«Κοινωνικός αποκλεισμός και τοξικομανία» Κατερίνα Μάτσα*

Όψεις της βιοπολιτικής της εξουσίας

Στο άρθρο της η Κατερίνα Μάτσα προσεγγίζει με κριτική ματιά το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού, ως απότοκο της κρίσης της νεωτερικότητας, δί­νοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της τοξικομανίας. Μέσα από την ιστορική θε­ώρηση του φαινομένου η συγγραφέας θέτει τις βάσεις του προβληματισμού και της επιχειρηματολογίας της για την άμεση σύνδεση της κρίσης των σημερινών καπιταλιστικών κοινωνιών με το φαινόμενο του αποκλεισμού και της περιθω­ριοποίησης. Ο σημαντικός ρόλος των επιστημών υγείας στη δημιουργία και τη διατήρηση στο κοινωνικό περιθώριο ολοένα αυξανόμενων πληθυσμιακών ομά­δων, μέσα από το πρίσμα του Φουκώ και άλλων διανοητών, αποτελούν ένα από τους βασικούς άξονες των επιχειρημάτων της. Τέλος, η Κατερίνα Μάτσα αξιοποιώντας τη μεγάλη της εμπειρία στο ζήτημα της εξάρτησης διαπραγματεύεται με επάρκεια και σαφήνεια τη διττή φύση του προβλήματος της εξάρτησης, ως αιτία τοποθέτησης ενός ανθρώπου στο περιθώριο, αλλά ταυτόχρονα και ως μια από τις πιθανές συνέπειες ενός ανθρώπου που κινείται στο φάσμα του αποκλεισμού. Οι κυρίαρχες πολιτικές αντιμετώπισης με άξονα τη μείωση της βλάβης σύμφω­να με τη συγγραφέα «…συντηρούν το θεσμοθετημένο έλεγχο όλης αυτής της κοι­νωνικής ομάδας».

*Η Κατερίνα Μάτσα είναι ψυχίατρος, επιστημονικά υπεύθυνη της μονάδας απεξάρτησης του Ψ.Ν.Α  «18 ΑΝΩ»

(Αναδημοσίευση από το περιοδικό του ΑΠΘ «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία», Τεύχος 1, 2006)

003Στη μεταβατική εποχή μας, εποχή «των θλιμμένων παθών» (Benasayag, Schmit, 2006), όπως θα έλεγε ο Σπινόζα, η κοινωνική κρίση γίνεται ο ορίζοντας μιας ζωής που σφραγίζεται από το αίσθημα γενικευμένης ανασφάλειας, αβεβαιότητας, προσωρινότητας, απειλής μιας επικείμενης καταστροφής. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του κινδύνου, του τρόμου και της απαξίωσης των παραδοσιακών μορφών συλλογικότητας αναπτύσσονται οι δυνα­μικές της εξατομίκευσης, θρυμματίζοντας τους κοι­νωνικούς δεσμούς ανάμεσα σε πρόσωπα και κα­ταδικάζοντας τα άτομα να διάγουν το βίο τους στο ρόλο βασικά του θεατή και όχι του ενεργού υπο­κειμένου, μέσα στη μοναξιά, στερημένα από αλη­θινές σχέσεις επικοινωνίας, συμπόνιας, ανθρω­πιάς, όπου ακόμα και αυτή η αγάπη βρίσκεται σε κατάσταση «ρευστότητας». Η ίδια η κοινωνικότη­τα περιορίζεται ασφυκτικά στο επιφανειακό πεδίο των κάθε τύπου συναλλαγών που αφορούν βασι­κά την «κατανάλωση», ξένη σε κάθε μορφή πνευ­ματικής ζωής.

Η τηλεοπτική εικόνα εισβάλοντας βίαια στη δη­μόσια αλλά και στην προσωπική ζωή των αν­θρώπων δανείζει για λίγο το χρώμα της στην καθημερινότητα τους, χωρίς όμως να την κάνει πιο ευχάριστη. Γιατί φορτωμένη καθώς είναι από προ­βλήματα, σε σύγκριση με την εικονική πραγματι­κότητα που τους βομβαρδίζει, φαντάζει στα μάτια τους ακόμα πιο μουντή, πιο ανούσια, πιο μίζερη. Και επιπλέον τους κλείνει ακόμα πιο ερμητικά στο κέλυφος της εξατομίκευσης και της μοναξιάς, ανίκανους και απρόθυμους να ενταχθούν σε οποιασδήποτε μορφής συλλογικότητα, θεωρώντας ότι ο καθένας ξεχωριστά, ως άτομο, μπορεί να την υπο­καταστήσει.

