Γιούλη Αποκατανίδου – Δέκα Δευτερόλεπτα

Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Νίκος Καζαντζάκης

Θεατρικά έργα

3ο ΒΡΑΒΕΙΟ 

Γιούλη Αποκατανίδου

 Γεννήθηκα στις 20 Γενάρη 1969 στην Καβάλα όπου ζω μέχρι και σήμερα. Ξεκίνησα να γράφω θεατρικά έργα, διηγήματα και στίχους τραγουδιών πριν από 20 περίπου χρόνια. Μέχρι σήμερα έχουν ανέβει 15 θεατρικά μου έργα από ερασιτεχνικές ομάδες της Καβάλας και άλλων νομών. Το μεγαλύτερο μέρος  των έργων μου έχει ανεβεί από την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα Καβάλας «Μικροί Ήρωες», της οποίας είμαι ιδρυτικό και ενεργό μέλος. Έχω λάβει πολλές διακρίσεις σε Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου (Καρδίτσα, Ιεράπετρα) και σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς για διηγήματα και ποιήματά μου, και έχω συνεργαστεί με το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, με τη ΔΗΜΟΦΕΛΕΙΑ Καβάλας, με Πολιτιστικούς και Χορευτικούς Συλλόγους.


Δείτε εδώ το βιβλίο με όλα τα θεατρικά που διακρίθηκαν στο διαγωνισμό


ΓΙΟΥΛΗ ΑΠΟΚΑΤΑΝΙΔΟΥ

ΔΕΚΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ



ΠΡΟΣΩΠΑ
(ΜΕ ΣΕΙΡΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ)

ΚΟΥΠΑ: 17 χρονών
ΑΣΣΟΣ: 19 χρονών
ΝΤΑΜΑ: 17 χρονών
ΑΝΝΟΥΛΑ: 10 χρονών
ΓΕΡΟΣ: Ηλικιωμένος άστεγος
ΡΗΓΑΣ: 20 χρονών
JOKER: 20 χρονών
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Γύρω στα 40
ΒΑΛΕΣ: 24 χρονών
BLUE: Γύρω στα 40
ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΣΣΟΥ: Περίπου 50 χρονών
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Γύρω στα 50, ανάπηρος σε καρότσι
SECURITY: Γύρω στα 30, γεροδεμένος
ΜΑΜΑ ΝΤΑΜΑΣ: Γύρω στα 40
ΑΝΤΡΑΣ-ΕΡΓΑΤΗΣ 1: Περίπου 30 χρονών
ΑΝΤΡΑΣ-ΕΡΓΑΤΗΣ 2: Περίπου 30 χρονών
ΜΗΤΕΡΑ JOKER: Γύρω στα 40
3 ΠΑΙΔΙΑ: Γύρω στα 13
ΝΕΑΡΟΣ: Γύρω στα 18
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ώριμη
2 ΑΝΤΡΕΣ

ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ:

ΦΩΝΗ ΣΤΟ ΜΕΓΑΦΩΝΟ – ΔΗΜΑΡΧΟΣ – ΑΝΝΟΥΛΑ – ΜΑΜΑ ΝΤΑΜΑΣ – ΝΤΑΜΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ – ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ – ΑΝΤΡΑΣ ΕΡΓΑΤΗΣ 1 – ΑΝΤΡΑΣ ΕΡΓΑΤΗΣ 2 – ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 1 – ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 2 – ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 3 – ΑΣΣΟΣ – ΜΗΤΕΡΑ JOKER


Σκηνή πρώτη

(Δρόμος σκοτεινός και έρημος. Ένας στύλος στο δρόμο φέγγει. Η Κούπα περπατάει, σταματάει κάτω απ’ το στύλο και σφίγγει πάνω της το πανωφόρι της).

ΚΟΥΠΑ: (Μονολογεί): Γαμώ το κωλόκρυο. Πάγωσα. Πού είναι κι αυτοί οι μαλάκες; (Από ένα μεγάφωνο πάνω ακριβώς από το κεφάλι της ακούγεται κλασική μουσική. Η μουσική σταματάει απότομα και ακούγεται ηχογραφημένη φωνή)
ΜΕΓΑΦΩΝΟ: Ο δήμαρχος της πόλης μας και το Δημοτικό συμβούλιο σας εύχονται «Καλές γιορτές», με υγεία, ευημερία και αγάπη και σας προσκαλούν όλους στη φωταγώγηση του Χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πλατεία Μεγάρου Δημαρχίας σήμερα το βράδυ στις 9.00 ακριβώς. Ακολουθούν οι ευχές του Δημάρχου.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ (Από το μεγάφωνο) Αγαπητοί συμπολίτες. Είθε τις άγιες τούτες μέρες όλοι μας να κατανοήσουμε το μεγαλείο της γεννήσεως του Θεανθρώπου και να προσπαθήσουμε να παραμείνουμε αγνοί, έντιμοι και εργατικοί. Ας αφήσουμε έξω απ’ τη ζωή μας μικροψυχίες, ζήλιες και ανταγωνισμούς και ας βάλουμε στη ζωή και στη καρδιά μας το μικρό Χριστό!
ΚΟΥΠΑ: Μια πέτρα, ρε πούστη μου, μια πέτρα!

(Ψάχνει στην άσφαλτο και στις τσέπες της. Από τη τσέπη βγάζει ένα μήλο και το εκσφενδονίζει στο μεγάφωνο που καταστρέφεται και μένει κρεμασμένο)

ΚΟΥΠΑ: Έτσι μπράβο!

(Πίσω της εμφανίζεται ένας νεαρός)

ΑΣΣΟΣ: Διάνα!
ΚΟΥΠΑ: Πού ’σαι, βρε μαλάκα; Πού είναι οι άλλοι;
ΑΣΣΟΣ: Ο Βαλές μόλις μου τηλεφώνησε. Δε θα ’ρθει. Η Ντάμα έρχεται πίσω μου. Τραβολογάει και την Αννούλα.
ΚΟΥΠΑ: Όχι, ρε γαμώτο! Shit, shit! Την ηλίθια!
ΑΣΣΟΣ: Καλά, μην κάνεις έτσι! Τι σε πειράζει;
ΚΟΥΠΑ: Χίλιες φορές το είπα. Μου τη σπάει! Δεν το γουστάρω. Αν είναι έτσι, να φέρω κι εγώ τα αδέρφια μου. Τέσσερα και τέρατα!
ΑΣΣΟΣ: Η Αννούλα είναι ήσυχη, δεν είναι σαν τα δικά σου.
ΚΟΥΠΑ: Η Αννούλα είναι ετοιμοθάνατη. Το παιδί-ύπνος. Τουλάχιστον, τα δικά μου είναι ζωντανά! Αυτή μόνο κοιτάζει. Και τα μάτια της …
ΑΣΣΟΣ: Τι έχουν τα μάτια της;
ΚΟΥΠΑ: Σε κοιτάζουν και είναι περίεργα, βρόμικα.
ΑΣΣΟΣ: Βρόμικα; Κάπνισες τίποτα;

(Εμφανίζεται μια κοπέλα που κρατά απ’ το χέρι ένα δεκάχρονο κοριτσάκι)

ΝΤΑΜΑ: Άντε Αννούλα, περπάτα.
ΚΟΥΠΑ: Τι έγινε, Ντάμα; Πάλι παρέα μας έφερες;
ΝΤΑΜΑ: Μου τη φόρτωσε η μάνα μου! Τι να κάνω; Πήγε στη δουλειά.
ΚΟΥΠΑ: Κι εδώ τι είναι; Baby parking; Γιατί δε μείνατε στο σπίτι να κάνετε μπουκλίτσες τα μαλλιά;
ΑΣΣΟΣ: Κόφτο, ρε Κούπα!
ΚΟΥΠΑ: Εσύ κόφτο! Ο Βαλές γιατί δεν έρχεται;
ΑΣΣΟΣ: Δε γουστάρει, έτσι μου ’πε.
ΚΟΥΠΑ: Τι δε γουστάρει; Τις φάτσες μας; Αυτές είναι κι αν του αρέσουν! Δεν του το ’πες;
ΝΤΑΜΑ: Ρε συ, στην τσίτα είσαι. Κουλάρισε λίγο.
ΑΣΣΟΣ: Πάμε;
ΝΤΑΜΑ: Ο Ρήγας;
ΑΣΣΟΣ: Μας περιμένει με τον Joker στο εστιατόριο.
ΚΟΥΠΑ: Συνεννοήθηκες με τον Τζίμυ, έτσι; Πόσα μας κράτησε;
ΑΣΣΟΣ: Εικοσιτέσσερα μπαγιάτικα και ξινισμένα. Έτοιμα για πόλεμο! (Γελάει)
ΝΤΑΜΑ: Λέω ν’ αφήσω την Αννούλα στο εστιατόριο. Ας μείνει στην κουζίνα να περιμένει. Δε θα ενοχλήσει. Ε, τι λες, Άσσε;
ΑΣΣΟΣ: Ο Τζίμυ και τα παιδιά στην κουζίνα ξέρεις ότι δεν έχουν πρόβλημα. Ο πατέρας μου μην μπουκάρει μόνο ξαφνικά! Άσε που δε νομίζω. Μπα, χλωμό…
ΝΤΑΜΑ: Δε θα είναι στη φωταγώγηση;
ΑΣΣΟΣ: Ναι, ρε θα ’ναι. Λείπει ο Μάρτης; Πρώτη σειρά. Λοιπόν, αυτός είναι δικός μου. Έχει να φάει γιαούρτι. Και πού να ’ξέρε ότι είναι τα ξινισμένα απ’ το μαγαζί του! (Γελάει)
ΚΟΥΠΑ: Εμένα, να μου αφήσετε την πρυτανού, που την έχω άχτι. Θα κεντράρω κατευθείαν στην σκατόφατσα κι άλλη μια στη γούνα!
ΑΣΣΟΣ: Μπα, αυτή κι ο άντρας της πάνε δικαιωματικά στον Joker. Τους έχει κλείσει από προχθές!
ΚΟΥΠΑ: Καλά, θα βαρέσω τους δικούς μου, τους ξενέρωτους.
(Γυρνάει στην Ντάμα) Εσύ θα κάνεις τίποτα ή φοβάσαι μη λερώσεις τα κρινοδαχτυλάκια σου;
(Από μπροστά τους περνάει ένας ηλικιωμένος άστεγος που σέρνει ένα καροτσάκι supermarket. Κοντοστέκεται και τους ρίχνει μια ματιά)
ΚΟΥΠΑ: Τι κοιτάς, ρε φρίκουλα;
(Ο γέρος φεύγει, χωρίς να μιλήσει)
ΚΟΥΠΑ: Αμολάμε;
(Φεύγουν και οι τέσσερις)

(Άδεια σκηνή. Ο ίδιος δρόμος με το φανάρι. Ακούγονται τρεχαλητά, γέλια και φωνές. Εμφανίζεται ο Άσσος και πίσω του η Κούπα, ένας άντρας γύρω στα 20 κι η Ντάμα που κουτσαίνει. Όλοι φοράνε κουκούλες)

ΑΣΣΟΣ: (Βγάζει την κουκούλα) Αέρα, αέρα, κουφάλες! (Γελάει) Σας έσκισα!
ΡΗΓΑΣ: Μαλάκα, τους πήραμε τα σώβρακα. (Τραβάει το κασκόλ και την κουκούλα)
ΚΟΥΠΑ: Εννιά έριξα, εννιά! Τους έκανα όλους σαν στρούγκα. Ρήγα,
ε Ρήγα! Ο μπαμπάκας σου, τρεχάτε ποδαράκια μου…
ΡΗΓΑΣ: Τρεχάτε ροδίτσες μου, όχι ποδαράκια μου. Πήρε γλίστρα με το καροτσάκι, δυο γκέλες έκανε! (Γελάει)
ΑΣΣΟΣ: Ντάμα, τι έπαθες, ρε;
ΝΤΑΜΑ: Στραμπούλιξα το πόδι μου. Ρήγα, Ρήγα, έλα να με βοηθήσεις
ΡΗΓΑΣ: (Από μακριά) Καλά, πώς το στραμπούλιξες;
ΝΤΑΜΑ: Παραπάτησα.
ΚΟΥΠΑ: Καλύτερα να έμενες στην κουζίνα με το δεκάχρονο. Για πουθενά δεν είσαι!
ΑΣΣΟΣ: (Γονατίζει κάτω και πιάνει τον αστράγαλο της Ντάμας) Μια χαρά τα πήγες, άστη να λέει. Δε φαίνεται για σπασμένο. Πρήστηκε λίγο. Έλα, ρε Ρήγα, να δεις κι εσύ!
ΡΗΓΑΣ: Τίποτα δεν είναι. Ε, Άσσε, σαν πολύ δε χαϊδολογάς τη γυναίκα μου; (Γελάει. Ο Άσσος σηκώνεται)
ΚΟΥΠΑ: Τον Joker δε βλέπω κι ανησυχώ.
ΡΗΓΑΣ: Θα ’μεινε πίσω για αντιπερισπασμό.
ΑΣΣΟΣ: Λες να του την πέσανε!
ΡΗΓΑΣ: Αποκλείεται. Αυτός ξεγλιστράει πιο καλά κι από μένα. Α, να τος!

