Αγγελική Μπεμπλιδάκη – Ενθύμιον μνήμης

…Τ’ αστέρι του βοριά
Θα φέρει η ξαστεριά
Μα πριν φανεί μέσα από το πέλαγο πανί
Θα γίνω κύμα και φωτιά
Να σ’ αγκαλιάσω ξενιτιά…*

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Από τος 2ο Τεύχος του περιοδικού Ραδάμανθυς

Και ποιος άλλος δικαιούται να την αγκαλιάσει την ξενιτιά παρά εκείνος που πληγώθηκε απ’ αυτήν; Εκείνος που έχασε σε τρυφερότατη ηλικία τον πατέρα-προστάτη μέσα στο πλοίο που οδηγούσε προς την γη της επαγγελίας; 

Σ’ όλη του τη ζωή θυμάται: Τη  μάνα να τους ντύνει με τα καλά τους τα γιορτινά φορέματα, για να πάνε να επισκεφτούν τους καινούργιους θείους. Μόλις είχαν πάρει γράμμα από την κόρη τους, που ο πατέρας είχε συνοδέψει πριν ένα μήνα στην Αμερική για να την παντρέψει με τον αδελφό του. Πήγαν για να μάθουν τα χαρμόσυνα. Να συγχαρούν τους συμπεθέρους και να δεθούν τα σόγια. Μα γι’ αυτούς, τον πεντάχρονο Νίκο, την μικρούλα Κωνσταντίνα και την νεότατη μάνα, τα νέα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Αρρώστησε λέει ο κύρης ο πρωτοπόρος μέσα στο καράβι και πέθανε. Ούτε να τ’ ανάψουν ένα καντήλι δεν γίνεται, γιατί το σώμα του κηδεύτηκε μέσα στο πλοίο με συνοπτικές διαδικασίες και πετάχτηκε στην θάλασσα. Δεν γινόταν να υπάρχει νεκρός μέσα σε τόσο ανθρωπομάνι κι ας ήτανε η στεριά κοντά, δίπλα. Δυο μερόνυχτα δρόμος.

Η Μητέρα άκουσε τα μαντάτα ανέκφραστη. Μετά έπιασε τα χεράκια των παιδιών της και σιωπηλή γύρισε στο σπίτι. Στην αυλή παραίτησε τα χέρια. Τα παιδιά μείνανε έξω. Αυτή  πέρασε μόνη της την πόρτα. Την έκλεισε πίσω της και μετά μακριά πια από τα μάτια και τα αυτιά του χωριού, άδειασε. Άφησε τη φωνή που κρατούσε όλη αυτή την ώρα φυλακισμένη, να ξεχυθεί. Τα  στεγνά ως τα τώρα μάτια, να πλημμυρίσουν. Παραμέρισε  το μαντήλι από το κεφάλι και τράβηξε τις τρίχες. Να ξεριζωθούν.  Έσυρε τα νύχια στο πρόσωπο να τραβήξουν το δέρμα να το βγάλουν. Να αισθανθεί τον σωματικό πόνο, ως το μεδούλι. Να ισοφαρίσει με την παγωνιά που της είχε πετρώσει την καρδιά. Από τότε, λένε, του έμεινε του ποιητή, ένα τρέμουλο στα χέρια. Κι ένας ενδόμυχος φόβος μη τυχόν χαθεί και η μάνα, ξαφνικά, σαν τον πατέρα. Γι’ αυτό την περίμενε σκαρφαλωμένος στο παραθυράκι του οντά κάθε απομεσήμερο να γυρίσει από τα χωράφια. Μόλις την έβλεπε  από μακριά,  γύριζε στην μικρότερη και φώναζε θριαμβευτικά: Νάτη νάτη έρχεται!

