3ο Βραβείο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό «Νίκος Καζαντζάκης», των Εκδόσεων Ραδάμανθυς
Ονομάζομαι Χριστίνα Καλιαμπάκου και γεννήθηκα το 1995 στην Αθήνα. Είμαι απόφοιτος της Σχολής Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και σήμερα ως Υποψήφια Διδάκτωρ στην ίδια Σχολή ασχολούμαι με την τριδιάστατη βιοεκτύπωση ιστών. Μεγάλες αδυναμίες μου τα ταξίδια, ο χορός και φυσικά η συγγραφή. Πάντα κάτι καινούριο με συνεπαίρνει – τώρα «θαλασσοπνίγομαι» με SUP, και παιδεύομαι με τα Κινέζικα- ενώ θεωρώ τον ύπνο χάσιμο χρόνου. Ξεδίνω παίζοντας drums, ασχολούμαι με τη φωτογραφία και φυσικά γράφω. Από πολύ μικρή ασχολήθηκα με τη συγγραφή και τα τελευταία χρόνια έχω προσωπικό blog για τις δημοσιεύσεις μου. Πηγή έμπνευσής μου αποτελεί η παρατήρηση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την καθημερινότητα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Με γοητεύει, επίσης, η ανθρώπινη φύση σε ακραίες ή παράδοξες καταστάσεις. Αυτό ήταν μάλλον που με έκανε να παρακολουθήσω διαλέξεις εγκληματολογίας.
Χριστίνα Καλιαμπάκου – Χταπόδι
«Δώσε μου το μάνγκο», μου είπε. Το πόδι του ακουμπούσε τη γάμπα μου. Είχε κλειδώσει το δικό μου στην καρέκλα του. Κάποιες στιγμές με κλωτσούσε. Ασυναίσθητα το έκανε, ήταν νευρικός. Το είπε σιγά. Σχεδόν το έφτυσε. Μαζί και λίγα ψίχουλα ψωμιού. Τώρα έκοβε κι άλλο ένα κομμάτι από το καρβέλι με τα χέρια του. Μπροστά του, κι άλλα ψίχουλα στο σκούρο ξύλο του βαριού τραπεζιού.
Δεν σηκώθηκα. Τέντωσα το χέρι μου. Ανασηκώθηκε η μέση μου και τα ρούχα μου τραβήχτηκαν. Αέρας σκαρφάλωσε μέσα από το πουλόβερ μου. Έφτασε μάλλον μέχρι τις ρίζες των μαλλιών μου. Με κούραζε η ησυχία. Γιατί μου μιλούσα πάρα πολύ, και άλλες φορές καθόλου.
«Θα φας μάνγκο;», είπα. Το ακούμπησα μπροστά του. Πάνω στα ψίχουλα. Μπορεί και επίτηδες. «Με ψωμί;»
«Ναι». Μεγάλες μπουκιές και ζουμιά. Ησυχία.
Η μέση μου έξω στο κρύο. Το πουλόβερ άβολα ακουμπισμένο στην ανατριχιασμένη πλάτη μου. Έκανα να σηκωθώ. Το πόδι του έσφιξε κι άλλο το δικό μου. Το έτρωγε το μάνγκο. Κοιτούσε απέναντι τον καλόγηρο με το παλτό του. Τον σιχαινόμουν εκείνη την ώρα. Άφησα το κρύο να προχωρήσει όσο ήθελε, και αυτό έφτασε στα μάγουλά μου και τους κροτάφους μου. Ανατρίχιασε το πρόσωπό μου – κάτι που πάντα απεχθάνομαι- και μετά γύρισε πίσω στο κρανίο μου. Περίμενα μερικά δευτερόλεπτα να καταλαγιάσει, τράβηξα το πόδι μου και σηκώθηκα.
«Θα πάω να βγάλω τις κρεμάστρες.» Έτρεξα τον δείκτη μου στον πήχη του και το πόδι του χαλάρωσε. «Θα καθίσω έξω».
«Δεν σου κάνει καλό αυτός ο ήλιος.» Πήρε το βλέμμα του από τον καλόγηρο , πρώτα στο δείκτη μου και έπειτα στο στέρνο μου. Δεν τα κατάφερε πιο ψηλά. «Θα σε περιμένω πάνω».
«Θα καθίσω έξω».
Έφυγα από το τραπέζι. Πριν ανοίξω την εξώπορτα, γύρισα και κοίταξα.
Γύρισε ενοχλημένος και χάρηκα που σταμάτησε να γλείφει το κουκούτσι και να ρουφά τους τελευταίους χυμούς του. Θα ήθελα να δω το πρόσωπό του πάλι, αλλά έφυγα.
Ο ήλιος ήταν πολύ ωραίος. Έγλειψε όλο μου το δέρμα. Πέρασε κάτω από το πουλόβερ και άφησε τη ραχοκοκαλιά μου να ξεδιπλωθεί λίγο περισσότερο. Αφέθηκα ολόκληρη να κοιτάζω την ιτιά μου απέναντί μου και με δυο γερές εισπνοές πήρα λίγο ήλιο μέσα μου. Στο δεξί χέρι τρεις κρεμάστρες και στο αριστερό δύο, λαμπύριζαν από το φρέσκο βερνίκι. Τις κρέμασα στα κλαδιά της ιτιάς και τσούλησα τον κορμό μου στον κορμό της. Με έγδαρε στην πλάτη και όταν έφτασα στο έδαφος, της έδωσα και το κεφάλι μου. Βρήκα ένα εξόγκωμα στον τραχύ κορμό της και ακούμπησα εκεί το κεφάλι μου. Στη συνέχεια άφησα όλο μου το βάρος μέχρι όλο μου το σώμα να γίνει αυτό το σημείο. Να νιώθω το σφυγμό στους κροτάφους μου και τίποτα άλλο. Στο ζεστό ήλιο, έχασα το υπόλοιπο κορμί μου. Κάθισα εκεί να στεγνώνω μαζί με τις κρεμάστρες μου. Και δεν ξέρω πώς την ένιωθα την τόση απόλαυση όταν ήμουν μήνες μέσα μου στεγνή.
