο αριθμός των νοσηλευόμενων στη Λέρο παραμένει σχεδόν ο ίδιος τα τελευταία χρόνια και με χαμηλότερο μέσο όρο ηλικίας.
Η ανάγκη για χειραφέτηση και φροντίδα γίνεται ανάγκη για νοσηλεία και το ψυχιατρικό πρόβλημα μετατρέπεται σε πρόβλημα κρεβατιών και αναγκαστικών νοσηλειών. Η προσέγγιση του ψυχικά πάσχοντα δεν εστιάζει στην ιστορία και στις ανάγκες του, αλλά περισσότερο στις αντιλήψεις και ανάγκες του περιβάλλοντος, οι οποίες καθορίζονται από το κοινωνικό-οικονομικό μοντέλο.
Κι εδώ παρουσιάζεται, τουλάχιστον σε έμενα, το άγχος του εξιτηρίου. Γίνεσαι συνεργός με το να βάζεις στην κοινωνία τον ψυχικά πάσχοντα μόνο του, απροστάτευτο, αστήριχτο, σε μια κοινωνία έτοιμη να τον κατασπαράξει ή τον κρατάς στο ψυχιατρείο προστατευμένο, ακυρωμένο και χωρίς προοπτική;
Στη βάση των παραπάνω στηρίζεται η προσπάθεια που καταβάλλεται για να ξαναπροταθούν για την ψυχιατρική, παραδείγματα παρέμβασης κι ερμηνείας, τα οποία προέρχονται αποκλειστικά από το ιατρο-κλινικό μοντέλο. Είναι η επαναφορά της πρότασης του ψυχιατρείου ως η μόνη λύση για όλα τα προβλήματα, οξέα και χρόνια.
Διότι, όπως λέει και ο Saracceno, όταν δεν αναγνωρίζεται η κοινωνική διάσταση της ψυχικής ασθένειας, δε μπορεί να υπάρξει μια κοινωνική διάσταση της περίθαλψης και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τις απαράδεκτες παροχές φροντίδας, τους εγκλεισμούς, τους αποκλεισμούς κ.λπ., αντί για την αποκατάσταση, με δυνατότητα εξάσκησης όλων των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων.
Η απουσία των παραπάνω δημιουργεί μια νέα εξάρτηση του ατόμου από το ψυχιατρείο και ειδικά εκεί όπου οι στάσεις και η αντιμετώπισή τους διέπονται από τον σεβασμό της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας τους. Έχει παρατηρηθεί, τουλάχιστον στο χώρο μας, να επιλέγουν να έρχονται στο τμήμα οξέων διότι καλύπτουν τα κενά στο επίπεδο των ανθρωπίνων σχέσεων και της κοινωνικής φροντίδας. Θέλω δε να τονίσω ότι ποτέ δεν έχει δεθεί ψυχικά ασθενής, ούτε έχει κλειδωθεί ποτέ η πόρτα του τμήματος οξέων.
Απόρροια των παραπάνω είναι να δημιουργείται ο νέος χρόνιος, ο νέο-ιδρυματισμός. Δεν το κρύβουμε ότι αυτές τις μέρες διαπραγματευόμαστε τη δημιουργία ενδονοσοκομειακού ξενώνα, που θα φιλοξενεί νέα άτομα που δεν είναι δυνατό να τους παραχθεί καμία ψυχιατρική κοινωνική στήριξη και φροντίδα έξω από το ψυχιατρείο.
Νέοι άνθρωποι, ξανά στο ψυχιατρείο, για μια καινούργια διαδρομή σε ένα ιδρυματικό περιβάλλον, που το τέλος της δε θα διαφέρει από τις χιλιάδες διαδρομές χρονίων ασθενών που προσπαθήσαμε να σβήσουμε σε μια σισύφεια προσπάθεια τα τελευταία χρόνια. Και δεν είναι δυνατό σήμερα, με ό,τι έχει προηγηθεί, η απάντηση να είναι η Λέρος για ένα μικρό μέρος του πληθυσμού με τη δημιουργία μιας νέας χρονιότητας.
Η αποδοχή της χρονιότητας
Η αποδοχή της χρονιότητας εκφράζει από μόνη της, την άποψη της υποτιθέμενης αδιαφοροποίητης νοσηρής κατάστασης και αρνείται την ύπαρξη αποτελεσματικής αντιμετώπισης. Αυτό, εκ των πραγμάτων, οδηγεί σε ανευθυνοποίηση τον επαγγελματία ψυχικής υγείας και την ψυχιατρική στην παραδοχή της ανικανότητάς της.
Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά ο χρόνιος ασθενής γίνεται συνώνυμο του ανίκανου και γι’ αυτό η απάντηση στις ανάγκες του είναι κυρίως προνοιακού τύπου, όπου ο ρόλος του επαγγελματία ψυχικής υγείας είναι περιθωριακός και ανύπαρκτος.
