ΣΤΗ ΒΙΛΑ ΣΒΑΡΤΣ

Γράφει η Τώνια Κατζουρού 

Βίλα Σβαρτς

Ένα απόγευμα που χάζευα στο ίντερνετ, πρόσεξα ένα όνομα που κάτι μου θύμιζε: Λεωνίδας Τζικάκης. Στίβοντας το μυαλό μου, θυμήθηκα! Ήταν ένας φίλος του πατέρα μου που περνούσε κάθε μέρα απ’ το σπίτι μας με ένα καλάμι ψαρέματος στον ώμο – δεν υπήρχαν τα σπαστά τότε – και πάντα έλεγε ένα γεια, είτε όταν πήγαινε είτε όταν γύριζε. Όταν γύριζε ήταν καλύτερα γιατί πάντα άφηνε ένα μεζεδάκι, ένα ψαράκι, ένα χταποδάκι, κανέναν κάβουρα, «έτσι για το καλό» έλεγε. Ήταν προληπτικός και νόμιζε πως αν δεν αφήσει κάτι, δεν θα του άφηνε κι η θάλασσα το κάτι που χρειαζόταν αυτός και η οικογένειά του!

Το σπίτι μας ήταν στη Χαλέπα, δίπλα στη βίλα Σβαρτς. Τότε τη λέγαμε βίλα του Κρούγερ ή χωροφυλακή γιατί, μαζί με τον τεράστιο περίβολό της, αποτελούσε το αστυνομικό τμήμα Χαλέπας που ήταν και το μηχανοστάσιο της χωροφυλακής. Είχε πλήθος χωροφυλάκων και έναν διοικητή-κέρβερο, τον Βαρουδά, που είχε σε πλήρη τάξη την περιοχή του.

Ο κυρ Λεωνίδας, είχε καλές σχέσεις με τον Βαρουδά, τουλάχιστον φαινομενικά

-Καλησπέρα, συνταγματάρχα μου, του έλεγε τα απογεύματα που περνούσε από εκεί…

Συνταγματάρχης δεν ήταν βέβαια, αλλά καμάρωνε και τέντωνε λίγο τον λαιμό του, να φανεί πιο ψηλός, γιατί ο Λεωνίδας τον περνούσε ένα κεφάλι.

-Γεια σου Λεωνιδάκο, αντιγύριζε ο κοντός ενωμοτάρχης, για να μειώσει τη διαφορά τους στο ύψος και να τονίσει τη διαφορά τους στην κοινωνία.

Ο Βαρουδάς είχε έναν γιο, τον Φάνη, μικρότερό μου αλλά βαρούσε άσχημα. Κάθε μέρα του άρεσε να κυνηγά όλα τα παιδιά της γειτονιάς, να τα ρίχνει κάτω και να τους δίνει μερικές φάπες. Τα γόνατά μου ως τα 12 χρόνια μου ήταν συνέχεια πληγιασμένα. Αλλά, άντε να παραπονεθείς στον συνταγματάρχη. Αυτός τα έβλεπε αλλά «δε βαριέσαι, τι να κάνουμε, αγόρι είναι», έλεγε και κρυφοκαμάρωνε για το αντίγραφό του.

Ο Λεωνίδας είχε κι αυτός έναν γιο, τον Περικλή, στην ηλικία του Φάνη, που ήταν πειραχτήρι και είχε πολύ χιούμορ! Αυτός ήταν ευγενικός. Όμως, είχε τη φαεινή ιδέα να ταιριάζει τα αρχικά του Φάνη, «Φ» και «Β» και να τον πει «Φάβα». Καλά, η φάβα ήταν το χειρότερό μας φαγητό, όλων όσων γνώριζα, (εκτός από τις μαμάδες μας) και ήταν φριχτό να σε πουν έτσι! Τον πλάκωνε, λοιπόν, στο ξύλο ο Φάβας μόλις τον έβλεπε, ο Περικλής αμυνόταν σθεναρά, αλλά στο τέλος έφευγε τρέχοντας μήπως φανεί ο συνταγματάρχης, και μετά ο Φάνης στρεφόταν σε μένα.

Αθηνά Γαλανάκη
Φωτογραφία: Αθηνά Γαλανάκη

Τα περισσότερα απογεύματα μαζευόμασταν στον περίβολο της χωροφυλακής όλα τα πιτσιρίκια της περιοχής, γιατί οι χωροφύλακες μας άφηναν να παίζουμε εκεί λόγω του φάβα, να μας επιβλέπουν κιόλας και ίσως για να ακούνε τι λέμε για τα σπίτια μας. Μετεμφυλιακή εποχή βλέπεις και όλα είχαν σημασία. Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν το κρυφτό, γιατί ήταν τεράστιος ο κήπος, είχε πολλά δέντρα, θάμνους, παρτέρια και είχε και την ίδια τη βίλα!

