Η ΑΔΕΡΦΗ…
Τρεις μέρες μόλις κι έχουμε αγαπήσει όλοι τη Λιζ. Ένα πλάσμα μοναδικό που μόλις μας βλέπει επιταχύνει και τραβώντας την αδερφή της βιάζεται να έρθει κοντά μας να πάρει τα χάδια της και να μπει στην τάξη της. Μια τάξη με τοίχους από καλάμια, σκεπή από καλαμωτή και ενδιάμεσα νάιλον, δάπεδο από πατημένο χώμα που προσπαθεί να κρατήσει σχετικά ίσια τα ξύλινα θρανία που ένας θεός ξέρει από πότε και από πού προμηθεύτηκαν εκεί.
Ο μαυροπίνακας κρεμασμένος από δύο χοντρά σχοινιά στηριγμένα σε δυο χοντρούς πασσάλους και ο Φρέντι, ο πιτσιρικάς δάσκαλος φορώντας λευκό πουκάμισο, γυαλιά ηλίου και γραβάτα που δεν είναι δεμένη, αλλά κρέμεται σαν μενταγιόν στο λαιμό του υποδέχεται με γέλια και αυτοσχέδια παιγνίδια έναν-έναν μαθητή και μία-μία μαθήτρια, παιδιά που φτάνουν κατάκοπα από μια μεγάλη ακτίνα, περπατώντας ανάμεσα σε μπανανιές και φυτείες από κασάβα, ένα είδος γλυκοπατάτας που μαζί με τις μπανάνες μαγειρεύεται με κάθε δυνατό τρόπο για να χορτάσει τους πεινασμένους κατοίκους του Τσέτσερε.
Το χωριό αυτό που για τα μέτρα του τόπου μου θα λεγόταν και «κεφαλοχώρι» είχε το προνόμιο να διαθέτει το μοναδικό σχολειό στην ευρύτερη περιοχή, συγκεντρώνοντας τόσα παιδιά, όσα και οι κάτοικοί του. αλλά είχε κι άλλο «προνόμιο∙ δύο δασκάλους, μία δασκάλα που έμενε μόνιμα στο χωριό και τον Φρέντι έναν υπερκινητικό και ιδιαίτερα «παιχνιδιάρη» τύπο που ερχόταν κάθε πρωί μ’ ένα δίκυκλο απροσδιόριστης ηλικίας και είχε το προνόμιο εκτός του πενιχρού μισθού του να σιτίζεται κάθε μέρα και σε διαφορετικό κατάλυμα του χωριού.
Θα παρακολουθούσαμε για κάποιες ημέρες την εκπαιδευτική διαδικασία σε ένα «διθέσιο» σχολείο με πάνω από τριακόσια παιδιά. Οι μαθητές μοιρασμένοι … ακριβοδίκαια σε δυο χώρους έναν ημιυπαίθριο κι έναν εντελώς υπαίθριο. Τα μικρά παιδιά στεγάζονταν σε ένα γιαπί με τσιμεντένια οροφή και πάτωμα, αλλά χωρίς τοιχοποιία και οι μεγάλοι στον υπαίθριο χώρο μέσα στην καλαμωτή!
Από την πρώτη μέρα που βρεθήκαμε εκεί, σε έναν ωκεανό ζωής είτε με τη μορφή του διαρκούς γέλιου, του παιγνιδιού, της χαράς, των διαπεραστικών βλεμμάτων που μας έκαναν να χαιρόμαστε που ζούσαμε εκείνες τις μοναδικές στιγμές, νιώσαμε ότι αποκτούσαμε μια ξεχωριστή «μόρφωση», αλλά και αρκετές «γνώσεις», αναθεωρώντας ταυτόχρονα κάποιες ήδη υπάρχουσες.
