Η Μαρία της Αντίστασης στο Ηράκλειο της Κατοχής

Απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη

«Τα δυο πουγκιά», Εκδόσεις Ραδάμανθυς

…Μια νύχτα, στις 24 του Μάρτη έγινε η συνάντηση δυο καπεταναίων της Αντίστασης, κάπου στο βουνό. Μαζί τους είχαν από έναν έμπιστο νέο άντρα.

«Έφερα μαζί μου τον καλύτερό μου».

«Κι εγώ το ίδιο έκανα».

«Λοιπόν, να μη χρονοτριβούμε. Θα γίνουν όλα όπως τα συμφωνήσαμε».

«Ναι. Θα παραλάβουν το στεφάνι δίπλα από το μαχαιράδικο του Μπογοσιάν. Ξέρει ο Χρήστος».

«Να προσέχετε! Αύριο είναι η εθνική γιορτή. Οι Ηρακλειώτες πρέπει να δουν στεφανωμένο το άγαλμα. Ν’ ανέβει το ηθικό τους. Ν’ αναθαρρέψει ο κόσμος. Τα όπλα θα βγούνε, μόνο εάν κινδυνέψει η ζωή σας. Για κανέναν άλλο λόγο».

Η απόσταση ήταν δυο ώρες ποδαρόδρομος. Τα Γερμανικά μπλόκα τριγυρίζανε μέσα στο σκοτάδι. Τα παλικάρια γνώριζαν καλά τα κατατόπια στην πόλη και ξεγλιστρούσαν σαν σκιές, χωρίς να τους πάρουν είδηση οι φρουροί. Μόλις έφτασαν στο συμφωνημένο μέρος είπαν το σύνθημα: «Καλά στέφανα».

«Να μας ζήσουνε», απάντησε μια φωνή κι η πόρτα άνοιξε.

Ηράκλειο λιμάνι.png«Καλώς τους. Να προσέχετε πολύ. Οι Γερμανοί γεμίσανε τον τόπο με στρατιώτες λόγω της αυριανής γιορτής. Σπρώξτε αυτή την πέτρα. Από εδώ θα μπείτε. Μόλις βγείτε απ’ την άλλη μεριά, θα τη σπρώξω να ξαναπάει στη θέση της. Αυτό είναι ένα παλιό μυστικό πέρασμα που σίγουρα δεν το γνωρίζουνε. Θα περάσετε από τα τείχη και θα μπείτε στην πόλη. Πάρτε και το στεφάνι».

Γερμανοί φρουροί είχαν ανάψει φωτιά στο δρόμο για να ζεσταθούν και μιλούσαν μεταξύ τους. Έτσι, δεν πήραν είδηση τις δύο σκιές που σύρθηκαν στο δρόμο. Τα δυο παλικάρια βρίσκονταν τώρα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας, μια περιοχή που ο Χρήστος την γνώριζε πολύ καλά.

«Νίκο», ψιθύρισε, «θα πάω εγώ από δεξιά. Εσύ μείνε λίγο πίσω να καλύπτεις τα νώτα μας».

«Εντάξει. Πήγαινε. Θα σε καλύπτω».

Προχωρούσαν προσεκτικά ανάμεσα από τα ερείπια που είχαν αφήσει οι γερμανικοί βομβαρδισμοί. Συρθήκανε ανάμεσα από χώματα, τούβλα, ξύλα, σπασμένα γυαλικά και λαμαρίνες. Πλησιάζανε τώρα στο πιο δύσκολο σημείο, κοντά στον κεντρικό δρόμο. Εκεί στάθμευε ένα τεθωρακισμένο και ο τόπος φωτιζόταν από προβολέα. Για να περάσουν είχαν σχεδιάσει έναν αντιπερισπασμό, ο οποίος όμως δεν εξαρτιόταν από τους ίδιους.

«Αργεί», είπε ψιθυριστά ο Νίκος.

«Θα περιμένουμε όσο πρέπει. Εδώ, μέσα στα χαλάσματα, δεν έχουμε κίνδυνο», αποκρίθηκε ο Χρήστος.