Άκουσα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας να ανοίγει. Του είχα πει αμέτρητες φορές να την ανασηκώνει γιατί έβρισκε στα φουσκωμένα ξύλα του πατώματος. Θα μπορούσε να φτιάξει και τα ξύλα του πατώματος. Και αυτό το είχα πει μάλλον. Άκουσα τα ξύλα να στριγκλίζουν και έχωσα τα νύχια μου στο χώμα. Συνήθιζε να ζαρώνει τα μάτια του όταν πλησίαζα τα χέρια μου στο πρόσωπό του. Τα έσφιγγε με τους καρπούς του μακριά του και μου έδειχνε τους ρόζους στα δάχτυλά μου και τα όχι καλοφτιαγμένα νύχια μου.
Είδα τη φιγούρα του στο παράθυρο. Με την παλάμη του χτύπησε δύο φορές το τζάμι. Ήξερα ότι ο ήχος της βέρας του στο τζάμι θα με τάραζε. Κούνησα τα δάχτυλά μου μέσα στο χώμα. Κάτω από τα νύχια μου μαζεύτηκε ένα λεπτό στρώμα μαύρου χώματος. Κοίταξα το ρολόι μου. Κόντευε τρεις παρά τέταρτο. Είχα αργήσει περίπου δεκαπέντε λεπτά. Μπήκα στο σπίτι βιαστικά και ανέβηκα στην κρεβατοκάμαρα. Άφησα έξω τις κρεμάστρες.
Άνοιξα την πόρτα ανασηκώνοντάς την. Μπήκα στο δωμάτιο και το κορμί μου ξέχασε κάθε σταγόνα ήλιου. Το μαύρο κολάν είχε κάψει, και το εσωτερικό των μηρών μου είχε αρχίσει να με τσιμπάει. Κάθισα στο κρεβάτι και άρχισα να ανεβοκατεβάζω με μανία τα νύχια μου γύρω στους μηρούς μου. Έσπρωξα το ένα μποτάκι με τη φτέρνα του άλλου και ο ψυχρός αέρας χτύπησε τα δάχτυλά μου μέσα από τις νωπές κάλτσες. Κάθισα κοιτώντας τον τοίχο. Κάθε επόμενη κίνηση ήταν και λίγο ακόμα κρύο και πολλή ακόμα εκτεθειμένη σάρκα. Τα σεντόνια θα ήταν νοτισμένα. Ήθελα να κρεμαστώ με τις κρεμάστρες μου από την ιτιά που μου σάλευε από το παράθυρο.
«Γιατί αργείς τόσο;»
Γιατί μου μιλούσε πάλι; Ήθελα να μείνω εγώ με το κρύο μου. Εγώ με τους σαστισμένους πόρους μου και τις αγκυλωτές μου τρίχες που είχαν αρχίσει να μπλέκονται στην ύφανση του κολάν. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Η κουβέρτα έφτανε μέχρι το λαιμό του. Βαριανάσαινε. Ένιωσα τα μηνίγγια μου να με πιέζουν. Θα αρρωσταίναμε; Μπορούσα να μυρίσω την αρρώστια πάνω του. Δεν ξέρω αν μπορούσε κι εκείνος σε μένα μετά από τόσο καιρό συμβίωσης, αλλά δεν ήταν και το καλύτερο επίτευγμα. Με κούραζε η βαριά του ανάσα. Ακουγόταν πηχτή και ζεστή. Μπαγιάτικη.
Έβγαλα το πουλόβερ με μία γρήγορη κίνηση και άρπαξα μία μακριά μαύρη μπλούζα πάνω από το μαξιλάρι μου. Άφησα το πουλόβερ να πέσει δίπλα στο κρεβάτι. Έκανα να βγάλω και το κολάν αλλά πολύς περιττός κόπος. Ήταν κιόλας τρεις εξάλλου. Τράβηξα την κουβέρτα και έχωσα τα πόδια μου. Το πουλόβερ στο πάτωμα δίπλα στα βρώμικα μποτάκια τα έκανε όλα χειρότερα. Ήταν πλέον όλα πολύ χαλασμένα σε αυτό το σπίτι και ξαφνικά ένα άσπρο πουλόβερ να σέρνεται σε ένα βρώμικο πάτωμα φαινόταν δυσβάσταχτο. Το έσυρα στο κομοδίνο. Κάποια εικαστική παρέμβαση ίσως; Με κοίταξε λίγο χλευαστικά. Μου κούνησε λίγο το μανίκι και αποφάσισε να τσουλήσει στη βρωμιά και πάλι. Δε θα προσπαθούσα άλλο.
Τον βρήκα κάτω από τις κουβέρτες. Πρώτα τον άγγιξαν οι πατούσες μου και έπειτα μεταφέρθηκα ολόκληρη δίπλα του. Τράβηξα την κουβέρτα από πάνω του και δεν άνοιξε τα μάτια αλλά είδα τη μούρη του να συσπάται. Δεν με πείραζε μόνο εμένα το κρύο όπως φαίνεται.