BurnaoutΑυτές οι ατομικές και εξατομικευμένες στάσεις και συμπεριφορές, που οδηγούν τον κοινωνικό ιστό σε πλήρη απεξάρθρωση, διαμορφώνονται μέ­σα σε όρους βαθιάς κρίσης. Μιας κρίσης που ανα­πτύσσεται σε όλα τα επίπεδα, στα πλαίσια της χρη­ματιστηριακής παγκοσμιοποίησης και της «νεοφι­λελεύθερης» πολιτικής, που υπαγορεύεται άμεσα από τις ανάγκες και την ιδεολογία του καπιταλι­σμού. Η κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, η μα­ζική ανεργία μέσα από τις εκτεταμένες ιδιωτικο­ποιήσεις, οι «ελαστικές» μορφές εργασιακών σχέ­σεων, η εμπορευματοποίηση της υγείας, το τρομακτικό άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα σε πλού­σιους και φτωχούς αποτελούν τις ορατές συνέ­πειες αυτής της πολιτικής στη ζωή των ανθρώ­πων.

Το κράτος οργανώνει τους μηχανισμούς του για να ελέγχει τη ζωή των ατόμων διαμορφώνοντας ένα πλέγμα εξουσιών, όπου όλοι πρέπει να ρυθ­μίζουν τη στάση τους με βάση το δόγμα του νεο­φιλελευθερισμού ότι είναι «ατομικοί επιχειρημα­τίες» στην επιχείρηση της ζωής τους. Η «ελευθερία διαχείρισης» της ζωής τους γίνεται το εργαλείο της κυριαρχίας της κρατικής εξουσίας πάνω τους (Lemke, 2004). Σ’ αυτό το πλαίσιο, το κράτος ενισχύει διαρκώς την πολιτική εξουσία του, με κατασταλτικούς μηχανισμούς και τρομονόμους, μετατοπίζοντας παράλληλα στα ίδια τα άτομα τις δι­κές του ευθύνες και υποχρεώσεις για την προάσπιση των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων (υγεία, παιδεία, κ.α.) και των ελευθεριών τους.

μετανάστες3«Η καταστολή αντικαθιστά τη συμπόνια. Τα πραγ­ματικά ζητήματα παραβλέπονται προς όφελος μιας πολιτικής που ταυτίζεται με την πειθαρχία, τον πε­ριορισμό, τον έλεγχο» (Giroux, 2002).

Μέσα σ’ αυτούς τους όρους εντείνονται οι κοι­νωνικές ανισότητες, αυξάνεται κατά γεωμετρική πρόοδο ο αριθμός των φτωχών και των απόκλη­ρων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και ωθούνται στο κοινωνικό περιθώριο και στην περιθωριακότητα.

Η ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΤΗΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η περιθωριακότητα είναι μια δυναμική κατά­σταση που αναπτύσσεται σε κάθε ιστορική εποχή. Ο άνθρωπος του περιθωρίου, λέει ο R. Castel (1996), αντιπροσωπεύει εκ των πραγμάτων το αρ­νητικό της κοινωνικής νόρμας, είναι η σφραγίδα της από την ανάποδη. Η διαδικασία της περιθω­ριοποίησης είναι στην ουσία της μια διαδικασία ανα­ζήτησης ταυτότητας μέσα από την αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών κανόνων και αξιών.