Οι φρουροί βημάτιζαν με κοφτές, απότομες κινήσεις πάνω-κάτω για να ζεσταθούν. Πού και πού σταματούσαν και κουβεντιάζανε για λίγο, ώσπου να συνεχίσουν το περπάτημα στον ίδιο εκνευριστικό ρυθμό, πέρα-δώθε. Κάποιες στιγμές ακούγονταν τα γέλια των φρουρών. Πιθανώς διηγούνταν κάποιο «κατόρθωμα» ή έλεγαν ένα αστείο για να περάσει η βραδιά. Ένας θόρυβος από μία σκουριασμένη εξώπορτα ακούστηκε κι αμέσως τράβηξε την προσοχή των φρουρών. Πλησιάσανε και οι δυο τους προς το σπίτι απ’ όπου ακούστηκε ο ήχος της πόρτας. Μαζί τους ήταν και ο υπεύθυνος του μπλόκου, ο Κουρτ Χάμαν.

«Γκια σου Μαρία. Τι συμβαίνει;» ρώτησε με σπαστά ελληνικά.

«Τίποτα Κουρτ. Μου τελείωσαν τα σπίρτα και ο πατέρας μου κρυώνει», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή που φαινόταν γνώριμη στους στρατιώτες.

«Ξέρω! Πάρε», της είπε και πλησίασε κοντά της.

«Ευχαριστώ Κουρτ. Θα σου τα επιστρέψω μόλις ανάψω τη σόμπα».

«Νάιν. Κράτα ντικά σου».

«Μα, δεν είναι σωστό».

«Νάιν. Σωστό. Κράτα εσύ ντικό σου».

Όση ώρα οι Γερμανοί ήταν απασχολημένοι με τη Μαρία, οι δύο νέοι κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν από το μπλόκο, χωρίς να τους πάρουν είδηση οι φρουροί.

Το σχέδιο της Αντίστασης είχε προετοιμαστεί μεθοδικά εδώ και αρκετό καιρό. Η Μαρία ήταν μέρος του σχεδίου, όπως ο Νίκος, ο Χρήστος, κι ακόμα ένα ζευγάρι πατριωτών, ο Ανδρέας και η Πασιφάη που έμεναν σ’ ένα σπίτι το οποίο απείχε περίπου πενήντα μέτρα από το άγαλμα. Τα μπλόκα στήνονταν καθημερινά στις 6.30 το απόγευμα, μέχρι το πρωί την ίδια ώρα. Οι φρουροί και οι επικεφαλείς άλλαζαν σπάνια, γιατί οι ιθύνοντες ήθελαν να τοποθετούνται άτομα τα οποία θα εξοικειώνονταν σταδιακά με τον τόπο και με τους κατοίκους της περιοχής, ώστε να κάνουν αποτελεσματικότερο έλεγχο.

16194940_1385695454807996_137153423136802133_n
Ζαχαρίας Κατσακός (αριστερά) και Γιώργος Ηλιάδης, από τη παρουσίαση του βιβλίου στο Ηράκλειο

Ο Κουρτ Χάμαν, ο υπεύθυνος του κρίσιμου μπλόκου, είχε δύο μεγάλα πάθη: τη μουσική και τις ωραίες γυναίκες. Ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας, ψηλός, εκφραστικός, έμοιαζε με σταρ του κινηματογράφου. Έδειχνε να παίρνει τον πόλεμο στ’ αστεία και φερόταν πολύ οικεία και φιλικά σε στρατιώτες και σε κατοίκους. Ο ίδιος μιλούσε πολύ για τον εαυτό του κι έτσι δεν ήταν δύσκολο να μάθει κάποιος την ιστορία του. Άνθρωπος με ευαίσθητο ψυχικό κόσμο, με σπουδές στη μουσική ακαδημία της Βιέννης, περίμενε τη στιγμή που θ’ αναλάμβανε Αρχιμουσικός. Κάτι που θα είχε γίνει αν ο Χίτλερ δεν αποφάσιζε να εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία τρεις μέρες πριν λάβει ο Κουρτ το διορισμό του. Αν λοιπόν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, τώρα θα βρισκόταν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, να τριγυρίζει στα καφέ και στα εστιατόρια με ωραίες Βιεννέζες και θα έμενε στο πατρικό του, ένα αρχοντικό στα περίχωρα της πόλης μόλις δέκα λεπτά απόσταση με το αυτοκίνητο που του είχε χαρίσει ο πατέρας του για τα γενέθλιά του. Τα πρωινά του θα τα περνούσε μαζί με άλλους μουσικούς και δυο φορές την εβδομάδα θ’ ανέβαινε στο αγαπημένο του πόντιουμ για να ερμηνεύσει στο πιάνο τα έργα του Μπετόβεν, του Λιστ, του Μπαχ και του Μότσαρτ. Το όνομα του Κουρτ, ανάμεσα στους συναδέλφους του ήταν Ντερ Πιάνο Γκοτ και είχε προκύψει μέσα από πειράγματα για τις διθυραμβικές κριτικές του γερμανικού τύπου που ήταν αφιερωμένες στον ίδιο.

