Το κέρασμα – Αγγελική Μπεμπλιδάκη

Συναντηθήκανε στην λαϊκή της Πέμπτης. Μέσα στον χαμό και τον συνωστισμό δεν μπορούσαν να πουν κουβέντα και αποφάσισαν να πιούνε έναν καφέ στο παρακείμενο ζαχαροπλαστείο με τους ωραίους λουκουμάδες. Βρισκόντουσαν συχνά στις μαζώξεις της οργάνωσης, όπου δεν μπορούσαν να συζητήσουν για κάτι άλλο παρά μόνο για προβλήματα και υποχρεώσεις. Όμως η συγκατοίκηση στο ίδιο συμβούλιο τόσον καιρό είχε κάνει τον ένα να εκτιμήσει τη συνέπεια και τον χαρακτήρα του άλλου. Μεγάλο σχολείο οι δύσκολες καταστάσεις, οι δύσκολοι άνθρωποι. Και δόξα τω Θεώ. Είχαν πολλά από δαύτα να παλέψουν. Σήμερα όμως επιτέλους θα κουβέντιαζαν ανθρωπινά, μακριά από την σκιά προβλημάτων.

Ήπιαν τον καφέ, ενέδωσαν και σε μια μερίδα λουκουμάδες – μια μερίδα και για τους δυο, στην ηλικία τους το ζάχαρο παραμόνευε πανταχού παρόν – κι αφού είπαν και είπαν, είδαν το ρολόι τους. Αποφάσισαν ότι το ευχάριστο διάλειμμα έπρεπε να τελειώσει. Συνοριστήκανε τον λογαριασμό αλλά επικράτησε η κουβέντα του Γιάννη.

-Ούτε να το συζητάς. Δεν ξέρω εγώ από ισότητες και τέτοια. Εγώ θα πλερώσω. Για τη γιορτή μου που είναι σε κάμποσες μέρες. Και πήγε να βγάλει το πορτοφόλι, όπου βρισκόταν η παχυλή σύνταξη του ανωτάτου δημοσίου υπαλλήλου που μόλις, πριν την λαϊκή, είχε εισπράξει.

Όμως το πορτοφόλι δεν ήταν στην τσέπη του σακακιού. Ο Γιάννης έψαξε. Έψαξε. Και από την άλλη μεριά. Και το παντελόνι. Μέχρι και κάτω από το πουλόβερ, στην τσέπη του πουκαμίσου. Το πορτοφόλι άφαντο. Μετά αρχίσανε οι δεύτερες σκέψεις. Μήπως το άφησε κάπου αλλού; Όχι, πήρε τα λεφτά από την τράπεζα και ήρθε κατευθείαν στην αγορά. Μήπως το ξέχασε εκεί που είχε ψωνίσει; Μα όχι θυμόταν καλά πως όταν πλήρωσε ο έμπορος του έδωσε ρέστα που τα έβαλε στην θήκη του πορτοφολιού και μετά στην τσέπη του. Οπότε…..;

-Λες να μου το κλέψανε; Μες στον συνωστισμό και την πολυκοσμία πολλοί πέσανε πάνω μου. Λες; Τώρα που το λέμε, μια στιγμή ειδικά, ένοιωσα ένα τράβηγμα μεγαλύτερο, μα δεν έδωσα σημασία. Αυτό είναι. Με κλέψανε. Ωχ! Και ήτανε και η σύνταξη του μήνα.

-Τι κρίμα κ. Γιάννη. Κι όλη σας η σύνταξη χαμένη! Καημός! Πώς θα περάσετε τώρα τον επόμενο μήνα; Αναρωτήθηκε η Άρτεμις που έκανε δικό της το κλέψιμο και την έπιασε ταραχή.

-Δεν βαριέσαι. Έχει ο Θεός. Τον άλλο μήνα πάλι.

