Από το 2ο Τεύχος του περιοδικού Ραδάμανθυς
Το πρώτο φως της μέρας, προσπαθούσε δειλά να ζεστάνει το μικρό παιδικό δωμάτιο, εκεί που η νεαρή μάνα θήλαζε το νεογέννητο μωρό της. Οι κινήσεις της απαλές και όσο το δυνατόν πιο άηχες, όχι τόσο για το βρέφος, αλλά από φόβο μήπως ξυπνήσει τον σύντροφό της, ο οποίος κοιμόταν στη διπλανή κάμαρα. Είχε προηγηθεί άλλο ένα δύσκολο βράδυ. Το μωρό έκλαιγε και ήταν ανήσυχο αφού οι κολικοί δεν είχαν ακόμη σταματήσει. Όσο χαμομήλι και αν του είχε δώσει, όσο μασάζ και αν είχε κάνει στην κοιλίτσα του, δεν μπορούσε να σταματήσει το κλάμα του.
«Πάρε το και πήγαινε στο άλλο δωμάτιο, δεν με αφήνει να κοιμηθώ», της φώναζε. Πήρε τα απαραίτητα και μεταφέρθηκε στο παιδικό δωμάτιο το οποίο δεν είχε ακόμη ετοιμαστεί, κι έτσι κοιμήθηκε – όσο μπόρεσε – στην μικρή ψάθινη πολυθρόνα, βάζοντας το μωρό στο καρότσι του για να το κουνάει ώστε να αποκοιμηθεί κι αυτό.

Του έψησε ένα καφέ και με την πρόφαση πως θέλει να τακτοποιήσει το σπίτι, εκμεταλλευόμενη την ανοιξιάτικη λιακάδα έφυγε από την κουζίνα και άρχισε να βγάζει τα σκεπάσματα στον ήλιο. Γνώριζε εξάλλου πως θα απουσίαζε για λίγες ώρες, αφού ο περιορισμός στις μετακινήσεις είχε γίνει πλέον κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Αυτός βέβαια, κοκορευόταν ότι δεν τον ενοχλούσε τίποτα, ότι ήταν υπεράνω των νόμων και μπορούσε να κινείται ελεύθερα. Η πανδημία του κορωνοϊού είχε κρατήσει δισεκατομμύρια ανθρώπων κλεισμένους μέσα στα σπίτια τους. Κλεισμένους να πολεμάνε με έναν αόρατο εχθρό και τον φόβο για ένα αβέβαιο μέλλον.
Άκουσε τον κινητήρα του αυτοκινήτου και όταν απομακρύνθηκε αρκετά, τότε μόνο κατάφερε να πάρει μια βαθιά ανάσα ελευθερίας. Τακτοποίησε το σπίτι, έβαλε το φαγητό στον φούρνο, θήλασε το μωρό όπου ήρεμο πια απολάμβανε την αγκαλιά της. Είχε λίγη ώρα ακόμη μέχρι να επιστρέψει αυτός, είχε λίγη ώρα για το εαυτό της. Η ζωγραφική και το διάβασμα ήταν τα πράγματα που την ευχαριστούσαν και της άρεσε να κάνει, ήταν ο τρόπος διαφυγής της. Η παλέτα με τα χρώματα, της χάριζε τα ομορφότερα ταξίδια, όταν βυθιζόταν σ’ εκείνο το βαθύ μπλε της θάλασσας, το λαμπερό κίτρινο του ήλιου, το πολύτιμο ασημί του φεγγαριού, το φλογερό κόκκινο του πάθους, μα υπήρχαν φορές που την τρόμαζε το βαρύ μαύρο τ’ ουρανού, που της πλάκωνε την ψυχή. Ναυαγός σε μία ακτογραμμή γεμάτη από κοφτερά βράχια, ένιωθε πότε πότε δίπλα του, το αλάτι που μαζεύονταν στις λακκούβες, αδίκως πίστευε πως