Από την παρέμβαση της Τίνας Τσόντου στην παρουσίαση του βιβλίου «Χώμα Κόκκινο», του Μιχάλη Τζανάκη, στον πολυχώρο Ραδάμανθυς στα Χανιά
«Τα ταξίδια αυτά, μας έκαναν να βυθιστούμε μέσα στην πραγματικότητα του μέρους που επισκεπτόμαστε κάθε φορά. Να μπούμε σε ένα άλλο κόσμο, να ζήσουμε έστω και για λίγο, όπως ο κόσμος είναι φτιαγμένος στον τόπο που πάμε. Δεν ήταν τουρισμός, δεν πήγαμε να δούμε πως ζούνε οι άνθρωποι εκεί, πήγαμε και ζήσαμε εκεί- για λίγο, πολύ λίγο είναι η αλήθεια, και ξέραμε ότι σύντομα θα γυρνάγαμε στα σπίτια μας. Όμως, όσο μείναμε, μείναμε στα σπίτια των ανθρώπων που ζουν εκεί, δουλέψαμε στα χωράφια τους, μοιραστήκαμε το φαΐ τους. Κι εκείνοι μοιράστηκαν μαζί μας τη δική τους πραγματικότητα».
Καλησπέρα σας,
Είμαι η Τινα η Τσόντου από τα Χανιά. Τον Μιχάλη τον γνώρισα στο πρώτο μου εθελοντικό ταξίδι, πρώτο ταξίδι και για το Μιχάλη. Πήγαμε μαζί δύο ταξίδια, στην Κένυα και στη Γκάνα. Απ’ όταν γυρίσαμε από το πρώτο μας ταξίδι, ο Μιχάλης άρχισε να γράφει βιβλία, αλλά κανένα έως τώρα δεν αφορούσε τις εμπειρίες μας εκεί. Εγώ ανυπομονούσα να δω τη ματιά του για τα ταξίδια μας, κι έτσι φαντάζεστε τη χαρά μου σήμερα που βρισκόμαστε εδώ όλοι μαζί κι μιλάμε γι’ αυτό το βιβλίο.

Τα ταξίδια αυτά, μας έκαναν να βυθιστούμε μέσα στην πραγματικότητα του μέρους που επισκεπτόμαστε κάθε φορά. Να μπούμε σε ένα άλλο κόσμο, να ζήσουμε έστω και για λίγο, όπως ο κόσμος είναι φτιαγμένος στον τόπο που πάμε. Δεν ήταν τουρισμός, δεν πήγαμε να δούμε πως ζούνε οι άνθρωποι εκεί, πήγαμε και ζήσαμε εκεί- για λίγο, πολύ λίγο είναι η αλήθεια, και ξέραμε ότι σύντομα θα γυρνάγαμε στα σπίτια μας. Όμως, όσο μείναμε, μείναμε στα σπίτια των ανθρώπων που ζουν εκεί, δουλέψαμε στα χωράφια τους, μοιραστήκαμε το φαΐ τους. Κι εκείνοι μοιράστηκαν μαζί μας τη δική τους πραγματικότητα.
Να πούμε εδώ, ότι και στην Αφρική υπάρχουν πλούσιοι άνθρωποι, και υπάρχει ζωή παρόμοια με τη δική μας ίσως. Όμως, μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει στην απόλυτη φτώχεια, με λιγότερο από 1 ευρώ την ημέρα. Το σπίτι που επισκέφτηκα στη Γκάνα, ένα τυπικό σπίτι στην επαρχεία, ήταν μικρό, από καλάμια πλεγμένα και στα κενά ενδιάμεσα είχε πατημένο χώμα για να γίνει τοίχος. Η σκεπή από φοινικόφυλλα. Με κάθε βροχή το σπίτι χαλάει κι χρειάζεται να συμπληρώσουν χώμα στους τοίχους. Ανοίγεις την πόρτα, και μπαίνεις μέσα στο σπίτι. Και τι Βλέπεις; Τίποτα! Δεν υπάρχουν έπιπλα, κρεβάτια, καρέκλες, ντουλάπες, ρούχα, δεν υπάρχει τίποτα. Ίσως κρέμεται σε ένα καρφί ένα δεύτερο ρούχο. Σίγουρα υπάρχει ένα τσικάλι και κάποια κουζινικά. Η οικογένεια κοιμάται όλη μαζί το βράδυ, γονείς, παιδιά αλλά και τα ζώα τους, όλοι μαζί, μια και δεν μπορείς τίποτα να αφήσεις έξω από το σπίτι. Κινδυνεύει από τα άγρια ζώα. Ανάβουν μάλιστα και φωτιά μέσα στο σπίτι για να φοβούνται τα άγρια ζώα, η κάπνα να διώχνει τα κουνούπια κι έτσι να γλυτώσουν από την ελονοσία.
