Η Ιστορία του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας

Μάνος Σαββάκης**

Αναδημοσίευση του άρθρου του Μάνου Σαββάκη από το περιοδικό του Α.Π.Θ. «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία».

Το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας (1903-1957) 

Εισαγωγή

Στην παρούσα εργασία εκθέτουμε συνοπτικά κάποια από τα ευρήματα που προέρχονται από την ανάλυση μιας πληθώρας εμπειρικού υλικού (π.χ. δημοσιεύματα τύπου, επίσημα διατάγματα, λογοτεχνικά αποσπάσματα, περιοδικά της εποχής, αφηγήσεις ζωής, άλλες προφορικές μαρτυρίες, κ.λπ.) (Σαββάκης, 2006). Παραθέτουμε τους σημαντικότερους βασικούς λόγους δημιουργίας του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας (1903-1957) ως θεσμικού μορφώματος αντιμετώπισης της νόσου του Χάνσεν και επικεντρωνόμαστε στις συνθήκες ζωής στην κοινότητα ασθενών από την έναρξη (1903) μέχρι τον τερματισμό της λειτουργίας του (1957). Ο σκοπός είναι συζητήσουμε συνοπτικά πως – μέσα από διαδικασίες κοινωνικής μεταβολής που συντελούνται στο εσωτερικό κοινωνικών θεσμών αντιμετώπισης της ασθένειας – κινούμαστε από έναν περισσότερο παραδοσιακό σε έναν πιο νεωτερικό τρόπο ερμηνείας της λέπρας, τουλάχιστον σε επίπεδο θεωρητικών διακηρύξεων.

Η κεντρική θέση της παρούσας συνεισφοράς είναι ότι η διαχείριση της νόσου του Χάνσεν ως ζητήματος της δημόσιας υγείας συμφωνεί προγραμματικά με μια ιατρικοκεντρική λογική επιτήρησης των ασθενών, οι οποίοι θεωρήθηκαν ότι ανήκαν στις λεγάμενες «ανήθικες ή παραβατικές» κοινωνικές ομάδες. Το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας συνιστά έναν τόπο εκτός κοινωνίας, αλλά όχι εκτός ιστορίας, που αποτυπώνει διεργασίες κοινωνικής μεταβολής. Υπό αυτήν την έννοια, είναι αποκαλυπτικός μιας αναδυόμενης κοινωνικής αντίληψης που αντιλαμβανόταν τους φορείς της ασθένειας ως οιονεί επικίνδυνους για τα υπό δημιουργία πολιτιστικά υποδείγματα.

Σπιναλόγκα

Η Δημιουργία του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας

Για την αντιμετώπιση της λέπρας, η οποία είχε ξεκινήσει να θεωρείται εξαιρετικά επικίνδυνη ασθέ­νεια για τη δημόσια υγεία, ο ύπατος Αρμοστής του νησιού Πρίγκιπας Γεώργιος προσκάλεσε το 1900 δυο Ευρωπαίους ιατρούς, τον καθηγητή Ehlers από την Κοπεγχάγη και τον δόκτορα Kanheim από τη Δρέσδη. Οι δυο Ευρωπαίοι ιατροί έμειναν στην Κρή­τη από τις 26 Μαρτίου μέχρι τις 6 Μαΐου 1900 και συνέταξαν μια έκθεση που πρότεινε την απομόνωση των λεπρών σε κάποιο νησί, χωρίς να προσ­διορίζουν τον ακριβή τόπο εγκατάστασης του Λε­προκομείου (Ehlers & Kanheim 1902, σ. 126). Το 1901 η Κρητική Πολιτεία με το νόμο 375 Περί Απομονώσεως των Λεπρών (9 Ιουλίου 1901), που βασίστηκε στην προηγούμενη ιατρική έκθεση, θέ­σπισε τον διαχωρισμό των λεπρών από την υπόλοιπη κοινωνία. Ο νόμος προέβλεπε την υποχρεωτική δήλωση προσβολής από λέπρα στους ια­τρούς και τους δημάρχους, την τιμωρία των παραβατών με πρόστιμο δέκα ως εκατό δραχμών (άρθρο 1) και τον διορισμό επιθεωρητή γιατρού που δε θεωρούνταν δημόσιος υπάλληλος και του οποίου τα καθήκοντα αφορούσαν την εξόντωση της λέπρας (άρθρο 2). Ο νόμος 463 Περί Εγκαταστάσεως των εν Κρήτη Λεπρών (30 Μαΐου 1903) όριζε τη Σπιναλόγκα ως τόπο εγκατάστασης των λεπρών(1) και μετέφερε το ποσό των 173.000 δραχμών για έξοδα εγκατάστασης και συντήρησής τους από τον προϋπολογισμό των ετών 1901­-1903 στον προϋπολογισμό των ετών 1903-1905.

Η επιλογή της εγκαθίδρυσης του Λεπροκομεί­ου στη νησίδα της Σπιναλόγκας ευνοήθηκε από τη σχετικά απρόσιτη και απομακρυσμένη γεωγραφική της θέση. Η νησίδα ήταν απομακρυσμένη από τις πόλεις και γειτόνευε με την αγροτική-κτηνοτροφική κοινότητα της Πλάκας και της Ελούντας που βρισκόταν απέναντι. Η απομόνωση των ιατρικά πιστοποιημένων λεπρών επιτυγχανόταν με αυτόν τον τρόπο αποτελεσματικά, καθόσον ούτε η φυσική τους παρουσία αλλά ούτε και η εξ’ αποστάσεως οπτική επαφή μαζί τους ενοχλούσε τη ζωή των «υγιών» κατοίκων. Το νησιωτικό περιβάλλον κα­θιστούσε δύσκολο το εγχείρημα της απόδρασης και της πρόσβασης στη στεριά χωρίς βάρκα στο βαθ­μό που η κοντινότερη στεριά απείχε περίπου 800 μέτρα, αποκλείοντας με αυτόν τον τρόπο τις επα­φές με τους «υγιείς» χωρίς την προηγούμενη δι­κή τους έγκριση. Ένας άλλος λόγος, που φαίνεται ότι συνετέλεσε στην επιλογή της νησίδας ως τό­που εγκατάστασης του Λεπροκομείου νησιού, ήταν η ύπαρξη Μουσουλμανικών οικογενειών στη Σπι­ναλόγκα.

