Το Άσπρο έγινε Μαύρο; Φρούλη (Ευφροσύνη) Κορφιάτου

Ιστορίες από την Αλεξάνδρεια

Επιμέλεια: Μαιριλή Κορφιάτη

Πλησίαζαν Χριστούγεννα και τα μεγάλα καταστήματα της Αλεξάνδρειας που τα περισσότερα ήταν υποκαταστήματα των Παρισίων ή απομίμησή τους στολισμένα με μεγάλα φανταχτερά αστραφτερά στολίδια. Η μητέρα μου μας πήρε από το χέρι και κάναμε μια βόλτα. Η ψυχή μου αγαλλίασε απ’ αυτό το λαμπερό θέαμα και όταν γυρίσαμε σπίτι έτρεξα να φάω με λαιμαργία τα χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα που μας αγόρασε η μητέρα μας και είχαν σχήμα σαν χριστουγεννιάτικο δένδρο. Η μητέρα μου έκανε αυτήν τη βόλτα, για να κόψει κίνηση και να δει τι γιορτινά ρούχα θ’ αγόραζε στα παιδιά της.

Έφερε και στη Λιλίκα την κουβέντα για ένα φουστάνι μπορντό που είδε στου Hannaux. Χωρίς να την ευχαριστήσει, εκείνη είπε «θα περάσω σήμερα, κι αν μου αρέσει θα το πάρω». Όπερ κι έπραξε. Το απόγευμα ενημέρωσε τη μητέρα μας ότι δεν της άρεσε και θα προτιμούσε να πάρει τα χρήματα αντί το φόρεμα απ’ τον πατέρα της, σπόντα ,δηλαδή, ποιος είναι τελικά η κεφαλή του σπιτιού… Ίσως από ζήλια λόγω της υπέρμετρης αδυναμίας της μητέρας προς το το μοναχογιό της.

Δύο – τρεις μέρες μετά τη βόλτα μας η μητέρα μας βγήκε έξω και επέστρεψε με πολλά πακέτα που κουβαλούσε ο Γιώργος, που τον πήρε μαζί της στα ψώνια. Αυτός άνοιξε βιαστικά τα δικά του, έτρεξε στο δωμάτιο του να τα δοκιμάσει και εμφανίστηκε καμαρωτός μπροστά μας με έκδηλη φιλαρέσκεια. Φορούσε ένα ανοιχτό καφέ σακάκι με σκούρο καφέ παντελόνι από βελούρ κοτλέ, παπούτσια ανοικτού καστανού χρώματος με κάλτσες καφέ και πουκάμισο σκούρο καφέ με γραβάτα ανάλογη.

Η Λιλίκα έριξε ένα άγριο βλέμμα στο Γιώργο κι ένα πιο άγριο στη μητέρα λέγοντας με φωνή στεγνή:

-Μαμά, τα ρούχα του Γιώργου τα είδα στου Hannaux και είναι τέσσερις φορές πιο ακριβά απ’ το δικό μου φόρεμα.

Η μητέρα αποστομώθηκε και δεν απάντησε. Το βράδυ, μάλιστα, που ήρθε ο πατέρας, η Λιλίκα του εξήγησε σχετικά και του ζήτησε τόσα όσα στοίχισαν τα φανταχτερά ρούχα του γιου του συγκαταβατικά, μιας κι η ίδια είναι η πρωτοκόρη του. Τότε είναι που η μητέρα πετιέται θυμωμένη φωνάζοντας ότι ο Γιώργος τ’ αξίζει ως ο μοναχογιός της οικογένειας ανάμεσα σε τρία κορίτσια.

-Τα παιδιά για μια μάνα μετράνε το ίδιο χωρίς διακρίσεις φύλου, ανταπέδωσε με αυθάδεια η μεγάλη αδελφή .

Αυτό προκάλεσε τη συμφιλιωτική απόφαση του Νεάρχου Χριστοδούλου να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις της Λιλίκας και για ν’ αλλάξει την ατμόσφαιρα ζήτησε να τραγουδήσουν χριστουγεννιάτικα τα δυο μικρότερα κορίτσια.

Έτσι, τραγουδήσαμε εγώ πρώτη φωνή κι η Ελένη δεύτερη primo sekondo μια χριστουγεννιάτικη μελωδία που βούρκωσαν τα μάτια του πατέρα από καμάρι..