Θέλω λίγο να σας περιγράψω τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων εκεί. Η ζωή στην Αφρική είναι δύσκολη. Η μέρα ξεκινά στις 5 το πρωί με την ανατολή. Τα παιδιά κι οι γυναίκες ξεκινούν να πάνε να φέρουν νερό για το πρωινό τους. Περπατούν χιλιόμετρα κάθε πρωί 5 …8 …ή και παραπάνω για να πάνε στον ποταμό, διασχίζοντας τη σαβάνα. Κινδυνεύουν από τα άγρια ζώα και τους βιαστές. Κουβαλούν τεράστια μπιτόνια γεμάτα με νερό, μπιτόνια που εμείς δεν μπορέσαμε να τα σηκώσουμε ούτε για λίγα μέτρα. Γυρίζουν, η μαμά ανάβει τη φωτιά, με τα ξύλα που τα παιδιά έχουν μαζέψει κατά τη διάρκεια της διαδρομής τους για το νερό. Ανάβουν τη φωτιά. Και το πρωινό τσάι τους είναι έτοιμο. Μόνο που το πρωινό τσάι είναι σκέτο βρασμένο νερό. Στην καλύτερη περίπτωση βάζουν και ζάχαρη μέσα!

Στη συνέχεια ξεκινούν όλοι για τα χωράφια. Τα παιδιά, εάν πηγαίνουν σχολείο, θα πρέπει πρώτα να έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους, δηλαδή να έχουν φέρει το νερό και τα ξύλα στο σπίτι. Τα μεγαλύτερα παιδιά φροντίζουν τα μικρότερα. Η παιδική ηλικία σταματά στα 4 ή τα 5. Μετά η ζωή τους ξεκινά να έχει υποχρεώσεις. Το βράδυ, στις 6 περίπου, απόγευμα για εμάς, νύχτα γι’ αυτούς, αφού δεν έχουν ηλεκτρικό, επιστρέφουν στο σπίτι τους, έχοντας πρώτα επαναλάβει τη διαδρομή για να φέρουν νερό. Το πιο συχνό φαγητό τους είναι το ουγκάλι. Είναι καλαμποκάλευρο με νερό που κάνει ένα χυλό. Αυτό είναι και το κυρίως γεύμα τους. Όλα όσα καλλιεργούν ή εκτρέφουν είναι ισχνά από την έλλειψη του νερού και της τροφής. Σπάνια τα καταναλώνουν οι ίδιοι. Μέσος όρος ζωής τα 45, εγώ θα είχα πεθάνει 7 χρόνια τώρα!
Οι γυναίκες παντρεύονται σε πολύ μικρή ηλικία. Στα 12 ή τα 14 έχουν γίνει μητέρες. Κι όμως οι άνθρωποι που γνωρίσαμε παρόλες τις συνθήκες της ζωής τους, ήταν άνθρωποι χαρούμενοι, περήφανοι, δοτικοί, γεμάτη αγάπη και περηφάνια για τα παιδιά τους και την οικογένεια τους. Λόγω φύλλου ήρθα σε επαφή με γυναίκες και κορίτσια κυρίως.
Μας μίλησαν για τα προβλήματά τους, τους περιορισμούς του φύλου τους. Στην Γκάνα π.χ., οι γυναίκες μέχρι πριν από λίγα χρόνια απαγορευόταν να διαχειρίζονται και να κρατούν χρήματα. Ο νόμος έχει αλλάξει αλλά όχι η νοοτροπία. Ακόμη κι εάν από κάπου πληρώνονταν από την εργασία τους, έπρεπε να τη συνοδεύει ένας άντρας για να μπορέσει να λάβει τα χρήματά της, να πάει στο ΣΜ να αγοράσει κάτι για την οικογένεια της!
Εάν ο σύζυγος πέθαινε, η σύζυγος έπρεπε να παντρευτεί τον αδερφό τους συζύγου της ή κάποιον άλλο άνδρα της οικογένειας της οικογένειας του. Δεν είχε δικαίωμα σε κληρονομιά ούτε αυτή ούτε τα παιδιά της.
Κι όμως μέσα σε αυτές τις καταστάσεις γνωρίσαμε γυναίκες τόσο δυνατές. Που πάλεψαν και κέρδισαν ανεξαρτησία, χρήματα, αξιοπρέπεια.
