Ήταν μια κρύα νύχτα του χειμώνα, σαν όλες τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Το Τσαρσί, έτσι λέγαμε την Αγορά, άδειο ως συνήθως, θλιβερό απομεινάρι αλλοτινών ένδοξων εποχών. Φώτα σβηστά, πόρτες κλειστές και τα παλιά μπαλκόνια να δίνουν μια αίσθηση στα κτήρια, λες και κάτι εκλιπαρούσαν.
Είπα να κλείσω λίγο νωρίτερα απόψε. Ήθελα να κάνω μια βόλτα πριν πάω σπίτι. Θες να ‘ταν ο εγκλεισμός που μας είχαν επιβάλει, θες η αναδουλειά, η νοσταλγία; Δεν ξέρω. Πάντως, κάτι με έσπρωχνε να κάμω αυτή τη βόλτα.
Σκέψεις πολλές με παρέσυραν κι ούτε θυμάμαι για πόση ώρα τριγυρνούσα. Στην άκρη της πλατείας, σχεδόν κρυμμένο, το άγαλμα του αγνώστου στρατιώτη με κοιτούσε. Κάτι σα ν’ άκουσα. Προσποιούμενος πως η ανατριχίλα που ένιωσα ήταν απ’ το κρύο, γύρισα και κοίταξα. Σαν κάτι να μου είπε. Κρίμα.
Άκουσα καλά; Κρίμα; Τι κρίμα δηλαδή;
Κρίμα που αφήσαμε να γίνουμε έτσι; Κρίμα που είμαι εδώ μοναχός μου; Κρίμα που σ’ έχουμε βάλει εκεί στη γωνία, μαζί με τα ιδανικά και τις αξίες μας; Κρίμα τις θυσίες που έχεις κάνει; Κρίμα που δεν έρχομαι πιο συχνά να σε κοιτάω, να συλλογίζομαι ποιος είμαι και πού πάω; Κρίμα που τον καιρό αφήνω έτσι και περνά;
Έναν αναστεναγμό μπορεί και ν’ άκουσα. Ίσως να φώτισε μια καύτρα από τσιγάρο. Μα σίγουρα οι σκέψεις μου σ’ αυτή τη λέξη τριγυρνούσαν.
Την επομένη το βράδυ ξαναπήγα. Πλησίασα με το βλέμμα χαμηλωμένο και κάθισα παράμερα.
-Ε ναι, λοιπόν. Έχω κι εγώ το μερίδιο της ευθύνης που μου αναλογεί, είπα με ύφος απολογητικό και θυμωμένο συνάμα. Όσο δεν συμμετέχω, θα γίνονται πράγματα χωρίς εμένα. Κι όσο θα μεγαλώνει η άγνοιά μου, τόσο πιο εύκολα θα παρασύρομαι, θα διχάζομαι, θα φανατίζομαι. Όσο δεν επικοινωνώ, ο δημόσιος διάλογος θα γίνεται χωρίς εμένα. Κι όσο δεν θα ακούγομαι, ο θυμός μου θα μεγαλώνει, κι όταν μιλώ, θα φωνάζω. Όσο δεν διεκδικώ, μέρα με τη μέρα, «ανεπαισθήτως», θα χάνεται και κάτι από αυτά για τα οποία πολέμησες εσύ για να έχω. Ώσπου να ‘ρθει μια μέρα που για να πάρω ανάσα θα πρέπει να την απαιτήσω. Όχι δεν έχω βολευτεί. Ίσως οι καιροί να θέλουν από μένα κάτι παραπάνω. Μα κι αν μπορώ παραπάνω να συμμετέχω, να επικοινωνώ, να διεκδικώ, θα φτάνει;
Γύρισα και κοίταξα.
Σιωπή.
Κάπου πιο ‘κει ένα τσιγάρο άναψε.
-Δεν φτάνει, ακούστηκε να λέει μια φωνή. Μα θα ‘ναι μια αρχή!
Ήταν ο Γιώργης, που μ’ έκουγε όλη την ώρα καθισμένος στο σκοτάδι, σ’ ένα παγκάκι.
-Θα ‘ναι μια αρχή, είπε, αν βγω απ’ το σκοτάδι κι εσύ μιλήσεις με μένα.
19/3/2021
Κριτικός Αναγνώστης