(Μπαίνει ένα άλλο αγόρι γύρω στα είκοσι με κουκούλα που καλύπτει όλο το πρόσωπο. Ασθμαίνει)

JOKER: Τους- τους, γάμησα, τους γά- (Φτάνοντας στην παρέα σωριάζεται σαν ξερό δέντρο. Παθαίνει σπασμούς επάνω στον δρόμο, βγάζει αφρούς και σάλια ενώ χτυπιέται από τονικοκλονικές συσπάσεις. Η αναπνοή του ακούγεται σαν ρόγχος ετοιμοθάνατου)
ΑΣΣΟΣ: Κρίση! Έπαθε κρίση! Πω, ρε πούστη μου, το κουτάλι, πού είναι; (Ψάχνει στις τσέπες του Jocker) Πού το ’χεις ρε; Το πήρες μαζί σου; Βοηθάτε ρε, τι κοιτάτε!
(Πέφτουν από πάνω του και του ανοίγουν το μπουφάν, βρίσκουν το κουτάλι στην εσωτερική τσέπη)
ΑΣΣΟΣ: Πώς το κάνουν τώρα αυτό; Σήμερα βρήκε να λείπει κι αυτός ο μαλάκας, ο Βαλές! Ρε συ, Κούπα, πώς το βάζουν;
ΚΟΥΠΑ: Πού θες να ξέρω, ρε γελοίε;
ΑΣΣΟΣ: Τι σκατά γιατροί σε μεγάλωσαν;
ΝΤΑΜΑ: Δώσ’ το σε μένα! (Του βάζει το κουτάλι στο στόμα και του τραβάει τη γλώσσα έξω. Ο ρόγχος παύει και γίνεται μακρόσυρτο βογκητό. Όλοι στέκονται γύρω του μουδιασμένοι.)
ΝΤΑΜΑ: Ανοίξτε λίγο, να πάρει αναπνοή! (Χαϊδεύει το κεφάλι του Joker) Είσαι λίγο καλύτερα; Ε; (Ο Joker κάνει νεύμα με το κεφάλι του «ναι»)
ΡΗΓΑΣ: Δεν στο ’χα, ρε Ντάμα! Πού τα έμαθες εσύ αυτά;
ΝΤΑΜΑ: Το κάναμε κι εμείς στην Αννούλα, όταν ήταν μωρό. Πάθαινε σπασμούς από τον πυρετό και το θυμόμουν.
ΚΟΥΠΑ: Joker! Πρόλαβες; Τον γιαούρτωσες, τον πρύτανη; Αυτοί οι μαλάκες δε μ’ άφησαν να ρίξω μια και στη μάνα σου!
ΝΤΑΜΑ: Πρέπει να φύγω!
ΡΗΓΑΣ: Πού θα πας;
ΝΤΑΜΑ: Πρέπει να πάρω την Αννούλα απ’ το εστιατόριο και να γυρίσουμε στο σπίτι.
ΡΗΓΑΣ: Από τώρα; (Την τραβάει λίγο πιο μακριά. Χαμηλόφωνα) Δε θες να πάμε μια βολτίτσα μαζί; (Την αγκαλιάζει) Σ’ επιθύμησα μωρό μου. Έλα, πάμε λίγο κάτω απ’ τη γέφυρα! Έχω φτιαχτεί…. Έλα, κούκλα μου, δε θα πάθει τίποτα η Αννούλα, αν πας μια ώρα αργότερα.
ΝΤΑΜΑ: Πονάει το πόδι μου! Άστο, αύριο καλύτερα, δεν είμαι καλά.
ΡΗΓΑΣ: Παρακάλια θες, Ντάμα;
ΝΤΑΜΑ: Όχι, όχι, αλήθεια πονάω. Πρέπει να φύγω, το παιδί θα με περιμένει. Θύμωσες;
ΡΗΓΑΣ: Κάνε ό,τι νομίζεις!
ΝΤΑΜΑ: Θύμωσες;
ΡΗΓΑΣ: Χέσε με, ρε Ντάμα! Άντε, τι κάθεσαι; Πάρε δρόμο!
ΝΤΑΜΑ: Θες να με πας μέχρι το εστιατόριο;
ΡΗΓΑΣ: Όχι! Πάνε μόνη σου. Τον ξέρεις, το δρόμο.
ΝΤΑΜΑ: Καλά, μη θυμώνεις.
ΡΗΓΑΣ: Παράτα με!
(Η Ντάμα πάει στους άλλους. Ο Joker τώρα έχει συνέλθει περισσότερο και κάθεται στο πεζοδρόμιο)
ΝΤΑΜΑ: Γεια σας, παιδιά!
ΑΣΣΟΣ: Φεύγεις;
ΝΤΑΜΑ: Πάω να πάρω τη μικρή και να πάμε σπίτι.
ΑΣΣΟΣ: Μπορείς να περπατήσεις; Θες να πάω εγώ, να στη φέρω;
ΝΤΑΜΑ: Όχι, άσε καλύτερα! Γεια. Γεια σου, Ρήγα!
(Ο Ρήγας δε μιλάει κι η Ντάμα φεύγει κουτσαίνοντας)
ΚΟΥΠΑ: Τι φοβάται η παρθένα, η δικιά σου, μην την κάνει ντα η μανούλα;
ΡΗΓΑΣ: Δε το βουλώνεις κι εσύ;
ΚΟΥΠΑ: Σιγά ρε, σου θίξαμε τη γυναίκα !
JOKER: Πάμε να κάνουμε κανέναν τσαμπουκά στους άστεγους;
ΑΣΣΟΣ: Πώς, ρε μαλάκα! Αφού είσαι με το ένα πόδι στον τάφο!
ΡΗΓΑΣ: Εγώ την κάνω!
ΑΣΣΟΣ: Για πού;
ΡΗΓΑΣ: Πάω σπίτι, να καμαρώσω τον άμαχο πληθυσμό!
ΚΟΥΠΑ: Χαιρετίσματα στον κύριο Δήμαρχο!
JOKER: Αν θέλει γρασάρισμα το καροτσάκι του, πες του, έχω κάτι καλά γιαούρτια! (Γελάει. Ο Ρήγας φεύγει)
ΚΟΥΠΑ: Τη μαλακισμένη! Πυρ και μανία τον έκανε. Δεν καταλαβαίνω πώς τέτοιος άντρας σαν το Ρήγα χαλιέται έτσι, μ’ αυτό το παλιόπραμα.! Εγώ στη θέση του, θα της έδινα τα παπούτσια στο χέρι!
ΑΣΣΟΣ: Τι λες ρε; Ό,τι θέλει την κάνει. Εγώ τη λυπάμαι, τη Ντάμα!
ΚΟΥΠΑ: Σιγά, μην τη λυπηθώ κιόλας! Έχει αυτή, ρε, καμιά σχέση με μας; Για το χατίρι του Ρήγα την κρατάμε στην παρέα. Τι με κοιτάς; Ψέματα είναι;
ΑΣΣΟΣ: Τον γουστάρεις;
ΚΟΥΠΑ: Κανέναν δε γουστάρω! Χέσε μας! Απλά, μου τη βαράει που το αρχηγιλίκι του το πουλάει μόνο σε μας. Εσύ τι λες, Joker;
JOKER: Εγώ λέω να πάμε, να την πέσουμε στους άστεγους!
ΑΣΣΟΣ: Το βιολί σου εσύ, μαλάκα. Να τσακιστείς, να πας στο σπίτι σου. Σαν πτώμα είσαι!
JOKER: Δεν πάω πουθενά! Δε γουστάρω να δω κανέναν σ’ εκείνο το κωλόσπιτο! Η μάνα μου θα’ χει πάρει τηλέφωνο τη μισή πόλη, για να κλαφτεί, που γαμήθηκε η γούνα της, μαλάκα! 3.000 ευρώ έσκασε ο πρύτανης για τη γούνα! Το άκουσα και κουφάθηκα. Δεν τα ’διναν σε μένα!
ΚΟΥΠΑ: Τι να τα κάνεις; Ν’ αγοράσεις μαχαίρια;
JOKER: Όχι, ρε, τόξο! Έχω μαχαίρια, ρε σεις, ο Βαλές πού είναι;
ΑΣΣΟΣ: Καλά, ρε, ψυχάκια, τώρα το κατάλαβες; Δεν ήρθε. Δε γούσταρε το σκηνικό.
ΚΟΥΠΑ: Έμεινε σπίτι, να διαβάσει Μπακούνιν…
JOKER: Μπα, τι;
ΑΣΣΟΣ: Μπακούνιν, αγράμματε. Είσαι και γιος πρύτανη!
JOKER: Αχ, μη το λες αυτό , ανατριχιάζω! Γιατί, ρε, μαλάκα, εσύ τον ξέρεις αυτόν τον Μπα… τέτοιον;
ΑΣΣΟΣ: Ε, τρεις μήνες μάς τα ’χει πρήξει ο Βαλές μ’ αυτόν. Έμαθα τ’ όνομα.
ΚΟΥΠΑ: Μάγκες, την κάνουμε; Η επιχείρηση γιαούρτια στέφθηκε με σκατά!
ΑΣΣΟΣ: Κι απόσκατα! Άντε, Joker, κουνήσου, σήκω! Πρέπει να κοιμηθεί κι η μαθήτρια. Έχει πρωινό ξύπνημα αύριο!
ΚΟΥΠΑ: Εγώ; Πας καλά; Θα κάνω κοπάνα τις δυο πρώτες ώρες…
(Φεύγουν κι οι τρεις)

Σκηνή δεύτερη

(Επόμενη μέρα. Μεσημέρι στο προαύλιο του σχολείου. Τρία παιδιά παίζουν μπάσκετ. Ακουμπισμένος σε μια κολόνα στέκεται ο Άσσος, δίπλα του ο Joker χοροπηδάει)

ΑΣΣΟΣ: Σταμάτα, ρε μαλάκα, μου τα ζάλισες, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω!
JOKER: Κρυώνω. Αργούμε;
ΑΣΣΟΣ: Σε λίγο…
JOKER: Όλο, σε λίγο μου λες…
ΑΣΣΟΣ: Ας μην ερχόσουν. Τι μου φορτώθηκες ;
JOKER: Μου την καρφώνουν οι άλλοι. Ο Ρήγας συνέχεια μου τη λέει κι ο Βαλές όλο διαβάζει. Πάω να παίξω μπάσκετ!
(Πλησιάζει τα παιδιά βγάζοντας μια κραυγή, για να τα τρομάξει)
JOKER: Δρόμο, ρε, πάρτε δρόμο! Ήρθε ο Μάικλ Τζόρνταν. Έλα, σπόρε, κάνε πάσα την μπάλα. Δώσ’ την, ρε, δώσ’ την, ρε μούλικο!
ΑΓΟΡΙ: Όχι, δεν στη δίνω, ρε!
JOKER: Κοίτα το μαλακισμένο, δώσ’ την, ρε, τσογλάνι, μη σε πλακώσω στις φάπες!
(Ο μικρός δίνει την μπάλα και φεύγει με τους άλλους τρέχοντας προς το σχολείο)
JOKER: Ου, πετάω, είμαι αστέρι, ρε καριόλια, πετάω! Τη γουστάρω, την μπασκέτα! Έλα, κούκλα μου! Έλα, γκομενάκι μου!
ΑΣΣΟΣ: (γελάει) Ρε, πούστη, είσαι πολύ σάικο, τελικά!
(Ακούγεται το κουδούνι του σχολείου που χτυπάει. Την ίδια στιγμή εμφανίζονται οι πιτσιρικάδες μ’ ένα καθηγητή)
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Γεια σου, Άσσε!
ΑΣΣΟΣ: Γεια.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Μαζί σου είναι αυτός;
ΑΣΣΟΣ: Όχι. Αυτός είναι μόνος του, στον κόσμο του.
ΚΑΘΗΓΗΤΗ: Κι εσύ;
ΑΣΣΟΣ: Κι εγώ κάπου εκεί γύρω είμαι.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: (Χαμογελάει) Δε θα βρεις τίποτα εκεί γύρω, στο υπογράφω.
ΑΣΣΟΣ: Γιατί; Βρήκα εδώ;
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Θα μπορούσες να βρεις. Έχεις γερό μυαλό, είναι κρίμα!
ΑΣΣΟΣ: Κρίμα; Εγώ δεν το βλέπω έτσι, δάσκαλε. Εγώ κάνω τις επιλογές μου μόνος μου. Δεν έχω κανένα πούστη πάνω απ’ το κεφάλι μου, να μου γαζώνει το μυαλό με προγράμματα και υποχρεώσεις! Τους κανόνες, τους βάζω εγώ!
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ο κόσμος είναι ζούγκλα, Άσσε. Θα σε καταβροχθίσει, θα σε καταπιεί!
ΑΣΣΟΣ: Στη ζούγκλα πρέπει να μάθω να ζω, όχι σ’ αυτήν την αποστείρωση. Θα γίνω λιοντάρι! Βία στη βία!
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κι αυτός; Λιοντάρι είναι;
ΑΣΣΟΣ: Αυτός είναι ο πιο ευτυχισμένος απ’ όλους μας!
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Να προσέχεις, Άσσε. Τα μάτια σου δεκατέσσερα!
ΑΣΣΟΣ: Κι εσύ, δάσκαλε! Ε, Joker, φτάνει τόσο! Δώσε την μπάλα στα παιδιά!
JOKER: Τώρα, που θα βαρέσω τρίποντο! Δεν είσαι καλά!
ΑΣΣΟΣ: Πέτα την πίσω, ρε, ψώνιο!
(Ο Joker πετάει την μπάλα στα παιδιά απρόθυμα. Ο καθηγητής κάνει να φύγει και ξαναγυρνάει)
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Η Κούπα είναι κάθε μέρα και χειρότερα. Πρέπει να την πείσεις να κάνει κάτι.
ΑΣΣΟΣ: Τι να της πω; Ν’ αλλάξει ντίλερ;
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Δεν ξέρω. Αν θες τη φίλη σου ζωντανή, πρέπει να τη βοηθήσεις.
(Ο καθηγητής φεύγει κι εμφανίζεται η Κούπα)
ΚΟΥΠΑ: Τι σου έλεγε αυτός;
ΑΣΣΟΣ: Ότι κάθε μέρα είσαι χεσμένη στην πρέζα!
ΚΟΥΠΑ: Κι αυτόν, τι τον κόφτει; Τη δικιά του παίρνω;
JOKER: Έλα ντε, το μαλάκα. Μου πήρε και την μπάλα, έχασα την τριποντάρα, ΟΕ, ΟΕ,ΟΕ ΟΕ… (Τρέχει γύρω–γύρω κάνοντας το πουλί)
ΑΣΣΟΣ: Είσαι άρρωστη!
ΚΟΥΠΑ: Δε μας χέζεις, ρε Άσσε, που θα μας κάνεις και κήρυγμα… Κεχαγιά σε βάλαμε;
ΑΣΣΟΣ: Πάσο, κάνε ό,τι γουστάρεις…
ΚΟΥΠΑ: Οι άλλοι;
ΑΣΣΟΣ: Στο «σπίτι» είναι. Θα πας;
ΚΟΥΠΑ: Ναι.
ΑΣΣΟΣ: Η Ντάμα γιατί δε βγήκε ακόμα;
ΚΟΥΠΑ: Ξέρω ’γω. Θα κάνει δημόσιες σχέσεις φαίνεται. Πάω. Τα λέμε.
(Ο Άσσος βλέπει ένα νεαρό που βγαίνει στο προαύλιο. Τον πλησιάζει)
ΑΣΣΟΣ: Γεια.
ΝΕΑΡΟΣ: (Ξαφνιασμένος) Γεια.
ΑΣΣΟΣ: Με στέλνει ο Ρήγας. Τον ξέρεις;
ΝΕΑΡΟΣ: Όχι.
ΑΣΣΟΣ: Έχω ένα μήνυμα για σένα. (Ο Άσσος τον βουτάει απ΄ το μπουφάν) Άκου, κωλόφλωρε, μην τυχόν και ξανακολλήσεις στην Ντάμα , θα στα κόψω και θα στα βάλω να τα φας! Αυτό θα στο κάνω εγώ! Ο Ρήγας θα σε γαμήσει! Συνεννοηθήκαμε;
(Ο νεαρός τον κοιτάει τρομαγμένος. O Άσσος τον αφήνει και πάει στις κολόνες, όπου περιμένει ο Joker. Εμφανίζεται η Ντάμα.)
ΝΤΑΜΑ: Γεια.
ΑΣΣΟΣ: Γεια σου, Ντάμα.
ΝΤΑΜΑ: Τι γυρεύετε εδώ;
ΑΣΣΟΣ: Τα παιδιά μαζευτήκανε στο «σπίτι» και μ’ έστειλε ο Ρήγας, να σε πάρω.
ΝΤΑΜΑ: Γιατί δεν ήρθε εκείνος; Είναι θυμωμένος ακόμη;
ΑΣΣΟΣ: Δεν ξέρω, μ’ έστειλε να σε πάρω.
JOKER: Πάμε; Βαρέθηκα!
ΝΤΑΜΑ: Δε θα ’ρθω. Θα πάω στο σπίτι μου. Η μάνα μου είναι άρρωστη.
JOKER: Χα, χα, χα, τι κατέβασε πάλι; Όλες τις πέρδικες του κάμπου;
ΑΣΣΟΣ: Σκάσε, ηλίθιε.
JOKER: Χα, χα, χα και τα περδικάκια μαζί…
ΑΣΣΟΣ: Σκάσε, είπα.
ΝΤΑΜΑ: Πες στο Ρήγα ότι θα του τηλεφωνήσω. Αντίο (Φεύγει)
ΑΣΣΟΣ: Μα πόσο μαλάκας, παίζει να ’σαι! Πόσο! Άντε, προχώρα!

