Φυλακισμένοι στο Νησί & Πολιορκία
Φυλακισμένοι στο νησί
Με το που ανάβαν τα φαναράκια
στη χερσόνησο της θαλασσινής εκκλησιάς με το γεφύρι
ήταν σημάδι
πως τελείωνε πια κι αυτή η μέρα.
Κι έπιαναν τότε να κροταλίζουν τα πιρουνομάχαιρα του δείπνου
να μπαινοβγαίνουνε σβέλτα οι δίσκοι, ζυγιασμένοι
βραδινοί χαιρετισμοί και γέλια υπόκωφα δίπλα στο κύμα.
Να ζητά η τροφή να θρέψει
κι οι κυνηγοί να τραφούν.
Διχαλωτή η ξανθιά παραλία μπροστά μας
ιδωμένη μ’ όλα τα φώτα
σ’ όλους τους νόστους.
Στις άγονες και γόνιμες χρονιές.
Σε φουσκονεριά και σε μπουνάτσα
της Παναγίτσας, των αγίων και των παραθεριστών
Κι αφού περνούσαμε με τη παλιά μας μηχανή
χωράφια με μάραθα, έπιανε το μάτι Τσιρίγο.
Αμμουδερά βουνά τα σωθικά μας
χάνονταν σε κοιλότητες και ύψη.
Να κατρακυλάμε πάνω- κάτω και να κυλιόμαστε
και χνάρι να μη μένει απ’ τις ερωτικές ανατάξεις.
Τ αυτιά σου μικροί ναυτίλοι με λοβούς
όπου κρεμούσες μεγάλα φύκια σκουλαρίκια
Με κρατούσες στα χέρια ως πολύτιμη,
και ‘γω το απολάμβανα.
Κι όπως γυαλίζαμε με το νέο μας το μαύρισμα
και τον ήλιο που προπορευόταν,
ονειρευόμασταν να ήμασταν λέει γλαρόνια,
ν’ ακολουθούμε τα καΐκια στην Πούντα.
Μύδια στην παραλία φυτεμένα μαύρα μάτια
Μένουν, όταν αδειάζουν τα νερά στο Τάινμαουθ.
Έχουμε πολλαπλασιαστεί, σαν τους κόκκους της άμμου.
Μες στον κουβά μου καθρεφτίζεται και ήλιος και φεγγάρι.
Έτσι ’ναι οι θάλασσες ’δω πέρα…
Άλλο καθρέφτισμα πια να μην υπάρχει
καθόλου, του άσπρου φάρου,
μήτε του υγρού όγκου των βράχων.
Μαύρο γοτθικό θολό νερό.
Θυμίζει νύχτα διαρκή κι αρχαία ναυάγια
Κι όπως κινάει να ’ρχεται η πλημμυρίδα αφρισμένη
πνίγεται η πατρίδα, γι’ άλλη μια φορά
Πολιορκία
Σώμα σαν χάλκινο ζεστό όργανο.
Τις περίσσιες νότες μου να τις καταπίνω σαν κλάματα
ολοκλήρωση φέρ’ ειπείν.
Κοίλος κορμός πανάρχαιος
και τον χτυπώ, σάματις θα ’ρθει απόκριση.
Το πριν μου που καθαίρεται μόλις του βάλλω λέξεις.
Έτσι κάπως, γιατί σε στερήθηκα
παρότι πίεζα τις βαλβίδες με γρήγορα δάχτυλα
ευσυνείδητα πολύ, για να σε μάθω
κι όσο πιο γλυκά μπορούσα, μην τρομάξεις.
Δεν όμως λιγοψυχώ,
μα στην οδύνη παραδίνομαι μήπως γεννήσει αλήθειες.
Γεύση από μέταλλο σπέρμα, πρόωρης χαράς.
Ελπίζω…
Πως ήρθες λέει και μου μίλησες, ενώ κοιμόμουν βαθιά
και ίσα-ίσα σε ένιωσα.
Κι ονειρεύτηκα αεράκια δροσιστικά
κι ανάλαφρα από πάνω πέφτει στοργικά μεταξωτός ο χρόνος.
Όταν ξεκολλά το επιστόμιο απ’ τα χείλη και σιγούν οι κυψέλες
σε τούτην εδώ την πολεμίστρα όπου έχω οχυρωθεί τώρα καιρό
και σε παραμονεύω ακούραστα
έρχονται και με βρίσκουν κι άλλοι πολλοί αβοήθητοι θυμοί.
Και λυγμοί επίσης, ισάξιοι.
