Γράφει η Μαρία Δασκαλάκη
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα είδα να δέρνουν τον Άγιο Βασίλη. Ξέρω ακούγεται απίστευτο. Ξύπνησα το πρωί και η τηλεόραση έπαιζε Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, η μυρωδιά από τα μπισκότα που έφτιαχνε η μαμά μου έκανε την κοιλιά μου να γουργουρίζει. Σηκώθηκα και έτρεξα στην κουζίνα και φώναξα με όλη μου τη δύναμη «Καλά Χριστούγεννα!». Η μητέρα μου με αγκάλιασε, όμως το βλέμμα μου έψαχνε τον μπαμπά.
Ήταν καθισμένος στο σαλόνι και διάβαζε με προσοχή στο τάμπλετ του.
«Μπαμπά…» φώναξα και πλησίασα προς στην πλάτη του καναπέ για να τον αγκαλιάσω.
«Έλα, παιδί μου, καλά Χριστούγεννα», απάντησε, όμως το βλέμμα μου καρφώθηκε στην οθόνη του τάμπλετ που κρατούσε στα χέρια του.
«Τι είναι αυτό;» ούρλιαξα, «Ποιοι είναι αυτοί; Τι κάνουν στον Άγιο Βασίλη;»
Ο μπαμπάς μου είπε πως δεν ήταν αληθινός και πως εκείνοι ήταν αστυνομικοί.
Καλό μου ημερολόγιο, εμένα μου φάνηκε πολύ αληθινός. Φορούσε τα ρούχα που φοράει πάντα, είχε λευκή γενειάδα και μεγάλη κοιλιά και το πρόσωπο του φαινόταν ήρεμο, όμως όλοι τον κρατούσαν επιθετικά.
«Μπαμπά, πάμε εκεί. Ο Άγιος Βασίλης χρειάζεται βοήθεια! Είναι Χριστούγεννα δεν έχουμε πολύ χρόνο», είπα.
Ο μπαμπάς μου χάιδεψε το κεφάλι και είπε πως είναι πολύ μακριά και πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου ότι εμείς θα τρώγαμε μπισκότα ενώ συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Είχα ταραχτεί πολύ και άρχισα να βουρκώνω. Νομίζω ότι ο μπαμπάς το κατάλαβε γιατί φώναξε τη μαμά να έρθει στο σαλόνι. Μόλις την είδα άρχισα να κλαίω και να νιώθω ένα περίεργο συναίσθημα σαν να βράζει το αίμα μου. Ήμουν πολύ νευριασμένος και λυπημένος.
«Μαμά…», μουρμούρισα, «κοίτα τι κάνουν στον Άγιο Βασίλη».
Η μαμά κοίταξε τον μπαμπά αυστηρά και εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. Δεν καταλάβαινα γιατί κανείς δεν έλεγε τίποτα και φαινόντουσαν τόσο ήρεμοι.
«Ελάτε πάμε στην κουζίνα να φάμε», είπε εκείνη.
Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν μιλούσα και τους κοιτούσα στα μάτια περιμένοντας να πούνε κάτι. Κανείς δεν έλεγε τίποτα. Τότε νευρίασα πιο πολύ και ρώτησα με δυνατή φωνή «ποιος τράβηξε αυτή τη φωτογραφία;»
Ο μπαμπάς είπε πως ίσως την τράβηξε κάποιος δημοσιογράφος ή κάποιος πολίτης που στεκόταν εκεί. Για λίγο ανακουφίστηκα γιατί σκέφτηκα πως ευτυχώς κάποιος ήταν εκεί κοντά για να βοηθήσει. Όμως, συνέχιζα να μην καταλαβαίνω τι ακριβώς γίνεται. Ήξερα πως οι γονείς μου αγαπάνε τον Άγιο Βασίλη όσο κι εγώ. Του αφήναμε μπισκότα και γάλα και μερικές φορές εγώ και η μαμά, του αφήναμε και δώρο κάτω από το δέντρο γιατί πίστευα πως είναι άδικο να φέρνει τόσα δώρα και να μην παίρνει ούτε ένα.
Η μαμά μου με κοίταξε και μου είπε να μην ανησυχώ. Πως ο Άγιος Βασίλης θα τα καταφέρει όπως τα καταφέρνει πάντα. Πως σε όλα τα παραμύθια κάποιος σώζει τα Χριστούγεννα και πως εμείς μπορούμε να βοηθήσουμε κάνοντας όμορφες σκέψεις. Αγαπάω πολύ τη μαμά μου, όμως σήμερα ένιωθα πως κάποιος της έχει κάνει μάγια και δεν έβλεπε καθαρά.
Τράβηξα το τάμπλετ και ξανακοίταξα την εικόνα με δάκρυα στα μάτια. Ευχήθηκα με όλη μου τη δύναμη να μπορούσα να είμαι εκεί για να σώσω τον Άγιο Βασίλη, ευχήθηκα να πάνε όλα καλά. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο παππούς. Έτρεξα και το πήρα από τα χέρια της μαμάς και του φώναξα «παππού, βοήθεια, ο Άγιος Βασίλης έχει μπελάδες και η μαμά και ο μπαμπάς δεν το βλέπουν γιατί τους έχουν κάνει μάγια».
Ο παππούς μου είπε ότι έρχεται αμέσως σπίτι, ευτυχώς έμενε απέναντι και έτσι ήρθε γρήγορα. Όταν έφτασε τον πήρα στο δωμάτιο μου, του έδειξα την φωτογραφία και του εξήγησα τι έχει συμβεί. Εκείνος νευρίασε πολύ και είπε «μείνε ήσυχος θα κάνω ό,τι μπορώ».
Δεν έφαγα κανένα μπισκότο σήμερα.
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Ο παππούς κράτησε την υπόσχεσή του. Σήμερα το πρωί που ξύπνησα βγήκα στο μπαλκόνι και είδα απέναντι στο σπίτι του παππού μου να κρέμεται ένα τεράστιο πανό που έγραφε: «Ας σώσουμε τον Άγιο Βασίλη, ας σώσουμε τις ψυχές των παιδιών μας, ας σώσουμε αυτόν τον κόσμο!».
Είδα και τη γιαγιά μέσα να μαλώνει τον παππού που κρέμασε το πανό στο μπαλκόνι να το βλέπει όλη η γειτονιά. Γέλασα λίγο και έφαγα τρία μπισκότα παρακολουθώντας τον κρύο αέρα να ανεμίζει το πανό στο μπαλκόνι.
Μαρία Δασκαλάκη