Η αποχώρηση των Μουσουλμάνων εξαιτίας της άφιξης των λεπρών αποτέλεσε ένα ε­χείρημα μη εθελούσιου και βίαιου χωρικού εκτοπισμού μιας διαφορετικής κοινωνικής ομάδας από τις εστίες της. Η απομάκρυνση της Μουσουλμανι­κής κοινότητας από τη Σπιναλόγκα είχε ως απο­τέλεσμα την αλλοίωση της πληθυσμιακής της σύν­θεσης, της πολιτιστικής της φυσιογνωμίας και της κοινωνικής της ταυτότητας. Με τη μεταφορά των λεπρών στη Σπιναλόγκα, ο Μουσουλμανικός πληθυσμός του νησιού ανα­χώρησε οριστικά από τη νησίδα. Το σχέδιο περι­λάμβανε τον εκτοπισμό των μουσουλμανικών οι­κογενειών που κατοικούσαν στο νησί με την κα­ταβολή μιας σχετικά χαμηλής αποζημίωσης. Η επιλογή του νησιού ως τόπου εγκατάστασης του Λεπροκομείου συνάντησε αρχικά την άρνηση των Τούρκικων οικογενειών που έμεναν μόνιμα στη Σπιναλόγκα, οι οποίες προέβησαν σε διάβημα δια­μαρτυρίας εναντίον της υποχρεωτικής δέσμευσης των περιουσιών τους. Η δήμευση των οικιών και των περιουσιών της Μουσουλμανικής κοινότητας θα συνοδευόταν από την έλευση των λεπρών στη Σπιναλόγκα, εγχείρημα το οποίο δε θα ήταν εξαι­ρετικά δύσκολο σύμφωνα με τους εμπνευστές του. Εξαιτίας των αντιδράσεων των Μουσουλμάνων, η μεταφορά των λεπρών στη Σπιναλόγκα αποτράπη­κε προσωρινά και εξετάστηκαν εναλλακτικά σχέ­δια που αφορούσαν κοντινά νησιά, όπως οι νησί­δες Διονυσάδες.

Οι νησίδες Διονυσάδες είχαν τα επιπλέον πλεονεκτήματα ότι διέθεταν άφθονο τρε­χούμενο νερό και ήταν τρεις στον αριθμό, άρα θα υπήρχε και ταυτόχρονος χωρισμός των ανδρών από τις γυναίκες. Το πρόβλημα ήταν πως χρεια­ζόταν εξ ολοκλήρου δόμηση κτιριακών συγκρο­τημάτων και κατοικιών. Έτσι, αυτές οι νησίδες κρίθηκαν ως οικονομικά ασύμφορη λύση. Το αυξη­μένο οικονομικό κόστος ήταν η αιτία απόρριψης και άλλων τόπων (Κουφονήσια, Γραμβούσα και Ντία) ως εναλλακτικών χώρων ίδρυσης Λεπρο­κομείου. Τελικά, επικράτησε η άποψη ότι η απο­μάκρυνση των Μουσουλμανικών οικογενειών επιβαλλόταν για λόγους δημόσιας ανάγκης.

Συμπερασματικά, η ίδρυση του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας αποτέλεσε μια θεσμική πράξη επικύ­ρωσης μιας κρατικής πολιτικής. Η δημιουργία του συνεισέφερε στην ανάδυση ενός ορθολογικού τρό­που αντιμετώπισης της ασθένειας, τουλάχιστον σε επίπεδο θεσμικής πρότασης και επίσημης ρητο­ρείας. Η νεωτερική αντίληψη της αποτελεσματικής εξάλειψης της ασθένειας, μέσω του εγκλεισμού και της κοινωνικής απομόνωσης των φορέων της, επικράτησε ως κυρίαρχη πρακτική, συνυπάρχοντας με ερμηνευτικά σχήματα του παρελθόντος. Η λέ­πρα αναδείχθηκε ως πρόβλημα-διακύβευμα της δημόσιας υγείας και πέρασε σταδιακά στην αρμο­διότητα της ιατρικής επιστήμης. Στο πλαίσιο αυτό, συνυπήρχαν δυο επίπεδα πρακτικής αντιμετώπι­σης της ασθένειας: (α) το επίπεδο της επίσημης ρητορείας και των κανονιστικών διαταγμάτων που αφορούσαν την ασθένεια και την ίδρυση του «κα­τάλληλου» κοινωνικού θεσμού που θα την αντι­μετώπιζε (Λεπροκομείο Σπιναλόγκας) και (β) το επίπεδο της πρακτικής εφαρμογής αυτών των θεσμικών ρυθμίσεων, οι οποίες απέκλιναν από τους καταρχήν ιδρυτικούς στόχους.

Goya Francisco - Looking at What They Cant See Μουσείο Ερμιτάζ
Goya Francisco – Looking at What They Cant See – Μουσείο Ερμιτάζ

Η Περίοδος της Κρητικής Πολιτείας (1903-1913)

Η ζωή των ασθενών δεν είχε τα ίδια χαρακτη­ριστικά και την ίδια ποιότητα σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας. Την πρώτη δεκαετία λειτουργίας του ιδρύματος (1903-1913), δηλαδή μέχρι την ενσωμάτωση της Κρήτης στην υπόλοιπη Ελλάδα, η υγειονομική κα­τάσταση των λεπρών ασθενών και οι συνθήκες διαβίωσης, στέγασης, σίτισης και διατροφής φαί­νεται ότι ήταν εξαιρετικά υποβαθμισμένες. Μια λο­γοτεχνική περιγραφή επιβεβαιώνει την υπόθεση πως οι ασθενείς που εγκλείστηκαν στο Λεπροκο­μείο Σπιναλόγκας ήταν βασικά αναλφάβητοι Κρη­τικοί που προέρχονταν από τα χαμηλότερα οικονο­μικά στρώματα της υπαίθρου. Το παρακάτω από­σπασμα τονίζει ότι οι συνθήκες ζωής των ασθε­νών ήταν εξαιρετικά άσχημες και προβληματικές:

«Μόνον άποροι λεπροί είναι πεταμένοι εκεί. Όσοι έχουνε τον τρόπο τους είναι βολεμένοι κά­που αλλού, που υπάρχει δροσιά, πρασινάδα, νε­ρό, στοργή, και […] σεντόνι νοσοκομείου. Αυτοί που δουλέψανε σ’ όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα στην αρρώστια τους, πεταμένοι σαν κοπριά σ’ ένα κοπρόλακκο βρωμερό που λέγεται Σπιναλόγκα. Η λέ­πρα που τους διαλύει δεν είναι το χειρότερο κα­κό. Πείνα, δίψα, ψείρα! Να, τι θα πει λεπρός Σπιναλογκίτης» (Κορνάρος, 1956: 92).

Οι αστυνομικές αρχές συλλάμβαναν τους υπό­πτους ασθενείς, οι οποίοι μετά από μια γρήγορη και πολλές φορές πρόχειρη ιατρική εξέταση του Νομίατρου οδηγούνταν σιδηροδέσμιοι ως κοινοί ποινικοί κρατούμενοι με τη συνοδεία αστυνομικών αρχών στην Πλάκα και από εκεί με βάρκα στη Σπι­ναλόγκα. Το παρακάτω απόσπασμα μας μεταφέρει μια λογοτεχνική εικόνα του τρόπου μεταγωγής των ασθενών στη Σπιναλόγκα:

«Στα χέρια τους και τα πόδια τους ήσαν σφιχτοδεμένες χοντρές αλυσίδες και η άλλη τους άκρη ήταν δεμένη και κλειδωμένη με λουκέτο γύρω από τον κορμό του δέντρου. Τα αρνιά μέ­σα στη μάντρα βελάζανε μα ήταν καλύτερα από αυτούς τους δυστυχισμένους» (Δανδουλάκης, 1993: 129-134).