Σκηνή Τρίτη

(Αργότερα στο «σπίτι». Μουσική μέταλ. Ντουμάνι από καπνό. Ο Ρήγας, ο Άσσος, ο Joker κι η Κούπα κάθονται οκλαδόν σε κύκλο και μοιράζονται ένα τσιγαριλίκι. Λίγο πιο πέρα οκλαδόν καθισμένος ο Βαλές διαβάζει. Περνώντας το τσιγάρο από χέρι σε χέρι καπνίζει κι αυτός)

ΒΑΛΕΣ: Ακούστε, ακούστε τι λέει εδώ: «Κάθε κράτος είναι το όργανο με το οποίο μια προνομιούχα μειονότητα έχει αποκτήσει εξουσία πάνω στην τεράστια πλειονότητα. Και κάθε εκκλησία είναι πιστός σύμμαχος του κράτους στην καθυπόταξη της ανθρωπότητας».
ΚΟΥΠΑ: Μια χαρά τα λέει.
ΡΗΓΑΣ: Εγώ αυτά τα λέω, χωρίς να διαβάσω Μπακούνιν, Βαλέ. Το κράτος υπάρχει, για να διαφεντεύει το λαό. Όταν ο λαός συνειδητοποιήσει τη δύναμή του, θα καταλύσει όλα τα κράτη κι όλους τους θεσμούς. Γι’ αυτό γελοιοποιήστε όσο μπορείτε αυτό και κάθε άλλη μορφή εξουσίας.
ΒΑΛΕΣ: «Η μάθηση πρέπει να πάψει να αποτελεί κληρονομιά των λίγων και να γίνει κληρονομιά όλων, ώστε οι μάζες παύοντας να είναι κοπάδια που τα οδηγούν και τα κουρεύουν οι προνομιούχοι παπάδες, να πάρουν στα χέρια τους τη μοίρα τους».
JOKER: Θάνατος στους παπάδες! Death, death, death…
ΡΗΓΑΣ: Σκάσε, ρε Βαλέ, σαν πολλά μας τα λες! Εδώ χρειάζεται δράση κι αντίδραση, όχι περισυλλογή.
ΒΑΛΕΣ: Δε σε πιάνω;
ΡΗΓΑΣ: Εχθές στα γιαούρτια δε μας έκανες την τιμή, δε γούσταρες, λέει, το σκηνικό.
ΒΑΛΕΣ: Ρήγα, το θέμα είναι να κάνουμε οργανωμένο αγώνα, όχι επιπολαιότητες και σπασμωδικές κινήσεις. Ο οργανωμένος αγώνας είναι η δράση, όχι οι τσαμπουκάδες που κάνουν οι έφηβοι.
ΡΗΓΑΣ: Α, μάλιστα! Κι εσύ που έμεινες πίσω έκανες αγώνα, να πού-
με;
ΒΑΛΕΣ: Ούτε εσύ έκανες, Ρήγα. Το βράδυ γύρισες στη βίλα σου, ξάπλωσες στα πούπουλα, ονειρεύτηκες επαναστάσεις και το πρωί φεύγοντας σε χαρτζιλίκωσε ο μπαμπάς σου.
ΡΗΓΑΣ: Με το χαρτζιλίκι του μπαμπά μου, μαλάκα, όμως, κάθεσαι εσύ τώρα εδώ και μας λες τις θεωρίες σου!
ΑΣΣΟΣ: Σταματήστε, ρε! Τι τρώγεστε; Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι εσύ τ’ ακουμπάς, ρε Ρήγα.!
ΡΗΓΑΣ: Δε με νοιάζει, ρε, αυτό, αλλά να μου τη λέει κιόλας! Ναι, ρε φίλε, τι να κάνουμε, έχω το γέρο μου, που μου τα σκάει. Συγγνώμη, που τον εκμεταλλεύομαι, για να ’χουμε στέκι .
(Χτυπάει το τηλέφωνο του Άσσου)
ΑΣΣΟΣ: Έλα… όπου θέλω. Καλά, καλά, τι θες; Τι να πούμε; Δεν μπορώ, δε γουστάρω, λέμε, ρε, δεν κατάλαβα. Και τι θα γίνει; Θα μου πεις πάλι τα δικά σου. Έστω. Όχι, όχι όπου γουστάρεις εσύ! Εγώ θα σου πω πού! Στο παλιό εργοστάσιο σήμερα το βράδυ στις 11.00! Αν αργήσεις έφυγα! (Κλείνει το τηλέφωνο) Παπάρα!
ΚΟΥΠΑ: Εγώ φεύγω. (Σηκώνεται) Βαλέ, να σου πω λίγο.
(Ο Βαλές σηκώνεται και πάνε οι δυο τους παράμερα)
ΚΟΥΠΑ: Ρε συ, έχω στεγνώσει. Έχεις να μου δανείσεις κανένα φράγκο;
ΒΑΛΕΣ: Ούτε σάλιο.
ΚΟΥΠΑ: Όχι, ρε πούστη μου, σε σένα βασιζόμουν. Χρωστάω, ρε Βαλέ, θα με σκίσουν.
ΒΑΛΕΣ: Στον Μπλου; (Η Κούπα κάνει νεύμα «ναι»)
ΒΑΛΕΣ: Είσαι ηλίθια; Αυτός είναι φονιάς! Στο ’πα! Πώς μπλέχτηκες έτσι, γαμώτο; Δε μου υποσχέθηκες ότι θα το κόψεις; Είσαι ηλίθια;
ΚΟΥΠΑ: Κόφτο τώρα. Το ’κανα! Βρέθηκα σε δύσκολη στιγμή. Θα με βοηθήσεις;
ΒΑΛΕΣ: Πώς; Δεν έχω μία!
ΚΟΥΠΑ: Ξέρεις…
ΒΑΛΕΣ: Σου είπα, δεν το ξανακάνω για την πρέζα σου!
ΚΟΥΠΑ: Καλά, γεια!
ΒΑΛΕΣ: Πού πας;
ΚΟΥΠΑ: Να το κάνω μόνη μου!
ΒΑΛΕΣ: Περίμενε! (Ο Βαλές βάζει το μπουφάν του και φεύγουν)


Σκηνή τέταρτη

(Πάρκο έρημο. Σούρουπο. Ο Βαλές κι η Κούπα στέκονται σε μια γωνιά μπροστά σ’ ένα δέντρο κι αγκαλιάζονται)

ΚΟΥΠΑ: Δε νιώθω τα πόδια μου.
ΒΑΛΕΣ: Ο κόσμος δε βγαίνει με τόσο κρύο.
(Από απέναντι περπατάει μια γυναίκα σφιγμένη στο πανωφόρι της)
ΒΑΛΕΣ: Φίλα με!

(Η Κούπα κολλάει πάνω του και τον φιλάει στα χείλια. Αυτός την αγκαλιάζει. Η γυναίκα πλησιάζει και προσπερνάει. Ο Βαλές την ακολουθεί και της επιτίθεται από πίσω. Την πιάνει δυνατά βουλώνοντάς της το στόμα και κολλάει ένα μαχαίρι στο λαιμό της. Η γυναίκα αντιστέκεται)

ΒΑΛΕΣ: Ήσυχα, μη βγάλεις κιχ, σε πετσόκοψα!
(Η Κούπα τραβάει με βία την τσάντα της. Ο Βαλές σπρώχνει τη γυναίκα και τρέχει μαζί με την Κούπα)
ΓΥΝΑΙΚΑ: (πεσμένη στο δρόμο) Βοήθεια, βοήθεια, αχ, αχ… (κλαίει)

(Φτάνουν μπροστά από τον τοίχο λαχανιασμένοι. Ένας πλανόδιος μουσικός παίζει τύμπανα. Στο βάθος ένα παράπηγμα. Ένας άντρας στέκεται απ’ έξω. Η Κούπα ανοίγει την τσάντα, βγάζει το πορτοφόλι και μετράει)

ΚΟΥΠΑ: Τι ’ναι αυτά; Γαμώτο, η μαλακισμένη μόνο 50 ευρώ έχει στο πορτοφόλι. Στάσου να δω και τα ψιλά. Σκατά. Φραγκοδίφραγκα. Τι κάνουμε τώρα;
ΒΑΛΕΣ: Πόσα χρωστάς;
ΚΟΥΠΑ: Τριακόσια.
ΒΑΛΕΣ: Η μάνα σου;
ΚΟΥΠΑ: Ούτε με σφαίρες.
ΒΑΛΕΣ: Ο πατέρας σου;
ΚΟΥΠΑ: Με τίποτα σου λέω. Μ’ έχουν στον πάγο!
ΒΑΛΕΣ: Ε, τότε δώσε αυτά.
ΚΟΥΠΑ: Με δουλεύεις;
ΒΑΛΕΣ: Ε, απ ’το τίποτα… Δώσε τουλάχιστον αυτά και βλέπουμε.
ΚΟΥΠΑ: Τη βλαμμένη… δεν μπορούσε να ’χει κάνα διακοσάρι…
(Από μπροστά τους περνάει ο ηλικιωμένος με το καροτσάκι του super- market)
ΚΟΥΠΑ: Αυτόν τον γέρο τον ξέρεις;
ΒΑΛΕΣ: Όχι.
ΚΟΥΠΑ: Με φρικάρει … Όπου πάω από χθες, τον συναντάω. Στενός κορσές μου ’χει γίνει. Ρε μπάρμπα, τρέχει τίποτα; (ο γέρος δε μιλάει, προσπερνάει και φεύγει) Πάω…
ΒΑΛΕΣ: Θα ’ρθω κι εγώ!
ΚΟΥΠΑ: Δε γουστάρω κηδεμόνες. Σ΄ ευχαριστώ για τη βοήθεια, είσαι φίλος, ρε Βαλέ, αλλά μέχρι εκεί. Θα καθαρίσω μόνη μου.
ΒΑΛΕΣ: Εγώ θα ’ρθω, που να χτυπιέσαι!
ΚΟΥΠΑ: Σου είπα ψέματα. Δε χρωστάω λεφτά. Για να πάρω πρέζα τα ήθελα…
ΒΑΛΕΣ: Τι είπες; τι; Δεν το πιστεύω. Δεν το πιστεύω, ρε πούστη! Είσαι τρελή; Δες που έχεις καταντήσει, ρε. Είπες θα την κόψεις.
ΚΟΥΠΑ: Δε γουστάρω να την κόψω!
ΒΑΛΕΣ: Μου το υποσχέθηκες!
ΚΟΥΠΑ: Χέστηκα, δε γουστάρω να την κόψω. Μπλου, Μπλου…
ΜΠΛΟΥ: (Βγαίνει απ ’το παράπηγμα) Βρε, καλώς τηνα! Τι τρέχει;
ΚΟΥΠΑ: Θα μου δώσεις τίποτα;
ΜΠΛΟΥ: Εσύ τι θα μου δώσεις;
ΒΑΛΕΣ: Πάμε να φύγουμε, μη γίνεσαι ηλίθια!
ΜΠΛΟΥ: Το ταγάρι, μαζί σου είναι;
ΒΑΛΕΣ: Θα το μετανιώσεις!
ΚΟΥΠΑ: Άντε γαμήσου (Βγάζει το τσαλακωμένο πενηντάευρο απ’ τη τσέπη)
ΜΠΛΟΥ: (Γελάει) Τι ήρθες να πάρεις μ’ αυτό! Πατατάκια;
ΚΟΥΠΑ: Δεν έχω άλλα!
ΜΠΛΟΥ: Θα τη βρούμε την άκρη. Έλα μέσα.
ΒΑΛΕΣ: Μην πας!
(Η Κούπα κάνει κίνηση να μπει κι ο Βαλές πάει να την τραβήξει πίσω. Ο Μπλου κάνει νεύμα στον άντρα, που γραπώνει τον Βαλέ. Η Κούπα ορμάει στον άντρα και τον χτυπάει)

ΚΟΥΠΑ: Άστον, άστον, ρε μαλάκα!
(Ο Μπλου τραβάει την Κούπα παράμερα δίπλα σ’ ένα χαμηλό στύλο και την σπρώχνει)
ΚΟΥΠΑ: Άσε με, άσε με, ρε παλιοπούστη!
ΜΠΛΟΥ: Να σ’ αφήσω; Μόνη σου ήρθες σε μένα. Έλα να σου δώσω αυτό που θες!
ΚΟΥΠΑ: Πάρε τα βρομόχερά σου από πάνω μου! Άσε με, ρε!
ΜΠΛΟΥ: Κάτσε φρόνιμα, μωρή παλιοπουτάνα, μου κάνεις και ζοριλίκια!