Μεγάλωσε και τράνεψε ο μικρούλης από την Ασέα της Αρκαδίας. Έφυγε από τον γενέθλιο τόπο και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα. Εξ αρχής φάνηκε το τάλαντό του το ποιητικό. Έγραφε λοιπόν. Έγραφε, μετέφραζε.  Άλλαζε τον κόσμο  με τον λόγο του. Σήμερα τον ξέρουμε για τους στίχους του που μας ανέθρεψαν. Για τον τρόπο που μας έμαθε να καταλαβαίνουμε και να τραγουδούμε την ποίηση. Για τον τρόπο που πάντρεψε δύσκολα νοήματα και τρόπους έκφρασης με την παράδοση και το λαϊκό. Τον ξέρουμε για το πώς μας κοινώνησε δύσκολες έννοιες με τον απλούστερο, μα όχι απλοϊκό τρόπο, για το πώς μας περιέγραψε πολύ σύνθετες καταστάσεις με δυο κουβέντες. Τον ξέρουμε και για τις θρυλικές παρέες του. Στο πατάρι του Λουμίδη, στου Φλόκα. Με ανθρώπους άλλους σαν κι αυτόν.  Τον Χατζηδάκη, τον Ελύτη, τον Τσαρούχη. Πνευματικά θηρία της γενιάς τους. Πήγαιναν κι άλλοι, νεότεροι, στα στέκια τους.

-Εσείς τι τους λέγατε; Ρωτήσανε κάποιον από αυτούς.

-Εμείς; Εμείς δεν λέγαμε τίποτα. Ακούγαμε μόνο. Και σπουδάζαμε.

Γι’ αυτό όταν ακούω κάποιους ν’ αναρωτιούνται αν ο Γκάτσος ήταν ποιητής ή απλός στιχουργός γελώ. Για μένα το ερώτημα έχει απαντηθεί εξ αρχής. Γιατί αν δεν είναι ποιητής αυτός που βάζει το αποτύπωμά του, σημαδεύει και διαμορφώνει,  ποιος είναι; Αν δεν είναι αυτός που ταυτίζεται με τον πόνο του κοσμάκη, τον κάνει λυγμό μα και γιορτή, τότε ποιος είναι; Αν δεν είναι αυτός που ψυχανεμίζεται και προφητεύει, που  δίνει παρηγοριά κι ελπίδα, ποιος άλλος μπορεί να είναι;

Δική τους είναι μια φλούδα γης,
Μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς
Για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα
Απ’ το τσακάλι και την αρκούδα.**

*Τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη σε στίχους του Ν. Γκάτσου γραμμένο για την κινηματογραφική ταινία του Ελία Καζάν Αμέρικα Αμέρικα (1963).

**Στίχοι του Γκάτσου από το τραγούδι «Τσάμικος» πάλι σε μουσική Χατζηδάκη.

 

Και ολίγα βιογραφικά

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1911 στην Κάτω Ασέα Αρκαδίας και πέθανε στις 12 Μαΐου 1992 στην Αθήνα.

Ο πατέρας του υπήρξε ο πρώτος μετανάστης από την περιοχή στις Ηνωμένες πολιτείες. Πηγαίνοντας  το 1916 με πλοίο στην Νέα Υόρκη, για να συνοδεύσει μια κοπέλα από το χωριό  νύφη στον αδελφό του, έπαθε πνευμονία πάνω στο καράβι. Δυο  μέρες πριν φτάσουν στον προορισμό τους πέθανε και τον πέταξαν στην θάλασσα.

Στην εφηβεία, στην μεγαλύτερη πόλη την Τρίπολη, που πήγε για να συνεχίσει το σχολείο ανακάλυψε το θέατρο, τον κινηματογράφο και… τα βιβλιοπωλεία. Οι  ενασχολήσεις του αυτές τον κρατούν ξύπνιο τα βράδια. Το πρωί στο σχολείο κοιμάται. Οι μαθητικές του επιδόσεις πέφτουν κατακόρυφα. Μα πάντα τα καταφέρνει να περνάει τις εξετάσεις  γράφοντας ποιήματα σε γνήσιο παλαμικό ύφος. Διαβάζει τα πάντα. Ακούει τα πάντα. Καταγράφει τα πάντα. Και δεν ξεχνά τίποτα.