Ιστορία της τρέλαςΣε κάθε ιστορική εποχή στο περιθώριο της κοι­νωνίας ωθούνταν οι «παρεκκλίνοντες», οι «διαφωνούντες», οι κάθε τύπου «διαφορετικοί». Ο Φουκώ διακρίνεται για την πνευματώδη και προ­κλητική καταγραφή των «αποκλίσεων», των απο­ξενώσεων και των τρομακτικών περιθωριοποιήσεων του παρελθόντος, θέτοντας τον «Αλλο» στο πεδίο ισχύος των σκοτεινών κέντρων εξουσίας που επέβαλαν την αλλοτρίωση και απαιτούσαν την εκδίωξη και την έξωση προκειμένου να ορίσουν και να βιώσουν την εξουσία τους ως «ιδιοκτητών» (Palmer, 2006).

Κάθε ιστορική εποχή αναπτύσσει τους δικούς της τρόπους αντιμετώπισης της «ετερότητας», της διαφορετικότητας, που αλληλοσυνδέεται με τον υλι­κό κόσμο της παραγωγής και της ανταλλαγής των αγαθών, της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.

Ο «Αλλος», ο «ξένος», ο «διαφορετικός», αντι­μετωπιζόταν πάντα από την κυρίαρχη εξουσία ως εν δυνάμει απειλή για το σύστημα και κατά συνέ­πεια ως εγκληματίας, ως τέρας, ως μίασμα που η θέση του ήταν εξ ορισμού στο περιθώριο.

Μέσα στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας στο κοινωνικό περιθώριο βρέθηκαν κατά καιρούς οι μάγισσες, οι ταχυδακτυλουργοί, οι πόρνες, οι αλήτες, οι Εβραίοι, οι ανάπηροι, οι τρελοί και άλ­λοι.

«Η δημιουργία της περιθωριακότητας δεν επι­βαλλόταν μόνο έξωθεν, αλλά συγκροτούνταν επί­σης έσωθεν, υποκειμενικά, μια διαδικασία που απο­καλύπτεται στην τρομερή απόγνωση της κραυγής του Μουνχ» (Palmer, 2006). Μ’ αυτή την έννοια η περιθωριακότητα αντιστοιχεί τόσο σε μια ταυτότη­τα και την αντίστοιχη συνείδησή της, όσο και σ’ ένα χώρο, έξω από την κοινωνία και τους νόμους της.

μεσαίωναςΗ ίδια η κοινότητα, έξω από την οποία οργά­νωναν οι περιθωριακοί τη ζωή τους, έτρεφε συ­νήθως αμφιθυμικά συναισθήματα απέναντι τους. Τους φοβόταν και τους θαύμαζε ταυτόχρονα. Συ­χνά εσωτερίκευε και ενσωμάτωνε στην καθημερι­νή της ζωή τις -«παρεκκλίνουσες» για τους κρα­τούντες- συμπεριφορές τους.

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ

Η δυναμική της περιθωριοποίησης μπορεί να οδηγήσει στον κοινωνικό αποκλεισμό. Το status του κοινωνικά αποκλεισμένου ορί­ζεται πάντα από την κυρίαρχη εξουσία.

φτώχεια στον μεσαίωνα«Αν οι κυρίαρχοι δημιουργούν περιθωριακούς και χρησιμοποιούν τους φόβους τους και τις κοι­νωνικές τους αναπαραστάσεις για να δικαιολογήσουν την πολιτική τους, οι αποκλεισμένοι αποκτούν πραγματικά αυτή την ιδιότητα μόνο με τον ορισμό που τους δίνει η εξουσία και η κατασταλτική δρά­ση της απέναντι τους» (Farge, 1994). Και αυτή η κατασταλτική δράση πήρε διάφορες μορφές ανά τους αιώνες, επίσημα θεσμοθετημένες και τελε­τουργικά εφαρμοσμένες – θανάτωση, γκετοποίηση, εξορία, καταναγκαστική εργασία, επιβολή στέρη­σης δικαιωμάτων κ.ά. Για παράδειγμα η αποβολή των αποκλεισμένων από την κοινότητα, όπως γί­νονταν στη Μεσαιωνική Δύση (Καραπιδάκης, 2004), λειτουργούσε ως καταναγκασμός, αφού μέ­σω των πραγματικών και συμβολικών μέτρων που περιελάμβανε (απαγόρευση ταφής, απώλεια δι­καιώματος ιδιοκτησίας, απαγόρευση ασύλου) οδη­γούσε τον καταδικασμένο στην απομόνωσή του από τον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών. Στη Χριστιανική παράδοση αντίστοιχα ο αποκλεισμός απέβλεπε στην πρόληψη από το μίασμα, που αντι­προσώπευε ο αποκλεισμένος. Περιορίζοντας τις μετακινήσεις και τη δυνατότητα εγκατάστασής του μέσα στην κοινότητα προστατεύονταν οι πιστοί, μέ­σα από την ανάδειξη με τελετουργικό τρόπο της διαφοράς (Καραπιδάκης, 2004).