Πέρασα το ένα πόδι μου από πάνω του και έμεινα εκεί. Κάθισα από πάνω του. Καβαλούσα τον αέρα. Θα μπορούσαμε να είμαστε μια πολύ ερωτική εικόνα για κάποιον τρίτον. Όχι για πρώτον, ούτε για δεύτερον. Και αυτός ο τρίτος βέβαια θα έπρεπε να έχει πολύ αφαιρετική σκέψη. Θα έπρεπε για παράδειγμα να αφαιρέσει τη φαρδιά μαύρη μπλούζα και το μαύρο κολάν με το οποίο είχα βρεθεί στον κήπο μας ξαπλωμένη. Θα ήταν καλό να αφαιρέσει και τα χέρια του. Θα ήταν πολύ πιο αισθησιακό να μην υπήρχαν από το να έχασκαν πλάι στη λεκάνη του. Θα έπρεπε να αφαιρέσει και το κενό ανάμεσα στα σώματά μας και κατά πάσα πιθανότατα και στο βλέμμα μας. Το δικό μου δηλαδή, γιατί τα δικά του κλειστά βλέφαρα ίσως να ήταν το καλύτερο στην εικόνα.
Στα δικά μας μάτια θα ήταν μια εξαιρετικά ερωτική εικόνα αν αφαιρούσαμε εμάς τους δύο. Ή έστω έναν από εμάς τους δύο, δεν ξέρω. Έχουν αλλάξει και οι προτιμήσεις μας. Το πιο ερωτικό για μένα τον τελευταίο καιρό ήταν το γδάρσιμο του ήλιου. Όσο πιο στεγνή ήμουν σε αυτό το ερείπιο τόσο πιο ερεθισμένες ήταν οι σκέψεις μου που τόσους μήνες ήταν κολλημένες σε ένα φοβισμένο μούδιασμα. Για εκείνον τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Μάλλον φτιαχνόταν με το να ρουφάει τα ζουμιά στα ξινισμένα μάνγκο.
Μου είχε πει κάποτε, τότε που βγαίναμε και ήταν αρχή ακόμα, ότι το αγαπημένο του φρούτο ήταν το μάνγκο. Από τότε ίσως να μην είχε φάει και ποτέ. Εγώ οριακά δεν το αναγνώριζα σαν φρούτο. Το τελευταίο διάστημα τα καταβρόχθιζε όμως. Πήγαινε και έφερνε φρούτα και ψωμί και κουλούρια. Μόνο αυτά όμως. Είχαμε κάτι κούτες με μπισκότα, κουλούρια και βουτήματα. Με μαρμελάδα, με τρούφα, με σουσάμι και χωρίς. Με σοκολάτα ή σταφίδες και με σοκολάτα και σταφίδες. Το ψωμί, φρέσκο, το έφερνε κάθε πρωί. Και τα φρούτα, φρέσκα, κάθε πρωί. Αλλά ποτέ δεν τα τρώγαμε. Τουλάχιστον όχι πριν αρχίσουν να γεμίζουν μώλωπες και να κάνουν την κουζίνα μας να φαίνεται ακόμα ένα βήμα πριν την παραίτηση. Τότε έπεφτε με τα μούτρα στα φρούτα. Εγώ προσπαθούσα να ακολουθήσω μπας και δεν χαλάσουμε όλα τα λεφτά μας. Μετά πήγαινα και αγόραζα πράγματα και μαγείρευα. Και τα έτρωγε. Σήμερα δεν μαγείρεψα, αλλά για αύριο είχα πάρει ένα ωραίο χταπόδι.
Μάζεψα τα μαλλιά μου από τη μια μεριά του προσώπου μου και τα ταχτοποίησα λίγο. Δεν ξέρω αν είχα χτενιστεί από το πρωί που σηκωθήκαμε. Έσκυψα και τον φίλησα στα χείλια. Ήταν ξεραμένα αλλά ακόμα κολλούσαν από τους χυμούς του φρούτου. Εκείνος μου έσφιξε την γάμπα. Πάντα μου έσφιγγε τη δεξιά γάμπα. Το κολάν στο μη γυμνό μου πόδι δε φάνηκε να το πρόσεξε.
Καθώς ξάπλωνα στη μεριά μου σταμάτησα για να σκουπίσω τα δικά μου χείλη με το χέρι μου. Εκείνος είχε ανασηκώσει το σβέρκο του και κοιτούσε το στέρνο του. Εντόπισε δυο τρίχες μου, τις μάζεψε με τα δάχτυλά του και τις πέταξε δίπλα από το κρεβάτι.
Γύρισα στην πλευρά μου και εκείνος στη δική του. Κοιμήθηκε γρήγορα. Πάλι η πηχτή αυτή βαριά ανάσα. Θα ανέβαζε πυρετό. Προσπάθησα να σκεφτώ άλλα πράγματα για να μην ακούω. Τα κατάφερα μάλλον γιατί όταν πάλι άνοιξα τα μάτια μου εκείνος ήδη ντυνόταν. Αναρωτήθηκα πόσες φορές ακόμα θα φορέσει αυτό το μπεζ παντελόνι. Είχε φαρδύνει, είχε σακουλιάσει.
«Μην έρθεις σήμερα μαζί καλύτερα» είπε όταν άκουσε να στριφογυρνάω στην κουβέρτα. «Σε σκούντηξα και πιο πριν αλλά κοιμόσουν βαριά. Σου είπα ότι θα σε πείραζε ο ήλιος». Έβαζε τη ζώνη του και μιλούσε στην κοιλιά μου. Πάλι δεν τα κατάφερνε πιο πάνω. Αλλά γιατί στην κοιλιά μου; Τι τον ένοιαζε η δική μου κοιλιά; Ας κοιτούσε τη δική του. Γύρισα στο πλάι.