Μετά από μερικές τυπικές διατυπώσεις και έγγραφα ο επιστάτης του ιδρύματος τακτοποιούσε τους νεοφερμένους ασθενείς σε κάποιο από τα σπίτια του νησιού μαζί με τους υπόλοιπους λεπρούς που βρίσκονταν ήδη στη νησίδα. Το παρακάτω αυτοβιογραφικό απόσπασμα από το δικηγόρο Ρεμουντάκη2 τονίζει αυτές τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης:

«Ο ασβέστης απούσιαζε εντελώς από τα σπί­τια και τις προσόψεις και στο άθλιο δρομάκι έπρεπε να έχεις πάντα την προσοχή σου τετα­μένη για να μην γλιστρήσεις. Έβλεπες παντού ερείπια, μια πόλις ρημαγμένη. Παντού μονόροφα και διόροφα σπίτια χωρίς στέγες και πατώ­ματα, τοίχοι μισογκρεμισμένοι, γωνίες που έστε­καν, πόρτες και παράθυρα δύο όροφων σπιτιών φανέρωναν την ερήμωσιν και την εγκατάλειψιν» (Ρεμουντάκης, 1973: 126).

Τα σπίτια δεν επαρκούσαν για όλους και πολύ συχνά οι ασθενείς ήταν υποχρεωμένοι να μένουν κατά ομάδες ή οικογένειες σε σπιτάκια που κανο­νικά χωρούσαν δυο με τρία άτομα. Τα σπιτάκια συ­νήθως είχαν συνολικά ένα δωμάτιο και οι λεπροί τα είχαν διαμορφώσει με τέτοιο τρόπο ώστε να ικα­νοποιούν τις ανάγκες διαβίωσης, μαγειρέματος και ύπνου. Τα σπιτάκια δε διέθεταν τουαλέτα ή άλλους βοηθητικούς χώρους και οι φυσικές ανάγκες λάμβαναν χώρα στους εξωτερικούς χώρους με απο­τέλεσμα η δυσοσμία και η αποφορά να είναι κατά περιόδους εξαιρετικά έντονη. Μια άλλη αυτοβιογραφική περιγραφή είναι ακόμα πιο γλαφυρή:

«Υπήρχε πρωτόγονον αποχωρητήριον που επάνω από το βόθρο είχαν τοποθετηθεί μερικά σανίδια επί των οποίων είχε στηθεί μια ξύλινη δήθεν λεκάνη από τα ίδια σανίδια. Μια απαίσια μυρωδιά αναδύετο και ο περαστικός την ένιω­θε με αηδία. Πριν όμως απομακρυνθεί συνα­ντούσε και άλλο όμοιο και άλλο και άλλο. Σω­ροί από σκουπίδια βρισκόταν στα παραγόνια του δρόμου και οι κότες κυκλοφορούσαν ελεύθε­ρες. Μου έλεγαν οι ψαράδες ότι όταν ο δρόμος τους έφερνε κοντά στη Σπιναλόγκα σε απόστα­ση 300 μέτρων από το φρούριο έφθανε μια απαίσια μυρωδιά» (Ρεμουντάκης, 1973: 125).

Οι άσχημες συνθήκες υγιεινής εντείνονταν ακόμα περισσότερο εξαιτίας της έλλειψης τρεχού­μενου νερού. Οι ασθενείς διαβιούσαν στο νησί χω­ρίς ιδιαίτερη ιατρική φροντίδα, νερό και άλλα απα­ραίτητα είδη πρώτης ανάγκης, όπως επιδέσμους, γάζες, τροφή κ.λπ. Η απουσία επιδέσμων ιατρικής περιποίησης, πόσιμου νερού και ιατροφαρμακευ­τικού υλικού ήταν μάλλον συχνό φαινόμενο για τους ασθενείς, όπως τονίζεται στο παρακάτω από­σπασμα:

«Το επιδεσμικό υλικό απουσίαζε από το Φαρμακείον και οι άρρωστοι επέδεναν τα τραύματα τους με πανιά προερχόμενα από παλαιά εσώ­ρουχα των που με το πλύσιμο και τη φθορά εγίνοντο λεπτά και μαλακά και δεν προσέφεραν τί­ποτα, στην ουσία, χειροτέρευαν τα τραύματα τους. Κατά τις εννέα το πρωί ήλθαν οι φίλοι μου και με παρεκάλεσαν να τους ακολουθήσω με σκοπό να πάμε σ’ ένα από τα τρία καφενεία, στα οποία οι ασθενείς συγκεντρώνονταν τις ατε­λείωτες ώρες που δεν είχαν ούτε σκοπό ούτε απασχόληση. Πράγματι κατεβήκαμε από κάτι δρομάκια με ολισθηρές επιφάνειες. Τέλος, κα­τεβήκαμε στον κεντρικό δρόμο, ο οποίος διέ­σχιζε τη δυτική περιοχή του νησιού και ο οποί­ος είχε το εξής περίεργο. Χωρισμένος στη μέ­ση, οι δυο πλευρές κατέληγαν στο κέντρο σε ένα μικρό ρυάκι για να συγκεντρώνει τα νερά της βροχής, τα οποία οδηγούσε σε δυο μεγά­λες δεξαμενές, το νερό των οποίων εχρησιμοποιείτο για την πλύσι των ρούχων και των επιδέσμων» (Ρεμουντάκης, 1973: 131).

Φρεντερίκ Μπουασονά Κρήτη - Σπιναλόγκα 1918

Η Περίοδος από την Ένωση μέχρι το Τέλος της Κατοχής (1913-1944)

Μετά την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλά­δα, το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας προσαρμόστηκε στο θεσμικό πλαίσιο για τη Δημόσια Υγεία του ανε­ξάρτητου Ελληνικού κράτους. Στην Ελλάδα, μέχρι τη δεκαετία του 1920, η πολιτική στο χώρο της υγείας φαίνεται ότι ήταν κυρίως αποτέλεσμα φι­λανθρωπίας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η μεγάλη πρόκληση ήλθε με την άφιξη των προσφύ­γων μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1922.