(Ο Βαλές ξεφεύγει απ’ τον άντρα και ορμάει στον στύλο. Ο άντρας τον ξαναπιάνει, εμφανίζεται ακόμη ένας απ’ το παράπηγμα, τον ρίχνουν κάτω και τον κλοτσάνε. Στο μεταξύ ο Μπλου έχει ακινητοποιήσει την Κούπα στον στύλο και ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Εμφανίζεται ο γέρος, πλησιάζει προς τον στύλο και χτυπάει τα δάχτυλα. Τα πάντα παγώνουν. Απλώνει το χέρι του και σηκώνει την Κούπα απ’ τον στύλο)

ΓΕΡΟΣ: Πονάς;
ΚΟΥΠΑ: Πολύ!
ΓΕΡΟΣ: Φοβάσαι;
ΚΟΥΠΑ: Πολύ!
(Ο Γέρος κοιτάει προς το μέρος του Βαλέ που είναι αναίσθητος στο χώμα)
ΓΕΡΟΣ: Σ’ αγαπάει, σε νοιάζεται.
ΚΟΥΠΑ: Κι εγώ.
ΓΕΡΟΣ: Φύγε τότε, μην ξανάρθεις εδώ!
(Ο Γέρος ξαναχτυπάει τα δάχτυλα και ο χρόνος γυρνά πίσω 10 δευτερόλεπτα. Όλοι ξαναγυρνάν στις προηγούμενες θέσεις κι ο γέρος φεύγει)
ΜΠΛΟΥ: (Γελάει) Τι ήρθες να πάρεις μ’ αυτό; Πατατάκια;
ΚΟΥΠΑ: Δεν έχω άλλα.
ΜΠΛΟΥ: Θα τη βρούμε την άκρη. Έλα μέσα!
ΒΑΛΕΣ: Μην πας!
(Μεγάλη παύση)
ΚΟΥΠΑ: (Πιάνει το χέρι του Βαλέ) Πάμε να φύγουμε από δω!
(Κάνουν μεταβολή και φεύγουν)
ΜΠΛΟΥ: Θα σε περιμένω, Κούπα! Από μένα δε γλιτώνεις!

(Σκοτάδι)

ΑΝΝΟΥΛΑ: Μαμά!
ΜΑΜΑ: Ναι!
ΑΝΝΟΥΛΑ: Μ΄ αγαπάς;
ΜΑΜΑ: Ναι.
ΑΝΝΟΥΛΑ: Μαμά, γιατί πίνεις;
ΜΑΜΑ: Για να μπορώ να σ’ αγαπάω κάθε μέρα.
(Παύση)
ΑΝΝΟΥΛΑ: Εγώ, πάντως, σ’ αγαπάω, μαμά!

Σκηνή πέμπτη

(Βράδυ. Ερημική τοποθεσία. Ένας μαντρότοιχος ετοιμόρροπος στο κέντρο της σκηνής. Με κλομπ, κοντάρια και ατσαλόβεργες μπαίνει όλη η συμμορία εκτός από τον Άσσο και βρίζοντας, κλοτσώντας και φωνάζοντας ρημάζουν τον μαντρότοιχο. Μετά το πέρασμά τους έχουν μείνει στην σκηνή ερείπια. Μπαίνει ένας άντρας μεσήλικας στέκεται δίπλα στα ερείπια και περιμένει. Μετά από λίγο ακούγεται θόρυβος μηχανής και μπαίνει ο Άσσος με τη μοτοσικλέτα. Σταματάει μπροστά στον άντρα, χωρίς να σβήσει τη μηχανή).

ΑΣΣΟΣ: Τι θες;
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: Η μάνα σου αρρώστησε απ’ την στεναχώρια!
ΑΣΣΟΣ: Αυτό με φώναξες, να μου πεις;
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: Πότε θα ’ρθεις στο σπίτι;
ΑΣΣΟΣ: Ποτέ!
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: Πού μένεις;
ΑΣΣΟΣ: Να μη σε νοιάζει!
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: Να τα μαζέψεις και να γυρίσεις πίσω!
ΑΣΣΟΣ: Το άλλο με τον Τοτό, το ξέρεις;
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: Με ποιους έμπλεξες παιδί μου; Πες μου! Σου κάναμε κάτι; Εξήγησέ μου. Πες μου: «έφταιξες εκεί, μου ’κανες εκείνο κι εκείνο», να ζητήσω κι εγώ συγγνώμη, αν σε έβλαψα! Δεν μπορείς να φεύγεις έτσι, στα καλά καθούμενα απ’ το σπίτι σου, να παρατάς το σχολείο!
ΑΣΣΟΣ: Είμαι ενήλικας και κάνω ό,τι γουστάρω!
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: Είσαι μικρό παιδί! (Ο Άσσος χαμογελάει κοροϊδευτικά) Και πώς θα τα βγάλεις πέρα;
ΑΣΣΟΣ: Αυτό είναι δικός μου λογαριασμός!
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: Έλα να δουλέψεις στο εστιατόριο!
ΑΣΣΟΣ: Δεν πας καλά!
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: Δούλεψε στο μαγαζί, νοίκιασε κι ένα σπίτι, μείνε μόνος και κάνε ό,τι θες. Εμείς δε θα σου κάνουμε κουμάντο. Σταμάτα, όμως, να γυρνάς σαν τον αλήτη.
ΑΣΣΟΣ: (Τον διακόπτει) Τι θες να με κάνεις; Σαν τα μούτρα σου; Λαδοπόντικα σε μια κουζίνα, να σκύβω και να κάνω τεμενάδες στους πελάτες; Πρώτη μούρη στο Δημοτικό Συμβούλιο να κάνω επίδειξη της αμορφωσιάς μου; Έντιμο πολίτη που φακελώνει από πίσω το υγειονομικό, μην του κόψουν κλήση για τις βρομιές που ταΐζει τον κόσμο;
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: Οι τεμενάδες μου σε τάιζαν τόσα χρόνια, αχάριστε. Εγώ έφτυσα αίμα, για να στήσω αυτό το μαγαζί. Απ’ τα δεκατέσσερα είμαι στη βιοπάλη, ξεκίνησα απ’ το μηδέν. (Ο Άσσος μαρσάρει τη μηχανή, ο πατέρας μιλάει αλλά δεν ακούγεται)
ΑΣΣΟΣ: Καλά, με συγκίνησες!
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: Είσαι αλήτης, ρε, κοπρόσκυλο, ένα μηδενικό, δεν είσαι γιος μου εσύ!
ΑΣΣΟΣ: Ευτυχώς, μου το επιβεβαίωσες!
(Ο Άσσος μαρσάρει τη μηχανή και φεύγει περνώντας από μπροστά του . Ο πατέρας φωνάζει, αλλά δεν ακούγεται)
ΠΑΤΕΡΑΣ Α: (Φωνάζει) Στη μάνα σου, ρε, στη μάνα σου τι θα πω;

Σκηνή έκτη

(Επόμενη μέρα πρωί. Μπροστά απ ’το Δημαρχείο στέκεται ο Ρήγας. Κόσμος γύρω του περπατά. Αυτός παίζει με το κινητό του. Από το δρόμο περνά η Ντάμα που κρατάει απ’ το χέρι την Αννούλα)

ΝΤΑΜΑ: Ρήγα;
ΡΗΓΑΣ: Γεια.
ΝΤΑΜΑ: Ρήγα, σου τηλεφωνούσα, γιατί δεν απαντάς στο τηλέφωνο;
ΡΗΓΑΣ: Δεν το άκουσα.
ΝΤΑΜΑ: (Αρχίζει να κλαίει) Μας παίρνουν την Αννούλα κι εμένα η Πρόνοια. Ήρθαν χθες στο σπίτι. Θα μας πάρουν. Η μαμά δεν μπορεί, έτσι είπαν. Θα μας πάρουν!
ΡΗΓΑΣ: Τι λες; Ε, Ντάμα, πες μου!
ΝΤΑΜΑ: Ήρθαν χθες το απόγευμα μια γυναίκα, κοινωνική λειτουργός, κι ένας άντρας, αστυνόμος, νομίζω. Η μαμά ήταν χάλια, κοιμόταν. Είπαν πως είμαστε ανήλικες, πως η μαμά είναι ανίκανη μέριμνας! Κάποιοι έκαναν καταγγελία, έτσι είπαν. Θα μας πάρουν. (Κλαίει)
ΡΗΓΑΣ: Πού θα σας πάνε; Πότε;
ΝΤΑΜΑ: Δεν ξέρω.
ΡΗΓΑΣ: Τι, δεν ξέρεις; Δεν άκουσες;
ΝΤΑΜΑ: Είπαν θα ’ρθουν, να μας πάρουν, το είπαν και στη μαμά αλλά δεν το κατάλαβε. Ήταν άρρωστη, πιωμένη. Τι θα κάνω, Ρήγα;
ΡΗΓΑΣ: Τώρα πού πας;
ΝΤΑΜΑ: Πουθενά. Δεν ξέρω. Πήρα την Αννούλα το πρωί και γυρνάμε στους δρόμους, για να μη μας βρουν στο σπίτι.
ΡΗΓΑΣ: Η μάνα σου πού είναι;
ΝΤΑΜΑ: Στο σπίτι την άφησα, να κοιμάται. Δεν κατάλαβε τίποτα. Τι θα κάνω;
(Απ’ το μέγαρο του Δημαρχείου βγαίνει ένας άντρας σε αναπηρικό καροτσάκι. Η Ντάμα τον βλέπει και τραβάει την Αννούλα να φύγουν)
ΝΤΑΜΑ: Φεύγω, Ρήγα, φεύγω.
ΡΗΓΑΣ: Περίμενε! (Η Ντάμα φεύγει βιαστική τραβώντας την Αννούλα)
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Είπα ότι δε θα την ξανασυναντούσα αυτή πάλι!
ΡΗΓΑΣ: Ωχ, μην αρχίζεις πάλι…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ακόμα μαζί είστε;
ΡΗΓΑΣ: Τι σε νοιάζει;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Με νοιάζει και με κόφτει. H μάνα της, η μπεκρού, πηδιέται στους δρόμους!
ΡΗΓΑΣ: Όχου! Δε βαρέθηκες;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Τι θες ; Βιάζομαι.
ΡΗΓΑΣ: Λεφτά.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Προχθές σου έδωσα!
ΡΗΓΑΣ: Τέλειωσαν.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Και τι είμαι εγώ, νομισματοκοπείο;
ΡΗΓΑΣ: Έλα, ρε πατέρα! Τα χρειάζομαι.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Δεν έχω.
ΡΗΓΑΣ: Ρε, αφού θα μου τα δώσεις στο τέλος…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Δε σου δίνω δεκάρα! Σκέφτηκες αυτά που είπαμε;
ΡΗΓΑΣ: Δεν πρόλαβα.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Μέχρι να τα σκεφτείς, τέρμα το επίδομα!
ΡΗΓΑΣ: Δε γουστάρω να πάω στο κολέγιο!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Και τι γουστάρεις, ρε; Να γυρνάς σαν τον κοπρίτη όλη μέρα και να πουλάς νταηλίκια με την κουκούλα; Τι με κοιτάς; Πόδια μπορεί να μην έχω, έχω, όμως, εκατό μάτια και βλέπω τα πάντα! Έκανα πολλή υπομονή μαζί σου για τη μακαρίτισσα τη μάνα σου. Αλλά, μέχρις εδώ! (Ανεβάζει τον τόνο της φωνής του) Τι θα γίνεις, ρε; Ο νταής της πόλης; Θα σε… (Μαλακώνει) Ξέρεις πόσα τέτοια αποβράσματα έρχονται κάθε μέρα και μου φιλάν τα πόδια για δυο μεροκάματα; Τότε ξεχνάν και μαγκιές και μεγάλες ιδέες. Σπάζει η μέση τους απ’ τις υποκλίσεις για δυο μεροκάματα. Κι εσύ; Άλλοι θα ’καναν τούμπες στη θέση σου. Σκέψου, ρε, για το δικό σου το καλό!
ΡΗΓΑΣ: Γιατί με ζορίζεις έτσι;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Εγώ δε ζορίζω κανέναν, αγόρι μου. Εγώ απλώς προ-τείνω. Εσύ αποφασίζεις. Αν θες, έχει καλώς. (Από μπροστά τους περνάει ο άστεγος με το καροτσάκι, τους κοιτάει και απομακρύνεται αργά- αργά) Ορίστε, κοίτα χάλια, βγήκαν παρέλαση οι ρακοσυλλέκτες! (Κάνει νεύμα σ’ ένα σεκιούριτι που στέκεται στην είσοδο. Ε, εσύ! Αυτός πλησιάζει)
Αυτόν, δεν τον βλέπεις; Σε λίγο θα κατασκηνώσουν μπροστά στο Δημαρχείο! Απομάκρυνέ τον! Διακριτικά…
(Ο σεκιούριτι φεύγει προς τον άστεγο)
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Λοιπόν;
ΡΗΓΑΣ: Πολύ βιάζεσαι!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Με την ησυχία σου. (Κάνει μεταβολή με το καροτσάκι)
ΡΗΓΑΣ: Περίμενε, περίμενε! Πού πας;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Στη δουλειά μου, έχω συμβούλιο.
ΡΗΓΑΣ: Άκου λίγο, μισό λεπτό. Υπάρχει ένα πρόβλημα κι ίσως μπορείς να βοηθήσεις, αν θες.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Λέγε, βιάζομαι!
ΡΗΓΑΣ: Θέλουν να πάρουν την Ντάμα και την αδερφή της, δηλαδή η Πρόνοια.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ε, και;
ΡΗΓΑΣ: Να πάρεις κανένα τηλέφωνο, κάτι θα μπορείς να κάνεις…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Πολλά μπορώ να κάνω!
ΡΗΓΑΣ: Θα πεις καμιά κουβέντα;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Εξαρτάται…
ΡΗΓΑΣ: Από τι;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Από σένα. Αν συμμορφωθείς εσύ!
ΡΗΓΑΣ: Άντε, πάλι!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Λοιπόν, άκου. Εγώ θα σου δώσω λεφτά! (Βγάζει απ’ την τσέπη του ένα μάτσο χαρτονομίσματα και του μετράει τέσσερα) Ορίστε, πάρ’ τα. Θα πας στον κουρέα να ξυριστείς, να κουρευτείς κι εγώ θα βάλω τη γραμματέα μου να τηλεφωνήσει στο κολέγιο, αν θες έτσι!
ΡΗΓΑΣ: Κι η Ντάμα;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Θα το τακτοποιήσω…
ΡΗΓΑΣ: Πώς;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ξέρω εγώ … (Γυρνάει το καροτσάκι και φεύγει)
ΡΗΓΑΣ: Περίμενε, δε σου απάντησα ακόμη!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: (με την πλάτη γυρισμένη, ενώ φεύγει) Σου έχω εμπιστοσύνη…

(Ο Ρήγας στέκεται στη μέση του δρόμου)

(Σκοτάδι)

ΝΤΑΜΑ: Μαμά, μαμά!
ΑΝΝΟΥΛΑ: Σσσσσς, κοιμάται, μην την ξυπνάς…
ΝΤΑΜΑ: Μαμά, μ’ ακούς; Πρέπει να ξυπνήσεις! Μαμά, φεύγουμε!
ΑΝΝΟΥΛΑ: Φεύγουμε, μαμά! Άνοιξε τα ματάκια σου!
ΝΤΑΜΑ: Πάμε, Αννούλα!
ΑΝΝΟΥΛΑ: Περίμενε, να την σκεπάσω…