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ, ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΒΙΟΕΞΟΥΣΙΑ

 «Ο αποκλεισμός δεν είναι ούτε αυθαίρετος, ού­τε τυχαίος. Προκύπτει από μία δημόσια διακηρυγ­μένη τάξη πραγμάτων, στηρίζεται σε κρίσεις και περνά από διαδικασίες, των οποίων η νομιμότητα είναι βεβαιωμένη και αναγνωρισμένη» (Castel, 1995).

Με βάση την ανάλυση του R. Castel (1995), ο αποκλεισμός είναι η ορατή πλευρά ενός φαινομέ­νου που χαρακτηρίζει κεντρικά τις μοντέρνες δυ­τικές κοινωνίες. Είναι αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “ο θρυμματισμός (effritement) της μισθωτής κοινωνίας” (Guérin, 1997).

Τρεις είναι οι νόμιμες χρήσεις του αποκλεισμού:

  1. Πλήρης περιχαράκωση του αποκλεισμένου από την κοινότητα, εκδίωξη και εξόντωση του
  2. Περιχαράκωση σε κλειστούς χώρους, αποκλει­σμός από την κοινότητα, όπως είναι το γκέτο.
  3. Επιλογή ενός ειδικού καθεστώτος, που σου επι­τρέπει να συνυπάρχεις με τους άλλους αλλά σε μια θέση παράμερα.

Νερούδα_0004«Οι εκσυγχρονιστικές διαδικασίες, όπως η επι­βολή της τάξης και η οικονομική ανάπτυξη, που επιβλήθηκαν στις αναπτυγμένες αλλά και στις κα­θυστερημένες χώρες από τις ανάγκες του καπιτα­λιστικού συστήματος στη σημερινή φάση της ύστε­ρης παγκοσμιοποίησης έχουν δημιουργήσει ολό­κληρες στρατιές πληθυσμών (πολιτικοί πρόσφυγες, οικονομικοί μετανάστες, άστεγοι, άνεργοι και άλ­λοι «παρίες») που θεωρούνται «ανθρώπινα απορ­ρίμματα» (Bauman, 2005).

Όλοι αυτοί οι πληθυσμοί καταδικάζονται να ζουν ως «παρείσακτοι», εκτός τόπου παντού (στα γκέ­το των προσφύγων για παράδειγμα) είτε «εντός» των σύγχρονων κοινωνιών, όταν είναι πρακτικά αδύνατος ο εδαφικός αποκλεισμός τους.

Σάββας Μιχαήλ5Όμως αυτό το «εντός» της κοινωνίας στην πράξη ανάγεται στην περιχαράκωση τους στις πα­ρυφές της (όπως τα γκέτο των μαύρων της Αμε­ρικής ή τα υποβαθμισμένα προάστια του γαλλικού Παρισιού) και άλλοτε στον εγκλεισμό τους στη φυ­λακή. Ο πληθυσμός των φυλακισμένων αυξάνε­ται διαρκώς σε όλες τις χώρες του κόσμου με πρώτη βέβαια την Αμερική, που επιδίδεται με ζή­λο στην οικοδόμηση (από ιδιωτικές εταιρείες) όλο και πιο μεγάλων, όλο και πιο εφιαλτικών κτιριακών συγκροτημάτων φυλακών.

Άλλοτε, πάλι, αυτό το «εντός» της κοινωνίας ανάγεται στη διαβίωση, μέσα στην κοινότητα αλλά υπό ειδικό καθεστώς, το καθεστώς του αποκλει­σμένου (Baudry, 1997).