Και οι δύο θέλαμε πάρα πολύ να μείνουμε μόνοι αλλά δε θα του έκανα τέτοια χάρη. Όπως δεν μου την έκανε και εκείνος.
«Βάρυνε λίγο το κεφάλι μου αλλά μέχρι να φτιάξεις καφέ θα είμαι έτοιμη. Πρέπει να σου δείξω και τις καμπάνες που λέγαμε». Χαμογέλασα πλατιά με το πιο ερωτικό χαμόγελο προς έναν ηττημένο και ήταν υπέρ αρκετό για να ακούω σε λίγα λεπτά τον βραστήρα στην κουζίνα να συρίζει ζεστό νερό για ζεστό καφέ.
Άνοιξα λίγο την ντουλάπα για να βρω μια βολική μπλούζα για τη βόλτα και τότε θυμήθηκα το χιλιοφορεμένο μπεζ. Έκλεισα την ντουλάπα και πάνω από την πιτζάμα μου έριξα το πεταμένο άσπρο πουλόβερ. Κατέβηκα στην κουζίνα και αισθανόμουν ελάχιστες μόνο τύψεις.
Ανακάτευε το γάλα και είχε γυρισμένη την πλάτη προς τις σκάλες. Τον πλησίασα και μια μικρή εκδίκηση γουργούριζε μέσα μου. Θα κάναμε μαζί τη βόλτα στην πόλη και σήμερα, όπως κάθε άλλη φορά, και θα συνόδευα το φθαρμένο του τζιν με τα φορεμένα μου ρούχα. Τελικά δεν ήταν τόσο μακριά η ευτυχία όσο φοβόμουν.
Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση του και μεγάλες καφετιές στάλες προσγειώθηκαν στον πάγκο της κουζίνας.
«Πρόσεχε λίγο» ψιθύρισε εμφανώς εκτός εαυτού και πέταξε το όμορφο φλιτζάνι στον πάγκο. Το γυαλί αναπήδησε, τσίριξε κι εμείς το παρακολουθούσαμε με σφιγμένη την ανάσα μέχρι που δεν έσπασε και γλυτώσαμε την καταστροφή.
Ησυχία. Δεν είχα σταματήσει να μου μιλάω όλη τη μέρα. Τι θα συνέβαινε;
«Καλύτερα μην έρθεις». Σκούπιζε υστερικά τις καφέ στάλες. Οι σκέψεις του ήταν πιο βρώμικες∙ και οι δικές μου. Ο πάγκος μας γυάλιζε τώρα.
Κουνιόταν δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να καθαρίσει τους ανύπαρκτους πλέον λεκέδες αλλά το χέρι μου ακουμπούσε σταθερά τη μέση του. Θα μπορούσε απλά να σπρώξει το χέρι μου. Θα ήταν όλα τόσο πιο εύκολα. Αλλά δεν το έκανε.
«Θα το κάνεις για πολλή ώρα»; Κι εγώ θα μπορούσα να πω πολλά αλλά είπα αυτό.
Ξεστόμισε ένα «όσο χρειαστεί» και αμέσως πέταξε την πετσέτα στον πάγκο. Δεν χρειάστηκε πολλή τελικά.
Έπιασε τον καρπό μου με το χέρι του, με κάτι που έμοιαζε με μίσος αλλά δεν ξέρω τι ήταν, και μετά γλίστρησε τα δάχτυλα του ανάμεσα στα ξαφνιασμένα δικά μου. Ήθελα να μπήξω τα νύχια μου με το μαύρο χώμα στο απαλό χέρι του αλλά αρκέστηκα στο να γλιστρήσω και τα δικά μου λίγο καλύτερα. Σχεδόν με τράβηξε μέχρι την εξώπορτα όπου και σταμάτησα. Κοιταχτήκαμε, αφήσαμε τα χέρια και γυρίσαμε στον καλόγηρο. Φορέσαμε τα παλτό μας και μοιάζαμε με όμορφο ζευγάρι. Κουμπωθήκαμε μέχρι πάνω και βγήκαμε έξω. Δεν ξαναπιάσαμε χέρια.
Περπατούσαμε σιωπηλοί και η διαδρομή ήταν μεγάλη. Από πέρσι ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Γύρισα και τον κοίταξα. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν είχα αλλάξει εγώ ή εκείνος. Αν έφταιγα εγώ ή εκείνος. Η μύτη του εξείχε από το πρόσωπό του. Οι ώμοι του είχαν πέσει στα πλάγια και ξαφνικά έμοιαζε μικροσκοπικός.
Με κατέλαβε πανικός. Μοιάζει λίγο υπερβολική λέξη. Πώς θα μπορούσε να σε πιάσει πανικός κοιτώντας για εκατομμυριοστή φορά τη μύτη του άντρα σου; Ήταν όμως ακριβώς αυτό. Ο πανικός που ξεπετιέται όταν θυμάσαι ότι έχεις αφήσει κάτι στη μέση. Το άγχος που σε κατακλύζει όταν θέλεις να παρατήσεις ό,τι κάνεις και να δώσεις ένα τέλος στο ημιτελές. Ο πανικός της πρώτης μικρής αμφιβολίας. Όταν μια μικρή σκιά ξεπροβάλλει για να ανατρέψει μια καλά στεριωμένη γλυκιά πραγματικότητα. Μήπως μπορούσα καλύτερα; Αυτά όλα μαζί στο μυαλό μου κι εγώ μόνη μου. Κι εκείνος παραδίπλα.