-Κύριε Γιάννη. Επέμεινε η συνομιλήτρια του σοκαρισμένη. Μα πώς μπορείτε να είστε τόσο ψύχραιμος. Σας έκλεψαν τα έσοδά σας όλου του μήνα. Και σεις είστε ατάραχος σαν να μην συμβαίνει τίποτα σοβαρό. Πώς μπορείτε;

-Σε διαβεβαιώ, αν ήμουνα σίγουρος πως τα λεφτά τα πήρε κάποιος πεινασμένος καθόλου δεν θα με ένοιαζε. Χαλάλι του. Εγώ, που με βλέπεις τώρα καλοζωϊσμένο και καλοθρεμμένο, έχω περάσει πείνες στα μικράτα μου… όχι όχι χαλάλι του όποιος και να τα πήρε. Αναγκεμένος θάτανε. Αλλιώς δεν θάκανε τέτοια πράξη. Δεν πειράζει. Να του κάνουνε καλό. Να φάει και να χορτάσει. Κι αυτός κι η οικογένειά του.

-Κε Γιάννη επέμενε η Άρτεμις ανταριασμένη. Τίποτα δεν δικαιολογεί μια τέτοια πράξη. Στην εποχή μας δεν υπάρχουν πεινασμένοι.

-Όχι, μην το λες. Ξέρεις τι θα πει να μην έχεις να φας; Να πεινάς και να ακουμπά το στομάχι σου στην πλάτη σου; Να σου δίνει η μάνα σου σούπα, νερό βρασμένο με κάτι λίγα αγριόχορτα και να σου λέει πως δεν κάνει να την φας όλη, ότι πρέπει να περισσέψει και για τσ αποδέλοιπους. Πως μ αυτήν πρέπει να ξημερωθείς; Χωρίς ψωμί. Μα πώς να κοιμηθείς άμα η κοιλιά γλουγλουκίζει από τα πολλά νερά που έχεις κατεβάσει μπας και ξεγελάσουνε την πείνα; Άμα συνέχεια γουργουρίζει και ζητάει τροφή; Άμα ο νους κι ο λογισμός σου είναι σε φαγητά που καταλαβαίνεις πως δεν θα τα γευτείς ποτέ, γιατί ξέρεις πως το μεροκάματο του πατέρα δεν φτάνει να ταΐσει τόσανά στόματα. Γιατί ξέρεις πως όσο και να γυρίζει η μάνα στα χωράφια και να ξενοδουλεύει, πάλι το φαγητό δεν περισσεύει.
Κι αυτός ο πατέρας. Να ‘μαστε περήφανοι έλεγε. Να μην καταλαβαίνουν οι ξένοι πως δεν έχωμε να φάμε. Δεν θα καταντήσωμε εμείς, ζητιάνοι έλεγε. Κι όταν σας φιλεύουν καμιά φορά κανένα καλοχερίδι, να λέτε πως έχωμε κι εμείς στο σπίτι και να μην το παίρνετε. Κι αν κιανείς ρωτάει πως περνάτε να λέτε πως το τραπέζι μας είναι γεμάτο και δεν έχουμε κιαμιά ανάγκη. Κι αν η γειτόνισσα έφερνε σκουτελικό τσι γιορτινές μέρες, εμείς με το ζόρι το δεχόμαστε.

-Αλήθεια; κε Γιάννη. Τόσο δύσκολα περάσατε!