Ανάμεσα στα επίμαχα πακέτα ήταν όπως αναμέναμε και τα δικά μας δώρα! Δύο λευκά παλτά από λεπτή τσόχα, λευκά καπέλα από φίνο ύφασμα με καρφιτσωμένο φτερό στρουθοκαμήλου, λευκά γάντια, λευκά καστόρινα μποτάκια… Δυο μικρές οπτασίες χιονιού στην καρδιά του ήπιου αιγυπτιακού χειμώνα σύμφωνα και με το αλεξανδρινό αποικιακό στιλ της εποχής…

Εμείς τρελαθήκαμε απ’ τη χαρά μας και φιλούσαμε κρεμασμένες απ’ το λαιμό τη μηγιάγγιχτη έτσι κι αλλιώς μητέρα μας… Αυτά τα πάλευκα αμόλυντα ρούχα προορίζονταν μόνο για τις χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις, εκκλησιαστική λειτουργία, επισκέψεις σε συγγενείς, βόλτες με φίλους…

Λίγες μέρες μετά η Ελένη μ’ έστελνε στη μητέρα να της ζητήσω την άδεια να φορέσομε από τώρα τα λαμπρά μας ρούχα, αλλά η προθυμία μου να μεταφέρω την επιθυμία μας πρόωρα θύμωσε την κυρία Χριστοδούλου: «Αυτή η καινούρια ενδυμασία είναι μόνο για τις υποχρεώσεις της οικογένειας μας στις γιορτές και φυσικά όχι κάθε μέρα».

Η Ελένη δεν το ‘βαλε κάτω. Όταν της έμπαινε μια ιδέα στο μυαλό δεν έφευγε με τίποτα. Έτσι, με ξανάστειλε κι άλλη φορά, κι άλλη φορά, ώσπου ανέλαβε μόνη της να το φέρει σε πέρας… Μετά απ’ το γεύμα την ώρα που η νοικοκυρά του σπιτιού τακτοποιούσε τα μαχαιροπίρουνα και τα πιατικά του σερβίτσιου πετιέται η μικρή Ελένη σα μεγάλη κυρία: «Γιατί δεν μας αφήνεις να χαρούμε τα δώρα μας σήμερα;»

-Σήμερα; Τι το ιδιαίτερο έχει σήμερα;

-Ωραίο ήλιο! Είναι 2.30 μ. μ. κι ο Γιώργος μπορεί να μας πάει στα μπαξεδάκια ( στους Δημοτικούς Κήπους της πόλης). Θα κάτσομε σ’ ένα παγκάκι ήσυχα – ήσυχα και μετά θα γυρίσομε αμέσως σπίτι με τα’ άσπρα ρούχα άθικτα και πεντακάθαρα! Ορκίζομαι ότι θα κρατήσω το λόγο μου και ύψωσε το δεξί της χέρι!

Η μητέρα έμεινε άφωνη από τη ρητορική της κόρης της, που με τόση εκφραστικότητα προσπάθησε να την πείσει. Μαλακά και τρυφερά της είπε κολακευμένη «εντάξει, Ελένη μου, αλλά να μου υποσχεθείς ότι θα προσέξεις και τη μικρή σου αδελφή να μη λερωθεί κι αυτή».

Μας φίλησε όπως δεν συνήθιζε να το κάνει και τρέξαμε ολόχαρες στη ντουλάπα μας, βγάλαμε τα καινούρια μας ρούχα και ντυθήκαμε, ενώ ο μεγάλος αδελφός μας ντυμένος κι αυτός στα καλά του πρόθυμα μας πήρε απ’ το χέρι και κατεβήκαμε τις σκάλες… Όταν βγήκαμε έξω, ο κόσμος στο δρόμο άρχισε να κοιτά με θαυμασμό τα δυο λευκοντυμένα κοριτσάκια και τον καλοντυμένο νέο με το ακριβό αγγλικό γούστο.

Δεν περπατήσαμε δέκα μέτρα και να σου ο Σαράφογλου, ο κοντινός φίλος του Γιώργου, με το μακρύ του καλάμι στον ώμο και τα δυο του ζεμπίλια στα χέρια να ’ρχεται απ’ την αντίθετη μεριά χαρούμενος… Αμέσως μετά το χαιρετισμό ο Σαράφογλου αντί απάντησης στην αναμενόμενη ερώτηση του Γιώργου για το ψάρεμα άνοιξε το ένα ζεμπίλι γεμάτο μεγάλα ψάρια… Ο Γιώργος τρελαμένος «πού τα ψάρεψες;» ρώτησε. «Στα καρβουνάδικα κι ήμουν ο μόνος ψαράς!»