Έβλεπα τα δέντρα γύρω μας. Έβλεπα τα δέντρα πίσω του. Ήταν μικροσκοπικός. Μήπως ψήλωσα εγώ; Έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει το τακούνι μου. Δεν υπήρχε τακούνι στα χιλιοφορεμένα αθλητικά μου. Δεν τον θυμόμουν έτσι. Πού ήταν ο άντρας που γνώρισα; Πού ήμουν εγώ τόσο καιρό; Δεν μπορούσα να ξαναφιλήσω αυτή τη μύτη – ή κάτι γύρω σε αυτή. Όχι πάνω σε αυτούς τους ριγμένους, αποκαμωμένους ώμους. Ναι, μπορούσα πολύ καλύτερα. Σταμάτησα πιο πίσω. Γύρισε να κοιτάξει.
«Έρχεσαι;»
Δεν μπορεί να μου συνέβαινε το ίδιο. Πώς με έβλεπε άραγε εκείνος; Καλού κακού πριν πλησιάσω έλυσα τα μαλλιά μου και τα άφησα να πέσουν πλούσια στους ώμους μου. Καλού κακού.
Μας πήρε ώρα να φτάσουμε στην πλατεία. Ίσως περισσότερη από ποτέ. Και άλλη τόση περισσότερη από ποτέ να περάσουμε από τα μαγαζιά, να καθίσουμε στο ποτάμι και να γυρίσουμε πίσω. Όλη η βόλτα ήταν μία απόσταση. Δεν ξέρω ποια απόσταση ήταν πιο μεγάλη. Αυτή μεταξύ στα σώματά μας ή αυτή από το σπίτι στο κέντρο. Δύο άνθρωποι που περπατούν με τόσο διαφορετικούς ρυθμούς σαν να επιδιώκουν να μπερδέψουν ο ένας τα βήματα του άλλου, πώς μπορεί να ένιωθαν κάποτε τόσο ερωτευμένοι ώστε να ρισκάρουν να ζήσουν οι δυο τους, με τους δυο τους μόνο, μίλια μακριά από οποιοδήποτε παράγοντα που θα έμπαινε ανάμεσά τους για να μην μπουν αυτοί οι ίδιοι; Σε όλη τη διαδρομή ήμασταν μακριά ο ένας από τον άλλον. Και η διαδρομή ήταν μεγάλη. Μόνο όταν ξανακρυφτήκαμε στα πυκνά δέντρα κοντά στο σπίτι, τα βήματά μας πλησίασαν.
Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί συνεχίζαμε να κάνουμε μαζί αυτό τον περίπατο όταν το μόνο που θέλαμε ήταν να φαινόμαστε μόνοι. Όχι, φυσικά και κατάλαβα. Ακριβώς αυτός ήταν ο λόγος. Ότι θέλαμε και οι δύο το ίδιο και ότι το ξέραμε. Εγώ σίγουρα το ήθελα. Να φαίνομαι διαθέσιμη. Πόσο φτηνό, αλλά πόσο μου έλειπε. Απολάμβανα να με κοιτάζουν πάλι, να με θέλουν, να ‘μαι μόνη. Δεν ήθελα να με στιγματίζει η παρουσία του αλλά με αηδίαζε η σκέψη ότι το ίδιο είχε κι εκείνος στο μυαλό του. Μακάρι να ήταν το μόνο που με αηδίαζε.
Έκλεισε την πόρτα πίσω μου καθώς μπήκαμε στο σπίτι.
«Αύριο το μεσημέρι θέλω να χωρίσουμε», αυτό του είπα.
«Γιατί το μεσημέρι;», αυτό με ρώτησε.
«Γιατί έχω πάρει χταπόδι να μαγειρέψω για αύριο το μεσημέρι», αυτό του απάντησα.
Στον καλόγηρο κρεμάστηκαν τα παλτό μας πάλι.
«Είναι Δευτέρα αύριο. Θα έχει και λεωφορείο που πάει κέντρο κατά τις 5.30».
Εννοούσε ότι θα φύγει ή ότι θα φύγω; Οι κρεμάστρες μου τι θα γίνονταν; Πώς θα τις κουβαλούσα; Εκείνος πώς θα μάζευε τα πράγματά του; Να του ετοιμάσω να πάρει και τα φρούτα του;
Πέρασα από δίπλα του και τα δάχτυλά μου πέρασαν απαλά πάνω από το μηρό του. Δεν θυμόμουν ότι μπορούσα να αγγίξω τόσο απαλά. Τα δάχτυλά μου σχεδόν ανεπαίσθητα χόρεψαν στο μπεζ παντελόνι του. Το είχαμε πάρει μαζί πριν από κάποια χρόνια από τη Λισσαβόνα.
Ήταν αργά το απόγευμα και ανέβηκα στο δωμάτιο. Θα σκάλιζα τις επόμενες κρεμάστρες. Εκείνος υποθέτω θα καθόταν στο γραφείο για να προχωρήσει το σχέδιο μιας μονοκατοικίας που τον βασάνιζε από τον περασμένο μήνα. Είχε κάνει τα σχέδια και του σπιτιού μας. Αυτό άραγε να σήμαινε ότι εγώ θα έπαιρνα το λεωφορείο των 5.30 αύριο το απόγευμα;
Νύχτωσε και δεν είπαμε τίποτα. Άφησα αυτή την παρατήρηση να ανέβει μέχρι το λαιμό μου και κόμπιασα. Τι δουλειά είχα εγώ με αυτή την παρατήρηση; Έτσι συνέβαινε συνήθως όταν δουλεύαμε και έτσι συνέβαινε και όταν δεν δουλεύαμε τον τελευταίο καιρό. Θυμήθηκα ότι δεν με ένοιαζε. Επομένως γιατί να άλλαζε κάτι τώρα; Την κατάπια και κάθισε πάλι στο στομάχι μου.