έδινε γεύση στη ζωή της. Μαύρος ουρανός την σκέπαζε, αισθανόταν πως δε γνώριζε χρησιμοποιήσει τον εξάντα που είχε κρυμμένο στην ψυχή της. Ο εξάντας που θα της έδειχνε μια νέα πορεία, όταν τα αστέρια θα έλαμπαν στον ουρανό της, γιατί όσο μαύρος κι αν είναι ο ουρανός, πάντα υπάρχουν αστέρια που μας οδηγούν σε άλλους δρόμους. Όσο κι αν την τρόμαζαν τα θεριεμένα κύματα που έσκαγαν στα πόδια της, μια μικρή φωνούλα της έλεγε πως έπρεπε να βουτήξει ανάμεσά τους και να τα δαμάσει ώστε να την οδηγήσουν σε μια χρυσαφένια αμμουδιά. Το πρώτο αστέρι που θα ακολουθούσε δεν ήταν άλλο από το λίγων μηνών βρέφος που είχε στην αγκαλιά της. Είχε καιρό να ζωγραφίσει, αφού σε μια ακόμη έκρηξη του θυμού του, της είχε καταστρέψει αρκετά από τα υλικά τα οποία χρησιμοποιούσε. Πήρε το βιβλίο από το ράφι, γιατί ήξερε πια, πως μόνο όταν ήταν μόνη της μπορούσε να διαβάζει. Βρήκε τον σελιδοδείκτη κάπου στην αρχή της ιστορίας, μιας ιστορίας που αν και διαδραματιζόταν αιώνες πριν, σ’ ένα νησί πολύ μακριά από την δική της όμορφη πόλη, αυτή τη Νύφη του Θερμαϊκού, είχε αρκετές ομοιότητες με τη ζωή της.

«… Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που οι Οθωμανοί ξεκίνησαν να πολιορκούν τον Χάνδακα για να τον κατακτήσουν, 1646 έλεγε το ημερολόγιο. Οι άνθρωποι βρίσκονταν κλεισμένοι στα τείχη του Μεγάλου Κάστρου, ο κρητικός αυτός πόλεμος έμελλε να κρατήσει σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια, μέχρι ο Χάνδακας να περάσει από τα χέρια των Ενετών, στα χέρια των Οθωμανών, που ήδη είχαν κατακτήσει τα Χανιά και το Ρέθυμνο. Αιώνες τώρα το νησί δεν είχε βρει ηρεμία, από τους λογής λογής κατακτητές που το καταπατούσαν. Κοντά στην πύλη Σαμπιονάρα, κοντά στη θάλασσα ήταν το σπίτι που έμενε το δεκαπεντάχρονο κορίτσι μαζί με τη μάνα της και τον πατέρα της. Ένας πατέρας–τέρας, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που χτυπούσε την ίδια και την αδύναμη πλέον μητέρα της. Δύο γυναίκες μόνες, που δεν είχαν που να μιλήσουν. Μέθυσος και βίαιος ερχόταν στο χαμηλό σπίτι και έβγαζε όλο το μίσος και την οργή του, πάνω στα δυο ταλαιπωρημένα πλάσματα που έβρισκε, κουρνιασμένα και φοβισμένα στη γωνιά της μικρής κουζίνας, αποκαμωμένες από τα μεροκάματα που έκαναν στο αρχοντικό ενός Ενετού. Ολημερίς καθάριζαν και ξεχορτάριαζαν τις αυλές του αρχοντόσπιτου για ένα ξεροκόμματο. Ήθελαν και οι δύο τους να είναι αόρατες, να μην τις βλέπει, να μη μπορεί να τις ακουμπήσει.