Σκηνή έβδομη

(Ίδια μέρα μεσημέρι. Ο Άσσος κι ο Joker κάθονται σε μια γέφυρα. Τα πόδια τους κρέμονται)

JOKER: Πεινάω…
ΑΣΣΟΣ: Πήδα!
(Ο Joker σηκώνεται κι αρχίζει να χοροπηδάει πάνω στη γέφυρα)
ΑΣΣΟΣ: Κάτσε κάτω, ρε βλάκα, μην πέσεις κι έχουμε κι άλλα! (Παύση) Λέω να σκοτώσω τη μηχανή…
JOKER: Να την σκοτώσεις, την άπιστη!
ΑΣΣΟΣ: Ρε μαλάκα, σοβαρέψου, επιτέλους! (Παύση) Δε γίνεται αλλιώς, με κάποιο τρόπο πρέπει να βρω λεφτά!
JOKER: Τι τα θες; Τα λεφτά είναι χαρτιά, η αξία είναι μέσα στην καρδιά…
ΑΣΣΟΣ: Ντρέπομαι να μένω στο «σπίτι» και να πληρώνει ο Ρήγας. Να με ταΐζει. Είπα στο Βαλέ να ρωτήσει αν θέλουν κανένα εργάτη στο γιαπί, να κάνω κανένα μεροκάματο. Πέρασα το πρωί κι απ’ τα φορτηγά, αν θέλουν κανένα χαμάλη… Θα ειδοποιήσουν, είπαν…
JOKER: Γιατί δεν πας στο εστιατόριο;
ΑΣΣΟΣ: Εσύ θα πήγαινες;
JOKER: Αμέ, γιατί όχι. Θα ’τρωγα και τζάμπα!
ΑΣΣΟΣ: Δε γουστάρω!
JOKER: Ε, μην πας τότε…
ΑΣΣΟΣ: Δε γουστάρω, ρε, να τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου όλη μέρα αφεντικό, να μου κάνει κουμάντο.
JOKER: Ε, μην πας, λέμε! (Έτσι όπως κάθεται ο Joker, φαίνεται κάτι να περισσεύει απ’ την τσέπη του)
ΑΣΣΟΣ: Τι είν’ αυτό;
JOKER: Τίποτα… (Σπρώχνει το αντικείμενο ξανά στην τσέπη του. Ο Άσσος χώνει το χέρι του στην τσέπη και τραβάει ένα πιστόλι)
ΑΣΣΟΣ: Πού το βρήκες αυτό;
JOKER: Tο ’κλεψα!
ΑΣΣΟΣ: Πας καλά, ρε, μαλάκα; Πας καλά; Από πού το ’κλεψες;
JOKER: Απ’ το μαγαζί με τα τόξα…
ΑΣΣΟΣ: Τι έκανες, ρε; Είσαι ηλίθιος;
JOKER: Γιατί;
ΑΣΣΟΣ: Τι γιατί, ρε, τι γιατί; Πήγες και σούφρωσες ολόκληρο περίστροφο! Κι αν σε πιάνανε; Ρε, σκατά έχεις στο κεφάλι σου; Θα μας κάψεις όλους;
JOKER: Άντε, γαμήσου, δώσ’ το! (Του το αρπάζει απ’ το χέρι)
ΑΣΣΟΣ: Θα σε γαμήσω, ρε, βλαμμένε! (Του ορμάει, να το πάρει. Τον ξαπλώνει πάνω στη γέφυρα.)
JOKER: (Τεντώνει το χέρι του προς τα πάνω με το πιστόλι) Είναι δικό μου!
ΑΣΣΟΣ: (Με το ένα χέρι τον έχει μαγκώσει απ’ το μπουφάν και με το άλλο προσπαθεί να πάρει το όπλο) Θα σε γαμήσω, ρε πούστη, ψυχάκια, άσ’ το, στο είπα!
JOKER: Άσε με, ρε αρχίδι, άσε με, είναι δικό μου! Άσε!… Α… (Ο Joker παθαίνει κρίση κι αρχίζει να χτυπιέται πάνω στη γέφυρα)
ΑΣΣΟΣ: Joker; Τι έπαθες, ρε μαλάκα; Joker; Όχι, ρε πούστη μου, όχι πάλι! (Αρχίζει και τραβάει πανικόβλητος το μπουφάν του Joker) Πού είναι, πού είναι το γαμημένο το κουτάλι, στάσου, στάσου, ρε πούστη, μη χτυπιέσαι… (Αρχίζει να κλαίει) …Πού είναι, πού είναι, γαμώ την πουτάνα μου, (Το βρίσκει) άνοιξε, (Κλαίγοντας) άνοιξέ το, μη σφίγγεις τα δόντια, άνοιξε το κωλόστομα,ρε, (Ανοίγει το στόμα και πιάνει τη γλώσσα) έτσι, μπράβο, ηρέμησε, φίλε, έλα, έλα, ηρέμησε…
(Ο Άσσος ξαπλώνει στη γέφυρα εξαντλημένος. Ο Joker αρχίζει να παίρνει κοφτές αναπνοές και να βγάζει περίεργους ήχους… Ο Άσσος σηκώνεται τρομαγμένος)
ΑΣΣΟΣ: Joker; Ρε μεγάλε; Joker; Πώς είσαι; Τι κάνεις; Γελάς;
JOKER: (Ξαπλωμένος, γελάει με δυσκολία) Χέστηκες, μαλάκα!
ΑΣΣΟΣ: (Πέφτει πάλι πίσω) Χέστηκα σαν πούστης…
(Παύση)
JOKER: Θα μου δώσεις τη Λάουρα;
ΑΣΣΟΣ: Ποια Λάουρα;
JOKER: Το πιστόλι. Έτσι, το λέω.
ΑΣΣΟΣ: Τι να το κάνεις;
JOKER: Να το ’χω. Δεν έχει σφαίρες.
ΑΣΣΟΣ: Όχι, θα το πετάξουμε!
JOKER: Καλά, δώσ’ το μέχρι να το πετάξουμε… (Ο Άσσος του το δίνει πάντα ξαπλωμένος)
JOKER: Άσσε;
ΑΣΣΟΣ: Ναι.
JOKER: Πεινάω.
ΑΣΣΟΣ: Πήδα…

(Σκοτάδι)

ΑΝΝΟΥΛΑ: Μαμά!
ΜΑΜΑ: Ναι…
ΑΝΝΟΥΛΑ: Μ΄ αγαπάς;
ΜΑΜΑ: Ναι.
ΑΝΝΟΥΛΑ: Μαμά, γιατί πίνεις;
ΜΑΜΑ: Για να μπορώ να σ’ αγαπάω κάθε μέρα…
(Παύση)
ΑΝΝΟΥΛΑ: Εγώ πάντως σ’ αγαπάω, μαμά!

Σκηνή όγδοη

(Φως. Ο Άσσος κι ο Joker πάνω στη γέφυρα στην προηγούμενη ακριβώς θέση)

ΑΣΣΟΣ: (Ρουθουνίζει) Μαλάκα, πόσο καιρό έχεις να κάνεις μπάνιο; Σαν σκύλος βρομάς!
(O Joker γρυλίζει σαν σκύλος, πέφτει στα τέσσερα πάνω στη γέφυρα και κάνει πως μυρίζει σαν λαγωνικό. Ο Άσσος γελάει. Από απέναντι έρχεται φουριόζος ο Ρήγας)
ΡΗΓΑΣ (Από μακριά): Καλά, ρε, τι σκατά έχει το τηλέφωνό σου, σε πήρα πεντακόσιες φορές!
ΑΣΣΟΣ: Τέλειωσε η μπαταρία. Τι ήθελες;
ΡΗΓΑΣ: Η Ντάμα έφυγε απ’ το σπίτι με τη μικρή! Θέλουν να τις πάνε στο ίδρυμα!
JOKER: Γιατί;
ΡΗΓΑΣ: Δεν ξέρω πολλά, δυο λεπτά την είδα μόνο. Πήγαν χθες, μου είπε, απ’ την Πρόνοια, να τις πάρουν!
ΑΣΣΟΣ: Η μάνα τους;
ΡΗΓΑΣ: Ντίρλα.
ΑΣΣΟΣ: Και;
ΡΗΓΑΣ: Τι και; Πήρε τη μικρή και φύγανε, γυρνάν στους δρόμους, να μην τις βρουν.
JOKER: Οι άλλοι πού είναι;
ΡΗΓΑΣ: Πού να ξέρω, ρε, πού είναι οι άλλοι, τι σε νοιάζει;
JOKER: Να πάμε, να τις ψάξουμε όλοι μαζί!
ΑΣΣΟΣ: Ο Βαλές θα ’ναι στη δουλειά. Να περάσουμε από κει. Κι η Κούπα στο σχολείο. Αυτό παίζεται …
(Από μπροστά τους περνάει ο άστεγος με το καροτσάκι, κοντοστέκεται για λίγο και προσπερνάει)
ΡΗΓΑΣ (Μέσα απ’ τα δόντια του): Δεν το βάζει κάτω ο γέρος!
ΑΣΣΟΣ: Ε;
ΡΗΓΑΣ: Ο γέρος, λέω, ντούρασελ. Πριν μια ώρα τον τσουβάλιασαν στο Δημαρχείο!
ΑΣΣΟΣ: Α, ρε συ, στον μπαμπά σου να πεις για την Ντάμα, δεν μπορεί να κάνει κάτι;
ΡΗΓΑΣ: Ξέχνα το! Δε γουστάρω υποχρεώσεις.
ΑΣΣΟΣ: Γιατί, ρε, τι σόι Δήμαρχος…
ΡΗΓΑΣ: Κόψε, λέμε! Άντε, πάμε;
(Φεύγουν κι οι τρεις)

(Σκοτάδι)

ΦΩΝΗ 1: Τα ανήλικα χρήζουν προστασίας!
ΦΩΝΗ 2: Γι’ αυτό ακριβώς σας καλέσαμε!
ΝΤΑΜΑ: Μαμά, μ’ ακούς; Πρέπει να ξυπνήσεις!

(Φως)

(Ο άστεγος στέκεται στο βάθος. Μια γυναίκα τρέχει αλαφιασμένη. Φοράει τζιν παντελόνι και μια τσαλακωμένη κοντομάνικη μπλούζα. Δε φοράει παπούτσια μόνο κάλτσες. Τα μαλλιά της είναι μπερδεμένα. Έχει βλέμμα απόκοσμο. Μοιάζει με τρελή. Ανεβαίνει στη γέφυρα).

ΦΩΝΗ 1: Η μητέρα είναι παντελώς ανίκανη μερίμνης.
ΑΝΝΟΥΛΑ: Μ΄ αγαπάς;
ΝΤΑΜΑ: Μαμά, μαμά!
ΦΩΝΗ 1: Τα ανήλικα χρήζουν προστασίας!
ΑΝΝΟΥΛΑ: Εγώ ,πάντως, σ’ αγαπάω, μαμά!

(Η γυναίκα πέφτει απ’ τη γέφυρα. Ο γέρος χτυπάει τα δάχτυλα. Τα πάντα παγώνουν. Απλώνει το χέρι στη γυναίκα. Την ξανανεβάζει στη γέφυρα)

ΓΕΡΟΣ: Πονάς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πολύ!
ΓΕΡΟΣ: Φοβάσαι;
ΓΥΝΑΙΚΑ : Πολύ!
ΓΕΡΟΣ: Κάποιοι περιμένουν να τους φροντίσεις, βασίζονται σε σένα, σ’ αγαπάνε…
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι εγώ.
ΓΕΡΟΣ: Φύγε τότε από δω! Τράβα να βρεις τα παιδιά σου. Πάλεψε!

(Ο Γέρος ξαναχτυπάει τα δάχτυλα και ο χρόνος γυρνά πίσω 10 δευτερόλεπτα κι ύστερα ο γέρος φεύγει πάλι. Μια γυναίκα τρέχει αλαφιασμένη. Φοράει τζιν παντελόνι και μια τσαλακωμένη κοντομάνικη μπλούζα. Δε φοράει παπούτσια μόνο κάλτσες. Τα μαλλιά της είναι μπερδεμέ-να. Έχει βλέμμα απόκοσμο. Μοιάζει με τρελή. Ανεβαίνει στη γέφυρα)

ΦΩΝΗ 1: Η μητέρα είναι παντελώς ανίκανη μερίμνης.
ΑΝΝΟΥΛΑ: Μ΄ αγαπάς;
ΝΤΑΜΑ: Μαμά, μαμά!
ΦΩΝΗ 1: Τα ανήλικα χρήζουν προστασίας.
ΑΝΝΟΥΛΑ: Εγώ, πάντως, σ’ αγαπάω. Μαμά!