-Ναι, ναι. Δύσκολα περνούσαμε. Πείίίνα κι Άγιος ο Θεός. Πω πω τι θυμήθηκα τώρα. Μια φορά Χριστούγεννα σαν και τώρα. Ήτανε πάλι από αυτές τις μέρες που είχαμε καιρό να χορτάσωμε. Εγώ θάμουνα δώδεκα, δεκατριώ χρονώ κοπέλι. Η πείνα και η απελπισία με κάνανε να συμφωνήσω με τον αδελφό μου, να στήσωμε πλάκες. Τις ξέρεις τις πλάκες; Παγίδες είναι για τσι λαγούς. Βρίσκαμε μια πέτρα μεγάλη, βαριά και σιαδερή. Την ανασηκώναμε από την μια μεριά με ένα ξυλαράκι φτενό. Έτσα που ίσα ίσα να κρατιέται και να κάνει κούφωμα. Κι αν περνούσε αποκάτω κιανείς λαγός κι ακουμπούσε το ξύλο, αυτό έφευγε από την θέση του και η πλάκα έπεφτε πάνω στο ζώ. Ετσα το αιχμαλώτιζε. Πολλές φορές, ανάλογα με το μέγεθος της πέτρας το σκότωνε κιόλας. Οι λαγοί έχουν την συνήθεια να περνούν πάντα από την ίδια στράτα. Από το τόπωμα που λένε οι κατεχάρηδες. Άμα το εντοπίσεις μπορείς εκειδά επιτόπου να στήσεις παγίδες κι αν είσαι τυχερός να πιάσεις κιανένα. Ειδικά κεινηνά την εποχή που δεν τους είχαν ξεκάνει τα όπλα και τα αυτοκίνητα.
Δεν τόχαμε ξανακάνει. Τα λυπούμαστε κιόλας τα καημένα τα λαγουδάκια. Κι ύστερα τι θα πιάναμε; Θα έφτανε να μας χορτάσει που είμαστε εννιά νομάτοι; Μα τόση να ήτανε η ανάγκη, η λαχτάρα μας που το αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε. Και δεν τόπαμε σε κιανένα. Κι ούτε κιανένα ρωτήξαμε να μας συμβουλέψει πώς να το διάξωμε το πράμα. Μόνοι μας πήγαμε και ψάξαμε για πέτρες και για ξυλαράκια στο λαγκό μια ώρα μακριά από το σπίτι μας εκειά που είχαμε μάθει πως είναι τόπωμα. Μόνοι μας εστέσαμε τσι πλάκες ετσα που είχαμε ακούσει πως κάνουνε. Η πείνα μάς κανοναρχούσε.

Εκείνο το βράδυ, παραμονή των Χριστουγέννων, σαν να μην επεινούσα τόσο πολύ. Σαν η νερόβραστη σούπα νάχε πιάσει πιο πολύ τόπο. Η ελπίδα με έθρεψε εκείνη την νύχτα και κοιμήθηκα χωρίς να ακούσω γλουγλουκιτά και γουργουρίσματα. Περίμενα να ξημερώσει η ημέρα των Χριστουγέννων.

Άγρια χαράματα πήγαμε στην εκκλησία. Έβλεπα την εικόνα της Γέννησης του Χριστού και παρακαλούσα τον Θεό με όλη την δύναμη της παιδικής μου ψυχής εκείνη την μέρα την γιορτινή να γέμιζε το τραπέζι μας. Με το που σκόλασε η λειτουργιά, γυρίσαμε σπίτι παγωμένοι, πεινασμένοι. Η μάνα έβαλε ένα ξεροκόμματο στο τραπέζι και κάμποσες ελιές.

Για πρώτη φορά δεν έπεσα λιμασμένος πάνω τους. Ο νους μου κι ο λογισμός μου στις πλάκες του λαγκού. Τόξερα πως το κυνήγι μας δεν ήταν σίγουρο. Μπορούσε να σπάσει το ξύλο με το βάρος της πέτρας από μόνο του, μπορούσε ο λαγός να περάσει αεράτος χωρίς να ακουμπήσει και να χαλάσει την παγίδα, μα δεν ήθελα ούτε να το βάλω στο μυαλό μου. Από την ανυπομονησία δεν κρατιόμουνα και η μάνα παραξενεύτηκε που δεν έφαγα τίποτα. Με το που τελειώσαμε όλοι, εγώ κι ο αδελφός μου πήραμε δρόμο. Η μάνα φώναζε πως έκανε κρύο και να μην βγούμε, μα που να την ακούσουμε. Τρέχαμε με την σκέψη στις παγίδες-δυό είχαμε στήσει και κάναμε σχέδια. Να χε πιάσει τουλάχιστον η μια κάτι ντις να ξεκολλήσει το άντερό μας.