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η Ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να συγκροτήσει θεσμικό πλαίσιο και οργανωτικές αρχές που θα έβαζαν σε τάξη το ζήτημα της Δημόσιας Υγείας. Αυτό το θεσμικό πλαίσιο επηρεάστηκε από τις κοι­νωνικές συνθήκες της εποχής, δηλαδή τη ρήξη με τις παραδοσιακές ρίζες και την έντονη τάση εκβιομηχάνισης. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κα­τοχή και ο Εμφύλιος δημιούργησαν ένα πλήθος εξαθλιωμένων πολιτών. Σε αυτούς περιλαμβάνο­νταν ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες όπως: φτω­χοί, επαίτες, ανάπηροι-θύματα πολέμου, ανήλικοι παραβάτες, πόρνες, αλκοολικοί, ψυχικά νοσούντες, ορφανά και απροστάτευτα παιδιά, άστεγοι και γενι­κά μια πλειάδα ατόμων ανεπιθύμητων για το κρά­τος (Πλουμπίδης 1983: 21-29, Κορασίδου 1992: 385-404).

Στο πλαίσιο που αδρά σκιαγραφήθηκε παραπά­νω ξεκίνησαν κάποιες προσπάθειες βελτίωσης της κατάστασης και εκχώρησης της αρμοδιότητας των αποφάσεων που αφορούσαν το Λεπροκομείο Σπι­ναλόγκας στην κεντρική διοίκηση και στην ιατρική επιστήμη. Στα τέλη τη δεκαετίας του 1910 η κυ­βέρνηση Βενιζέλου επισκεύασε κάποια από τα σπί­τια του νησιού, αύξησε το μηνιαίο επίδομα των λε­πρών, ξεκίνησε μια προσπάθεια να επιληφθεί του θέματος της λέπρας στην Κρήτη με ιατρικά και δι­οικητικά μέτρα και προτάσεις και συγκρότησε μια επιτροπή από διαπρεπείς ιατρούς καθηγητές. Η επιτροπή πρότεινε μια σειρά από κανο­νιστικές ρυθμίσεις για τη βελτίωση της κατάστα­σης των λεπρών στη Σπιναλόγκα και για τη συνο­λική εξαφάνιση της λέπρας από την Κρήτη. Την επιτροπή αποτελούσαν οι καθηγητές Φωτεινός, Γεωργιάδης, Μαλανδρίνος και Αραβαντινός.

Σε αυτήν την κίνηση ανιχνεύονται κάποιες προ­σπάθειες της Ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμό­σει μια ιατρικοκεντρική πολιτική, αναθέτοντας την αρμοδιότητα επίλυσης του ζητήματος της λέπρας στην κοινότητα των ντόπιων γιατρών. Μετά από τις επιστολές του καθηγητή Φωτεινού και της επιτρο­πής Γεωργιάδη, Μαλανδρίνου και Αραβαντινού η επιλογή της νησίδας έγινε αντικείμενο προβληματισμού σε σημείο που προτάθηκε ρητά το κλείσιμο του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας και η με­ταφορά του σε άλλο μέρος με την παράλληλη υι­οθέτηση άλλων κριτηρίων απομόνωσης των λε­πρών. Η επιτροπή των ιατρών σε άλλες της επι­στολές προς την ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών ή Υγιεινής επεσήμανε την ακαταλληλότητα της νησίδας σημειώνοντας:

«Η Σπιναλόγκα είνε βράχος άνυδρος και ξη­ρός, εντελώς ακατάλληλος ως Λεπροκομείον, του εν αυτώ σημερινού τοιούτου ευρισκόμενου εν οικτρά καταστάσει και έχοντος ανάγκην ση­μαντικής βελτιώσεως» (Επιστολή των Καθηγη­τών Γεωργιάδη, Μαλανδρίνου και Αραβαντινού προς τον κ. Βενιζέλον, όπως αναφέρεται στο Καταπότης, 1933: 82).

0 υπουργός Υγιεινής Ρακτιβάν με απαντητική του επιστολή, στις 20 Σεπτεμβρίου 1920, παρακαλούσε την τριμελή επιτροπή να μεταβεί στις Διονυσάδες και να επιθεωρήσει την καταλληλότητα της νησίδας για να μεταφερθεί το Λεπροκομείο από τη Σπιναλόγκα σε κάποιο άλλο πιο κατάλληλο μέ­ρος (Καταπότης, 1933: 43). Τελικά, τόσο η μετα­φορά του Λεπροκομείου από τη Σπιναλόγκα στις Διονυσάδες όσο και η δημιουργία Αντιλεπρικού κλι­νικού εργαστηρίου στην Πλάκα ματαιώθηκαν. Με­τά το 1921 έλαβαν χώρα κάποια βελτιωτικά έργα που δε φαίνεται να μετασχημάτισαν ριζικά την κα­τάσταση που επικρατούσε στο Λεπροκομείο Σπινα­λόγκας. Απόρροια αυτής της άσχημης κατάστασης αποτέλεσε μια μαζική εξέγερση των ασθενών (1923), οι οποίοι απείλησαν ότι θα ξαναμπούν στην Κρήτη με ομαδικές εξόδους και αποδράσεις (Borne, 1992: 108 & Grivel 2002: 57). Το ελληνικό κράτος σύστησε μια επιτροπή στην οποία ο δι­ευθυντής της Σπιναλόγκας Μαυρικίδης μετέφερε τις απόψεις του για την κατάσταση (1923):

«Η ίδρυσις ενός λεπροκομείου ήτο απαραί­τητος πλην όμως εάν θέλωμεν η απομόνωσις των λεπρών και η επιτήρησης της μη επικοι­νωνίας των με τους υγιείς να μην αποβή άκαρπος, δέον όπως μη θεωρηθή ως πάρεργον, το οποίο απαιτεί απλώς μίαν μικράν προσπάθειαν άνευ αποτελέσματος δέον όπως εξουδετερωθώσι τα αίτια της μολύνσεως δια της πλήρους απομονώσεως των λεπρών. Τούτο αποτελεί δι­καίωμα και καθήκον του Κράτους, οφείλομεν να υπερασπισθώμεν και να προστατεύσωμεν την υγείαν της κοινωνίας (Επιστολή του κ. Μαυρικίδη προς την Επιτροπήν Λεπροκομείου Σπιναλόγκας», (όπως αναφέρεται στο Grivel, 2002: 57).