(Η γυναίκα σωριάζεται πάνω στη γέφυρα κι αρχίζει να κλαίει)

Σκηνή ένατη

(Στη σκηνή κολόνες όρθιες κατά ύψος και διαγώνια. Από το πίσω μέρος της σκηνής βγαίνει η Αννούλα. Τραγουδώντας περνάει από στύλο σε στύλο)

ΑΝΝΟΥΛΑ: Ήταν ένα μικρό κορίτσι, ήταν ένα μικρό κορίτσι / Που ήταν α-α-αβοήθητο, που ήταν α – α – αβοήθητο / Οε – οε – οε – οε / Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι / Να μάθει πό – πο – πόσοι το αγαπούν, να μάθει πό – πο – πόσοι το αγαπούν / Οε – οε – οε – οε – / Κι ενώ κανείς δεν το αγαπούσε κι ενώ κανείς δεν το αγαπούσε / Όλοι το θε – θε – θέλανε πολύ, όλοι το θε – θε – θέλανε πολύ / Οε – οε- οε – οε / Και τότε ρίξανε τον κλήρο και τότε ρίξανε το κλήρο / Να δούνε ποιος – ποιος – είναι ο δυνατός, να δούνε ποιος – ποιος – είναι ο δυνατός / Οε – οε – οε – οε…
ΝΤΑΜΑ: Αννούλα, Αννούλα!
(Η Αννούλα κρύβεται)
ΝΤΑΜΑ: (Μιλώντας περπατάει ανάμεσα στους στύλους) Πού είσαι Αννούλα; Μη φοβάσαι. Είμαι κι εγώ μαζί σου. Πάντα θα είμαι μαζί σου παντού. Μη φοβάσαι, Αννούλα!
Θα ’θελα να πηγαίναμε μαζί σ’ ένα λιβάδι. Σ’ έναν καταπράσινο κάμπο. Να σε ’παιρνα απ’ το χεράκι και να περπατούσαμε στο ψηλό χορτάρι ξυπόλητες! Να πηγαίναμε, να πηγαίναμε και το λιβάδι να μην τελείωνε ποτέ… Και μετά μια ζωηρή μουσική να ακουγόταν κι εμείς να χοροπηδούσαμε, ξετρελαμένες, μεθυσμένες από χαρά! Αννούλα, δεν έχω να σου δώσω τίποτα. Ούτε καν ένα όνειρο… (Κρύβεται)
JOKER: (Μιλώντας περπατάει ανάμεσα στους στύλους) Όταν ήμουν έξι χρονών, η μάνα μου γέννησε ένα κοριτσάκι, τη Ροζ. Ένα μικροσκοπικό, ροδαλό κοριτσάκι. Ήταν φαλακρό! Στο κεφάλι του είχε δυο χνούδια όλα κι όλα! Τρελαινόμουν να παίζω με εκείνα τα χνούδια. Να τα χαϊδεύω και να νιώθω το μετάξι τους ανάμεσα στις ρώγες των δακτύλων μου. Το ροζ κοριτσάκι το γούσταρε όλο αυτό. Καθόταν ήσυχο και με κοιτούσε στα μάτια. Το αγαπούσα πολύ… (Κρύβεται)
ΒΑΛΕΣ: (Μιλώντας περπατάει ανάμεσα στους στύλους) Είμαι ένας πολύ θυμωμένος άνθρωπος. Από την στιγμή που κατάλαβα τον εαυτό μου. Η οργή μού θολώνει το μυαλό και το κατατρώγει σαν σκουλήκι! Πολύ συχνά τρέμω σαν άρρωστος, σαν ζώο που έξαλλο μυρίζει το φόβο του, είναι τότε που το αίμα σφυρίζει στα μηνίγγια μου και τα μπράτσα μου γίνονται σκληρά σαν βράχια. Είναι τότε που γυρεύοντας τον άνθρωπο μέσα μου ανοίγω τα βιβλία μου. (Κρύβεται)
ΚΟΥΠΑ: (Μιλώντας περπατάει ανάμεσα στους στύλους) Αγαπώ το θάνατο. Πώς οι άλλοι αγαπούν τον Θεό; Ε, εγώ αγαπώ τον θάνατο! Ποτέ δεν είχα φίλες! Όλες ονειρεύονταν ένα νερόβραστο πρίγκιπα καβάλα σ’ ένα γελοίο άλογο. Όταν τους έλεγα ότι εγώ περίμενα το μαύρο καβαλάρη, να με πάρει μακριά, με κοιτούσαν έκπληκτες και τρομαγμένες. Ηλίθιες μικρούλες! Θύματα της νοσηρής και εγωκεντρικής φαντασίας τους… Τον φίλησα. Κι η παγωμένη του ανάσα μ’ έκοψε σαν μαχαίρι! Ο δικός μου πρίγκιπας θα ’ρθει οπωσδήποτε μια μέρα! (Κρύβεται)
ΑΣΣΟΣ: (Μιλώντας περπατάει ανάμεσα στους στύλους) Μελαγχολώ κάθε φορά που βλέπω παλιές ταινίες. Κουρασμένους άντρες που ζητάν στοργή στην αγκαλιά μιας αχάριστης γυναίκας. Όμορφα, κεφάτα κορίτσια να χάνουν τη δροσιά και την αθωότητα τους στα χέρια πονηρών και σκληρών αντρών. Κλαίω… Γιατί ο έρωτας είναι άπιαστος σαν πουλί! Θάλασσα που σε καταπίνει και σε ξερνάει άψυχο. Μια σκληρή τιμωρία, ναι! Ένας αποκεφαλισμός… Ντρέπομαι γι’ αυτόν. (Κρύβεται)
ΡΗΓΑΣ: (Μιλώντας περπατάει ανάμεσα στους στύλους) Τώρα τελευταία βλέπω κάθε βράδυ τον ίδιο εφιάλτη. Ένα πελώριο κόκκινο μπαλόνι και γύρω του χιλιάδες πολύχρωμα μικρά να αιωρούνται σ’ έναν καθαρό ουρανό. Χορεύουν και στροβιλίζονται. Άγρια σκαλώνουν πάνω μου και με ανεβάζουν στα ψηλά. Κι ενώ χτυπιέμαι παραζαλισμένος, νιώθω ξαφνικά το δροσερό αεράκι να μου καθαρίζει το νου και πετάω, ελεύθερος και μονάχος. Βουτηγμένος στην ηδονή κατακρημνίζομαι. Χαράδρες και γκρεμνά περιμένουν να υποδεχτούν το σώμα μου… Φοβάμαι να κοιμηθώ! (Κρύβεται)

(Η Αννούλα βγαίνει απ’ την κρυψώνα της και χορεύοντας βγάζει τους στύλους έναν–έναν. Κάθε έναν που σηκώνει, στέκεται όρθιος κι ακίνητος)

ΑΝΝΟΥΛΑ: Πού ’ντο, πού ’ντο το δαχτυλίδι
Να το, να το, το ’χουν οι φίλοι
Ποιος θα το βρει, ποιος θα το βρει,
το δαχτυλίδι, ας μου το πει.

(Σκοτάδι. Ακούγεται η τσιρίδα της Αννούλας)

Σκηνή δέκατη

(Αργότερα σούρουπο. Ο Ρήγας, ο Άσσος κι ο Joker περπατώντας φτάνουν μέχρι τα νεκροταφεία)

ΑΣΣΟΣ: Μέχρις εδώ, αδέρφια, φτάσαμε στην άκρη της πόλης… Δε φαντάζομαι να είναι εδώ μέσα!
ΡΗΓΑΣ: Ποτέ δεν ξέρεις …
JOKER: Εγώ δεν μπαίνω.
ΑΣΣΟΣ: Γιατί, ρε; Μη μου πεις πως φοβάσαι!
JOKER: Ναι, φοβάμαι!
ΑΣΣΟΣ: Τι, ρε; Τους πεθαμένους; Αυτοί δεν ενοχλούν κανέναν. Ξαπλώνουν ήσυχα – ήσυχα…
JOKER: Αν θέλετε να μπείτε εσείς, εγώ θα περιμένω εδώ πιο κάτω.
ΡΗΓΑΣ: Θα μπω μόνος μου. Φύγετε εσείς.
ΑΣΣΟΣ: Όχι, ρε φίλε, άσ’ τον να λέει, ερχόμαστε κι εμείς!
ΡΗΓΑΣ: Όχι, είπα, θα ψάξω μόνος! Εσείς φύγετε! Πάτε, ψάξτε πιο κάτω στις παλιές αποθήκες. Ας μη χάνουμε χρόνο, σκοτείνιασε…
ΑΣΣΟΣ: Ο.Κ, πάμε, ρε Joker! Βρισκόμαστε μετά στο «σπίτι».

(Ο Ρήγας περπατάει ανάμεσα στους τάφους και ψάχνει. Σ’΄ έναν κοντοστέκεται και κοιτάει προσεκτικά. Στέκεται ακίνητος μπροστά)

ΡΗΓΑΣ: (Μέσα απ’ τα δόντια του) Γεια, ωχ, τι κωλόκρυο έχει εδώ! Φυσάει. Γεια σου, μαμά, (Πιο δυνατά) γεια σου, μαμά… μαμά; μαμά; Μ’ ακούς; Πού να μ’ ακούσεις εκεί που είσαι… Κρύο έχει εδώ, πάγωσαν τα χέρια μου. Εσύ δεν κρυώνεις, μια χαρά τη βολεύεις εκεί μέσα… Μαλακίες σου λέω… Ξέχασα που είσαι. Έψαξα, να σε βρω. Έχω και τόσα χρόνια, άλλαξε λίγο εδώ. Σε βρήκα, όμως, εύκολα, η αλήθεια είναι ότι, αν δεν έψαχνα την Ντάμα δεν… και τώρα αισθάνομαι λίγο βλάκας, που μιλάω σ’ ένα μάρμαρο. Ουφ! Πάγωσα, μαμά… (Κάθεται) Α, έτσι είναι καλύτερα. Δε φυσάει τόσο. Καιρό έχουμε να τα πούμε… Θυμάσαι που ερχόμουν κάθε μέρα; Μετά το σχολείο, χα, χα, χα, διάβαζα εδώ, θυμάσαι; Έβαζα το βιβλίο ανάποδα στον τάφο, να μη βλέπω και σου έλεγα το μάθημα απέξω… Πουλούσα μούρη στον κόσμο! Έτρωγαν φρίκη, που μ’ έβλεπαν έτσι… χα, χα, χα, κάτι γριές έκλαιγαν. Γούσταρα, κιόλας, είχε ησυχία εδώ. Μετά μου τη βαρούσε κι η ησυχία κι όλα! (Παύση) Έρχονται άλλοι, όμως, σε περιποιούνται βλέπω. Εγώ μαμά …Τα πράγματα είναι σκατά…. Τώρα, η Ντάμα πού χάθηκε, θα ’θελα πολύ να ξέρω, οργώσαμε όλη την πόλη να τη βρούμε! Δεν ξέρω, μύλος είναι το κεφάλι μου μαμά, δε θα τη βρω. (Κοιτάει γύρω – γύρω τρομαγμένος) Είναι πολλά που δεν ξέρεις… Αλλά, δεν ξέρω… Πολύ ζόρικα είναι όλα. Δύσκολα πολύ, έτσι μου ’ρχεται να τον… Ξέρει πως τον έχω ανάγκη και με πατάει. Τον ξέρεις εσύ, καλά τον ξέρεις. Μαλώνατε, φοβόμουν τότε, αλλά καλά έκανες και του πήγαινες κόντρα. Είχες αρχίδια εσύ! Όμορφη ήσουν μαμά, πολύ όμορφη! Κι όταν θύμωνες μαζί του, τον μισούσα. Δυο χρόνια έκανα να του μιλήσω μετά το δυστύχημα. Μετά τον λυπόμουν, να σέρνεται με το καροτσάκι, ήμουν παιδί δέκα χρονών, παιδάκι. Τον λυπόμουν… Δεν αξίζει, μαμά, δεν αξίζει μια ζωή βιτρίνα! Εσύ δεν τον άφησες να σ’ αλλάξει. Και τώρα, αν ζούσες, αυτό θα ’κανες! Μ’ έχει στο χέρι του και με παίζει όπως θέλει. Αυτό με τρελαίνει! Θέλω να ξεφύγω ! Θέλω να ξεφύγω και συνέχεια είμαι στο δρόμο του! Θέλω τη ζωή μου κι αυτός την κρατάει σφιχτά. Θέλω τα λάθη μου κι αυτός τα σβήνει. Θέλω τις πράξεις μου κι αυτός μου πουλάει εξουσία. Κι εγώ με σιχαίνομαι που αφήνομαι έτσι. Ψάχνω το δεκανίκι μου και το βρίσκω σ’ άλλη εξουσία, σ’ ένα φτηνό αρχηγιλίκι, σ’ ένα παραμύθι δύναμης που με ηδονίζει και μετά με κατακρεουργεί. Άδειος, μισός, πιο ανάπηρος κι από κείνον. Φοβάμαι! Του μοιάζω και φοβάμαι!… Τυχερή ήσουν! Δε χρειάστηκε να δώσεις άλλες μάχες. Εγώ δεν ξέρω πόσο θα αντέξω ακόμα. Δεν ξέρω τι πρέπει να επιβεβαιώσω σε κείνον, στον εαυτό μου. Δε μεγάλωσα, μαμά! Έμεινα όπως με άφησες, παιδί!
ΑΣΣΟΣ: (Από μακριά) Ρήγα, Ρήγα, είσαι μέσα;
(Παύση)
JOKER: Έφυγε, πάμε!
ΑΣΣΟΣ: Περίμενε, ρε χέστη! Ρήγα, Ρήγα,… πάμε!
ΡΗΓΑΣ: Κουράστηκα, μαμά. (Ξαπλώνει πάνω στον τάφο)

Σκηνή ενδέκατη

(Η Κούπα κι ο Βαλές περπατάν στον δρόμο ψάχνοντας για την Ντάμα)

ΚΟΥΠΑ: Μα, τι στο διάολο, η γη τις κατάπιε; Πέντε ώρες ψάχνουμε! Ξεποδαριάστηκα! Ουφ, δεν μπορώ, άραξε λίγο. (Κάθεται σ’ ένα παγκάκι)
ΒΑΛΕΣ: Χάνουμε χρόνο!
ΚΟΥΠΑ: Και τι θες να κάνω, ρε Βαλέ; Κομμάτια είμαι. Για δυο λεπτά μόνο, έλα κάτσε κι εσύ. (Του κάνει χώρο, ο Βαλές κάθεται) Και να τις βρούμε, μήπως τι θα γίνει; Αυτοί είναι τσακάλια, ρε, θα τις μπαγλαρώσουν οπωσδήποτε!
ΒΑΛΕΣ: Θα τις πάμε στο «σπίτι» για λίγο.
ΚΟΥΠΑ: Μμμμμ, τώρα δέσαμε! Πρώτα το «σπίτι» θα ψάξουν, ρε, το ’χουν σταμπάρει καιρό τώρα. Αγαθός είσαι;
ΒΑΛΕΣ: Ίσως, έχω καλές προθέσεις, όμως.
ΚΟΥΠΑ: Sorry.
ΒΑΛΕΣ: Γιατί;
ΚΟΥΠΑ: Για το αγαθός…
ΒΑΛΕΣ: Δεν πειράζει, καλύτερα αγαθός παρά τσακάλι! Κούπα, θα φύγω!
ΚΟΥΠΑ: Κι εγώ , μια μέρα…
ΒΑΛΕΣ: Σε τρεις μέρες, την Παρασκευή!
ΚΟΥΠΑ: Πλάκα μου κάνεις! Πού θα πας;
ΒΑΛΕΣ: Έξω, μακριά…
ΚΟΥΠΑ: Έξω, πού έξω; Στο εξωτερικό εννοείς; Λέγε, ρε, θα με τρελάνεις!
ΒΑΛΕΣ: Δεν αντέχω άλλο. Νομίζω πως πεθαίνω. Θέλω ν’ αρχίσω απ’ την αρχή. Θέλω μια καινούρια ζωή. Την απαιτώ!
ΚΟΥΠΑ: Ξεκίνα την εδώ. Πρέπει να πας στου διαόλου το κέρατο για να την κάνεις;
ΒΑΛΕΣ: Πρέπει ν’ αποδεσμευτώ απ’ την οικογένειά μου, απ’ τους φίλους και τους γνωστούς μου, θέλω να ξαναβρώ τον εαυτό μου, καταλαβαίνεις; Με σιχαίνομαι, όταν αναλώνομαι στα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα. Το μεροκάματο, οι γονείς, οι φίλοι. Βιάζομαι, θέλω να προλάβω να περισώσω ό,τι μου απόμεινε, πριν αλλοτριωθώ και γίνω αυτό που πάντα μισούσα. Θα πάω στο Πανεπιστήμιο, θα δουλέψω όσο πιο σκληρά μπορώ, θα μορφωθώ!
ΚΟΥΠΑ: Πώς, ρε Βαλέ; Ποιος σε περιμένει εκεί να σου ανοίξει το δρόμο; Έτσι; Στα τυφλά;
ΒΑΛΕΣ: Στα τυφλά. Δε θέλω να γνωρίζω κανένα. Μόνος μου απ’ την αρχή. Είναι περίεργο αλλά αυτό που το σκεφτόμουν παλιότερα με τρόμο, τώρα το νιώθω τόσο δικό μου, που σχεδόν με κάνει ευτυχισμένο. Ναι, θα φύγω. Θα φύγω για μένα!
ΚΟΥΠΑ: Κι εγώ; Εμένα, φιλαράκι μου, πού θα μ’ αφήσεις;
ΒΑΛΕΣ: Είσαι δυνατή, Κούπα, δεν έχεις ανάγκη ούτε εμένα ούτε άλλον κανένα, για να επιβιώσεις. Τα ’βγαζες πέρα μόνη σου και πριν με γνωρίσεις.
ΚΟΥΠΑ: Δεν είμαι σίγουρη αν θα τα καταφέρνω το ίδιο καλά χωρίς εσένα.
ΒΑΛΕΣ: Εγώ είμαι σίγουρος.
ΚΟΥΠΑ: Σ ‘αγαπάω και να ξέρεις (χαμογελάει) αυτό δεν το λέω ούτε στη μάνα μου!
ΒΑΛΕΣ: Κι εγώ πολύ!
ΚΟΥΠΑ: Αν με ρωτούσες πριν από λίγο καιρό, θα σου έλεγα πως εμάς τους δυο μας δένει κάτι ξεχωριστό, πώς το λένε, σαν να ‘μασταν μαζί σ’ ένα σάκο στην κοιλιά της ίδιας μάνας! Θα ’λεγα πως είσαι η «αδερφή ψυχή μου». Τώρα λέω πως είσαι ο αγαπημένος μου, ο καλός μου! (Του πιάνει τα χέρια) Μη φύγεις, Βαλέ! Μη φύγεις, μη με αναγκάζεις να το κάνω αυτό! Με μισώ που το κάνω, όμως, μη μ’ αφήνεις! (Τον αγκαλιάζει με πάθος)
ΒΑΛΕΣ: (Την αγκαλιάζει) Κούπα, είσαι η «αδερφή ψυχή μου», η πρώτη μου σκέψη και η τελευταία. (Της μαζεύει τα χέρια, τα κρατάει στα χέρια του και την κοιτά) Αλλά, δεν είσαι η γυναίκα μου, ο έρωτάς μου δε θα γίνεις ποτέ ούτε εσύ ούτε … και δε λυπάμαι, που το λέω.
(Παύση)