Αχ, αυτή η βίλα! Ένα παραμύθι από μόνη της! Τι υπέροχη διπλή σκάλα που είχε μπροστά, τι τεράστια δωμάτια, τι τοιχογραφίες με ζωγραφιές ρομαντικές αλλά και τρομαχτικές, που τις είχαν φτιάξει οι Γερμανοί στην Κατοχή κι έδειχναν βομβαρδισμούς και φωτιές. Εμείς δεν είχαμε προλάβει αυτή την εποχή και το μόνο που ξέραμε ήταν διηγήσεις των γονιών μας και κάτι τέτοιες εικόνες, που βλέπαμε και σε άλλα μεγάλα παλιά σπίτια στην περιοχή. Κάθε βράδυ, η προσευχή μας κατέληγε στο «και βοήθα Παναγίτσα μου, να μη γίνει πόλεμος!»

Κρυβόμασταν κι εκεί, λοιπόν, και κρυφοθαυμάζαμε το μεγαλείο του κτιρίου. Όμως, αυτό το παλατάκι είχε και τα τρομακτικά του μυστικά. Στο ημιυπόγειο ήταν ένας χώρος που ήταν το γραφείο του διοικητή και κάτι άλλα δωματιάκια σαν αποθήκες, και από την άλλη μεριά της σκάλας ήταν τα κρατητήρια («φυλακή» το λέγαμε εμείς γιατί είχε κάγκελα στα παράθυρα). Εκεί έφερναν όσους έπιαναν να παρανομούν στην περιοχή και τους έκλειναν για κάμποσες μέρες, μέχρι να τους πήγαιναν κάπου αλλού που εμείς δεν ξέραμε. Ακούγαμε φωνές πότε-πότε, αλλά από τον δρόμο, γιατί κάποιες φορές δεν μας άφηναν να μπαίνουμε στον κήπο.

«Απαγορεύεται», μας έλεγαν. Και ήταν λέξη φοβερή!

Μια μέρα, αναζητήσαμε τον κυρ Λεωνίδα. Δεν υπήρχαν και τηλέφωνα, να πάρουμε να ρωτήσουμε… Μάθαμε όμως από κάτι γειτόνους ότι ήταν άρρωστος και δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι. Ούτε ο Περικλής εμφανιζόταν.

Ο Φάβας, έλεγε: «εγώ ξέρω, αλλά δεν λέω».

grayscale photo of man woman and child

Τέλος πάντων, παιδιά ήμασταν και δεν μας απασχολούσαν τα προβλήματα των μεγάλων. Γελούσαμε με τους προβληματικούς της γειτονιάς, κάτι μέθυσους και κάτι μισότριβους που τριγύριζαν εκεί, και ασχολούμασταν με τα δικά μας θέματα, βώλους, κάρτες, κρυψώνες, ξυλίκι, καμάκι και άλλα μαγικά! Μια μέρα, θυμάμαι πως ήρθε η γυναίκα του κυρ Λεωνίδα στο σπίτι μας, κλαίγοντας… Δεν κατάλαβα γιατί… Θυμάμαι μόνο που την άκουσα να λέει: «αχ, κυρία Έλλη μου, τον έχασα και μ’ έκαψε».

-Σ’ έκαψε; πετάχτηκα εγώ! Να βάλεις αλεύρι!

Η γυναίκα, χαμογέλασε συγκαταβατικά, μέσα από τα δάκρυά της, αλλά κανείς άλλος δεν μου έδωσε σημασία κι έτσι πήγα μέσα και ασχολήθηκα με άλλα…

Τον κυρ Λεωνίδα δεν τον ξανάδα. Είχε πεθάνει αλλά δεν τον αναζήτησα και πολύ, γιατί όταν είσαι μικρός θεωρείς ότι όλοι είναι γέροι και πεθαίνουν εκτός από τους γονείς σου που απαγορεύεται να πεθάνουν! Με τον καιρό, εγκαταλείφθηκε η βίλα από την χωροφυλακή, πουλήθηκε ένα μέρος του κήπου της κι έγινε σούπερ-μάρκετ και το κλασικό κτίριο ρήμαξε κι άρχισε να γκρεμίζεται, όπως και τα περισσότερα όνειρα που κάναμε παιδιά.

Όλα αυτά μου ήρθαν στο μυαλό σαν χείμαρρος με το που θυμήθηκα το όνομα! Σίγουρα θα ήταν συγγενής αυτός με τον κυρ Λεωνίδα. Μπορεί και εγγονός. Αποφάσισα να του γράψω μερικά λόγια για να το διευκρινίσω. Και πράγματι, έτσι ήταν!

Τον συνάντησα σε έναν μισογκρεμισμένο κάβο, πίσω από το γηροκομείο, στην παλιά μου γειτονιά, τη Χαλέπα! Αυτός ο κάβος, ήταν κάτι σαν όριο, ανάμεσα στα κύματα και τη μπουνάτσα, που γαλήνευε στην από ‘δω μεριά. Σχημάτιζε ένα παλιό πρόχειρο λιμανάκι, για τις ανάγκες των ταμπάκηδων της περιοχής. Έμοιαζε σαν σύνορο ανάμεσα σε δυο κόσμους. Τον άγριο κόσμο, της βίας και της ζούγκλας και τον ήσυχο, αυτόν που ψάχνουμε κάθε μέρα, στη ζωή και στον ύπνο! Κι ανάμεσά τους, καθόταν… α! ο κυρ Λεωνίδας, νέος, φρέσκος κι ολοζώντανος! Κράτησα την αναπνοή μου! Τόση ομοιότητα;

Με είδε, μόνο όταν πλησίασα.