«Περασμένες εποχές! Θα ξανάρθουν;» αναρωτιόταν.

Ο πατέρας του προσπάθησε, σαν ανώτερο στέλεχος της Βέρμαχτ, να μεσολαβήσει για να αλλάξει τη διαταγή που έστελνε τον Κουρτ στην Αθήνα αλλά έλαβε την αφοπλιστική απάντηση πως: «η Ελλάδα δεν είναι Ανατολικό μέτωπο ούτε καν Αφρικανικό. Δεν υπάρχουν λόγοι ανησυχίας».

Έτσι βρέθηκε αρχικά στην Αθήνα κι αφού εξάσκησε κάπως την ελληνική γλώσσα, κρίθηκε σκόπιμο να σταλεί στο Ηράκλειο. Μια μέρα, το τζιπ στο οποίο επέβαινε λίγο έλειψε να χτυπήσει κάποια κοπέλα που περπατούσε αμέριμνη στο δρόμο μαζί με τις φίλες της. Η κοπέλα αυτή ήταν η Μαρία.

Ο Κουρτ κεραυνοβολήθηκε από την ομορφιά της νεαρής και διέταξε τον οδηγό να την ακολουθήσει διακριτικά, αφού πρώτα επεδίωξε να της προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Μόλις διαπίστωσε πως η Μαρία έμενε στο σπίτι που συνορεύει με ένα από τα σημείου ελέγχου, τα οποία είχαν στήσει οι Κατοχικές αρχές στην πόλη, ζήτησε να αναλάβει εκείνος υπεύθυνος στο συγκεκριμένο μπλόκο. Ο διοικητής απόρησε γιατί θεωρούσε πως μια τέτοια θέση δεν ήταν αρμόζουσα για τα προσόντα του, αλλά τελικά, μπροστά στην επιμονή του Κουρτ, υποχώρησε. Έτσι κατάφερε να συναντήσει και πάλι τη Μαρία.

%ce%b5%ce%be-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bf%cf%80Η κοπέλα είχε μυηθεί στην Αντίσταση από τον πατέρα της. Απόστρατος ταγματάρχης του πεζικού εκείνος, είχε πάρει μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία και στην απώθηση των Ιταλών πάνω στα βουνά της Αλβανίας. Από εκεί έπαθε βαριά κρυοπαγήματα και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, αλλά με τον καιρό ανάρρωσε χωρίς όμως να επανέλθει πλήρως η υγεία του. Ο πόλεμος γι’ αυτόν είχε τελειώσει νωρίς αλλά δεν έλεγε να δεχθεί την υποδούλωση της πατρίδας κι έτσι ήταν από τους πρώτους που συνέβαλαν στη συγκρότηση αντιστασιακών πυρήνων. Μπορεί να μην είχε πλέον τη δυνατότητα να εκτεθεί σε συνθήκες μάχες λόγω της εύθραυστης υγείας του, είχε όλες τις δυνατότητες όμως να αναλάβει επιτελικό ρόλο, να σχεδιάζει και να οργανώνει σημαντικά ζητήματα της Αντίστασης με άλλους τρόπους. Στις συνθήκες του πολέμου ένα από τα ισχυρότερα όπλα είναι οι πληροφορίες κι αυτό ήταν κάτι που ο πατέρας της Μαρίας το γνώριζε καλά. Βλέποντας λοιπόν τον Κουρτ να γυροφέρνει την κόρη του κάθισε και κουβέντιασε μαζί της. Η Μαρία και η μητέρα της αρχικά σάστισαν.