Σε ένα συνεταιρισμό γυναικών που πουλά υφάσματα μπατίκ, έχω νοιώσει μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις της ζωής μου. Γυναίκες, πρώην κακοποιημένες, χείρες κι αβοήθητες, σχεδόν αόρατες για όλους, να χορεύουν , να γελούν και να μας δείχνουν τα υφάσματα τους. Να έχουν κερδίσει με το σπαθί τους την ανεξαρτησία τους. Μας διηγήθηκαν την ιστορία της ζωής τους και δεν έμεινε κανείς ασυγκίνητος.

Στην Γκάνα ξανά, ο δάσκαλος του χωριού που κάναμε έργο, ήταν τόσο παθιασμένος κι ενθουσιασμένος με τη δουλειά του. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθήσει τους μαθητές του να πάνε μπροστά, να καταφέρουν να σπουδάσουν ή έστω να τελειώσουν το δημοτικό. Το χωριό δεν είχε ρεύμα, τα παιδιά που τελείωναν το δημοτικό κι ήθελαν να πάνε γυμνάσιο, έπρεπε να δώσουν εξετάσεις υπολογιστών σε υπολογιστή. Για να γίνει αυτό έπρεπε να πάνε σε μεγαλύτερη πόλη που να έχει ρεύμα κι υπολογιστές.
Πώς όμως να τα προετοιμάσει χωρίς υπολογιστές; Ο δάσκαλος είχε ένα τεράστιο πίνακα κι είχε ζωγραφίσει όλες τις κινήσεις που έπρεπε να γίνουν κι τι αποτέλεσμα θα είχε η οθόνη του υπολογιστή με κάθε πάτημα του «έντερ»! Δεν παρατούσε τους μαθητές του, αγωνιζόταν μαζί τους!
Στην Κένυα, οι άνθρωποι μας μαγείρευαν και στήνανε μία τεράστια φωτιά, με ένα τεράστιο τσικάλι φαγητό για όλους μας. Περίμεναν με αγωνία να φάμε πρώτα εμείς να χορτάσουμε κι σαν βλέπαν πως δεν τρώμε άλλο, τότε μόνο φέρναν κι τάιζαν τα παιδιά τους κι τρώγαν κι οι αυτοί.
Τα παιδιά δεν είχαν ξαναδεί τον εαυτό τους σε καθρέπτη. Τα βγάζαμε φωτογραφίες κι έτσι όπως είναι τώρα ψηφιακές, τους τις δείχναμε αμέσως. Ξεσπούσαν σε γέλια και κοίταζαν καλά-καλά, προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν αυτό που έβλεπαν.
Τα παιδιά δεν είχαν ξαναδεί ζελεδάκια. Φωνάξαμε μια μέρα τα παιδία να μπουν στη σειρά να τα κεράσουμε ζελεδάκι. Αυτά πήραν το ζελεδάκι στα χέρια τους και το κοίταζαν. Απλώθηκε αμηχανία, προσπαθούσαμε κι εμείς να καταλάβουμε γιατί δεν αρέσει στα παιδιά το ζελεδάκι. Μέχρι που σκεφτήκαμε ότι μάλλον δεν ξέρουν καν τι είναι. Τους κάναμε νόημα να το φάνε, να το βάλουν στο στόμα τους, ο πάγος έλιωσε, η αμήχανη στιγμή χάθηκε και τα ζελεδάκια φαγώθηκαν όλα.
Στην Κένυα το έργο μας αφορούσε μια ομάδα οροθετικών που είχαν στην ουσία εγκαταλειφθεί, στην τύχη τους. Εμείς θα τους δίναμε ένα χωράφι κι θα στήναμε ένα έργο άρδευσης. Πηγαίναμε λοιπόν κάθε μέρα για σκάψιμο μαζί με τους ντόπιους. Οι ντόπιοι δίναν μια στην τσάπα κι έκαναν επιτόπου μια τεράστια τρύπα.. Εμείς, μερικοί-μερικοί, οι περισσότεροι, προσπαθούσαμε και ξανά προσπαθούσαμε αλλά δεν καταφέρναμε τίποτα. Μας ρώτησε τότε ένας ντόπιος γιατί δεν ξέρουμε να σκάβουμε και να τσαπίζουμε, και του απαντήσαμε ότι εμείς δεν έχουμε χωράφια, κάνουμε άλλες δουλειές. Ο άνθρωπος αυτός, μας κοίταξε έκπληκτος. «Δεν έχετε χωράφια», μας είπε. «Ελάτε λοιπόν εδώ. Εμείς χάρη σε εσάς έχουμε τώρα χωράφι! Όλοι μαζί θα το μοιραστούμε». Αυτός ο άνθρωπος, που πρώτη φορά απέκτησε ιδιοκτησία, πριν καλά-καλά τη χαρεί, ήθελε να τη μοιραστεί μαζί μας.