Η αδερφή της περίμενε υπομονετικά την Λιζ για να πάνε στην καλύβα τους που δεν βρισκόταν στον οικισμό, αλλά αρκετά μακρύτερα ανάμεσα στις μπανανιές και τα πανύψηλα δέντρα μάνγκο. Με το ίδιο γλυκό χαμόγελο που μας καλημέριζε, μας αποχωριζόταν και αργά το μεσημέρι. Έλαμπε το χαμόγελό της στο ισχνό κορμάκι της και το ύφος της πρόδιδε μια μόνιμη κατάσταση ευφορίας που απορούσαμε από πού το αντλούσε.
Κατά την αποχώρηση των μαθητών ο Φρέντι στεκόταν και κατευόδωνε τους μαθητές και τις μαθήτριες που έφευγαν, δίνοντας την απογευματινή του παράσταση με γέλια, κινήσεις μιμητικές και παιγνίδια θέλοντας προφανώς και η τελευταία εικόνα που θα έπαιρναν τα παιδιά για το υπόλοιπο της μέρα τους να είναι θετική, γιατί ποιος ξέρει τι τα περίμενε από εκεί κι ύστερα. Η αδερφή της Λιζ, μ’ ένα πολύ διακριτικό και επιφυλακτικό ίσως χαμόγελο που φώτιζε αχνά το κοντοκουρεμένο της κεφάλι που την έκανε να δείχνει ακόμα μικρότερη απ’ ό,τι ήταν, περίμενε στωικά να πάρει τη μικρή. Είχε συνδυάσει να εργάζεται στο χώρο του οικισμού τις ώρες που η μικρή ήταν στο σχολείο και να επιστρέφουν μαζί.
Το επόμενο πρωί μαστορεύαμε κάτι στον εξωτερικό χώρο προσπαθώντας να επισκευάσουμε μια αυτοσχέδια τουαλέτα για τις ανάγκες των μαθητών. Είδα τα δυο κοριτσάκια να έρχονται και το χαμόγελο της Λιζ να γίνεται πιο αχνό καθώς ψάχνει να μας εντοπίσει. Προσπαθώ να την κάνω να με εντοπίσει, αλλά δεν θέλω να φωνάξω, ώσπου η αδερφή της με βλέπει και με ενθουσιασμό της το λέει. Τρέχοντας έρχεται, ενώ την αγκαλιάζουμε διαδοχικά και οι τρεις που ήμασταν στον εξωτερικό χώρο του σχολείου.
Αυτό το παιδί μού είχε κινήσει το ενδιαφέρον τόσο που θέλησα να μάθω περισσότερα. Ήταν αφύσικο ή μάλλον έτσι φαινόταν ένα τόσο δα πλασματάκι να έχει προδιαγραφές σταρ με ύφος τόσο ανεπιτήδευτο που σε γοήτευε.
«Αν ζούσε σε κάποια δυτική χώρα, θα είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των διαφημιστών ήδη», ψέλλισα στον Τόνυ, τον μόνιμο συνοδό μας εκείνες τις μέρες και άριστο γνώστη της περιοχής.
«Αν ζούσε εκεί, θα της αρκούσε ότι θα ζούσε…».
«Τι εννοείς; Φαίνεται να είναι πιο ευτυχισμένη από πολλά παιδιά που τα έχουν όλο ή νομίζουν ότι τα έχουν στην κοινωνία που ζω».
«Μην είσαι τόσο σίγουρος, αδελφέ», μου λέει περιπαικτικά ο Τόνυ, ενώ καρφώνει το τελευταίο σανίδι στο πρόχειρο στέγαστρο της μικροσκοπικής τουαλέτας.
«Εγώ βλέπω την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της Λιζ, κάθε πρωί από τη στιγμή που έρχεται στο σχολείο, μέχρι την ώρα που φεύγει το απόγευμα με την αδερφή της».
«Με τη μητέρα της…»
«Ποια μητέρα της; Η αδερφή της έρχεται καθημερινά και δουλεύει βλέπω εδώ στα χωράφια γύρω».
«Αδερφέ μου, η Μάγκυ είναι η μητέρα της Λιζ, όχι η αδερφή της. Πονεμένη και τραγική ιστορία…».