Η Νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα και στην Κρήτη κατά τον 20ο αιώνα

Αυτό που αναδεικνύεται από το παραπάνω από­σπασμα είναι μια αντίληψη που υποστήριζε ότι η πλήρης απομόνωση των λεπρών από την υπό­λοιπη κοινωνία θεωρήθηκε από τους αρμόδιους επιβεβλημένη. Οι εργασίες της επιτροπής κατέλη­ξαν το 1925 στην ψήφιση ενός νομοθετικού δια­τάγματος, το οποίο απέβλεπε στη μετατροπή του νησιού σε τόπο παροχής νοσοκομειακής περίθαλ­ψης και ιατρικής φροντίδας. Το διάταγμα δεν τροποποιούσε καμία από τις κανονιστικές ρυθμίσεις που ήδη ίσχυαν και φρόντιζε να υπενθυμίσει μια σειρά από απαγορεύσεις, κυρώσεις και περιορι­σμούς στην επικοινωνία και στην κυκλοφορία των ασθενών. Ο καθηγητής Ζεϋφάρτ, ένας Γερμανός ειδικός που προσκλήθηκε από την Ελληνική Κυ­βέρνηση για να προσφέρει τις γνώσεις και να συνεισφέρει στην προσπάθεια ελέγχου του προβλή­ματος, περιέγραφε με τα μελανότερα χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης στο Λεπροκομείο κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του το 1925. Ο Γερμανός επιστήμονας τόνιζε την ανάγκη της μετατροπής του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας σε θεραπευτήριο και όχι σε κολαστήριο ασθενών και στηλίτευε τη λειτουργία του ως απομονωτηρίου:

«Είναι ανάγκην εντός της πόλεως Σπιναλό­γκας να ανεγερθή εν μικρόν νοσοκομείον με φαρμακείον και μικροβιολογικόν εργαστήριον. Το προσωπικόν δια την ιατρική περίθαλψην των 200 περίπου λεπρών πρέπει τουλάχιστον να αποτελείται από δύο έως τρεις ιατρούς, εκ πέ­ντε φυλάκων και πέντε νοσοκόμων. Ως πρώτον βήμα βελτιώσεως της κατάστασεως, είναι ανά­γκη να διαρρυθμισθώσιν εκ των υπαρχόντων οικιών 1-2 δωμάτια τα οποία να χρησιμεύουν ως ιατρείον εξετάσεως των λεπρών και δια επι­δέσεις και αλλαγάς των ασθενών τούτων. Επί­σης είναι ανάγκη να εφοδιασθεί με εν μικροσκόπιον και τα απολύτως αναγκαία αντιδραστή­ρια προς επιστημονικήν δάγνωσιν των εισαγομένων λεπρών και αποφυγήν ούτω δια­γνωστικών σφαλμάτων. Οι ιατροί του Λεπροκο­μείου κατά καιρούς να μεταβαίνουν εις Αθήνας να παρακολουθούν τας προόδους της επιστή­μης […] θεραπεία των λεπρών πρέπει να αρχί­σει και να εφοδιασθεί το Λεπροκομείον με επιδεσμικόν υλικόν και φάρμακα […]. Προ παντός όμως και κυρίως έχει μεγάλην αξίαν δια τους δυστυχισμένους αυτούς ασθενείς η ψυχική εντύπωσις μίας τοιαύτης προσπαθείας προς θερα­πείαν. Εξ’ άλλου τοιουτοτρόπως θα μετέβαινον ευχαρίστως και αυτοβούλως οι διάφοροι λε­προί, οι διαμένοντες και αποκρυπτόμενοι εν Κρήτη και τη λοιπή Ελλάδι αυτόσε, όταν εγνώριζον, ότι θα υπεβάλλοντο εις ειδική θεραπεί­αν» (Έκθεσις του Καθηγητού Ζεϋφάρτ περί του Λε­προκομείου Σπιναλόγκας, όπως αναφέρεται στο Καταπότης, 1933: 78-79).

Στο πλαίσιο της αντίληψης περί διαχωρισμού των ασθενών από τους υγιείς, ειδικότερα μετά το 1928, ξεκίνησαν κάποιες πιο ουσιαστικές προ­σπάθειες βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης και ανεγέρθηκαν νέα κτίρια που όμως δε λειτούργη­σαν πλήρως. Παράλληλα, επιχειρήθηκε μια προ­σπάθεια πλήρους ιατρικοποίησης του ζητήματος της λέπρας. Το κλινικό εργαστήριο τελικά για λό­γους ιατρικών σκοπιμοτήτων και πιέσεων από τις εύπορες οικογένειες των Αθηνών, οι οποίες διέ­θεταν ως μέλη τους άτομα που είχαν προσβληθεί από την ασθένεια και εξακολουθούσαν να διαμέ­νουν εκτός Σπιναλόγκας, εγκαινιάστηκε στις 13 Απριλίου 1929, στην Αθήνα (Borne, 1993: 150 & Ζερβογιάννης, 1994: 114-115). Τη δεκαετία του 1930 η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε να δημιουργήσει, σε συνεργασία με κάποια Αντιλεπρικά Ινστιτούτα του εξωτερικού, επιστημονικές επιτρο­πές από Έλληνες και αλλοδαπούς επιστήμονες (δερματολόγους, αφροδισιολόγους, κ.λπ.), οι οποί­οι θα διερευνούσαν κλινικά και εργαστηριακά τη λέπρα και θα οργάνωναν ένα Αντιλεπρικό κλινικό εργαστήριο στην κοινότητα της Πλάκας, η οποία βρίσκεται απέναντι από τη νησίδα Σπιναλόγκα. Αντί για αυτό το εργαστήριο, το οποίο ουδέποτε ιδρύ­θηκε, το 1929 δημιουργήθηκε ο Αντιλεπρικός Σταθ­μός στην Αθήνα (Ζερβογιάννης, 1994: 114-115).

Οι συνθήκες ζωής, σίτισης, στέγασης και επι­κοινωνίας με τον έξω κόσμο και κατά δεύτερο λό­γο οι συνθήκες υγειονομικής φροντίδας ή θερα­πείας των ασθενών, φαίνεται ότι ξεκίνησαν να βελ­τιώνονται ορατά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Η έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η Ιταλογερμανική κατοχή ανέστρεψαν και σταμάτη­σαν τις προηγούμενες προσπάθειες. Το κυριότερο μέλημα των ασθενών έγινε, εκ νέου, η φυσική επι­βίωση και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Το επίδομα που λάμβαναν οι ασθενείς από την ελλη­νική κυβέρνηση διακόπηκε, οι εμπορικές συναλ­λαγές με την «έξω» κοινότητα σταμάτησαν ή γί­νονταν κυρίως σε είδος. Οι Ιταλοί επέδειξαν μια σχετικά μικρή ανοχή στους ασθενείς, οι οποίοι κο­λυμπώντας έβγαιναν απέναντι στην Πλάκα και ζη­τιάνευαν. Η κατάσταση ήταν αρκετά δύσκολη και οι ασθενείς διεκδίκησαν να συμπεριληφθούν στη δύ­ναμη των στρατευμάτων κατοχής, ώστε να εξα­σφαλίζουν τουλάχιστον την αναγκαία ποσότητα τρο­φής. Το αίτημα των ασθενών ικανοποιήθηκε, αφού πρώτα προηγήθηκε η επίσκεψη Ιταλών και Ελλή­νων αξιωματούχων στο νησί για να διερευνηθεί η κατάσταση (Ρεμουντάκης, 1973: 150-155 & Grivel, 2002: 74-76).