Μη μου το θυμίζεις, μη μου το θυμίζεις!
Σ΄ αυτήν την μάχη, φέρε πια λιγάκι ανακωχή.
Για το στερητικό άλφα της αγάπης, είναι που γίνονται οι πόλεμοι.
Αφρίζει το τραύμα, να πηγαίνουν τα ποιήματα και να έρχονται,
διότι αγάπη μου,
οι επαφές μας, είναι πια σαν ευχετήριες κάρτες.
Κατερίνα Φραγκάκη – Χειρώναξ
Το «Χειρώναξ» είναι μια συλλογή από ποιήματα, με κοινό γνώρισμα το ότι επιχειρούν να εκφράσουν τα πάθη των προσωπικών μας επιλογών και την σχέση τους με την τύχη, αλλά και με την προσωπικότητά μας, υπό την έννοια του αν αλήθεια μας διαμορφώνουν ή τις διαμορφώνουμε. Επίσης, να αναδείξουν αυτή την μεγάλη αληθινά αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτό που επιλέγουμε πολλές φορές να κάνουμε και σ’ αυτό που σκεφτόμαστε ή ονειρευόμαστε, ή ακόμα ακόμα επιθυμούμε και δεν το ομολογούμε. Περιγράφει στιγμές μόχθου, αλλά ψυχικού, όπου κλονιζόμαστε υπό το βάρος της ευθραυστότητας του παρελθόντος. Ο Χειρώναξ είναι αυτός που παραμένει δοσμένος σε μια αποστολή, είτε αυτή είναι στάση ζωής, είτε επάγγελμα, είτε συναισθηματικές συντεταγμένες Κι όμως, με μια πνευματικότητα που κι ο ίδιος ίσως δεν αντιλαμβάνεται, οι σπίθες της αμφιβολίας και τα κρυμμένα ερωτηματικά επανέρχονται, πότε παρήγορα και πότε ανηλεή, αφήνοντας το ουσιαστικό τους αποτύπωμα πάνω του. Καμιά φορά όμως και τα πιο χειρωνακτικά έχουν την ποίησή τους… Κι απ’ την άλλη υπάρχει αυτός ο μεγάλος κόπος της μικρής λέξης στην ποίηση, έτσι δεν είναι;
Γεννήθηκα στην Αθήνα, έχω μεγαλώσει όμως στην Κρήτη με ρίζες στα Χανιά και στην Ιεράπετρα. Οι σπουδές μου αφορούν στη Φυσική Αγωγή και εργάστηκα για αρκετά χρόνια σαν γυμνάστρια στην Αθήνα. Το 2013 μετακόμισα με την οικογένειά μου στο Σαουθάμπτον, για επαγγελματικούς λόγους, και κατόπιν στο Νιουκάσλ, απ’ όπου και επέστρεψα μόνιμα στα Χανιά το 2018.
Η ποίηση υποκαθιστά με κάποιο τρόπο τις αισθήσεις μου, γιατί με κάνει να βλέπω μακρύτερα, ν’ ακούω περισσότερα, να νιώθω βαθύτερα, αλλά ταυτόχρονα μου επιτρέπει να επιχειρώ μια απονομή δικαιοσύνης, όπως εκτιμώ εγώ τη δεδομένη στιγμή, λέγοντας αυτά που δύσκολα λέγονται υπό άλλες συνθήκες, αποτυπώνοντας έτσι ένα άλλο κομμάτι αλήθειας, μια προσωπική οπτική. Είναι μία ανάγκη μου που ωρίμασε σταδιακά, εξελίσσεται μαζί μου και θα έλεγα με διαμορφώνει κιόλας.
Κατερίνα Φραγκάκη
Το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο αρχιτέκτονας Γιάννης Φραγκάκης, που ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως Concept Designer & 3D Artist από το 2004, έχοντας κερδίσει σημαντικές διακρίσεις σε πανελλήνιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς ιδεών.
Η προσήλωση της δουλειάς του στη λιτή και περιεκτική φόρμα εκφράζεται εδώ σαν «μονοκονδυλιά» που διατρέχει το εξώφυλλο, υπαινισσόμενη τη σιωπηλή πάλη των ανθρώπινων συναισθημάτων που, με μόχθο, ενδέχεται να οδηγήσει τελικά στην ισορροπία ακόμα κι αν αυτή την επόμενη στιγμή θα διαλυθεί, μετουσιωμένη σε κάτι εντελώς καινούργιο.
Δείτε εδώ για παραγγελία του βιβλίου: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/katerina-fragkaki-cheironax/

.