Θα μπορούσα να είχα μαγειρέψει το χταπόδι για να το φάμε το βράδυ αλλά το χταπόδι είναι ένα φαγητό που τρώγεται μεσημέρι. Θέλει και λίγο φυσικό φως. Πήραμε ότι βρήκαμε στο ψυγείο και γεμίσαμε το ψωμί. Στα ψίχουλα του μεσημεριανού πάνω στο τραπέζι προστέθηκαν μπόλικα ακόμα. Τα κοιτάξαμε για κάποια δευτερόλεπτα και μετά τα μάζεψε στη χούφτα του και τα πέταξε.
Μου είπε ότι είχε μια καλή ταινία και ακούμπησε στο πιάτο μου λίγη μορταδέλα που είχε μείνει, πριν πετάξει τη συσκευασία.
Ξαπλώσαμε ο καθένας στον καναπέ του αλλά νομίζω πως κανένας από τους δυο μας δεν έβλεπε ταινία. Οι εναλλαγές στο φωτισμό της οθόνης έδιναν στα πρόσωπά μας σκληρές αλλόκοτες εκφράσεις ενώ καταπίναμε ψωμί με μαγιονέζα, μορταδέλα και σταφίδες. Τον κοιτούσα. Εκείνος ήταν στραμμένος προς την οθόνη αλλά κοιτούσε ελάχιστα πάνω από αυτή. Το βλέμμα του ήταν τόσο απλανές σαν να επαναλάμβανε κάτι από μέσα του που έπρεπε να αποστηθίσει. Ήξερε όμως ότι τον κοιτάζω. Έβλεπα το φως να χτυπά την χαρακιά δίπλα στο δεξί του μάτι. Την είχε από μικρός όταν ο αδερφός του του είχε πετάξει μία πέτρα ενώ έπαιζαν. Όταν ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι έβαζα τη γλώσσα μου στη χαρακιά του και του άρεσε. Θα ήθελα τώρα να είναι λίγο πιο βαθιά. Να μπορέσω να χωθώ μέσα, να μάθω. Είχα δικαίωμα να ξέρω γιατί δεν ακουμπούσε ολόκληρη την πλάτη του στη ράχη του καναπέ. Είχα δικαίωμα να ξέρω γιατί τα δάχτυλα του ποδιού του ήταν μπλεγμένα μέσα στις γκρίζες κάλτσες του. Γιατί κρατούσε το πιάτο του ακόμα στα χέρια του και γιατί τελικά μου είχε βάλει την τελευταία φέτα μορταδέλας στο πιάτο μου. Δε θα έλεγε τίποτα μέχρι αύριο;
Τελικά είπε και τα μάτια μου άνοιξαν τρομαγμένα.
«Πάμε πάνω».
Καθόταν πάνω από το κεφάλι μου. Μέσα από το άνοιγμα των ποδιών του είδα την τηλεόραση κλειστή πίσω του.
Κάτι τέτοιες βραδιές έληγαν πάντα με ένα «Πάμε πάνω. Θα τη συνεχίσουμε αύριο βράδυ» αφού στη μέση περίπου καταλήγαμε να κοιμόμαστε.
Το «πάμε πάνω» από μόνο του ακουγόταν αρκετά λειψό. Θέλησα να μην το αφήσω έτσι. Εγώ που «όλα τα άφηνα έτσι» ή προσπαθούσα να τα κάνω και λίγο χειρότερα δοσμένης της ευκαιρίας.
«Μπορούμε να τη συνεχίσουμε αύριο πρωί» οι λέξεις βγήκαν από τα δόντια μου με ενοχλητική ακρίβεια. Ήταν απλώς έξι λέξεις. Έξι λέξεις βαλμένες η μία δίπλα στην άλλη με τέτοια σχολαστική ακρίβεια που ενώ η φωνή μου δεν ξανακούστηκε, παντού στο δωμάτιο ακούστηκαν και άλλες έξι. «Μπορούμε να τη συνεχίσουμε αύριο πρωί, πριν το μεσημέρι που θα χωρίσουμε».
«Τελείωσε». Η μύτη του γαμψή ξεπρόβαλε πάλι ανάμεσα στα μάτια του στο μισοσκόταδο. ‘Ήταν πιο όμορφη από το απόγευμα.
Καθώς σηκωνόμουν κοίταξα το ρολόι πάνω από το τζάκι. Λογικά ήταν η ταινία που τελείωσε. Οι δείκτες αχνοφαίνονταν σε ένα συμμετρικό δώδεκα και μισή.
Μου έγνεψε προς τις σκάλες αλλά δεν κινήθηκε. Περίμενε να περάσω. Αναρωτήθηκα αν συνήθιζε να το κάνει αυτό αλλά ξαφνικά δε θυμόμουν τίποτα. Έμοιαζε με ευγένεια και με δυσπιστία για το αν θα ανέβαινα τα σκαλιά. Μάλλον προτιμούσα το δεύτερο. Η ευγένεια ακούγεται πολύ παράταιρη για οτιδήποτε είναι – ή έχει υπάρξει κάποτε – ερωτικό.
Προχώρησα. Το άχαρο, νυσταγμένο σύρσιμο μετατράπηκε σε ένα αργό λίκνισμα των γοφών μόλις πάτησα το πρώτο σκαλί. Έγινε σχεδόν αντανακλαστικά και ήταν σίγουρα αρκετά αστείο. Ήλπιζα όμως τα απλανή του μάτια, που ποτέ πια δεν αντίκριζαν τα δικά μου, τώρα να με κάρφωναν από πίσω.