Στην Γκάνα έζησα κι άλλα συγκλονιστικά. Στον σκουπιδότοπο, στην παραγκούπολη, μια από τις μεγαλύτερες κι αγριότερες του κόσμου, είδα πράγματα που δεν μπορώ να ξεχάσω, αλλά δεν αντέχω να τα περιγράψω. Τα περιγράφει άλλωστε ο Μιχάλης γλαφυρά στο βιβλίο του. Εκεί κατάλαβα ότι οι ξένοι που ζουν στην Ελλάδα και ζουν 5 ή 20 μέσα σε ένα δωμάτιο, κι εμείς εδώ λέμε ότι ζουν σαν τα ποντίκια, και πως το αντέχουν, αυτοί είναι οι τυχεροί. Εκεί κατάλαβα γιατί ρισκάρουν τη ζωή τους και πνίγονται στη Μεσόγειο, η ζωή τους έτσι κι αλλιώς δεν έχει καμία αξία στην χώρα τους. Κι αν κάτι ακόμη απ’ όσα ζήσαμε μου ήταν δύσκολο να αντέξω, ήταν η επίσκεψη μας σε μία παλιά φυλακή-φρούριο, που είχε κρατούμενους σκλάβους τους οποίους έφερναν εκεί για να τους πουλήσουν και να τους μεταφέρουν στην Αμερική
Λίγα έχω να πω γι’ αυτό. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω αισθανθεί μεγαλύτερη ντροπή που είμαι άνθρωπος λευκός. Σιχασιά για το που μπορούμε να φτάσουμε ως είδος αλλά και απελπισία. Ο θάνατος μας τύλιξε από παντού. Μπορώ όμως να περιγράψω και ποτέ νομίζω δεν θα ξεχάσω τη θέα από το φρούριο αυτό. Τη θέα προς την ακτή και τους ψαράδες, όταν επιτέλους βγήκα από εκεί μέσα. Τα όμορφα σώματα, τα τραγούδια, η ομορφιά του τόπου ήρθαν σαν απάντηση, σαν ελπίδα, σαν να ήταν ικανά από μόνα τους να σβήσουν από μέσα μου ότι είδα εκεί μέσα.
Ακόμη, έχει χαραχθεί μέσα μου, στην καρδιά μου η στιγμή του αποχαιρετισμού. Εκείνες τις στιγμές που οι άνθρωποι που δεν είχαν σπίτι, τροφή, καθαρό νερό, ζουν στην απόλυτη φτώχεια, μας έκαναν δώρα. Ένα καρεκλάκι, μια κουτάλα από καρύδα ένα καλάθι. Ό,τι μπορούσαν για να μας ευχαριστήσουν για τη βοήθεια, το κουράγιο και την ελπίδα που τους δώσαμε. Κι μετά μας οδήγησαν με τραγούδια αλλά και με δάκρυα στα μάτια στα αυτοκίνητα για να φύγουμε. Η υποδοχή μας και στις δύο χώρες ήταν ένα πανηγύρι αλλά η ώρα του αποχωρισμού ήταν δύσκολη, πολλή δύσκολη και για τις δύο μεριές. Ένα κομμάτι της καρδιάς μας έμεινε εκεί.

Στη Μοζαμβίκη, που δεν ταξίδεψα με τον Μιχάλη, έμενα σε ένα σπίτι προνομιούχο από τσιμέντο, στη μαμά Σελέστ. Κάθε βράδυ, η μαμά Σελέστ, μας ζέσταινε νερό στη φωτιά και μας άφηνε να πλυθούμε έξω στη φύση πίσω από κάτι καλαμιές, κοιτώντας τα αστέρια. Λίγο πριν κοιμηθούμε, μιλούσαμε, ανταλλάζαμε ιστορίες για τα παιδιά μας, τις ζωές μας, τους φίλους μας. Τις στιγμές εκείνες η βουτιά σε μια άλλη πραγματικότητα ,σε μία άλλη χώρα αποκτούσε μια άλλη διάσταση. Δεν ήμασταν πια δύο διαφορετικοί κόσμοι, ντόπιες κι επισκέπτριες, ήμασταν μανάδες, ήμασταν γυναίκες. Ήμασταν ίδιες μέσα κι έξω, ίδιου είδους κι υλικού, συμπτωματικά διαφορετικού χρώματος και γλώσσας, αλλά με τις ίδιες ανάγκες και ανησυχίες για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μας. Κι αυτή η βουτιά στην ουσία της ανθρώπινης φύσης ήταν τελικά η ομορφότερη απ’ όλες.