(Σκοτάδι)

ΑΝΤΡΑΣ 1: Θα το πω.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Είσαι μαλάκας;
ΑΝΤΡΑΣ 1: Ναι, μαλάκας είμαι. Θα το πω! Ρήγα!
ΑΝΤΡΑΣ 2: Σκάσε, ρε! Τι θες; Μπλεξίματα;
ΑΝΤΡΑΣ 1: Στ ’αρχίδια μου! Έτσι κι αλλιώς, μπλεγμένος είμαι. Ρήγα, οι μπάτσοι πήγαν την γκόμενά σου στο σταθμό! Ακούς;
ΑΝΤΡΑΣ 2: Πάμε, θα μας δουν, δε σ ’ακούει.
ΑΝΤΡΑΣ 1: Στο σταθμό των τρένων, Ρήγα, τρεις μπάτσοι!
ΑΝΤΡΑΣ 2: Πάμε, μαλακία έκανες, στο λέω.
ΑΝΤΡΑΣ 1: Μπορεί …
ΑΝΤΡΑΣ 2: Σίγουρα! Πάμε τώρα!

(Ημίφως)

(Στην άδεια σκηνή εμφανίζεται ο Άσσος κραδαίνοντας ένα κλομπ. Διασχίζει την σκηνή και χάνεται. Πίσω του εμφανίζονται η Κούπα κι ο Joker που τρέχοντας χάνονται κι αυτοί. Από τις δυο άκρες εμφανίζονται ο Ρήγας κι ο Βαλές φορώντας κράνη μηχανής και κρατώντας αλυσίδες και σιδερολοστούς. Η συμπλοκή που ακολουθεί ακούγεται από πίσω με ήχους από μέταλλα που χτυπάνε μεταξύ τους. Από μπροστά, ένα ζευγάρι χορεύει μοντέρνο χορό. Ο χορός τους είναι σκληρός σύμφωνα μ ’αυτά που ακούγονται)

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 1: Παραταχθείτε, παραταχθείτε!
ΒΑΛΕΣ: Δεν υπάρχεις, ρε πούστη!
ΚΟΥΠΑ: Από κει, Ρήγα, δεξιά τις τράβηξαν.
ΑΣΣΟΣ: Εδώ, ρε κουφάλα, εδώ είμαι, έλα, έλα, έλα να στο χώσω στον κώλο!
JOKER: Είμαι τρελός εγώ, ρε!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 1: Στείλτε άντρες! Έχουμε επεισόδια με κουκουλοφό-ρους!
JOKER: Πέτα το! Πέτα το, είπα, ρε!
ΒΑΛΕΣ: Θα σε γαμήσω!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 2: Φύγε από μπροστά μου, ρε τσογλάνι!
ΝΤΑΜΑ: Άσε με! Άσε με!
ΚΟΥΠΑ: Τι θα μου κάνεις, ρε μαλάκα; Κωλόμπατσε;
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 1: Πάρτε τες μέσα!
ΑΣΣΟΣ: Από πίσω, πίσω από το βαγόνι!
ΡΗΓΑΣ: Ντάμα!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 3: Πού πας, ρε πουστράκι!
ΚΟΥΠΑ: Βαλέ, άσε με! Βαλέ!
JOKER: Θάνατος, μπινέδες!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 1: Κέντρο! Ενημερώστε!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 2: Στάσου, μωρή καριόλα!
ΝΤΑΜΑ: Ρήγα, εδώ!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 3: Από κει, φεύγουν από κει!
ΑΣΣΟΣ: Τρέξε!

(Το ζευγάρι τελειώνει το χορό την στιγμή που ακούγονται ποδοβολητά ανθρώπων να τρέχουν και λαχανιασμένες ανάσες)

(Σκοτάδι. Φως. Στην άδεια σκηνή οι εργάτες κουβαλάν τα σκηνικά. Ακούγεται κουδούνι. Οι εργάτες αφήνουν τη δουλειά τους, κάθονται στη σκηνή και κάνουν διάλειμμα. Καθώς τρώνε, πίνουν καφέ, καπνίζουν, ακούγονται τα ακόλουθα)

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 2: Βρισκόμουν σε άμυνα, έπρεπε να προστατεύσω τον εαυτό μου.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 1: Οι δύο ξέφυγαν.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 3: Ναι, έκανα χρήση του κλομπ.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 2: Τέσσερις ήταν. Αυτή, ο τραυματίας κι άλλοι δύο άντρες. Κρατούσαν σιδερολοστούς κι αλυσίδες. Μας επιτέθηκαν ξαφνικά στο σταθμό.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 1: Δε γνωρίζω. Εμείς πήραμε εντολή απ’ το Διοικητή μας να συνοδεύσουμε τις ανήλικες στον σταθμό των τρένων.
Όχι, δεν ήταν κανείς άλλος. Μόνο εμείς οι τρεις.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 2: Ήταν δουλειά ρουτίνας. Δεν την κάναμε και πρώτη φορά.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 3: Μας αιφνιδίασαν. Επιτέθηκαν ξαφνικά οπλισμένοι.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 1: Όχι, δεν άκουσα τίποτα σχετικά με την Πρόνοια. Θα τις παρελάμβαναν άλλοι συνάδελφοι στον προορισμό, έτσι μου είπαν.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 3: Δεν τον χτύπησα στο κεφάλι.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 2: Δεν ξέρω. Υποθέτω ότι κάποιος θα ταξίδευε μαζί τους. Δεν το ξέρω σίγουρα.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 3: Τον χτύπησα στα χέρια, για να τον αφοπλίσω.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 1: Όχι, δεν αντιστάθηκαν.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Έχω γυναίκα και δυο μικρά παιδιά.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 1: Μετά ειδοποίησα το ασθενοφόρο.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ 3: Δουλειά μου είναι να εκτελώ εντολές ανώτερων. Δεν ασχολούμαι με τις υποθέσεις τους.

ΕΡΓΑΤΗΣ 1: (Σκύβει στο διπλανό του) Τι κατάλαβες; Της πουτάνας έγινε!
ΕΡΓΑΤΗΣ 2: Καλύτερα έτσι! Μου ’φυγε ένα βάρος.
ΕΡΓΑΤΗΣ 1: Έφυγε από σένα και πήγε σε άλλους. Ηλίθιε, θα με πάρεις στο λαιμό σου κι εμένα!
ΕΡΓΑΤΗΣ 2: Προτιμάς να φιλάς κατουρημένες ποδιές;
ΕΡΓΑΤΗΣ 1: Σσσσς, πιο σιγά, προτιμώ να ’χω την ησυχία μου. Βουίζει όλη η πόλη, μαλάκα!
ΕΡΓΑΤΗΣ 1: Συνήλθε ο οικοδόμος;
ΕΡΓΑΤΗΣ 2: Πού να συνέλθει. Κιμά του το κάναν το κεφάλι. Σε κώμα ο οικοδόμος, στο αναμορφωτήριο η άλλη, ο γιατρός, τι να πω, σκατά γονιός!
ΕΡΓΑΤΗΣ 1: Λες να κάρφωσε τίποτα ο μικρός, ότι του το σφυρίξαμε;
ΕΡΓΑΤΗΣ 2: Το σφύριξες, όχι το σφυρίξαμε. Εσύ τι λες; Έξω είναι! Ούτε αυτόφωρο δεν πέρασε!
ΕΡΓΑΤΗΣ 1: Δεν τον έχω για τέτοιο.
ΕΡΓΑΤΗΣ 2: Καλά λέω εγώ ότι είσαι μαλάκας!

(Ακούγεται κουδούνι και οι εργάτες σηκώνονται και στήνουν το σκηνικό)

Σκηνή δωδέκατη

(Μέρα. Κάτω από τη γέφυρα που κοιμούνται οι άστεγοι. Σκουπίδια πεταμένα παντού, χαρτιά, κουτιά αναψυκτικών, κουρέλια από ρούχα, ένας σκουριασμένος τενεκές, λάστιχο αυτοκινήτου. Ο Joker είναι ξαπλωμένος στην άκρη του δρόμου πάνω σ’ ένα παλιορετάλι, ο Άσσος είναι καθισμένος δίπλα του κι ο Ρήγας κάθεται πάνω στον παλιό τενεκέ)

ΑΣΣΟΣ: Δεν ξέρω τι να τον κάνω! Σκατά, γαμώτο, σκατά! (Γυρνάει και βλέπει το Ρήγα) κι εσύ δε θα ’πρεπε να ’σαι εδώ, μπορεί να σε παρακολουθούν!
ΡΗΓΑΣ: Δεν μπορούσα να σας αφήσω έτσι!
ΑΣΣΟΣ: Μαλακίες! Και που ήρθες, τι;
ΡΗΓΑΣ: Ρε Άσσε, τρέχει κάτι;
ΑΣΣΟΣ: Όχι.
ΡΗΓΑΣ: Τι όχι, ρε, μίλα καθαρά! Απ’ την ώρα που σας βρήκα είσαι κάπως. Τι τρέχει;
ΑΣΣΟΣ: Να σου πω, ρε φίλε, αφού θέλεις τόσο πολύ, να σου πω! Ο Βαλές είναι κομμάτια στο Νοσοκομείο, η Κούπα είναι στη φυλακή, η Ντάμα κι η μικρή στου διαόλου τη μάνα, εγώ κι ο Joker φυγάδες, δεν έχουμε μέρος να σταθούμε από χθες το βράδυ κι εσύ, εσύ είσαι ελεύθερος κι ωραίος! Σένιος! Τι, της πουτάνας, γίνεται εδώ, μου λες; Γιατί δεν καταλαβαίνω, είμαι αργόστροφος και δεν τα πιάνω με την πρώτη. Τι, της πουτάνας, γίνεται;
ΡΗΓΑΣ: (Σηκώνεται θυμωμένος) Δεν κατάλαβα, μου τη λες ;
ΑΣΣΟΣ: (Σηκώνεται κι αυτός) Ναι, ρε, σου τη λέω, σου τη λέω, ο πούστης, γιατί γκρεμίστηκαν όλα κι εσύ είσαι ακόμη στη θέση σου! Πώς γίνεται; Τα φράγκα του μπαμπά σου; Ξέρεις τι ήσουν εσύ για μένα; Ε, ξέρεις! (Τον πιάνει απ’ το γιακά) Λέγε, ρε, λέγε, Γιατί θα τρελαθώ! Πόσα έδωσε ο γέρος σου, να μη σε μπουζουριάσουν;
Τι μόστραρε; Τον τίτλο του, τη φήμη του ή την αξιοπρέπεια του; Για ν’ αφήσουν το γιόκα του ήσυχο! Μην λερώσουν το Ποινικό Μητρώο του παιδιού του! Ο άλλος πεθαίνει στο νοσοκομείο, αυτός πεθαίνει σαν το σκυλί στο δρόμο, εγώ είμαι νεκρός από χθες κι εσύ είσαι ο μόνος ζωντανός!
ΡΗΓΑΣ: Βγήκα, για να βοηθήσω…
ΑΣΣΟΣ: Δε θέλουμε τη βοήθεια σου! Ξέρεις τι λένε στην πιάτσα; Ότι έκλαιγες, σπάραζες κι έτρεμες σαν την παρθένα, μόλις σε μπαγλάρωσαν. Σπουδαίος! Τι έκανες; Παρακάλεσες; Τι είπες για την Κούπα και την έστειλαν σούμπιτη στο Αναμορφωτήριο; Ο Ρήγας, ο μεγάλος, ο τεράστιος! (Γελάει) Τόσος δα είσαι, ρε, ελάχιστος! Τι υποσχέθηκες, για να γλιτώσεις; Να μας δώσεις; Γι’ αυτό είσαι εδώ; Δώσε μας, ρε, δε με νοιάζει! Τίποτα δε με νοιάζει πια! Μια τρύπα έχω εδώ, εσένα!

(Σηκώνει τον Joker και περνάει το χέρι του από πάνω του, για να τον στηρίξει)

ΡΗΓΑΣ: Πού τον πας;
ΑΣΣΟΣ: Μακριά από σένα.