Ο μαύρος θάνατος, είχε για μια ακόμη φορά εμφανιστεί στο νησί. Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στο νησί, είναι γνωστές 22 μεγάλες επιδημίες. Από τις μεγαλύτερες ήταν αυτή το 1571 όπου η επιδημία της πανώλης αποδεκάτισε τον πληθυσμό του Μεγάλου Κάστρου. Δεν προλάβαιναν να θάβουν τους νεκρούς τους, μια καταστροφή ανυπολόγιστη για εκείνη τη γωνιά της Κρήτης. Τώρα για μια ακόμη φορά το νησί βρισκόταν στο έλεος του θανάτου. Τους νεκρούς τους πετούσαν έξω από τα τείχη, για να μεταδώσουν το θανατικό στους πολιορκητές του Κάστρου. Δεν έφτανε όμως μόνο η σκιά του Μαύρου Θανάτου, είχαν να αντιμετωπίσουν και την έλλειψη της τροφής, αφού η ανομβρία και η απαγόρευση της εισόδου από τις πύλες του Κάστρου, είχαν περιορίσει αρκετά την προμήθεια σιτηρών από τα γύρω χωριά. Στα χέρια της, ξεψύχησε η μάνα της, όταν για μια ακόμη φορά είχε δεχτεί το βίαιο και λερό κορμί του πάνω στο εξασθενημένο δικό της.
«Καλιά το είχα κόρη μου, να αποθάνω από πανούκλα παρά από αυτόν το θάνατο, εδά και είκοσι ολόκληρα χρόνια, από τότες που τον επαντρεύτηκα… Μόνο, γροίκα ήντα θα σ’ ορμηνέψω, να ‘μολάρεις, να γλυτώσεις από τα νύχια ντου. Εγώ ζωή δεν έχω μπλιό…».
Ατελείωτη άφησε την κουβέντα της η πονεμένη μάνα. Αγκαλιασμένη με το άψυχο κορμί της, την βρήκε το βράδυ, όταν άκουσε τη βραχνή φωνή του από τη χαμηλή κάμαρα.
«Απόθανε; Ήντα η πανούκλα την έκοψε; Σύρε να την βγάλουμε όξω να την κάψουμε μη μας εκολλήσει ούλους….», έλεγε με τη βροντερή φωνή του, και το χνώτο του βρόμαγε κρασί.

Αμίλητη η δεκαπεντάχρονη κοπέλα τον άκουσε και έκανε ότι της είπε. Ούτε την έθαψε, ούτε βρέθηκε παπάς να ψάλει την άμοιρη γυναίκα. Δεν ήξερε πόσα μερόνυχτα την έκλαιγε, όταν με μια βίαιη κίνηση την έριξε στο πάτωμα και δέχτηκε την ίδια βία που και η μάνα της δεχόταν τόσα χρόνια. Έμεινε κουλουριασμένη στο χωμάτινο πάτωμα, αγκάλιαζε το ίδιο της το κορμί και προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στον εαυτό της, καθώς δυο ματωμένα ρυάκια χάραζαν γραμμές στα αδύναμα πόδια της. Αρκετή ώρα αργότερα, και όταν ακουγόταν μόνο ο απαίσιος ήχος από τη βαριά ανάσα του και η ξινίλα του ιδρώτα του έλουζε την κάμαρη, άνοιξε την πόρτα του χαμηλού σπιτιού, όπου βγήκε στην αμμουδερή ρούγα που οδηγούσε στο λιμάνι. Ο πρωινός αέρας ανακατεμένος με την υγρασία της θάλασσας που απλωνόταν πάνω από τις φτωχικές γειτονιές ήταν για το μικρό απροστάτευτο κορίτσι, αέρας λυτρωτικός. Μικρός και απροστάτευτος κι αυτός ο προμαχώνας, όπου χρόνια αργότερα από μια εσωτερική προδοσία το Μεγάλο Κάστρο θα έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών. Σε λίγο θα ξημέρωνε, τα χρώματα της ανατολής έπαιρναν τη θέση τους στον κρητικό ουρανό, παραμερίζοντας την μαυρίλα της άγριας εκείνης νύχτας, μα ούτε που την ένοιαζε.
Στα αφτιά της άκουγε μόνο την ορμήνια που της έδωσε η μάνα της, να φύγει δηλαδή όσο πιο μακριά γινόταν. Ο φόβος του θανατικού είχε ερημώσει τους δρόμους, δεν κυκλοφορούσε κανείς και όσοι κυκλοφορούσαν ήταν ρακένδυτοι ζητιάνοι ή ετοιμοθάνατοι, σκιές του εαυτού τους, δεν σίμωναν με όσους αντάμωναν. Αυτό την βοήθησε, αφού κανείς δεν θα την έβλεπε, κανείς δεν θα γνώριζε προς τα πού πήγε. Ήταν μια καλή ευκαιρία να χαθούν τα ίχνη της…».