Είκοσι χρονών μετακομίζουν οικογενειακώς στην πρωτεύουσα για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Φιλοσοφική. Δημοσιεύει τα πρώτα ποιήματα και γνωρίζεται με κάποιους το ίδιο ανήσυχους μ’ αυτόν, νεαρούς. Σαν τον Οδυσσέα Αλεπουδέλη (Ελύτη) και τον Νάνο Βαλαωρίτη. Τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο. Αναγνωρίζονται μεταξύ τους, οσμίζονται την πνευματική συγγένεια. Στήνονται  οι πρώτοι φιλολογικοί κύκλοι, συζητάνε για υπερρεαλισμό, για τα ρεύματα της εποχής και απαγγέλλουν τα έργα τους ενώπιον όλων.

Ο πόλεμος διασκορπίζει τις παρέες. Άλλοι σκοτώνονται, άλλοι τραυματίζονται. Ο Γκάτσος ως προστάτης οικογενείας παραμένει βοηθητικός στα μετόπισθεν. Το 1943 δημοσιεύει το έργο του «Αμοργός». Ο μύθος λέει πως την έγραψε μέσα σε μια νυχτιά. Παρ’ όλο το όνομά της, η δημιουργία δεν έχει σχέση με το νησί. Είναι ένας τόπος ουτοπικός. Η ομήγυρης εκπλήττεται πώς τα κατάφερε να παντρέψει τον υπερρεαλισμό με την παράδοση και το λαϊκό. Οι κριτικοί που δεν τον καταλαβαίνουν, τον λοιδορούν.

Απτόητος μαθαίνει μόνος του Ισπανικά γιατί θέλει να διαβάσει Λόρκα στο πρωτότυπο. Ένας  φίλος του καπετάνιος, του φέρνει από την Αργεντινή ένα αντίτυπο του Ματωμένου Γάμου.

 «Ο Γκάτσος δεν μετάφρασε την ποίηση του Λόρκα. Ο Γκάτσος έγραψε ποίηση πάνω στην ποίηση του Λόρκα», υποστήριζε ο Μάνος Χατζηδάκης.

Ενόσω ζούσε δεν δημοσίευσε άλλο ολοκληρωμένο ποιητικό έργο. Μόνο την «Αμοργό» και 2-3 ακόμα σκόρπια ποιήματα. Κάποιοι υποστηρίζουν πως δεν χρειαζόταν γιατί τα είχε πει όλα σ’ αυτήν. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν περιττό και φλύαρο. Κάποιοι άλλοι πως δεν μπορούσε να φτάσει ξανά σε τέτοιο ύψος έκφρασης. Έγραψε όμως στίχους για πάνω από 350 τραγούδια.  Τα περισσότερα πασίγνωστα και πολυτραγουδισμένα. Χάρτινο το φεγγαράκι, μυρτιά, σε πότισα ροδόσταμο, ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη, μάτια βουρκωμένα, Κεμάλ, ο Γιάννης ο φονιάς, το δίχτυ, γεια σου χαρά σου Βενετιά… Συγχρόνως μεταφράζει θεατρικά και ποιητικά έργα  και σκηνοθετεί  για το ραδιόφωνο.

Η παρέμβαση του Γκάτσου άλλαξε ριζικά τα δεδομένα του λόγου στο ελληνικό τραγούδι, κατά πως λένε οι πιο ειδικοί από εμένα. Ήταν ο πρώτος ποιητής που ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη στιχουργική, αναβαθμίζοντας τον ρόλο και την υπόστασή της συγκεκριμένης ιδιότητας. Μετέφερε στο τραγούδι την υψηλή αισθητική, την τεχνική αρτιότητα και την πρωτοπορία της γραφής του.

Του αναγνωρίζουν πως σημάδεψε το Ελληνικό τραγούδι. Κατάφερε να μπάσει τον υπερρεαλισμό και την ποίηση μέσα στον στίχο και να την κάνει κτήμα του κοσμάκη.

Γι’ αυτό και οι γνώστες υποστηρίζουν  πως το ελληνικό τραγούδι χωρίζεται στην προ και την μετά τον Γκάτσο εποχή.

                                Αγγελική Μπεμπλιδάκη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ


 

 

 

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s