Χωρίς δεύτερη σκέψη, λοιπόν, νιώθοντας τη λαχτάρα του φίλου του τού πρότεινε το καλάμι με το ζεμπίλι που ‘χε ακόμη αρκετά σκουλήκια για δόλωμα, παραβλέποντας το εντυπωσιακό ντύσιμο και των τριών μας!

Άλλο που δεν ήθελε ο αδελφός μας, έβαλε το καλάμι στον ώμο του , πήρε και το ζεμπίλι που βρόμαγε μπαλιάτικη ψαρίλα κάνοντας μεταβολή τράβηξε για το λιμάνι σέρνοντας μας μαζί του άβουλα… Κάποια στιγμή γυρνώντας το κεφάλι μάς θυμήθηκε και πρόσταξε να βιαστούμε περνώντας μπροστά, για να μη μας χάσει…

Έτσι, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια στην πλάτη σχεδόν τρέχαμε να φθάσομε, όσο γρηγορότερα γινότανε, στο λιμάνι που ο Γιώργος τό ’ξερε σαν το σπίτι του. Μπήκαμε απ’ την Πύλη 14 και τα Καρβουνάδικα ήταν δυτικά στο τέλος του λιμανιού, για να προλάβει το χρόνο, μας έσπρωχνε κλοτσώντας μας από πίσω… Τρομοκρατημένες προσπαθούσαμε να συγχρονιστούμε με τα γρήγορα πελώρια βήματα του αδελφού μας, ώσπου μετά από πολλή ώρα φθάσαμε εξουθενωμένες στο σημείο που ο Σαράφογλου έπιασε τα ψάρια του… Γρήγορα ο Γιώργος βρήκε την κατάλληλη θέση, οργανώθηκε με όλα τα απαραίτητα σύνεργα κι άρχισε το πολυπόθητο ψάρεμα… όσο το ζεμπίλι γέμιζε, εμείς χαζεύαμε εξουθενωμένες, μέχρι που βαρεθήκαμε να βλέπομε τα ψάρια να γεμίζουν το καλάθι και τ’ αγκίστρι έντεχνα να δολώνεται…

Αφήσαμε το βλέμμα μας να περιπλανηθεί στο χώρο ώσπου έπεσε πού αλλού; Μα, φυσικά πάνω στα κάρβουνα! Ένα μεγάλο πλοίο μάλλον ξεφόρτωσε πρωί – πρωί ένα βουνό κάρβουνα, μα τι κάρβουνα! Ήταν διπλάσια απ’ τα ψάρια που ’μπαιναν στο ζεμπίλι και αδειασμένα σε σωρούς – σωρούς! Πρώτη εγώ άρχισα να παίζω μ’ αυτά διαλέγοντας τα μεγαλύτερα, για να κάνω σπιτάκια.

Η Ελένη με παρακολουθούσε κι όταν το σπιτάκι κατέρρεε, μου ’δειξε τον τρόπο να χτίζω σωστά διαλέγοντας κάρβουνα με επίπεδη επιφάνεια, για να στηρίζουν επάνω τους τ’ άλλα. Μάλιστα, για να μου δείξει, άρχισε η ίδια να κτίζει και μ’ έστελνε να ψάχνω τα κατάλληλα κομμάτια, πάνω στα μαύρα βουναλάκια… Εγώ σκαρφάλωνα να βρω τα πιο μεγάλα με ευθείες γραμμές, τά ‘βαζα στην αγκαλιά μου και τά ’φερνα στην αδελφή μου θαυμάζοντας το έργο της…

Κάποια στιγμή πέταξα τα άσπρα γάντια μου, για να μαζεύω πιο εύκολα και γρήγορα τα ‘’τούβλα’’, που η Ελένη τοποθετούσε με επιτυχία φτιάχνοντας όμορφες κατασκευές…
Κάποτε η Ελένη κουράστηκε και σταμάτησε να χτίζει τα σπιτάκια μας λέγοντας μου πως πεινάει τρομερά… Κι εγώ τι να κάνω; Ποιος τολμά να ενοχλήσει τώρα τον ερασιτέχνη ψαρά μας που πιάνει το ένα ψάρι μετά τ’ άλλο γεμίζοντας το ζεμπίλι του;…