Όλοι όσοι πήγαμε σε αυτά τα ταξίδια στην Αφρική, ακούσαμε αυτό το ερώτημα από τους γύρω μας. Αξίζει; Θα κάνετε κάτι εκεί;
Δεν ξέρω εάν κάναμε κάτι εκεί. Δεν αλλάξαμε τον κόσμο, αυτό είναι βέβαιο. Αλλάξαμε όμως τον εαυτό μας.
Το πρώτο καιρό που γύρισα, δεν μπορούσαν να βλέπω το σπίτι γεμάτο πράγματα, τα ρούχα, τα μαγαζιά. Προσπαθώ πια να είμαι συνειδητή στις αγορές μου και ως προς την εταιρία αλλά και ως προς την ποσότητα. Προσπαθώ να μη ξεχνώ ότι οι πράξεις μου έχουν αντίκτυπο σε όλο τον κόσμο. Αλλά προσπαθώ να χαίρομαι την κάθε στιγμή και να χαίρομαι τη ζωή, όπως οι φίλοι μου στην Αφρική με έμαθαν.
Δείτε εδώ για παραγγελία του βιβλίου: ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ – ΧΩΜΑ ΚΟΚΚΙΝΟ
Η Αφρική ήταν και είναι το μεγαλύτερο «σχολείο» για τον Άνθρωπο! Εκεί, με όλες τις αισθήσεις του, θα αντιληφθεί την πορεία του Κόσμου τους τελευταίους πέντε τουλάχιστον αιώνες. Στην αφρικανική σαβάνα, την τροπική ζούγκλα, εκεί ανάμεσα στην πανδαισία χρωμάτων, ήχων, οσμών, σε τοπία μαγικά, σε άγρια ζώα, σε πολύβουες πόλεις και χωριά που άνθρωποι και ζώα στοιβάζονται σε λασποκαλύβες και νερόλακκους, θα συναντήσει κάποιος τον Άνθρωπο να πορεύεται μαζί με τον Θεό στο σύντομο μονοπάτι της ζωής του, πάντα με αξιοπρέπεια και αισιοδοξία, ελπίζοντας ότι κάποτε θα σταματήσει το πλιάτσικο του Τρίτου Κόσμου σε όφελος των «δυνατών» της Γης.
Εκείνος που θα περπατήσει το κόκκινο χώμα της σαβάνας θα συνειδητοποιήσει την μεγάλη του «τύχη» να μην αποτελεί κομμάτι ενός κόσμου που το ζητούμενο της καθημερινότητας είναι οι θερμίδες που θα τον κρατήσουν ζωντανό, αλλά ταυτόχρονα θα γεννηθούν στο μυαλό και την ψυχή του πολλές σκέψεις κυρίως για την υποκρισία και την απανθρωπιά όλων εκείνων που ορίζουν τη ζωή του.
«Δύο εθελοντικά ταξίδια σε χώρες της Αφρικής που μαστίζονται από την πείνα και τις αρρώστιες. Ταξίδια που αφυπνίζουν και κινητοποιούν εικόνες και καταστάσεις που συμβαίνουν δίπλα μας, αλλά σπάνια θα προκαλέσουν την προσοχή της κοινής γνώμης. Τα διηγήματα του Μιχάλη Τζανάκη, στιγμές και βιωματικές εμπειρίες που κατέγραψε σε αυτά τα οδοιπορικά, συγκλονίζουν και αφυπνίζουν. Τα κείμενά του μπορούν να αξιοποιηθούν από την εκπαιδευτική κοινότητα», Χρήστος Τσαντής, σύμβουλος ψυχικής υγείας.
Ο Μιχάλης Τζανάκης σπούδασε φιλολογία και εργάζεται στην 7η Υγειονομική Περιφέρεια Κρήτης ως διοικητικός υπάλληλος. Τακτικός συνεργάτης σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, με δημοσιευμένα άρθρα, χρονογραφήματα, αλλά και κριτικές. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί εννιά έργα του και έχει διακριθεί σε πολλούς διαγωνισμούς Ποίησης και Διηγήματος.
Αγορά του βιβλίου: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/michalis-tzanakis-choma-kokkino/