(Ο Ρήγας βγάζει από την τσέπη του τα τέσσερα χαρτονομίσματα και κάνει κίνηση, να τα δώσει στον Άσσο)

ΑΣΣΟΣ: (Τον κοιτά και χαμογελάει. Γυρίζει την πλάτη και φεύγει κουβαλώντας τον Joker.) Σ’ αγαπούσε, δεν της άξιζες!

(Ο Ρήγας μένει με τα λεφτά στο χέρι. Από μακριά ακούγεται το καροτσάκι που τρίζει, καθώς έρχεται ο άστεγος. Τα λόγια του αρχίζουν ν’ ακούγονται, πριν μπει στην σκηνή. Ο γέρος διασχίζει την σκηνή μιλώντας και περνώντας μπροστά απ’ τον Ρήγα και βγαίνει).

ΓΕΡΟΣ: Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνση κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

(Σκοτάδι, Τηλέφωνο)

ΜΗΤΕΡΑ: Παρακαλώ;
ΑΣΣΟΣ: Γεια.
ΜΗΤΕΡΑ J: Παρακαλώ.
ΑΣΣΟΣ: O Άσσος είμαι!
ΜΗΤΕΡΑ J : Ναι. Λοιπόν;
ΑΣΣΟΣ: Ο φίλος του Joker!
ΜΗΤΕΡΑ J: Τι έκανε; Τον ψάχνει η Αστυνομία! Ήρθαν χθες και έκαναν έρευνα στο σπίτι. Αναστάτωσαν τον κόσμο!
ΑΣΣΟΣ: Είναι άρρωστος!
ΜΗΤΕΡΑ J: Τι έκανε και τον ψάχνει η Αστυνομία; Μπλέχτηκε πάλι; Με ανέκριναν!
ΑΣΣΟΣ: Στα χαλάσματα, στο παλιό εργοστάσιο. Είναι καλύτερα τώρα. Μην ανησυχείτε!

Σκηνή δέκατη τρίτη

(Χαλάσματα στο παλιό εργοστάσιο. Ο Joker κι ο Άσσος κάθονται πάνω σε χαμηλές κολόνες. Φαίνονται ταλαιπωρημένοι. Από μπροστά τους περνάει ο γέρος με το καροτσάκι, τον κοιτάζουν, προσπερνάει και φεύγει)

JOKER: Γιατί τηλεφώνησες;
ΑΣΣΟΣ: Είσαι άρρωστος.
JOKER: Και; Με ρώτησες εμένα;
ΑΣΣΟΣ: Μη γίνεσαι μαλάκας τώρα! Τι να ’κανα; Πρέπει να πας σπίτι, να πάρεις τα φάρμακά σου!
JOKER: Δε γουστάρω, ρε, να πάρω τα φάρμακά μου! Δε γουστάρω να πάω σπίτι μου! Μαζί σου θέλω να μείνω!
ΑΣΣΟΣ: Πού, ρε βλαμμένε; Στους δρόμους; Θα πεθάνεις!
JOKER: Δε θα πεθάνω, εσύ γιατί δε πεθαίνεις;
ΑΣΣΟΣ: Εγώ δεν είμαι άρρωστος.
JOKER: Ούτε εγώ είμαι!
ΑΣΣΟΣ: Εσύ είσαι τρόμπας!
JOKER: Κι εσύ καριολίτσα!
ΑΣΣΟΣ: Χαζοπαλίκαρο!
JOKER: Μαλακοπίτουρα!
ΑΣΣΟΣ: Παπαροπαπάρα!
JOKER: Κωλοσιχτιροτσαπερδονοσφυρίχτρα!
(Αρχίζουν να γελάνε και να χτυπιούνται μεταξύ τους. Εμφανίζεται η μητέρα του Joker. O Joker τη βλέπει και σταματάει τα γέλια)
ΜΗΤΕΡΑ: Μας αφήνεις, σε παρακαλώ, μόνους με το γιο μου;

(Ο Άσσος σηκώνεται και κλείνει το μάτι στον Joker. Φεύγοντας περνάει από μπροστά του και πίσω από την πλάτη του, του κάνει το σήμα της νίκης. Η μητέρα κάθεται εκεί που καθόταν ο Άσσος)

ΜΗΤΕΡΑ: Πώς είσαι;
JOKER: Καλά, εσύ;
ΜΗΤΕΡΑ: Αν είσαι καλά εσύ, είμαι κι εγώ. Δεν έχεις ζαλάδες τώρα;
JOKER: Όχι, όχι, δε νιώθω άρρωστος, ειλικρινά!
ΜΗΤΕΡΑ: Άντε, τότε, σήκω να πάμε σπίτι!
JOKER: Ο μπαμπάς πού είναι;
ΜΗΤΕΡΑ: Στο αεροδρόμιο, έρχεται.
JOKER: Από πού;
ΜΗΤΕΡΑ: Είχε μια διάλεξη.
JOKER: Α! Πώς πήγε;
ΜΗΤΕΡΑ: Δεν την έκανε. Του τηλεφώνησα να ’ρθει.
JOKER: Κακώς! Έπρεπε να τελειώσει τη δουλειά του!
ΜΗΤΕΡΑ: Τι λες ,παιδί μου; Τη διάλεξη θα κοιτάμε τέτοιες ώρες;
JOKER: Σωστά! Η γούνα σου τι κάνει;
ΜΗΤΕΡΑ: Ορίστε;
JOKER: Η γούνα σου, λέω, τι κάνει; Καλά είναι; Γιατί δεν τη φόρεσες σήμερα; Είσαι τόσο όμορφη μ’ αυτήν!…
ΜΗΤΕΡΑ: Άρχισες τις σαχλαμάρες πάλι;
JOKER: Γιατί το λες; Εγώ τη συμπαθώ πολύ. Αν θα ’θελε κι εκείνη θα μπορούσαμε να γίνουμε αχώριστοι σαν αδέρφια!…
ΜΗΤΕΡΑ: Σταμάτα τις ανοησίες, μεγάλωσες πια, λογικέψου! Ουφ, μ’ έχεις κουράσει, αγόρι μου!
JOKER: Κι εγώ κουράστηκα! Στάσου ν’ αλλάξω πόδι (Αλλάζει πόδι)
ΜΗΤΕΡΑ: Ο μπαμπάς τηλεφώνησε σε μια κλινική στο εξωτερικό εξειδικευμένη στην επιληψία. Σκεφτήκαμε ότι θα σου κάνει καλό μια κούρα εκεί για κανένα μήνα!
JOKER: Α, ωραία!
ΜΗΤΕΡΑ: Μην πάει το μυαλό σου σε Νοσοκομείο. Σαν ξενοδοχείο είναι. Με πισίνες, με σάουνα, μεγάλα πάρκα για περίπατο, διασκέδαση…
JOKER: Εσύ θα ’ρθεις;
ΜΗΤΕΡΑ: Όχι, τι να κάνω εγώ εκεί;
JOKER: Ξέρω ’γω, παρέα…
ΜΗΤΕΡΑ: Δεν επιτρέπεται.
JOKER: Α, ο μπαμπάς;
ΜΗΤΕΡΑ: Τι, ο μπαμπάς;
JOKER: Θα ’ρθει εκείνος για παρέα;
ΜΗΤΕΡΑ: Σου είπα δεν επιτρέπεται.
JOKER: Καλά, θα πάρω τη Λάουρα.
(Παύση)
ΜΗΤΕΡΑ: Η Λάουρα πέθανε…
JOKER: Α, ναι, έχεις δίκιο, πέθανε, η Λάουρα πέθανε!
ΜΗΤΕΡΑ: Δεν το θυμάσαι; Από καρδιά. Έπασχε από την καρδιά της.
JOKER: Από πλήξη έπασχε!
ΜΗΤΕΡΑ: Είχε ατροφική καρδιά, γεννήθηκε έτσι.
JOKER: Από βαρεμάρα!
ΜΗΤΕΡΑ: Από ανεπάρκεια.
JOKER: Από ανία!
ΜΗΤΕΡΑ: Ε, Πάψε πια! Απ’ την καρδιά της πέθανε. Πάψε, δε σ’ αντέχω! Άρρωστο από τη γέννα! Τι μπορούσα να κάνω για ένα καθυστερημένο παιδί; Τον Καραγκιόζη να γελάει;
JOKER: Μαζί μου γελούσε…
ΜΗΤΕΡΑ: Είχα σοβαρά προβλήματα με την υγεία της, δεν προλάβαινα να ασχοληθώ και μ’ άλλα.
JOKER: Τ’ άλλα χρειαζόταν…
ΜΗΤΕΡΑ: Ιατρική φροντίδα χρειαζόταν, ήταν πνευματικά καθυστερημένη, ένα σακατεμένο παιδί μ’ άρρωστη καρδιά.
JOKER: Τη μισούσες, ποτέ σου δεν την αγάπησες!
ΜΗΤΕΡΑ: Τι λες, παιδί μου; Πώς μπορείς και το λες αυτό;
JOKER: Την παρατούσες στον έναν και στον άλλον. Περνούσαν μέρες ολόκληρες, χωρίς να της ρίξεις μια ματιά. Κοιμόμουν στο κρεβάτι της τέσσερα ολόκληρα χρόνια κι εσύ δεν το ξέρεις ακόμη. Άφριζε και χτυπιόταν στον ύπνο της από σπασμούς και κρίσεις κι εσύ κοιμόσουν στην άλλη πτέρυγα. Σε κοίταζε στα μάτια κι εσύ της γυρνούσες την πλάτη. Άπλωνε το κεφαλάκι της, να τη χαϊδέψεις κι εσύ την προσπερνούσες σαν να ήταν αόρατη. Αλλά ήταν εκεί, εκεί ζωντανή κι όμορφη, τρυφερή και μοσχοβολούσε, Θεέ μου, πώς μοσχοβολούσε το σπάνιο λουλούδι μου, με τα μαραμένα πέταλα. Της έδινα τον καθρέφτη να κοιτάζεται και της χτένιζα τα μαλλιά με τις ώρες κι όταν έγερνε κουρασμένη στο πλάι, την αγκάλιαζα σφιχτά και της τραγουδούσα… (τραγουδάει)
Κορίτσι, κοριτσάκι με τα ξανθά μαλλιά
δώσε μου το χεράκι σου, να φύγουμε μακριά
να δούμε άλλους κόσμους, θάλασσες και βουνά
να βρούμε πολιτείες μεγάλες και χωριά
κάμπους με προβατάκια, κορφούλες χιονισμένες
βαρκούλες που χορεύουνε στο κύμα μεθυσμένες.
Κι αν θες, μικρό κορίτσι, θα πιάσω τα κουπιά
μαζί να ταξιδέψουμε, μαζί στο πουθενά …

(Εμφανίζεται στην άκρη της σκηνής ο γέρος)

Κορίτσι, κοριτσάκι, μας δέρνει ο βοριάς
πάγωσαν τα χεράκια σου κι επάνω μου ακουμπάς.
Μας τύλιξε η νύχτα, κρύφτηκε το φεγγάρι,
άσπρισαν τα μαλλάκια σου και γίνανε κουβάρι.
Κρατήσου εσύ και τους καιρούς εγώ θα ημερεύω.
Θα δέσω το πανάκι μου και θα σε ταξιδεύω
Κορίτσι, κοριτσάκι με τα ξανθά μαλλιά, μην κοιμάσαι.
Στα χέρια μου πέθανε το κορίτσι, κοριτσάκι,
στα χέρια μου έβγαλε έναν στεναγμό.
Σαν πουλάκι έφυγε το κορίτσι, κοριτσάκι

(τραγουδάει άγρια και δυνατά, σχεδόν υστερικά)

κι εσύ βαθιά κοιμόσουν κι όνειρα έβλεπες
και ήρθαν οι νταντάδες και κλαίγαμε μαζί
και ύστερα με πήραν, μη βρουν κάνα μπελά
και είπαν να μη βγάλω, μη βγάλω τσιμουδιά
και πάει το κοριτσάκι στο δρόμο μοναχό
κι έμεινε τ’ αγοράκι στη βάρκα ορφανό…

(Παύει απότομα το τραγούδι. Δυνατά και σκληρά)

JOKER: Μ’ αγαπάς;
ΜΗΤΕΡΑ: (κλαίει) Φυσικά…
JOKER: Πες το! (Σηκώνεται) Πες μου ότι μ’ αγαπάς! Περιμένω είκοσι Χρόνια να τ’ ακούσω!

(Την πιάνει απ’ το λαιμό και τη σφίγγει)

Λέγε! Πες μου ότι μ’ αγαπάς!

(Τη σφίγγει τόσο που πέφτει ξέπνοη κάτω. Ο Joker ξαπλώνει δίπλα της. Ο γέρος χτυπάει τα δάχτυλα. Τα πάντα παγώνουν. Απλώνει το χέρι στον Joker και τον σηκώνει)

ΓΕΡΟΣ: Πονάς;
JOKER: Πολύ!
ΓΕΡΟΣ: Φοβάσαι;
JOKER: Πολύ!
ΓΕΡΟΣ: Είναι πιο αδύναμη από σένα. Βοήθησέ την, να σε σώσει!

(Ξαναχτυπάει τα δάχτυλα και ο χρόνος γυρνά πίσω 10 δευτερόλεπτα. Ο γέρος φεύγει).

JOKER: Μην κοιμάσαι!
Στα χέρια μου πέθανε το κορίτσι, κοριτσάκι,
στα χέρια μου έβγαλε έναν στεναγμό.
Σαν πουλάκι έφυγε το κορίτσι, κοριτσάκι

(τραγουδάει άγρια και δυνατά, σχεδόν υστερικά)

κι εσύ βαθιά κοιμόσουν κι όνειρα έβλεπες
κι ήρθαν οι νταντάδες και κλαίγαμε μαζί
και ύστερα με πήραν, μη βρουν κάνα μπελά
κι είπαν να μη βγάλω, μη βγάλω τσιμουδιά
και πάει το κοριτσάκι στο δρόμο μοναχό
κι έμεινε τ’ αγοράκι στη βάρκα ορφανό…

(Παύει απότομα το τραγούδι. Δυνατά και σκληρά)


JOKER: Μ’ αγαπάς;
ΜΗΤΕΡΑ: (Κλαίει) Φυσικά…
JOKER: Κι εγώ κάποτε… (Βγάζει το πιστόλι απ’ την τσέπη του και τινάζει τα μυαλά του στον αέρα)
ΑΣΣΟΣ: Τι του ’κανες; Τι του ’κανες;

(Τρέχει ακούγοντας τον πυροβολισμό, μπαίνει στην σκηνή και βλέπει τον Joker πεσμένο μες στα αίματα. Σκύβει, κάθεται δίπλα στον Joker, τον παίρνει αγκαλιά, τον κουνάει σαν μωρό και κλαίει)
(Σκοτάδι)


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s