Όμως, η ώρα ήταν περασμένη κι άρχισε να σκοτεινιάζει μες την καρδιά του χειμώνα, χωρίς κανείς μας να τ’ αντιληφθεί απασχολημένοι όπως ήμασταν κι οι τρεις μας… Πρώτος το αντιλήφθηκε ο Γιώργος, που δε μπορούσε να δει πώς να γαντζώσει τα σκουλήκια στα δυο αγκίστρια. Τότε συνειδητοποίησε πόσο μακριά βρισκόταν με τα δυο μικρά κορίτσια απ’ το σπίτι όπου σίγουρα ανησυχούσαν… Πανικόβλητος μάζεψε τα σύνεργα του φωνάζοντας μας γρήγορα να φύγουμε, γιατί νύχτωσε! Μπροστά εμείς πίσω αυτός φορτωμένος από πάνω ως κάτω τρέχαμε να προλάβουμε πριν κλείσουν οι Πύλες εξόδου του Λιμανιού…

Όταν επιτέλους φθάσαμε στην Πύλη 14, το αίμα μας πάγωσε! Ήταν κλειστή! Αμέσως στρίψαμε και τρέξαμε προς την άλλη Πύλη 12. Κλειστή! Συνεχίσαμε να τρέχομε προς την Πύλη 12, που ήταν κι αυτή κλειστή, όπως η 10, η 8, η 6…Λαχανιασμένοι και η 4 και η 2 δεν ήταν ανοιχτές… Και να φανταστεί κανείς τη μεγάλη απόσταση που χώριζε τις Πύλες μεταξύ τους! Πρώτη η Ελένη σταμάτησε να τρέχει κλαίγοντας. Την ακολούθησε ο Γιώργος που μες τα αναφιλητά του την παρακαλούσε να σταματήσει, για να βρουν αμέσως τον τρόπο να φύγουν από ‘κει και να πάνε γρήγορα σπίτι στους γονείς τους, όπου σίγουρα θ’ ανησυχούσαν…

Παίρνοντας θάρρος συνεχίσαμε το τρέξιμο μέχρι την Πύλη 1. Τρέχαμε χωρίς σταματημό… Ω! Τι Αγαλλίαση ! Το θαύμα είχε γίνει! Σαν να μας περίμενε ακόμη ανοιχτή! Κάποιοι λιμενεργάτες έβγαιναν, άλλοι έμπαιναν… Μόλις δρασκελίσαμε την Έξοδο, ρωτήσαμε τον αστυνομικό που τη φύλαγε ποια συνοικία ήταν αυτή. Το πρόσωπο του Γιώργου άσπρισε κάτω απ’ το φως της λάμπας: Ήμασταν πολύ – πολύ μακριά απ’ το σπίτι μας!

-Περνάει το τραμ από το Καρακολ Λαμπ; ρώτησε ο αδελφός μας.

-Όχι, αλλά περνάει από την Πρ, Μ, Αταρίν κι από ‘κει θα πάρεις το 6 για το Καρακόλ Λαμπάν.

Ευτυχώς, η στάση του τραμπαγιού ήταν κοντά στην Πύλη. Τα δρομολόγια, όμως, αραίωσαν λόγω της περασμένης ώρας. Ένα τέταρτο αργότερα φάνηκε το τραμ 12! Σταμάτησε, μπήκαν μερικοί κι όταν ο Γιώργος έκανε ν’ ανεβεί, ο εισπράκτορας μας απαγόρευσε την επιβίβαση εξαιτίας του μακριού καλαμιού. Σφύριξε συνθηματικά κι ο οδηγός ξεκίνησε χωρίς εμάς… Εκείνη την ώρα περνούσε ένα άδειο ταξί, αλλά δεν μας πήρε για τον ίδιο λόγο. Δεν μας έμενε, λοιπόν, άλλο μέσο μετακίνησης απ’ τα πόδια μας!.. Αρχίσαμε μακριά πορεία μες εκείνη τη μεγάλη νύχτα…

Όταν η μητέρα μας μάς ξεπροβοδούσε στην πόρτα του σπιτιού, μας ορμήνεψε να προσέχομε τα καινούρια μας ρούχα, αλλά προπάντων μην αργήσουμε πέραν των 04 – 04.30 το απόγευμα… Και να σκεφτεί κανείς ότι η περιπέτεια μας άρχισε στις 02.30 το μεσημέρι! Η καημένη αγωνιούσε τόσο που νόμιζε ότι άκουε τις φωνές μας κι έτρεχε στην πόρτα, ώσπου κατά τις 06.μ. μ. με το πρώτο σκοτάδι δεν άντεξε άλλο και τηλεφώνησε στην Υπηρεσία του πατέρα , όπου τον ενημέρωσε σχετικά.