«Δεν είναι δυνατόν! Είναι παιδί! Δεν μπορεί να είναι πάνω από δεκαεπτά-δεκαοκτώ ετών κι η Λιζ είναι σίγουρα πέντε!»
«Η Μάγκυ ήρθε από μακριά πριν τέσσερα χρόνια, κανείς δεν ξέρει από που. Την είχαν παντρέψει με έναν άντρα εξήντα ετών, ο οποίος έδωσε στον πατέρα της δυο μικρά γελάδια για να την «αγοράσει». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο όταν έφυγε από τον γέρο-σύζυγό της δεν μπορούσε να επιστρέψει στους γονείς της που είχαν εισπράξει το δώρο με τα δυο γελάδια! Κι αυτό ξέρεις τι σήμαινε; Θα έπρεπε να επιστρέψει στον γαμπρό του τα ζώα, ενώ η ίδια αν επέστρεφε θα την διαπόμπευαν κανονικά μπροστά σε όλο το χωριό της. Έτσι αποφάσισε να βρεθεί σ’ έναν άγνωστο τόπο που κανείς δεν την ήξερε και κανείς δε θα ενδιαφερόταν γι’ αυτήν».
Προσπαθώ να επεξεργαστώ στοιχειωδώς όλα όσα μου λέει ο Αφρικανός φίλος μου και μάλλον δείχνω πόσο ζαλισμένος είμαι. Δεν μπορώ να συνδυάσω την εικόνα της μικρής Μάγκυ με την ιδιότητα της μητέρας της Λιζ. Είναι πραγματικά απίστευτο!
«Πες μου ότι είναι ψεύτικες αυτές οι πληροφορίες Τόνυ…».
«Στην Αφρική τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται αδερφέ. Πίσω από το χαμόγελό μας κρύβονται τέτοιες πονεμένες ιστορίες που εσείς δεν αντέχετε ούτε καν να τις ακούτε, πολύ περισσότερο να τις βιώνατε».
«Πραγματικά είναι συγκλονιστικά όλα όσα μου είπες…».
«Αν σε συγκλόνισε ότι η Μάγκυ είναι μητέρα κι όχι αδερφή της Λιζ, υπάρχει ακόμα πιο συγκλονιστική πληροφορία για σένα!».
«Αδυνατώ να πιστέψω ότι υπάρχει κάτι χειρότερο, από το να ανταλλάσσεται μια αθώα ψυχή με δυο γελάδια! Και να παραδίνεται ένα κοριτσάκι δώδεκα ετών σ’ έναν άντρα εξήντα για να κάνουν μαζί οικογένεια! Είναι πραγματικά φρικτό!».
«Καλέ μου φίλε, η Λιζ και η μητέρα της, η Μάγκυ, ίσως ζήσουν πολύ λιγότερο απ’ όσο υπολογίζεις. Πριν μερικούς μήνες είχαν έρθει γιατροί από την Ευρώπη σε μια αποστολή εθελοντών για να εξετάσουν τους κατοίκους του χωριού και της ευρύτερης περιοχής. Κι οι δυο τους είχαν διαγνωστεί με τον HIV! Μπορεί να μην το κατάλαβες, καθώς όλα τα παιδιά εδώ είναι αδύνατα από την λειψή τροφή και την έλλειψη φαρμάκων, αλλά δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Αυτή ίσως είναι και η αιτία που η Μάγκυ προτιμά να ζει εκτός του οικισμού και να αντιμετωπίζει μόνη της τις δυσκολίες με την μικρούλα. Γι’ αυτό και το τρομερό δέσιμό τους, αφού δεν την αφήνει στιγμή μόνη της».
Σκοτάδι φαίνεται τώρα να σκεπάζει τον ορίζοντά μου και αισθάνομαι να κλονίζονται από αδυναμία τα άκρα μου. Αυτό το μαύρο αγγελούδι κι αυτό το μελαγχολικό και γλυκό κορίτσι είναι τόσο άρρωστα που μπορούν να φύγουν απ’ αυτόν τον όμορφο, αλλά αφόρητα άδικο και ανήθικο κόσμο!