Ο αποκλεισμός του σ’ αυτή την περίπτωση, ισοδυναμεί με τη μη-συμμετοχή του σε μια κοινωνικά αποδεκτή μορφή οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, με τη μη-άσκηση των ανθρωπίνων δικαι­ωμάτων του, με τη μη-ένταξή του στη διαδικασία της παραγωγής και αναπαραγωγής των όρων της ζωής του. Πρόκειται για ένα καθεστώς στερήσε­ων, διακρίσεων και προκαταλήψεων που περνά, μέσα από όλους τους πόρους της κοινωνίας το μήνυμα στον αποκλεισμένο (τοξικομανή, αλκοολι­κό, φορέα του aids, ψυχασθενή κ.α.) ότι είναι ανε­πιθύμητος από το κοινωνικό σύνολο γιατί είναι επι­κίνδυνος.

Χρήστος ΤσαντήςΌσο το κράτος πρόνοιας δίνει τη θέση του στο κράτος-φρούριο (που προστατεύει, μέσω της κα­ταστολής, τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των εθνικών υπηρετών τους) τόσο τα κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίζονται από την άρχουσα τά­ξη και την ιδεολογία της υπό το πρίσμα της «επικινδυνότητας» των πληθυσμών που βρίσκονται στο περιθώριο, των ξένων που θεωρούνται πια παρείσακτοι, των «τρελών», των τοξικομανών, των αλκοολικών, των «παρεκλινόντων» κάθε τύ­που. Αυτή η «εγκληματοποίηση» του περιθωριο­ποιημένου πληθυσμού, που οδηγεί στην αναβίω­ση ακόμη και των επιστημονικά ξεπερασμένων πια σήμερα θεωριών, λομπροζιανής αναφοράς, για τον «γεννημένο εγκληματία» (Πανούσης, 2006) και τροφοδοτεί ρατσιστικά αντανακλαστικά, απο­βλέπει βασικά στην εξάλειψη των «επικίνδυνων πληθυσμών» στο όνομα πάντα της προστασίας των υπολοίπων. Στην πραγματικότητα αυτή η «προ­στασία» από ορατούς και αόρατους κινδύνους ανά­γεται, όπως ανέλυσε ο Μ. Φουκώ, στην επιβολή ενός καθεστώτος απολύτου ελέγχου της ανθρώ­πινης πολλαπλότητας, κάθε πτυχής της ζωής.

Ο έλεγχος ασκείται μέσα από την ανάπτυξη τε­χνικών και μέτρων (που εκτείνονται από την αστυ­νόμευση και την καταστολή μέχρι την βιολογικοποίηση κοινωνικών φαινομένων και συμπεριφο­ρών), που αποβλέπουν στην με κάθε θυσία προσαρμογή όλων μέσα στα όρια που απαιτεί η κοινωνικά αποδεκτή νόρμα.

Η μετάβαση από την «κοινωνία της πειθαρχίας» στη σημερινή «κοινωνία του ελέγχου» συνοδεύε­ται από την ανάπτυξη και την τελειοποίηση της βιο­εξουσίας που εφευρίσκει νέους διαρκώς τρόπους για να επιβάλει τον απόλυτο έλεγχο της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της με βάση τα κυρίαρχα κα­νονιστικά πρότυπα.

Η βιοπολιτική περιλαμβάνει ένα σύνολο διαδικασιών που έχουν να κάνουν με τη ζωή. Ασκείται από τους κρατούντες στο όνομα «της ζωής». Αποβλέπει στον έλεγχο της ζωής του πλη­θυσμού. Διαμορφώνει τους κώδικες και τα όρια της ενσωμάτωσης και του αποκλεισμού διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων, όπως αυτά υπαγορεύο­νται από τις ανάγκες της συσσώρευσης του κεφα­λαίου (Μιχαήλ, 1999).

Σαζ 4Έτσι διαμορφώνεται η κοινωνία της ομαλοποίησης (normalization) και της τυποποίησης (standardization), όπου διασταυρώνονται η νόρ­μα της πειθαρχίας και η νόρμα της ρύθμισης, νόρ­μες που διαμορφώνονται με ταξικά κριτήρια για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της βιοεξουσίας, κα­τά τον Μ. Foucault (2002).