Ποτέ δρόμος δεν μας φάνηκε μακρύτερος. Στη διαδρομή δασκάλευα τον αδελφό μου. Εσύ θα πάς στην πέρα πλάκα του έλεγα και εγώ στην πόδε. Και να προσέξεις. Μην τυχόν και είναι ζωντανός ο λαγός και σου φύγει. Μεγαλύτερος ένα χρόνο εγώ, έδινα οδηγίες για να εξασφαλίσω την επιχείρηση. Τώρα που πλησιάζαμε στο τέλος, η αμφιβολία άρχισε να με τυραννά. Θα τα καταφέρναμε άραγες; Που είμαστε ντιπ ακάτεχοι; Εδώ κι οι κατεχάρηδες σφάλλουν, εμείς θα πετυχαίναμε; Την έδιωχνα τούτη την σκέψη μα αυτή επίμονη συνέχιζε να μου τριβελίζει το μυαλό. Ώσπου φτάσαμε επιτέλους. Κατευθυνθήκαμε ο κάθε ένας στην δικιά του και ….

-Πράμα δεν βλέπω φώναξε ο αδελφός μου από την άλλη άκρη του λαγκού, απελπισμένος. Άδεια είναι η δικιά μου. Η δικιά σου;

Από την αγωνία δεν έβλεπα κι εγώ τίποτα.

-Και η δικιά μου άδεια θαρρώ πως είναι, φώναξα λαχταρισμένος. Πράμα δεν εκάναμε.

Όμως καθώς τα μάτια και το μυαλό μου καθαρίζανε είδα κάτι να περισσεύει από την πεσμένη πλάκα.

-Όχι, όχι, κάτι έχω πιάσει. Δεν πειράζει αν η δική σου δεν έχει τίποτα. Έχει η δικιά μου, φώναξα καταχαρούμενος.

Κι ο αδελφός μου πιο ψύχραιμος τώρα.

-Και η δικιά μου, κάτι έχει. Και των δυονό μας έχουν πιάσει. Επιτέλους θα φάμε σήμερα!
Πραγματικά εκείνα τα Χριστούγεννα θαρρώ πως ήτανε τα πιο όμορφα της ζωής μου. Σίγουρα τα πιο χορταστικά. Κάτω από τις πλάκες κείτονταν δυο καλοθρεμμένοι λαγοί. Δεν ξέρω πως γίνηκε αυτό το θαύμα και στραβωθήκανε οι λαγοί- δυο μάλιστα – και πέσανε στις παγίδες μας. Μάλλον ο Θεός άκουσε την προσευχή μου, είδε την πείνα μας και μας ελυπήθηκε.

Όταν έχεις περάσει τέτοια χρόνια δεν θέλεις κιανείς άνθρωπος στη γη να πεινά. Θέλεις όλοι να είναι χορτάτοι. Γι αυτό και δεν με νοιάζει που μου πήρανε το πορτοφόλι. Εγώ θα πορευτώ. Ένα πιάτο φαγητό κι ένα κομμάτι ψωμί θα το βρω μέχρι τον άλλο μήνα. Αυτός όμως για να αναγκαστεί να κλέψει, ούτε τα απαραίτητα δεν θα έχει. Χαλάλι του. Μακάρι να μου είχε μιλήσει. Θα τον βοηθούσα κι άλλο.

Είχανε απομείνει όρθιοι και συνεχίζανε την κουβέντα, πάνω από το τραπεζάκι με τους τελειωμένους καφέδες και το άδειο πιατάκι με τα υπολείμματα του σοροπιού μέσα.

-Ας είναι. Ιστορίες περασμένες είπε ο κος Γιάννης. Ώρα να το διαλύσουμε.
Και με μιαν αντανακλαστική κίνηση έβαλε πάλι το χέρι μέσα στο σακάκι ψάχνωντας για το χαμένο πορτοφόλι. Θυμήθηκε όμως πως δεν βρισκόταν εκεί και χαμογελώντας γύρισε στην συνομιλήτριά του.

-Είδες; Με αυτά και με κείνα, τώρα, δεν έχω χρήματα να πλερώσω τον λογαριασμό. Αναγκαστικά θα γίνει το θέλημά σου. Θα με κεράσεις εσύ.

Μπεμπλιδάκη Αγγελική

Σχολιάστε