Το μωρό ακόμη κοιμόταν, όταν άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα και βιαστικά έκλεισε το βιβλίο της.
«Πάλι διαβάζεις;» της είπε μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι. «θα κοιμάσαι μαζί του, στο άλλο δωμάτιο. Τα βράδια θέλω να κοιμάμαι και όχι να ακούω το κλάμα του. Εξάλλου και μαζί μου που κοιμάσαι μήπως κάνεις και τίποτα; Ανέραστη και κρύα είσαι»
Άκουγε τα λόγια του και προσπαθούσε να μείνει ήρεμη για να μην προκαλέσει φασαρία, ώστε να μην ξυπνήσει το παιδί. Του σέρβιρε το φαγητό και βρίσκοντας πάλι μια δικαιολογία αποχώρησε από την κουζίνα.
Όλες αυτές τις μέρες του εγκλεισμού γινόταν όλο και πιο βίαιος, κάθε του κουβέντα και μια προσβολή, μέχρι που η σταγόνα ξεχείλισε το ποτήρι. Το φαγητό δεν ήταν κατά τη γνώμη του, καλομαγειρεμένο. Για πότε γύρισε η κατσαρόλα στο πάτωμα, τα πιάτα με την κόκκινη σάλτσα να έχουν απλωθεί σαν ματωμένοι στρατιώτες στον πάγκο και στον τοίχο, ούτε που πρόλαβε να το καταλάβει. Το χτύπημα στο πρόσωπο, της άφησε σημάδι που το είχε για αρκετό καιρό, όπως και το άλλο στη βάση του λαιμού.
Συμμάζεψε αμίλητη την κουζίνα και περίμενε να φύγει αυτός. Έβαλε σε μια τσάντα μερικά δικά της ρούχα και του μωρού. Όταν άκουσε πάλι τον κινητήρα του αυτοκινήτου και κατάλαβε ότι απομακρύνθηκε, έβαλε γρήγορα το μωρό στο καρότσι και βγήκε στον δρόμο. Ήξερε ότι κάπου κοντά θα συναντούσε κάποιο περιπολικό, πράγματι, στην επόμενη στροφή εντόπισε ένα σταθμευμένο όχημα της αστυνομίας. Τους πλησίασε και έδειξε τα χτυπήματα στο κορμί της…. αυτά στην ψυχή της ήταν βαθύτερα.
Κων/να Χαριτάκη
Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΤΕΙ – Εκπαιδευτικός
Ιστορίες προσφυγιάς, απ’ την Κρήτη προς τη Σύρο, στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώνουν με μια «Ίσαλο Γραμμή», την προσφυγιά του σήμερα, απόρροια της κλιματικής αλλαγής και των πολέμων στη Μεσόγειο. Πόσο διαφορετικές και πόσο ίδιες μπορούν να γίνουν οι ιστορίες των ανθρώπων που βρέθηκαν μεσοπέλαγα ψάχνοντας για τη δική τους «Ιθάκη»…
Διαβάστε περισσότερα: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/konstantina-charitaki-isalos-grammi/
«Με το βιβλίο της Κωνσταντίνας ταξιδεύεις, νιώθεις ότι περπατάς στα πολυτραγουδισμένα σοκάκια των Χανιών αλλά και της Ζακύνθου, βλέπεις με τα μάτια των ηρώων του βιβλίου, τα ιστορικά κτίρια και μαθαίνεις την ιστορία τους. Ακούς να τραγουδιέται ο Ερωτόκριτος, χορεύεις μαζί τους ηρωικούς χορούς, όπως τον πεντοζάλη, αλλά και ερωτικούς, όπως τη σούστα και στο τέλος παίρνεις και ένα μάθημα ζωής«, Μαρία Καλουδάκη, φιλόλογος.
Διαβάστε περισσότερα: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/konstantina-charitaki-simeio-miden/