Όσο αναπτύσσεται αυτή η διαδικασία της τυπο­ποίησης ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου του πληθυσμού, τόσο περισσότερα άτομα τίθενται εκ των πραγμάτων «εκτός νόρμας» και οδηγούνται στην απόταξη και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Απ’ αυτήν την άποψη η σημερινή καπιταλιστική κοινωνία μέσα στην κρίση της, λειτουργεί ως μη­χανή αποκλεισμού.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ

Το τέλος της περιόδου της άνθησης, η οικο­νομική κρίση, η μαζική ανεργία και η φτώχεια που σφράγισαν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι­ώνα έδωσαν μεγάλες διαστάσεις στο φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρώπη, υπο­χρεώνοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση να ασχοληθεί μ’ αυτό.

Το 1989 η καταπολέμηση του κοινωνικού απο­κλεισμού έγινε αντικείμενο απόφασης του Συμ­βουλίου και των υπουργών κοινοτικών υποθέσε­ων αλλά και της σχετικής δήλωσης των επικεφα­λής κρατών ή κυβερνήσεων που υιοθέτησαν τον κοινωνικό χάρτη (Καβουνίδη, 1996). Τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε επίσημο κοινοτι­κό κείμενο ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός». Το φαινόμενο θεωρήθηκε ως απόρροια των πολιτι­κών οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης της περιόδου της ύφεσης. Συνδέθηκε με την ανερ­γία, τις ελαστικές μορφές εργασίας, τους χαμηλούς μισθούς, την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, τις μαζικές μεταναστεύσεις, την κρίση της σύγ­χρονης οικογένειας. Πάντως, σε κανένα από τα θεωρητικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπήρξαν αναλύσεις που να αποδίδουν το φαινό­μενο στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστή­ματος. Η ασάφεια του όρου απέβλεπε στη συσκό­τιση των ταξικών ανισοτήτων που βρίσκονται στην αφετηρία του, ενώ η ευθύνη του κοινωνικού απο­κλεισμού αποδιδόταν κυρίως στο άτομο και την αδυναμία του να προσαρμοσθεί στα δεδομένα της νέας κοινωνικής πραγματικότητας. Από τότε μέχρι σήμερα ο όρος έχει αλλάξει περιεχόμενο και χρή­ση (Παπαδοπούλου, 2004).

Σαζ 1Ο αγώνας ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό απέβλεπε όχι απλά στην ένταξη αλλά στην ενσω­μάτωση του ατόμου, στην κοινωνία. «Ο κοινωνικός αποκλεισμός συνιστά μια δυναμική διαδικασία αποκοπής απ’ όλα τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά συστήματα, που καθορίζουν την ενσωμάτωση του ατόμου στην κοινωνία» (Walker & Walker, 2004).

Είναι γενικά αποδεκτή η ανάλυση του γνωστού κοινωνιολόγου Serge Paugam (1996), με βάση την οποία η διαδικασία του κοινωνικού αποκλεισμού κινείται σε 3 άξονες:

Ο πρώτος αφορά τις κοινωνικές ανισότητες και συνδέεται με την ανεργία, τη φτώχεια, την έλλει­ψη στέγης, τη σχολική αποτυχία και τη σχολική διαρροή. Ο δεύτερος αφορά την απώλεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (κοινωνικών, πολιτικών και ατομικών) και ο τρίτος αφορά τη ρήξη των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών.

Μάσλοου 1Σ’ αυτή τη βάση έγινε δεκτό ότι «ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελεί εκείνη ακριβώς τη διαδικα­σία που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα συσσώρευσης πολλών κοινωνικών μειονεκτημάτων ή αρνητικών καταστάσεων (φτώχειας, ασθένειας, ρήξης κοι­νωνικού δεσμού κ.λ.π). Αυτή η συσσώρευση, με τη σειρά της, προκαλεί και προκαλείται από την αδυναμία άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων που εκφράζουν και προστατεύουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια» (Παπαδοπούλου, 2004).