«Τι θα πούνε οι γείτονες που θα τη βλέπουν να χαριεντίζεται με ναζί; Και πως είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν θα της κάνει κακό αυτός; Αυτοί είναι εξουσία τώρα. Μ’ ένα τους νεύμα σκοτώνουν όποιον θέλουν».

«Αν ήταν τέτοιος θα το είχε ήδη πράξει γυναίκα, για να την πάρει. Έχω πληροφορίες που λένε ότι αυτός είναι ένας αδύναμος κρίκος. Η Μαρία ξέρει μέχρι που πρέπει να οδηγεί κάθε φορά τα πράγματα. Να της έχεις κι εσύ περισσότερη εμπιστοσύνη. Θα τα καταφέρει. Έχει στρατιωτικό μυαλό. Όσο για τους γείτονες… ας πουν ό,τι θέλουν! Όταν μάθουν κάποτε πώς όλα γίνονταν για τη λευτεριά της πατρίδας, τότε θα καταλάβουν και θα μας ζητάνε συγνώμη. Η Ιστορία κρίνει… όχι οι άνθρωποι. Και η Ιστορία ξέρει πως η Μαρία θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για τη λευτεριά».

Έτσι η Μαρία άρχισε να ανταποκρίνεται διστακτικά και με σαφή όριο στο διακριτικό κάλεσμα του Κουρτ. Η ζωή της όμως γινόταν πλέον αφόρητη. Οι άνθρωποι της γειτονιάς αποστρέφαν πλέον το βλέμμα τους όταν περνούσε από μπροστά τους και σιγά-σιγά την εγκατέλειψαν ακόμα και οι συμμαθήτριές της. Το φορτίο που κουβαλούσε έμοιαζε πλέον βαρύ και ασήκωτο.

Πενήντα μέτρα από το άγαλμα βρισκόταν το διώροφο σπίτι του Ανδρέα και της Πασιφάης. Εκείνος ήταν αρχιτέκτονας, σπουδαγμένος στη Γερμανία και είχε επιστρατευθεί πολλές φορές από τις αρχές κατοχής για να βοηθήσει σε διάφορα έργα. Οι ναζί τους καλούσαν αρκετές φορές σε χοροεσπερίδες που διοργάνωναν. Εκεί έμαθαν για το ταλέντο του Κουρτ στο πιάνο και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, γεγονός που τον έκανε στόχο για την Αντίσταση, ενεργά μέλη της οποίας ήταν το ζευγάρι Ανδρέας και Πασιφάη. Το ζευγάρι είχε αποκτήσει σχέσεις με υψηλόβαθμους αξιωματικούς και ήταν υπεράνω υποψίας. Η άνεση του Ανδρέα με τα γερμανικά και τα εντατικά μαθήματα που παρέδωσε στην Πασιφάη, έπιασαν τόπο. Το σπίτι τους φιλοξενούσε ναζί επανειλημμένως, με αποτέλεσμα να απομονωθούν από τους υπόλοιπους κατοίκους. Κάποιοι έγραψαν με μπογιά έξω από το σπίτι τους: «προδότες θα πεθάνετε». Σε αυτό το σπίτι κρύφτηκαν, ώσπου να αρθεί η απαγόρευση κυκλοφορίας, ο Νίκος και ο Χρήστος, αφού πρώτα στεφάνωσαν το άγαλμα. Νωρίς το πρωί, 25η Μαρτίου, οι επιστρατευμένοι εργάτες που πηγαίναν στη δουλειά, αντίκρυσαν το στεφάνι πάνω στο άγαλμα. Οι Γερμανοί τα έχασαν και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πώς συνέβηκε κάτω από τη μύτη τους μια τέτοια πράξη.