-Γεια σου, Λεωνίδα.
-Γεια σας! Τι κάνετε; με ρώτησε ευγενικά.
-Μια χαρά! Τι κάνει ο μπαμπάς σου; ζήτησα να μάθω.
-Ελπίζω να είναι καλά… συννέφιασε το βλέμμα του… Τον κηδέψαμε χτες.
-Αχ… Ο καημένος ο Περικλής, μου ξέφυγε εμένα σαν λυγμός.
Άλλο ένα κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας που χανόταν.

-Ναι… Ο καημένος… επανέλαβε ο Λεωνίδας… Ξέρετε, ερχόταν εδώ πολύ συχνά, και ψάρευε. Έχει σκάρους εδώ και πολλά πετρόψαρα. Του τα είχε μάθει ο παππούς μου, ο Λεωνίδας, δεν ξέρω αν τον ξέρατε…
-Φυσικά, Λεωνίδα μου! Ολόιδιος είσαι!
-Μου το έλεγε ο πατέρας μου. Αλλά εγώ δεν τον γνώρισα, ξέρετε, κι ούτε φωτογραφία του έχουμε, εκτός που τον έχουμε φαντάρο σ’ ένα κάδρο στο σπίτι της γιαγιάς. Ούτε γαμπρός δεν έβγαλε φωτογραφία. Δύσκολα εκείνα τα χρόνια… Όχι πως και σήμερα είναι καλύτερα. Αλλά να, μια φωτογραφία την έχεις όποια ώρα θέλεις και χωρίς φασαρίες. Να, δείτε, αυτός είναι, ήταν, ο μπαμπάς μου.

Άνοιξε το κινητό του και μου έδειξε. Ναι. Ήταν ο Περικλάκος μας, το ευγενικό παιδί, με ίδια τα μάτια του όπως παιδί. Ίδιο και το ευγενικό χαμόγελο που το στεφάνωναν εδώ γραμμές και ένα λευκό γενάκι. Σαν να με αποχαιρετούσε, ήταν…

Θλιμμένο χαμόγελο. Γεμάτο μισοτελειωμένες φράσεις. Γεμάτο «θυμάσαι;» Γεμάτο με πατρικές απουσίες.

-Φυσικά και θυμάμαι, είπα σαν να απαντούσα και το παιδί με κοίταξε απορημένο. Αλλά μπορεί να κατανόησε το πρόβλημα της ηλικίας μου. Μονολογούν οι μεγάλοι.
-Και η γιαγιά σου, τι απέγινε; τον ρώτησα… Νεότερη από τη μαμά μου, που τη χάσαμε πέρυσι, ήταν!
-Ακολούθησε τον παππού δυο χρόνια μετά τον θάνατό του. Δεν άντεξε. Ξέρετε, δεν άφησε τίποτα ο παππούς, ούτε σύνταξη ούτε κάτι άλλο. Υπήρχε φοβερό πρόβλημα. Ο παππούς ήταν αριστερός και τον είχαν απολύσει από δάσκαλο… Ταλαιπωρήθηκε κι από έναν παλιό αστυνομικό που δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί και έπαθε εγκεφαλικό. Από τη στενοχώρια της έπαθε το ίδιο και η γιαγιά μου.
-Και ο πατέρας σου; Πώς μεγάλωσε;
-Κάτι θείοι τον πήραν μαζί με τον αδερφό του και τους μεγάλωσαν. Αλλά ευτυχώς πρόκοψαν! Εγώ δεν έχω πολυστερηθεί. Μόνο τώρα τελευταία με αυτούς που μας έφεραν ως εδώ. Αλλά τι σας λέω τώρα… Θέλετε να πάμε μέχρι τη μαμά μου να σας φτιάξει καφέ; Από χτες, θα έχει φτιάξει και 50.

Είπαμε κι άλλα, μέχρι να φτάσουμε στο πατρικό του. Για τη γειτονιά, για τους νέους γείτονες, για τις προόδους του, για τον υπέροχο μπαμπά του. Εγώ του μίλησα για την εποχή που παίζαμε στη βίλα και για τα υπόλοιπα παιδιά που ήταν φίλοι του πατέρα του, αλλά έβλεπα πως συνέχεια έφτανα σε ένα κενό που δεν ήξερα πώς να γεμίσω. Ήταν το κενό του θανάτου του, που για μένα είχε συμβεί τότε, στην ηλικία των 10…

(Κάθε ομοιότητα με ονόματα και καταστάσεις, είναι εντελώς τυχαία. Μόνο η περιγραφή της βίλας, είναι ακριβής)!

Τώνια Κατζουρού


 

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s