Όσο ήταν στο μπάνιο έβγαλα τα ρούχα μου και έπιασα μία καθαρή μαύρη μπλούζα. Οι κρεμάστρες μου με περίμεναν στην ιτιά. Ήταν πολύ βράδυ και όλα ήταν πολύ θλιβερά. Χώθηκα κάτω από την κουβέρτα και αυτή τη φορά φρόντισα να βγάλω το κολάν μου αν και το κρύο ήταν πολύ πιο σκληρό από το μεσημέρι.
Μπήκε στο δωμάτιο και για άλλη μια φορά τα ξύλα στρίγκλισαν κάτω από την πόρτα. Είχα τα μάτια μου κλειστά αλλά τα βλέφαρά μου δεν έλεγαν να καθίσουν σε ησυχία. Προσπαθούσα να τα κάνω να σκεπάζουν ήρεμα τα μάτια μου αλλά συχνά έπρεπε να τα ζαρώνω για να μην ξεγλιστρήσουν οι κόρες μου που έτρεχαν δεξιά και αριστερά. Στο στρίγκλισμα των ξύλων τα ζάρωσα λίγο παραπάνω και τα κράτησα εκεί. Ο λαιμός μου υπέφερε από τα δάκρυα που δεν ήθελα να βγουν. Τα μάγουλά μου και το μέτωπό μου έκαιγαν. Δε θα έκανε τίποτα για να τα ξανακούσω να στριγκλίζουν και αύριο το βράδυ.
Ξάπλωσε δίπλα μου και για λίγο ακούγονταν μόνο υπόκωφα βογκητά καθώς προσπαθούσαμε να συνηθίσουμε το κρύο. Μετά δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε βαριές ανάσες, ούτε τίποτα. Ήμασταν ξύπνιοι και ασάλευτοι. Πολύ καιρό τώρα. Αναρωτήθηκα αν είχε υπάρξει ποτέ άλλοτε στον κόσμο τέτοια σιωπή. Αν την άντεξε ποτέ άλλος κανείς.
Άρχισε να κουνιέται κάτω από την κουβέρτα και έδωσα στα αγκυλωμένα μου πνευμόνια την ευκαιρία να αφήσουν τον αέρα και να φουσκώσουν και πάλι.
Οι πατούσες του ακούμπησαν τις δικές μου και έμειναν εκεί. Τα πνευμόνια μου σταμάτησαν και πάλι να ανεβοκατεβαίνουν. Τα βλέφαρά μου ζάρωσαν λίγο παραπάνω. Ήταν αρκετά κοντά μου τώρα. Τα πόδια του ήταν ζεστά κόντρα στα δικά μου. Η μυρωδιά των μαλλιών του έκανε όλο το ξάγρυπνο κορμί μου να νυστάξει. Ήθελα να σκεφτώ πάρα πολλά, αλλά εκεί στο κρεβάτι μας, στη μυρωδιά του και τη ζέστη του, παραδόθηκα σε έναν βαθύ ύπνο.
Ξύπνησα μουδιασμένη από τη μέση και κάτω. Ένιωθα μια πίεση στο κάτω μέρος του κορμιού μου. Ένα βάρος χαλαρωτικό. Ήταν το πόδι του. Τα κορμιά μας ήταν μακριά. Το πόδι του πάνω μου ήταν σαν μια μικρή επιτρεπτή ζαβολιά. Ένιωθα να με βυθίζει και πάλι σε ύπνο όταν κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν κιόλας δέκα. Πλησίαζε το μεσημέρι. Έπρεπε να βγάλω το χταπόδι να ξεπαγώσει. Ξαφνικά το βάρος του ένιωσα να πλακώνει όλο μου το κορμί. Όλη μου την ψυχή.
Χάθηκα στην κουζίνα.
Θα μπορούσα να βάλω το χταπόδι σε νερό για να ξεπαγώσει πιο γρήγορα. Προτίμησα να το βάλω σε μία λεκάνη πάνω στο τραπέζι και να καθίσω απέναντί του. Ένιωθα ότι είμαι το χταπόδι. Μια μοβ μπερδεμένη, τυλιγμένη, παγωμένη μάζα. Και ξεπάγωνα τη χειρότερη στιγμή.
Η κίτρινη λεκάνη, που για την ώρα φιλοξενούσε το χταπόδι μας, κάποτε ήταν στα χέρια του όταν έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να φτιάξει κέικ καρότου χρόνια πριν. Θυμήθηκα τη σκηνή ενώ περίμενα τον πάγο να λιώσει.
«Δεν είχα φανταστεί κάτι τέτοιο όταν είπες ότι θα μαγείρευες χταπόδι», στάθηκε στο δοκάρι της κουζίνας.
Η αγουροξυπνημένη του φωνή ήταν πάντα αισθησιακή. Και αν αυτό ίσχυε για όλους τους άντρες, γι’ αυτόν ίσχυε πολλές φορές παραπάνω.
Γέλασα δυνατά καθώς άφησα το κεφάλι μου να πέσει πάνω στους πήχεις μου οι οποίοι σταυρωμένοι περίμεναν το χταπόδι να ξεπαγώσει. Και αν όντως ήμουν εγώ η ίδια το χταπόδι, σίγουρα τα πλοκάμια μου θα ήταν πιο εύκαμπτα αυτή τη στιγμή.
«Ήθελα να ρωτήσω αν χρειαζόμαστε φρέσκο ψωμί σήμερα ή μας φτάνει το χθεσινό» συμπλήρωσε, και τα πλοκάμια μου επέστρεψαν μεμιάς στην αρχική τους ακαμψία. Δεν ρωτούσε ποτέ κάτι τέτοιο. Το φρέσκο ψωμί ήταν κάθε μέρα φρέσκο ψωμί. Ποτέ δεν με άκουγε, γιατί με άκουγε τώρα;
« Θα χρειαστούμε, ναι».
