Τέλλος Άγρας. Με αυτό το ψευδώνυμο έγραφε ο ποιητής Ευάγγελος Ιωάννου. Γεννήθηκε το 1899 στην Καλαμπάκα και μεγάλωσε στο Λαύριο. Σπούδασε στη Νομική της Αθήνας, απ’ όπου αποφοίτησε το 1923. Γράφει από πολύ μικρή ηλικία, ενώ το 1940 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος, από το 1918, σε διάφορες υπηρεσίες. Από το 1927 εργάστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Χτυπήθηκε από σφαίρα στον αστράγαλο, παραμονές της απελευθέρωσης και λίγο αργότερα, το Νοέμβριο του 1944, άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού από σηψαιμία. Μας άφησε όμως πλούσιο έργο. Το γραφτό του με τίτλο: «Στοχασμοί» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αλεξανδρινή Τέχνη».
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ
«Η Ποίηση», είπε ο Πόε, «δεν είναι το έργο μου: είναι το πάθος μου».
Όταν ήμουν νεότερος ήθελα η ποίηση να είναι προπαντός ευγενής: το άγγιγμα των πραγμάτων, το πέταγμα επάνω από τα βάθη, η πίκρα που λιώνει σε χαμόγελο και η εύγραμμη γαλήνη που δε σκοτίζεται ποτέ. Λακωνικότερος και ακριβέστερος χαρακτηρισμός δεν θα μπορούσε να δοθεί. Για τη λογική, υπάρχει στην Κριτική αρκετός τόπος. Για την ψυχολογία, υπάρχει στην πρόζα αρκετό έδαφος. Για την ποίηση είναι το πάθος – το πάθος σε όλη του την κλίμακα.
Όσο μεγαλώνω, αγαπώ πάντα τη συμμετρία μα και τη σφοδρότητα, τον ρυθμό μα και την ένταση, την τέχνη μα και το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα επάνω στη συγκίνηση, τις τελειωτικές οξύφωνες κραυγές, παν ό,τι δίνει την ύψιστη σπουδαιότητα, την αισθητότερη συνείδηση των πραγμάτων. Αφ’ ότου η ποίηση παρεξηγήθηκε κι εξέπεσε σε μια έμμετρη πρόζα, δημιουργήθηκε η έννοια του λυρισμού, ο οποίος δεν είναι παρ’ αυτή η καλώς εννοούμενη ποίηση.
Ο διανοούμενος ελκύεται από το μεγάλο, ο αισθητικός από το τέλειο. Ένας πραγματικός καλλιτέχνης και τι δεν θα έκανε, και τι δεν θα έδινε, για ν’ αποκτήσει πάλι στιλπνό και διάφανο το θεϊκό μέταλλο τής συγκινήσεως, που η λαμπρότητά του βρίσκεται πια μόνο στην ανάμνησή μας! Ο έρωτας, η ποίηση, η νευρασθένεια, το αλκοόλ, η φωτιά, όλα θα του ήταν ευπρόσδεκτα, μόνον ας μπορούσε να α ι σ θ α ν θ ε ί – έντονα, βαθιά, και με ακρίβεια! – έστω κι αν δεν μπορούσε πια να γράψει!
Υπάρχει στην ποίηση μουσική. Είναι η γοητεία της. Όπως ο υπνωτιστής δεν γοητεύει με τα λόγια, άλλα με τον τόνο της φωνής, το ίδιο και ο ποιητής: αίρεται από τα λόγια προς τον τόνο, που σαν ρεύμα σε υπόκωφη κίνηση, περιστρέφεται γύρω απ’ τον έναρθρο λόγο.
«Και μες στην τέχνη πάλι ξεκουράζομαι απ’ τη δούλεψή της», είπε ο ποιητής. Ω, δεν υπάρχει καμιά αγωγή τελειότερη για τον ποιητή, παρά η ίδια η ποίηση, η μακρότατη ποιητική παράδοση, ο μέγας αυτός κόσμος! Ανεξάρτητη από την τέχνη, η ζωή είναι μια αδρανής ύλη, μια σύγχυση υποδεέστερη, ασυστηματοποίητη κι ανοργάνωτη και που – το χειρότερο – δεν έχει ανάγκη από τίποτε πιο πολύ… Στον κόσμο δεν υπάρχει άλλο, από προσωπικές συλλήψεις, προσωπικές αγωνίες, προσωπικές μορφές. Η αντικειμενικότητα είναι απάτη.
Η φαντασία είναι ο θησαυρός, του οποίου ποτέ δε θα αντιληφθούμε ακέρια τη σημασία. Θεμέλιο όπου βασίζονται τα πάντα, ακόμα και η βούληση, και η ζωή. Η πίκρα, η απόγνωση, η απογοήτευση, η απελπισία, η τραγικότητα, δεν είναι δυστυχήματα για τον καλλιτέχνη. Δυστύχημα είναι ο περισπασμός και η παραζάλη, η απορρόφηση της πεζότητας της ζωής.
Φυσαρμόνικες των χεριών και φυσαρμόνικες των χειλιών, – παλιοί φωνογράφοι – orgues de barbarie, – harmoniflutes, ανώνυμα, φτωχά όργανα των δρόμων, πώς σας λατρεύω!
Οι μεγάλες κι αριστοκρατικές μουσικές ξαφνιάζουν με την επισημότητά τους. Χρειάζεται κανείς ένδυμα γάμου για να επικοινωνήσει μ’ αυτές. Όμως αυτά τα φτωχά όργανα μπαίνουν αμέσως στην καρδιά μας. Τίποτα δεν αρμόζει πιότερο απ’ αυτά στη μοναξιά και στην περισυλλογή, στην ήμερη σιωπή των δωματίων με τα βιβλία, στους μοναχικούς περιπάτους, στο βαθύ όνειρο που σαλεύει πίσω απ’ την καθημερινή σκέψη μας.
ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ
Επιμέλεια: Χρήστος Τσαντής