Βικτωρία Θεοδώρου – Τραγούδια Λυπητερά για τη μάνα μου

Εσύ μ’ έμαθες να γνοιάζομαι τα μικρά και τ’ αδύναμα

και να ομορφαίνω τη φτώχεια.

ΧΑΝΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΛΙΚΟΠΟΥΛΟΣ 1946

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΛΥΠΗΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ

 

Ήσουν μικρή δεμένη σαν το πετραμύγδαλο

χώραγες και στον ίσκιο του βασιλικού

βουνά κινούσες και ποτάμια διάβαινες για να ‘ρθεις

και να μου φέρεις ένα χάδι, ένα γαρύφαλο.

 

Στο ξύλο της τριανταφυλλιάς θα σκαλίσω τα πάθη σου

θα φτιάξω ένα κουτί να βάλω τη βέρα σου

οπού φαγώθηκε στην αλισίβα και στη σκούπα,

κι απαλοφέγγει σαν το τρίμερο φεγγάρι.

 

Μάνα των παιδιών
μάνα των πουλιώνε
μάνα των λουλουδιώνε
μανούλα μου
μάνα του σχολειού
μάνα της φυλακής
μάνα του πολέμου και του μόχτου
μανούλα μου.

Όρκο βαρύ έκανα κι αγύριστο
την ώρα που σου ρίχνανε το χώμα
να πολεμήσω για να μη μοχτούνε πια
και για να μη στενάζουνε οι μάνες σαν κι εσένα.

Στο σχολειό τα παιδιά θα ρωτήξουνε:

Πού ‘ναι η κυρά-Μαρία να σημάνει το διάλειμμα

πού ‘ν’ η κυρά-Μαρία να μοιράσει το ψωμί ;

Οι γειτόνισσες θα περιμένουν φως στο παραθύρι σου

ύστερα θα ξεχάσουνε,

Όμως για μένα η θύμησή σου θα ‘ναι φλόγ’ απέθαντη

και σάλπιγγα για το χρέος.

 

Πιάνω νερό να σαπουνίσω σε θυμάμαι

ασπρίζω συγυρίζω το σπίτι μας σε θυμάμαι

πιάνω να μαγειρέψω των παιδιών σε θυμάμαι,

Είσαι μες στα πλυμένα ρούχα που στεγνώνουνε στ’ αγέρι τής θάλασσας

 

Εσύ μ’ έμαθες να γνοιάζομαι τα μικρά και τ’ αδύναμα

και να ομορφαίνω τη φτώχεια.

Πνοή περνάνε και τ’ άψυχα με τα χέρια σου

τής Πάστρας και της Γαλήνης ανθός η σκούπα σου

σ’ εσένα ερχόνταν τα παιδιά με ματωμένα γόνατα να τα φιλέψεις, να τα πλύνεις.

 

Στο ξύλο της τριανταφυλλιάς θα σκαλίσω τα πάθη σου

τα κρύα χαράματα που ξεκινούσες για τη δουλειά

τη μοναξιά σου μπρος στο βόγγο του γιαλού

τη μοναξιά σου μπρος στον Πόνο και στο Χάρο.

 

Και πλάι στα χέρσα και στα πικρά θα σκαλίσω το χαμογέλιο σου

το πιο καλό κ’ ειρηνοφόρο γιατρικό του νου μου.

 

Άνοιγαν κλείνανε της φυλακής οι πόρτες

άρχιζε τέλειωνε το επισκεφτήριο, εσύ στέκουσουν

πάντα με το χαμόγελο να λαχταρά

να βγω απ’ το παραθύρι.

 

Όλα τα κάγκελα σε γνώριζαν και τα πεζούλια

όλα τα δέντρα κι όλα τα συρματοπλέγματα,

Ήσουν η πρώτη τα χαράματα, η τελευταία το βράδυ.

Ήσουν η πρώτη ν’ αγαπάς, να γνοιάζεσαι

η τελευταία ν’ απολαβαίνεις.

Ήσουν η γης όπου φυτρώσαμε

η ρίζα που μας βύζαξε και μεγαλώσαμε.

Για σένα θα ‘ναι πάντα η Δόξα κι η τιμή

γιατί μας γλίτωσες από λιμό κι από ντουφέκι.

 

Ήσουν μικρή μικρή και λεπτοκάμωτη

κι οι πόνοι σου βαριοί, άγριοι άνανδροι.

Ήσουνα για την ομορφιά, για τα παιδιά, για την Ειρήνη

κι έζησες μες στην πικρία

μες στο μόχτο μες στον πόλεμο.

 

Ό,τι ποθούσες λαχταράω,

αγαπώ ό,τι αγάπησες

ποτίζω το περιβόλι που πότιζες

Έχω τα χέρια σου, την καρδιά σου

δε σ’ έχασα.

Κοιμήθηκες, η γής σ’ αγγαλιάζει

Ζεις μέσα μου καθώς ο σπόρος στο λουλούδι

θα ζεις στο κορμί των παιδιών μου

μες στη χαρά και στην ειρήνη που θα ‘ρθει!

 

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s