Η φωνή απ’ την άλλη γραμμή του τηλεφώνου μόνο καθησυχαστική ακουγόταν λέγοντας ότι όπου να ‘ναι θα φανούμε, ευχή που δεν έμελλε γρήγορα να πραγματοποιηθεί ανεβάζοντας το θερμόμετρο της ψυχικής έντασης… Στην επόμενη τηλεφωνική συνδιάλεξη που επιβεβαιώθηκαν αμφότεροι οι φόβοι, ο Νέαρχος Χριστοδούλου θεώρησε αναγκαία τη μετάβαση του σπίτι της οικογένειας του, για να επιληφθεί ο ίδιος επί τόπου της κρίσιμης καταστάσεως.

Κατά τις 08 μ. μ. το βράδυ δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι κάτι κακό είχε συμβεί στα τρία παιδιά. Η μητέρα μας φοβόταν απαγωγή ενώ ο πατέρας τροχαίο ατύχημα, ως εκ τούτου έπιασε τα τηλέφωνα αναζητώντας πληροφορίες στο Ά Βοηθειών και στα Επείγοντα των Νοσοκομείων της Αλεξάνδρειας. Καμία πληροφορία για τον 15χρονο γιο και τις δύο κόρες των εννέα και επτά ετών αντιστοίχως ούτε από το Ελληνικό ούτε απ’ τα άλλα , Γαλλικό, Αγγλικό και Ιταλικό Νοσοκομείο .

Οι γείτονες μυρίστηκαν ότι κάποιο πρόβλημα σοβαρό συνέβαινε στο σπίτι του Αστυνόμου κι άρχισαν δειλά στην αρχή να εκδηλώνουν τη συμπαράσταση τους στο σπίτι μας. Στις 09 μ. μ. αργά το βράδυ σύσσωμη η ουκέλα (πολυκατοικία) με όλους τους ενοίκους, Έλληνες, Ιταλούς, Μαλτέζους, Αρμένηδες, Εβραίους ως και Τούρκους ήταν στο πόδι! Ένας μάλιστα έστησε μια ομάδα από παιδιά 14 ετών και άνω να στήσουν καραούλι στο δρόμο, ώστε αν μας δουν από μακριά, να τρέξουν να φέρουν άμεσα τα καλά μαντάτα. Από την αντίθετη μεριά του δρόμου παραφύλαγαν άνδρες μήπως ακούσουν ή δουν τίποτα για μας…

Μια γειτόνισσα πρότεινε να περιμένει η μητέρα μας στην είσοδο του σπιτιού, μάλιστα της έφεραν επί τούτου μια καρέκλα να κάτσει και της άλειφαν με κολόνια τα χέρια ως και το πρόσωπο. Η μητέρα έκλαιγε και μοιρολογούσε τα χαμένα της παιδιά κι οι γείτονες την παρηγορούσαν κι έκλαιγαν μαζί της!

Ο πατέρας που είχε κατέβει κι αυτός στη μπουάμπα (θυρωρείο) να περιμένει τα παιδιά δεν είχε ησυχία και έψαχνε με το αστυνομικό του βλέμμα μακριά στο σκοτάδι ,μήπως και ανακαλύψει κάποιο στοιχείο για την υπόθεση…

09.30 μ.μ. μαύρη νύχτα και κανένα ίχνος από τα παιδιά! Ε! χωρίς αμφιβολία κάποια συμφορά βρήκε τα παιδιά!