Χαρακτηρίζοντας χρόνιο έναν ψυχικά πάσχοντα σημαίνει ότι αποδεχόμαστε το status quo της ύπαρξης, αρνούμενοι ακόμη και την αίσθηση της οποιασδήποτε δυνατότητάς του να καθορίσει το δικό του μέλλον. Η ταμπέλα της χρονιότητας δεν πρέπει να κλείνει τη συζήτηση, δεν πρέπει να αποκλείει τον θεραπευτικό πλούτο, αλλά να επενεργεί με στόχο την αλλαγή. Είναι πεποίθησή μας, που στηρίζεται στην καθημερινή πρακτική της δουλειάς μας, ότι μπροστά στη χρονιότητα -εάν δε θέλεις να αναπαραγάγεις χρονιότητα- δεν πρέπει να καταφεύγεις σε προσχεδιασμένες στρατηγικές, που συρρικνώνουν την ατομικότητα του πάσχοντος.
Η ψυχιατρική πράξη, εάν θέλει να είναι θεραπευτική, πρέπει να επανακτήσει την ικανότητα της απευθείας συνάντησής της με την ανθρώπινη ύπαρξη, με τη ζωή και να μην περιοριστεί στη γνώση της ασθένειας. Δομώντας και επινοώντας την έννοια της αντιμετώπισης της χρονιότητας σημαίνει συμπράττω για να «κρατηθεί στο παιχνίδι» το πάσχον άτομο, διατηρώντας το μέσα στην κοινωνική και ιστορική ροή των πραγμάτων, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις και τα μέσα για την παραγωγή της ψυχικής υγείας προς όφελος του.
Μέσα από αυτή την αντίληψη της σφαιρικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης του πάσχοντος υποκειμένου με την ανεπανάληπτη πολυπλοκότητά του έχει προοπτική και είναι δυνατή μια θεραπευτική προσέγγιση, η οποία δε θα συρρικνώνεται στην κατασκευή μίας νοσολογικής οντότητας και δεν θα απαιτεί να εξαντλείται σε κώδικες και πρωτόκολλα, αλλά στις άπειρες δυνατότητες της συνάντησης μεταξύ ασθενή και θεραπευτή, της συνάντησης μεταξύ δύο ιστοριών, δύο ανθρώπων.
Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η ταμπέλα της νέας χρονιότητας, του νέο-ιδρυματισμού στην κοινότητα, δεν πρέπει να οδηγήσει στην κατασκευή μιας νέας διαγνωστικής κατηγορίας (το αγαπημένο χόμπι της ψυχιατρικής) με προκαθορισμένη πρόγνωση, που θα σημαίνει την εκμηδένιση των αναγκών του κάθε ατόμου με αποτέλεσμα να παραβλέπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που δημιούργησαν αυτή την ψυχική και κοινωνική φτώχεια του, όπως η ανυπαρξία στήριξης του ίδιου και της οικογένειας, καθώς και η απουσία κατανόησης και παρέμβασης στο κοινωνικό και εργασιακό του περιβάλλον. Διότι η μόνη απάντηση που θα έχουμε να δώσουμε ξανά είναι ο χώρος που κρύβει και ακυρώνει τις αντιφάσεις και τα προβλήματα του ατόμου, το ψυχιατρείο και τώρα φοβάμαι ότι θα είναι οι νέες δομές.
Γι’ αυτό η νέα χρονιότητα, ο νέο-ιδρυματισμός πρέπει να ιδωθεί σαν μία πολιτικο-κοινωνική κατασκευή, σαν ένα πρόβλημα προς λύση, σαν ένα νέο σινιάλο εγρήγορσης-αναβρασμού όχι για τα συμπτώματα που δεν έχουν κατασταλεί αλλά για τις ανάγκες μας που δεν έχουν απαντηθεί, για τα κοινωνικοοικονομικά αλλά και ψυχολογικά προβλήματα που δεν έχουν λυθεί, για την κοινωνική μας χειραφέτηση.
- «ΚΟΙΝΩΝΙΑ & ψυχική ΥΓΕΙΑ», Τριμηνιαία Επιστημονική Έκδοση για θέματα Υγείας και Κοινωνικού Αποκλεισμού
Ιδιοκτησία: Επιτροπή Ερευνών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Εκδότης – Διευθυντής: Μπαϊρακτάρης Κώστας
Επιστημονική Επιτροπή: Δικαίου Μαρία, Ζαφειρίδης Φοίβος, Μεγαλοοικονόμου Θεόδωρος, Μιχαήλ Σάββας, Μπακιρτζής Κων/νος, Μπιτζαράκης Παντελής, Πανταζής Παύλος, Παπαϊωάννου Σκεύος, Φαφαλιού Μαρία
Συντακτική Ομάδα: Γεωργάκα Ευγενία, Λαϊνάς Σωτήρης, Σταμάτη Γιούλη, Φίγγου Λία, Φραγκιαδάκης Κων/νος
Εποπτεία Τεύχους: Μπαϊρακτάρης Κώστας
Επιμέλεια κειμένων: Σταμάτη Γιούλη
Εκτύπωση / Βιβλιοδεσία: Κανάκης Ευθύμιος, Grapholine
Οικονομική Διαχείριση: Αδάμ Σοφία
Δημιουργία σκίτσων: Ακοκαλίδης Γεώργιος