«Φίλε μου τέτοιου είδους ιστορίες στον τόπο μας δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Κι όσο τα παιδιά δεν μορφώνονται, όσο κρατιόμαστε μακριά από τις εξελίξεις κι όσο πλουτίζετε εσείς για να υποφέρουμε εμείς, μην κάνετε ότι στενοχωριέστε για όλα αυτά που συμβαίνουν.
«Φαντάζομαι ότι καταλαβαίνεις πως δεν μιλώ για το πρόσωπό σου, αλλά για όλους εκείνους που έχουν την τύχη των λαών στα χέρια τους».
Τι να τολμήσεις να πεις τώρα στον Τόνυ; Ό,τι και να τολμήσεις θα είναι υποκριτικό και άτοπο. Κι όμως η Λιζ και η Μάγκυ πρέπει να ζήσουν με κάθε τρόπο, με κάθε τίμημα. Σε δυο μέρες φεύγω από την κοινότητα. Πώς θα αντέξω στη σκέψη πως αυτό το κοριτσάκι γεννήθηκε από ένα άλλο κοριτσάκι που το αντάλλαξαν με δυο γελάδια και το ίδιο θα ζήσει τόσο όσο να δει ίσα-ίσα πώς είναι να ζεις σ’ έναν βρόμικο κόσμο πριν μετοικήσεις σε έναν άλλον κόσμο που ίσως δεν υπάρχει και μάταια ψάχνουν χιλιάδες άνθρωποι.
Η μέρα που θα φύγουμε ήρθε βασανιστικά για μένα. Ο αποχωρισμός με τη Λιζ, μπορεί να είναι οριστικός, αν και ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί και να ανατραπεί η επετηρίδα της ζωής. Από χθες της ζήτησα να μου ζωγραφίσει κάτι για να το πάρω μαζί μου στην πατρίδα μου, μέχρι να βρω ευκαιρία να την ξαναδώ. Μου υποσχέθηκε πως πριν πέσει το σκοτάδι θα μείνει στο ξέφωτο της καλύβας να μου ζωγραφίσει κάτι, αφού δεν είχε μάθει ακόμα να σχεδιάζει γράμματα.
Λίγο πριν έρθει η ώρα του αποχαιρετισμού ζητά από την Μάκγυ να της δώσει αυτό που κρατά από το πρωί μαζί της. Ξεδιπλώνει ένα κομμάτι υφάσματος η Μάγκυ που το είχε φτιάξει σαν τσέπη αυτοσχέδια. Το χαρτί διπλωμένο, το παίρνω και το κρατώ διπλωμένο από αμηχανία. Η Λιζ μου κάνει νόημα να το ανοίξω, αν και φοβάμαι μην ξεσπάσω σε λυγμούς από τη συγκίνηση.
«Άνοιξέ το», με προτρέπει και ο Τόνυ που δεν μ’ έχει αφήσει λεπτό μόνο μου και τον τρελό-δάσκαλο, τον Φρέντι.
Ένα πρόσωπο που έχει σχήμα καρδιάς, με τα μάτια να λαμποκοπούν όπως εκείνα της Λίζ, με το στόμα να είναι ορθάνοιχτο από το ηχηρό γέλιο, που αν και αποτυπωμένο στο χαρτί ακούγεται έντονα και φαντάζομαι να ηχεί στ’ αυτιά μου για όλη μου τη ζωή. Τι κι αν η Λίζ μπορεί σε λίγο καιρό να μην μπορεί να αντιμετωπίσει το τέρας της ζωής της; Θα έχει αφήσει την παρακαταθήκη της σε μια μόλις σελίδα χαρτιού με μια μικρή ζωγραφιά από μολύβι!
Μια αχνή ζωγραφιά, όπως η ζωή της, όπως η ζωή της Μάγκυ, όπως όλος ο κόσμος που ζούμε!
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ
Μιχάλης Τζανάκης – Μυρίζοντας μόνο γιασεμί

Διαβάστε περισσότερα: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/michalis-tzanakis-myrizontas-mono-giasemi/