Με την έλευση των Γερμανών οι συνθήκες δυ­σκόλεψαν ακόμα περισσότερο. Το φρουραρχείο Κρήτης κοινοποίησε διαταγή ότι δραπέτης Χανσε­νικός θα εκτελούνταν με τουφεκισμό (Ρεμουντά­κης, 1973: 157 & Ζορμπάς, 1999: 45). Οι ασθε­νείς μάλλον αφέθηκαν στην τύχη τους και κάποι­οι από αυτούς μάλιστα εκτελέστηκαν όταν βγήκαν να ζητιανέψουν. Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, ο υποσιτισμός των ασθενών ήταν διαρ­κής και κάποιοι από τους λεπρούς δεν άντεξαν και υπέκυψαν. Το 1942 οι ασθενείς αποφάσισαν να βγάλουν όλα τα υγιή παιδιά στη στεριά και να βάλουν φωτιά στο νησί, διαμαρτυρόμενοι για άλ­λη μια φορά για τις άσχημες συνθήκες διαβίω­σης. Για να μην πραγματοποιήσουν την απειλή τους, οι δυνάμεις κατοχής τους μοίρασαν πάλι τρόφιμα. Οι ασθενείς προσπάθησαν εκ νέου να διαπραγματευθούν με τις δυνάμεις κατοχής την έντα­ξή τους στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής για λόγους επιβίωσης. Αυτό τελικά το κατόρθω­σαν μετά τον Μάρτιο του 1943 και έτσι τουλάχι­στον κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να επιβιώ­σουν (Ρεμουντάκης, 1973: 157, Ζορμπάς, 1999: 45 & Grivel 2002: 74-76).

Συμπερασματικά, μπορούμε να υπογραμμίσου­με ότι μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα (1913) υπήρξαν αλλαγές στο Λεπροκομείο Σπιναλόγκας (επιδιόρθωση ζημιών, προσθήκη και ανέγερση κτιρίων, αύξηση επιδομάτων, κ.λπ.). Αυ­τές οι αλλαγές κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της αύξησης της ιατρικής εξουσίας, αλλά δε φαί­νεται να μετασχημάτισαν ριζικά την κατάσταση ια­τρικής φροντίδας, διαβίωσης και σίτισης που επι­κρατούσε στην κοινότητα ασθενών. Την περίοδο 1913-1944, το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας εξακο­λουθούσε να κινείται περισσότερο στην κατεύθυν­ση του εγκλεισμού και της κοινωνικής απομόνω­σης και λιγότερο στην κατεύθυνση παροχής σο­βαρής ιατρικής φροντίδας και νοσηλευτικής αρωγής στους πάσχοντες. Καταβλήθηκαν προσπάθειες ενίσχυσης και βελτίωσης του ιδρύματος, κυρίως σε επίπεδο υποδομών και εγκαταστάσεων και διαφάνηκε μια συνολικότερη τάση προόδου σχετικά με το ζήτημα της διαβίωσης αλλά όχι της θεραπείας. Οι διαδικασίες που ξεκίνησαν, στις οποίες οι ασθενείς ξεκίνησαν να έχουν ενεργό ρό­λο από τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ακυρώ­θηκαν από τον Πόλεμο και την Κατοχή.

Η Περίοδος από την Απελευθέρωση μέχρι τον Τερματισμό της Λειτουργίας του Λεπροκομείου (1944-1957)

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 (1948-1949) και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η κατάστα­ση στο Λεπροκομείο Σπιναλόγκας ξεκίνησε να βελ­τιώνεται στο επίπεδο των κτιριακών υποδομών, αλλά όχι στο επίπεδο παροχής ιατρικής φροντίδας και νοσοκομειακής περίθαλψης προς τους πάσχοντες. Η καταβολή του επιδόματος επανήλθε στα­διακά έστω και αν η αξία του είχε μειωθεί δραμα­τικά λόγω υψηλού πληθωρισμού. Μετά από προ­σπάθειες τόσο της διοίκησης όσο και της κοινότητας ασθενών έφθασαν στο νησί δύο ασθε­νοφόρα για τη μεταφορά των λεπρών σε νοσοκο­μεία της περιοχής και μια γεννήτρια για την παρο­χή ηλεκτρικού ρεύματος (Grivel, 2002: 76-78). Το 1948 χτίστηκαν δύο καινούργιες πτέρυγες για τη φιλοξενία των λεπρών και τα περιοριστικά μέτρα φαίνεται να χαλάρωσαν ελαφρώς, αφού η φυλα­κή φιλοξενούσε κυρίως το σωματείο των λεπρών (Ζερβογιάννης, 1995: 83-93). Η ζωή μέσα στην κοινότητα ασθενών φαίνεται ότι έγινε κάπως κα­λύτερη από άποψη διαβίωσης και σίτισης, αλλά το μεγάλο πρόβλημα εξακολουθούσε να παραμένει η θεραπεία και η ιατρική φροντίδα, η οποία παρέμεινε ανεπαρκής όλα τα χρόνια λειτουργίας του ιδρύμα­τος. Η διεύθυνση του Λεπροκομείου αποδέχτηκε το αίτημα των ασθενών να τους επιτρέψει να κατα­σκευάσουν μικρές βάρκες για να ψαρεύουν και να κάνουν λεμβοδρομίες γύρω από τη νησίδα (Ζερ­βογιάννης, 1992: 3-36 & Borne 1993: 235). Ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός στη ζωή της κοινό­τητας ασθενών Σπιναλόγκας υπήρξε η ανακάλυ­ψη και η εφαρμογή των αντιλεπρικών φαρμάκων μετά το 1940 και η ουσιαστική εφαρμογή τους με­τά τον Ιανουάριο του 1948, οπότε σταδιακά άρχισε και η χορήγηση εξιτηρίων στους δικαιούχους (Ζερ­βογιάννης, 1992: 3-36 & Borne 1993: 235).

Η εκ νέου εξέταση κάποιων θεωρούμενων ως λεπρών, προκειμένου να χορηγηθούν εξιτήρια, απο­κάλυψε ότι υπήρχαν άτομα που είτε είχαν εγκλει­στεί κατά λάθος χωρίς να έχουν ποτέ προσβληθεί από την ασθένεια είτε υπήρχαν μετριοπαθή περι­στατικά φυματιώδους μη μεταδοτικής λέπρας για τα οποία δεν υπήρχε λόγος απομόνωσης στο Λεπροκομείο. Τελικά μέσα σε έξι μήνες 230 λεπροί, με τη βοήθεια φαρμακευτικής αγωγής και καλής διατροφής, αποθεραπεύτηκαν (Ρεμουντάκης, 1973: 161 & Καταπότης 1993: 11-19). Παρ’ όλες τις όποιες βελτιώσεις της κατάστασης, οι ασθενείς συ­νέχισαν να διαμαρτύρονται διεκδικώντας αξιοπρε­πείς συνθήκες ζωής, φάρμακα και θεραπευτική αγωγή. Από τον Σεπτέμβριο του 1952 η ελληνική κυβέρνηση προώθησε τη σταδιακή κατάργηση όλων των Λεπροκομείων και Λωβοκομείων και αποφάσισε την ανέγερση ενός κεντρικού θεραπευ­τικού ιδρύματος κοντά στην Αθήνα που θα συνερ­γαζόταν στενά με την Ιατρική Σχολή και στο οποίο θα διεξαγόταν επιστημονική έρευνα. Στις 20 Ια νουαρίου 1953 τριάντα λεπροί εξεγέρθηκαν, άρ­παξαν τη λέμβο υπηρεσίας και βγήκαν στην Πλάκα για να συναντήσουν τις αρχές και να εκθέσουν τα αιτήματα της κοινότητας ασθενών (Borne, 1993: 85). Στις 29 Ιανουαρίου 1953, ο υπουργός Υγείας αύξησε το επίδομα των ασθενών σε 15.000 δραχ­μές, γεγονός το οποίο δεν ικανοποιούσε παρά ένα ελάχιστο μέρος των αιτημάτων που είχαν υποβάλ­λει οι ασθενείς (Borne, 1993: 255). Στις 13 Φε- βρουαρίου 1953, οι λεπροί ξεκινούν απεργία πεί­νας για να τεθεί ο θεμέλιος λίθος σε ένα καινούρ­γιο θεραπευτικό κέντρο στην Αθήνα. Στις 16 Φεβρουαρίου 1953, ο γιατρός του Λεπροκομείου επεσήμανε σε έκθεση του στο Υπουργείο Υγείας:

«Μας στείλατε πάλι αναρχικούς λεπρούς από την Αθήνα. Οι δυο καινούργιοι με τη βοήθεια του υφιστάμενου πυρήνα διεγείρουν τα πνεύ­ματα [….] Πρέπει να απομακρυνθούν από εδώ πάση θυσία γιατι αλλιώς θα αντιμετωπίσουμε νέα προβλήματα» (Έκθεση Ιατρού Λεπροκομείου Σπιναλόγκας προς το Υπουργείο Υγιεινής», όπως παρατίθεται στο Grivel, 2002: 86).

Την Πρωτομαγιά του 1953 οι «απείθαρχοι» ασθενείς μεταφέρθηκαν στη Σάμο και τη Χίο. Η κα­τάσταση δεν εκτονώθηκε και η αντιπαράθεση ανά­μεσα σε διοίκηση και μερίδα των ασθενών, οι οποί­οι επιζητούσαν την κατάργηση του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας, συνεχίστηκε. Μετά από αυτές τις συ­γκρούσεις και αντιπαραθέσεις, ο υπουργός Υγιει­νής Πολυζωγόπουλος με τον νόμο 3369 Περί Μέ­τρων προς Καταπολέμησιν της Λέπρας (23 Σεπτεμβρίου 1955) επέτρεψε την κατ’ οίκον νοση­λεία των ασθενών (Borne, 1993: 255-256 & Grivel, 2002: 84-86). Τον Μάρτιο του 1956 αντι­προσωπεία του Υπουργείου Υγιεινής με επικεφα­λής τον υπουργό Πολυζωγόπουλο και μέλη τους βουλευτές, τους Νομάρχες και τους Νομίατρους του νησιού έφθασαν στη Σπιναλόγκα. Στη νησίδα αντιπροσωπεία ασθενών, με επικεφαλής τον Ε. Ρεμουντάκη, τους δήλωσαν ότι το μοναδικό τους αί­τημα ήταν να φύγουν από τη Σπιναλόγκα «ζωντα­νοί και πεθαμένοι» (Ρεμουντάκης, 1973: 163). Τε­λικά, τον Ιούλιο του 1957 οι τελευταίοι περίπου τριάντα λεπροί μεταφέρθηκαν υποχρεωτικά στον Αντιλεπρικό Σταθμό του (τότε) Νοσοκομείου Λοι­μωδών Νόσων στην Αθήνα, όπου οι συνθήκες, τουλάχιστον αρχικά, δεν ήταν πολύ καλύτερες από τη Σπιναλόγκα (Borne 1993: 257 & Grivel 2002: 101-102).

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας μπορούμε να επισημάνουμε ότι οι οικονομικοί περιορισμοί που αντιμετώπιζε η νε­οσύστατη Κρητική Πολιτεία σε συνδυασμό με τη σα­φή πρόθεση χωρικής εκδίωξης των Μουσουλμα­νικών οικογενειών και το αίτημα κοινωνικής απομόνωσης των λεπρών αποτέλεσαν τους κυριότερους λόγους επιλογής της Σπιναλόγκας ως τόπου εγκατάστασης του Λεπροκομείου. Το Λε­προκομείο Σπιναλόγκας φαίνεται καταρχήν να σχε­τίζεται με την πρόθεση μιας ορθολογικής διαχεί­ρισης του προβλήματος της λέπρας με τη μορφή κοινωνικής απομόνωσης και ελέγχου των φορέ­ων της ασθένειας. Αυτή η διαχείριση πιθανότατα εγγράφηκε στο πλαίσιο της ανάδυσης μιας εκσυγ­χρονιστικής λογικής, όπως αυτή ανιχνεύεται αρχι­κά στη νεοσύστατη Κρητική Πολιτεία και αργότερα στο νεότερο Ελληνικό κράτος. Παράλληλα, ανι­χνεύεται μια απόσταση ανάμεσα στη μορφή, δηλα­δή τις θεσμικές διακηρύξεις και το κανονιστικό πλαίσιο του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας και στο πε­ριεχόμενο, δηλαδή την καθημερινή ζωή της κοι­νότητας ασθενών.

Όταν ιδρύθηκε το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας, για τους λόγους που συζητήσαμε εκτενώς νωρίτερα, φαίνεται ότι αποτελούσε του­λάχιστον σε προγραμματικό επίπεδο ιδρυτικών δια­κηρύξεων και ρητορείας ένα εγχείρημα εκσυγ­χρονιστικής και ιατροκεντρικής διαχείρισης της ασθένειας και των φορέων της, που μάλλον ήταν εναρμονισμένο με τους θεσμούς και τις πρακτικές που επικρατούσαν την ίδια περίοδο στην Ευρώπη. Στην πράξη το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας απείχε αρκετά από αυτά που συνέβαιναν στα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά ιδρύματα σε επίπεδο ιατρικής φροντί­δας, νοσηλευτικής περίθαλψης, κλινικού πειρα­ματισμού και συνθηκών διαβίωσης για τους ασθε­νείς.

Το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας δεν είχε τα ίδια χαρακτηριστικά σε όλα τα χρόνια της λειτουργίας του. Συνολικά, μπορούμε να επισημάνουμε ότι ενώ στο επίπεδο της θεωρίας και των προγραμματικών διακηρύξεων το ίδρυμα φαίνεται ότι αποτέλεσε ένα νεωτερικό θεσμικό μόρφωμα, στο επίπεδο της λει­τουργίας συναντάμε όψεις τόσο παραδοσιακών όσο και νεότερων αντιλήψεων για την ασθένεια και τους φορείς της. Αυτή η ενδιαφέρουσα συνύπαρ­ξη -η οποία αποτυπώνεται περισσότερο έντονα μέ­χρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1930, αλ­λά εξακολουθεί να ανιχνεύεται σε όλη την περίο­δο της λειτουργίας του- καθιστά το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας ένα ίδρυμα εγκλεισμού, το οποίο φαί­νεται να συνδυάζει την κοινωνική απομόνωση, τον εξοβελισμό και τον στιγματισμό με τη δημιουργία μιας δημιουργικής κοινότητας ασθενών.