Η Μαρία, ο Ανδρέας και η Πασιφάη δεχόντουσαν για καιρό τη χλεύη των συμπατριωτών τους, μα το χειρότερο για τους ίδιους δεν ήταν αυτό. Ήταν το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να εκδηλώσουν φανερά τη χαρά τους για όσα είχαν ήδη προσφέρει στον αγώνα για τη λευτεριά. Το στεφάνι πάνω στο άγαλμα εκείνο το πρωινό, έγινε το σινιάλο που οδήγησε στη διεύρυνση της Αντίστασης με νέα μέλη για το πλάτεμα των γραμμών της και την ενίσχυση του δικτύου της μέσα και έξω από την πόλη…

 © Γιώργος Ηλιάδης, Εκδόσεις Ραδάμανθυς

Για παραγγελίες του βιβλίου συμπληρώστε τη φόρμα επικοινωνίας ή καλέστε στο 6983091058

Τιμή για εσάς: 14,4 € + έξοδα αποστολής

Το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη, «Τα δυο πουγκιά», καλύπτει χρονικά την περίοδο από τις αρχές του 20ου αιώνα, έως και τη δεκαετία του ’70 περίπου. Μεγάλο τμήμα του βιβλίου αφορά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση στην Κρήτη. Αποσπάσματα που έχουμε δημοσιεύσει κατά καιρούς, όπως ο σατιρικός διάλογος Χίτλερ-Γκαίρινγκ , το δραματικό «μνημόσυνο στο Μάλεμε», το απόσπασμα για τη Μάχη της Κρήτης, αποτελούν υλικό που μπορεί εύκολα να δραματοποιηθεί και να αξιοποιηθεί σε σχολεία και εκδηλώσεις σχετικές με τη Μάχη και την Αντίσταση στους Ναζί, όπως μπορεί να διαπιστώσει και ο αναγνώστης. 

Ένα roman á clef είναι το βιβλίο του Γιώργου Ηλιάδη, ένα μυθιστόρημα που αξιοποιεί αληθινά γεγονότα και πρόσωπα για να υπηρετήσει το μυθοπλαστικό του σκοπό. «Τα δύο πουγκιά» είναι ένα κινηματογραφικό μυθιστόρημα με ολοζώντανους διαλόγους. Μια περιήγηση στη ζωή δύο οικογενειών που είδαν τις σχέσεις τους να δοκιμάζονται με φόντο το καμίνι των γεγονότων του εικοστού αιώνα.

Ο Γιώργος Ηλιάδης με τον δικό του ιδιαίτερο αλλά και πρωτότυπο αφηγηματικό λόγο, μας μεταφέρει μέσα στην καρδιά των ταξιδιών που περιγράφει, από τον Ατλαντικό Ωκεανό ως το Αιγαίο και από το μακρινό Μπουένος Άιρες έως το Βενεράτο και το Ηράκλειο της Κρήτης. Με μαεστρία, χιούμορ και ευφάνταστες σκηνές, μας χαρίζει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που καλύπτει χρονικά την περίοδο από το 1910 μέχρι και σήμερα. Με μοναδικό αφηγηματικό λόγο μας παρασέρνει στη ροή των βιωμάτων των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Με κινηματογραφική ματιά και με ρεαλιστικούς διαλόγους ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας την περιπετειώδη διαδρομή δύο οικογενειών, οι οποίες έζησαν στο Ηράκλειο και στο Βενεράτο της Κρήτης σε ταραγμένα χρόνια.

Στο προσκήνιο έρχονται οι ανθρώπινες σχέσεις, οι ανάγκες της καθημερινότητας, η αγάπη, η λύτρωση, η συγχώρεση, η σχέση γονιών και παιδιών, η πορεία στο δρόμο προς την αυτογνωσία και την προσωπική ανάπτυξη. Γεγονότα του αιώνα που πέρασε, όπως η Μικρασιατική Καταστροφή, τα ταξίδια των μεταναστών στην μακρινή Αργεντινή και στις Η.Π.Α., η Μάχη της Κρήτης, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γιάλτα, ο Εμφύλιος, η δικτατορία, παρουσιάζονται με γλαφυρότητα και αμεσότητα.

Χρήστος Τσαντής

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s