Ανάσες
Άραγε πού ανήκω;
Το κρύο του βορρά τη ζεστασιά απλώνει
κι η αγκαλιά του νότου καρδιοχτυπά τις νύχτες.
Ένα κλειδί την πόρτα θα κλειδώσει
στα σκοτεινά μονάχο του το σπιτικό θ’ αφήσει..
Λίγα λουλούδια στην αυλή για χάδι θα διψάσουν..
Κι εγώ..
Σαν το παιδί θα τρέξω
πάνω στο χιόνι παιχνίδι να σκαρώσω,
στα περασμένα να βρεθώ χαμογελώντας..
Κι ύστερα θα πλαγιάσω.
Εκεί, κοντά στο όνειρο,
στης ξαστεριάς της άκρη.
Ολόγιομο φεγγάρι στη θάλασσα θα πέσει,
ανοίγοντας το δρόμο της καρδιάς..
Κι εγώ ανάσες θα αφήνω,
φτάνοντας στον τόπο που αγαπώ,
στον τόπο όπου ανήκω.
Μπούλινγκ
Να ‘τανε δέντρο η ζωή τις ρίζες της ν’ απλώνει
κι η δίψα η ασίγαστη ανάσες ν’ ανταμώνει.
Μα ‘ναι μια θάλασσα θαρρώ που τις φουρτούνες φέρνει
και στ’ ανοιχτό της πέλαγο η μοναξιά διαβαίνει.
Κι ένα παιδί να καρτερά την ξαστεριά ν’ αγγίξει
μα στα αθώα μάτια του τον πόνο πως να κρύψει.
Τις νύχτες ονειρεύεται πως φως το πλημμυρίζει
και η καρδιά του φεγγαριού τη λάμψη αντικρίζει.
Τις μέρες φυλακίζεται κι η ομορφιά στερεύει
και η ψυχή του σύννεφα έμαθε ν’ αγναντεύει.
Στον εαυτό του κλείστηκε το φόβο να δαμάσει
και βλέπει πως μεγάλωσε μα δίχως να ξεχάσει.
Μονάχος μες τα κύματα και πώς να κολυμπήσει
κι είχε ανθρώπους δίπλα του βοήθεια να ζητήσει.
Κλεψύδρα
Σε ξεχασμένες θάλασσες κυλούν τα περασμένα
και οι στεριές τα χαιρετούν με φώτα αναμμένα.
Καινούργιοι χρόνοι έρχονται και τις στιγμές απλώνουν
τα μακρινά τα όνειρα ανάσες ανταμώνουν.
Στου δειλινού τα χρώματα την ομορφιά σκορπάνε
και στην νυχτιά την ξάστερη τη ζεστασιά κρατάνε.
Στην αγκαλιά τ’ απέραντου οι αμμουδιές κοιμούνται
και οι καρδιές του έρωτα σκιρτήματα θυμούνται.
Κάποια θλιμμένα πρόσωπα στα σκοτεινά δακρύζουν
κι άλλα μ’ ένα χαμόγελο τη δύναμη χαρίζουν.
Άλλοτε τρέχουν σαν παιδιά και τις πληγές γιατρεύουν
μες της κλεψύδρας τη βροχή απάγκιο γυρεύουν.
Του ταξιδιού τ’ αγνάντεμα χαράζει αναμνήσεις
ό,τι ποθείς και λαχταράς σου εύχομαι να ζήσεις.
Ζαφειρία Μαμάτση