Στο Λεπροκομείο Σπιναλόγκας δημιουργήθηκε ένας ζωντανός κοινωνικός κόσμος ασθενών και ανιχνεύονται διαφορετικά επίπεδα τυπικών και άτυ­πων θεσμών (π.χ. εκκλησία, κράτος, αστυνομία, οικογένεια, κοινότητα ασθενών, κ.λπ.). Όπως ανα­δεικνύεται από την ανάλυση του εμπειρικού υλι­κού που μελετήσαμε, η καθημερινότητα των ασθε­νών, φαίνεται να ήταν εξαιρετικά δύσκολη εξαιτίας της ιατρικής ανεπάρκειας, της έλλειψης φαρμά­κων και της απουσίας νοσηλευτικής φροντίδας. Το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας φαίνεται ότι τελικά αποτέλεσε έναν κοινωνικό θεσμό στον οποίο κρυσταλλώθηκε, με εσωτερικές αντινομίες και αντι­φάσεις, η διαδικασία σταδιακής εκχώρησης της αρμοδιότητας διαχείρισης της ασθένειας και των φορέων της από την εκκλησία και την παραδοσια­κή κοινότητα στους κρατικούς ιδρυματικούς θε­σμούς. Το ίδρυμα αντιμετώπισης των λεπρών φαί­νεται ότι αποτέλεσε κυρίως έναν τόπο-σύμβολο κοινωνικής απαξίωσης, απομόνωσης, ασθένειας, στιγματισμού, εγκλεισμού και κοινωνικής μνήμης. Στο εσωτερικό του δημιουργήθηκε μια οργανωμέ­νη κοινότητα ασθενών που δε διέθεταν τα ίδια χα­ρακτηριστικά κατά τη διάρκεια του μισού αιώνα της λειτουργίας του. Αυτή η κοινότητα ασθενών φαί­νεται ότι, ειδικότερα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ενεργοποιήθηκε περισσότερο και ξεκί­νησε να διεκδικεί πιο δυναμικά και αποτελεσματι­κά αξιοπρεπείς συνθήκες ιατρικής φροντίδας, νο­σηλευτικής αρωγής και καθημερινής διαβίωσης.

brown book page

Βιβλιογραφία

Borne, M. (1993). La Chimère Infectieuse. Vevey: L’Aire.

Ehlers, E. & Kanheim, 0. (1902). «La Lèpre en Crète». Lepra. Leipzig: Bibliotheca Internationalist.

Grivel, Z. (2002). Η Νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα και στην Κρή­τη κατά τον 20ο Αιώνα. Ψυχοκοινωνιολογικές Επιπτώσεις. ‘Αγιος Νικόλαος: Κ.ΕΠ.ΑΝ.ΕΛ.

Zorbas, V., (1999). Spinalonga. The Isle of the Damned. London: Penguin.

Δανδουλάκης, Κ., (1993). Τα Δέκα Χρυσά Δουκάτα της Σπιναλόγκας. ‘Αγιος Νικόλαος.

Ζερβογιάννης, Ν. (1992). «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα». Αμάλθεια, 23 (90-93), 3-36.

Ζερβογιάννης, Ν. (1994). «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα». Αμάλθεια, (100-101), 103-120.

Ζερβογιάννης, Ν. (1995). «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα». Αμάλθεια, (104-105), 83-93.

Καταπότης, Μ. (1933). «Η Λέπρα εν Κρήτη». Μύσων, Β’, 37-194.

Καταπότης, Μ., (1937). «Δια την Ιστορίαν της Λέπρας εν Κρήτη».

Μύσων, ΣΤ’, 127-128.

Καταπότης, Γ. (1993). «Ζωντανοί-νεκροί ήταν οι Λεπροί στη Σπιναλόγγα», Κρήτη. 201, 11-19.

Κορασίδου, Μ. (1992). «0ι Φιλάνθρωποι Μιλούν για τους Φτω­χούς». Ιστορικά, 17, 385-404.

Κορνάρος, Θ. (1956). «Ad Vitam», Σπιναλόγκα. Αθήνα: ‘Ατλας.

Πλουμπίδης, Δ. (1983). «Εισαγωγικά γύρω από την Εγκατάσταση της Ψυχιατρικής στην Ελλάδα». Σύγχρονα θέματα, 19, 21-29.

Ρεμουντάκης, Ε. (1973). Αϊτός Χωρίς Φτερά. Αθήνα: Ανέκδοτη Αυ­τοβιογραφία.

Σαββάκης, Μ. (2006). Εγκλεισμός, Στίγμα και Βιογραφικές Δια­δρομές. Ο θεσμός του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας και η Ασθέ­νεια ως Βιωμένη Εμπειρία. Ρέθυμνο: Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης.

*Αναδημοσίευση του άρθρου του Μάνου Σαββάκη από το περιοδικό του Α.Π.Θ. «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία». Το άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή του (τότε «υπό δημοσίευση») άρθρου του Μάνου Σαββάκη στο «Σύναψις» (άνοιξη 2007), με τίτλο: «Νόσος του Χάνσεν και Κοινωνικός Μετασχηματισμός: Το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας (1903-1957)».

**Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Κοινωνιολογίας 

  1. Το επίσημο όνομα του Λεπροκομείου ήταν «Νοσηλευτήριο Λεπρών ο Άγιος Παντελεήμων».
  2.  Ο δικηγόρος Ρεμουντάκης ήταν τελειόφοιτος της Νομικής Αθηνών που εγκλείστηκε στο Λεπροκομείο Σπιναλόγκας κοντά στα μέσα της δεκαετίας του 1930 μετά από κυνηγητό από την αστυνομία. Είχε υψηλό μορφωτικό επίπεδο και αστική καταγωγή και μάλλον υπήρξε ο πρώτος έγκλειστος που παρακίνησε αποτελεσματικά την κοινότητα ασθενών να οργανωθεί. Μέχρι την αποχώρηση του από το Λεπροκομείο, τον Ιούλιο του 1957 όταν αυτό τερμάτισε τη λειτουργία του, ο Ρεμουντάκης εκπροσωπούσε τους ασθενείς και αποτέλεσε τον κατ’ εξοχήν συνομιλητή της κοινότητας ασθενών με τη διοίκηση του Λεπροκομείου, τις αρχές κατοχής και τις ελληνικές κρατικές αρχές.

Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης

 

Σχολιάστε