10 παρά είκοσι και η ομάδα των παιδιών στο δρόμο έβλεπε στο βάθος τρεις σκιές να πλησιάζουν … Όσο μίκραινε η απόσταση και οι μορφές ξεκαθάριζαν, διέκριναν ένα ψηλό αγόρι και δυο κοριτσάκια που δε φορούσαν όμως άσπρα ρούχα ενώ η ψηλότερη μορφή ήταν ένας ψαράς με καλάμι και ζεμπίλι στο χέρι…

Η είδηση έφτασε και στ’ αυτιά του πατέρα που έτρεξε αμέσως να δει τι γίνεται… 200 μέτρα μας χώριζαν αλλά το πατρικό φίλτρο και το δαιμόνιο του αστυνόμου δεν ξεγελάστηκε! Φώναξε στα ιταλικά ότι τα παιδιά έρχονται και είναι σώα ,να το πουν στη μητέρα! Τα νέα πέταξαν στη μητέρα που κλαίγοντας ζητούσε να τα δει με τα μάτια της και να τα’ αγκαλιάσει με τα χέρια της, αν είναι αλήθεια!…

Ο πατέρας μας έτρεξε να μάς προϋπαντήσει κι όταν η Ελένη κατέρρευσε σε άθλια κατάσταση την άρπαξε στην αγκαλιά του και επέστρεφε θριαμβευτικά μαζί μ’ ένα Μαλτέζο που πήρε εμένα στην αγκαλιά του έχοντας όμως όλες τις αισθήσεις μου… Ο Γιώργος συνέχισε να περπατά φορτωμένος με το καλάμι του και το βαρύ φορτίο στο ζεμπίλι, χωρίς να τον λυπηθεί κάποιος και να τον απαλλάξει από τα βάρη του.

Μπορεί η περιγραφή μας στα ολόλευκα να μην ταίριαζε στη μαυριδερή τελική παρουσία μας που έσερνε τα κουρέλια ενός φωτεινού πρωϊνού και να αποπλάνησε τους πρώτους εθελοντές της διάσωσης μας, όμως τόσο ο πατέρας που η άγρια χαρά του τού ’κρυψε την ελεεινή μας εμφάνιση όσο και η μητέρα που τρελαμένη από το φόβο της μας έσφιγγε στην αγκαλιά της δυνατά, πολύ δυνατά, που όλοι μας νιώσαμε με πόνο την απελπισμένη της αγάπη μέχρι τα φυλλοκάρδια μας…

Η καρβουνόσκονη έγινε αντιληπτή αργότερα, όταν ξάπλωσαν την Ελένη στα άσπρα σεντόνια, για να τη ξεντύσουν και να της βάλουν το φρεσκοπλυμένο της ροζ νυχτικό. Οι γυναίκες την ετοίμασαν για ύπνο και σηκώθηκε για το κρεβάτι της. Εκείνη τη στιγμή ανακάλυψαν με δέος ότι το κορίτσι άφησε ένα μαύρο αποτύπωμα στα σεντόνια από καρβουνόσκονη. Τότε πρόσεξαν τα πεταμένα στο πάτωμα ρούχα ,φόρεμα και παλτό, κάλτσες και μποτάκια ως και το καπέλο που ήταν ολόμαυρα… ακόμη και τα χέρια και το πρόσωπο του κοριτσιού ήταν μαύρα όπως και όλα τα και τα ρούχα!

Η μητέρα μας που είδε όλη αυτή τη μαυρίλα τρομαγμένη έτρεξε να βρει και να ρωτήσει τον κανακάρη της τι είχε πραγματικά συμβεί κι αυτός σαν υπνωτισμένος με γουρλωμένα μάτια μίλησε μέσα απ’ τα δόντια του καταπίνοντας τη φωνή του: Στα Καρβουνάδικα…

-Τι είπες; Δεν σ’ ακούω. Μίλα!

Κι ο Γιώργος επανέλαβε πιο δυνατά την ίδια απάντηση αφήνοντας τη μητέρα του σύξυλη… Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε το αγόρι τι είχε γίνει και πόσο ανέμελα κι απερίσκεπτα παρέσυρε τις καλοντυμένες αδελφές του στα κάρβουνα καταστρέφοντας τη γιορτινή τους φορεσιά αλλά και το δικό του καινούριο κοστούμι…

Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά τα παιδιά ντύθηκαν πάλι τα παλιά τους, μιας και τα καινούρια τους όσο κι αν πλύθηκαν, έμειναν γαριασμένα για πάντα…

Όσο για την πέτρα του σκανδάλου, τα περίφημα ψάρια ξέμειναν έξω στο δρόμο μέσα στη γενική σύγχυση… ποιος τα ’φαγε; Μα ποιος άλλος απ’ τις πεινασμένες γάτες της γειτονιάς μας…

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s