Όταν έκλεισε την πόρτα πίσω του, σηκώθηκα και ακούμπησα τη λεκάνη με το χταπόδι πάνω στο καλοριφέρ. Δεν θα ξεπάγωνε ποτέ.
Έλειπε για πολλή ώρα. Είχα κόψει τα μάνγκο για να τα βράσω μαζί με τη σάλτσα του χταποδιού. Νομίζω ότι τα χρησιμοποίησα επίτηδες. Ήθελα να τελειώσουν κι αυτά μαζί μας. Είχα στύψει τομάτες για να φτιάξω τον πελτέ και είχα θυμηθεί έναν σκύλο που είχε στο δημοτικό και τον φώναζε «πατάτα» και ότι μικρός δεν μπορούσε να πει τη λέξη νερό. Είχα θυμηθεί το σημείωμα που μου είχε γράψει όταν μου έσπασε το λάπτοπ και το βράδυ που χαθήκαμε σε κάτι στενά της Στοκχόλμης. Είχα θυμηθεί την παραδεισένια μακαρονάδα που είχαμε φάει και τη μέρα που κλέψαμε ένα σακουλάκι με καρύδια.
Θυμήθηκα κάθε λεπτό μας και κάθε λεπτό του τελευταίου χρόνου – που δεν έμοιαζε με κανένα λεπτό μας- και όταν άνοιξε την πόρτα ήταν αρκετά εμφανές ότι αν είχε λιώσει κάτι τις ώρες που έλειπε, τότε αυτό δεν ήταν ο πάγος στο χταπόδι, αλλά ο δικός μου.
«Ακόμα;» ψέλλισε καθώς ακουμπούσε το ψωμί στο τραπέζι. Δεν με κοιτούσε. Τα μάτια του όμως ήταν κόκκινα. Λίγο λιγότερο κόκκινα από τα δικά μου.
«Σκέφτηκα πολύ απ’ όταν μου το είπες χθες» είπε και για πρώτη φορά ανταμώσανε τα κοκκινισμένα μάτια μας. Εδώ πέρα επρόκειτο να συμβεί ένα μεγάλο λάθος.
Ήμουν κρεμασμένη από τον πάγκο της κουζίνας. Οι αγκώνες μου προσπαθούσαν αφύσικα να αντέξουν το βάρος μου και κάποιες τούφες από τα μαλλιά μου είχαν κολλήσει στα νωπά μου μάγουλα. Ήρθε κι εκείνος να κρεμαστεί στον πάγκο δίπλα μου.
Καθώς πλησίαζε με τρέλαινε η σκέψη ότι θα βουτούσε στα χείλη μου, θα κλαίγαμε για ώρα ο ένας χωμένος στην ασφάλεια του λαιμού του άλλου και μετά θα μαγειρεύαμε μαζί το χταπόδι που τελικά θα τρώγαμε αύριο. Εγώ, που του δήλωσα ότι δεν ήθελα πια κανένα άλλο «αύριο» μαζί του πέρα από αυτό που ξημέρωσε, είχα τώρα τόση ανάγκη να ακούσω μια οποιαδήποτε λέξη από το στόμα του που θα σήμαινε λίγο ακόμα εμάς. Οποιαδήποτε λέξη που θα αναιρούσε τις δικές μου. Και άκουσα αυτές:
«Αποφάσισα λοιπόν ότι είναι καλύτερα να φύγεις εσύ σήμερα μέχρι να βρούμε λύση. Δεν σε έχω αφήσει μόνη ποτέ σε αυτό το σπίτι και δεν πρόκειται τώρα. Δεν είναι σπίτι για να μένει γυναίκα μόνη της».
Γύρισε το στομάχι μου.
«Σου έβγαλα εισιτήρια».
Θα έκανα εμετό. Έπρεπε κάπου να κάνω εμετό. Κοίταξα την κίτρινη λεκάνη.
«Γιατί δε θα έβρισκες χώρο για τα πράγματά σου μετά».
Γιατί χρησιμοποιούσε ακόμα λογική;
Έτρεξαν δάκρια από τα μάτια του. Τράβηξε τα χέρια μου από τον πάγκο και χάιδεψε τα σκληρά εξογκώματα στα δάχτυλά μου. Δεν είχα κανένα στήριγμα τώρα. Φίλησε τα μάγουλά μου και όταν έφτασε στα χείλη μου τον έσπρωξα. Πέταξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου πάνω στο τραπέζι και σκυφτός έφυγε από το δωμάτιο. Τα εισιτήρια μόνο έμειναν δίπλα μου στον πάγκο.
Μια ανάμικτη ξινάδα από μάνγκο, μορταδέλα και σταφίδες προσπαθούσε να κατασπαράξει ότι μου είχε απομείνει.
Μπορεί με πολλούς τρόπους να σε πληγώσει κάποιος.
Έβγαλα τη ζελατίνα από την άμορφη, μοβ μάζα.
Ένας από τους πιο οδυνηρούς είναι να μην σε σταματήσει από το να κάνεις κάτι που δε θέλεις.
Πέταξα το σκληρό χταπόδι στη χύτρα.
Πιθανότατα να μας ενοχλούσαν οι βεντούζες του κατά την κατάποση αυτό το μεσημέρι.
Τα κατεψυγμένα δεν είναι για να τα εμπιστεύεσαι, έτσι λένε.
Εξάλλου πόσο καλό μπορεί να είναι κάτι που για να διατηρηθεί πρέπει να παγώσει;