Στην Ελλάδα ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσημα στη δεκαετία του ’90, όταν δημιουργήθηκε και το Εθνικό Παρατηρητήριο Καταπολέμησης του Αποκλεισμού που έστειλε (το 1990) στο αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο και την πρώτη Ελληνική έκθεση για το θέμα. Σ’ εκείνη την έκθεση γινόταν η διαπίστωση ότι κοινό χαρακτηριστικό των αποκλεισμένων είναι η ισχνή σχέση τους με τους κύ­ριους κοινωνικούς μηχανισμούς που παράγουν ή διανέμουν πόρους, την αγορά εργασίας, την οικο­γένεια ή άλλα διαπροσωπικά δίκτυα και το κράτος (Καβουνίδη, 1996).

Στα πλαίσια των πολιτικών επιδότησης από την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση (Πράσινη και Λευκή Βίβλος) η Ελλάδα ανέλαβε και υλοποίησε προγράμματα κα­ταπολέμησης του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας και ένταξης σ’ αυτή ευπαθών κοινωνικών ομάδων (Φτώχεια 3, Horizon, Now). Στο πρόγραμμα, μάλιστα, «Φτώχεια 3» (1989-1994) εντά­χθηκε και το πρόγραμμα της Καλλιθέας για την κοι­νωνική ένταξη πρώην χρηστών ναρκωτικών ου­σιών (Φακιολάς, Στυλιαράς, Μουλά, 1996).

Burnaout2Από τις έρευνες που έγιναν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα διαπιστώθηκε πρώτον ότι οι κοινω­νικά ευπαθείς ομάδες δεν είναι κατ’ ανάγκη και κοινωνικά αποκλεισμένες και δεύτερον, ότι στην Ελληνική κοινωνία ως κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες εμφανίζονται οι παραδοσιακές κοινωνικές ομάδες όπως είναι οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με ειδικές ανάγκες (Παπαδοπούλου, 2004), ακριβώς επειδή σ’ αυτές τις κοινωνικές ομάδες έχουν διαρραγεί οι κοινωνικοί δεσμοί.

Μια από τις βασικές πηγές, που τροφοδοτούν τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι χωρίς αμφιβολία η ανεργία, ιδιαίτερα η μακροχρόνια. Η Ελλάδα εμ­φανίζει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μακρο­χρόνιας ανεργίας μετά την Ιταλία. Όμως και η επι­σφαλής και περιθωριακή απασχόληση μπορεί να τροφοδοτεί τον κοινωνικό αποκλεισμό εξίσου με τα μακρά διαστήματα ολικής απουσίας απασχόλη­σης (Καραμεσίνη, 2004).

Σ’ ότι αφορά τη φτώχεια, με την οποία συνδέε­ται -χωρίς βεβαίως να ταυτίζεται- το φαινόμενο, η Ελλάδα (Δρετάκης, 2006) κατέχει μαζί με την Πορτογαλία τις δύο πρώτες θέσεις στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μεγαλύτερη φτώχεια λόγω και των πολύ χαμηλών κοινωνικών παρο­χών στους φτωχούς (πολύ χαμηλά και για μικρό χρονικό διάστημα επιδόματα ανεργίας, πολύ χα­μηλές παροχές στις πολύτεκνες οικογένειες, στα άτομα με ειδικές ανάγκες κ.ά.).

Έτσι, αν δεχτούμε τον ορισμό του κοινωνικού αποκλεισμού ως χρόνια σωρευτική μειονεξία και όχι ως κατάσταση διάρρηξης του κοινωνικού δεσμού, η Ελλάδα έρχεται δεύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την έκταση του φαινόμενου του κοινωνικού αποκλεισμού που αγκαλιάζει το 15% του Ελληνικού πληθυσμού (Καραμεσίνη, 2004).

pairnoume_thesi_posterΕπιπλέον η Ελλάδα έχει δεχτεί στο τέλος του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα μεγάλο αριθ­μό οικονομικών μεταναστών (από την Αλβανία, τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τις αραβι­κές χώρες και την Ινδική υποήπειρο) αλλά και πο­λιτικών προσφύγων, που βρίσκονται στις παρυφές της ελληνικής κοινωνίας (στο γκρίζο καθεστώς μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας) μόνιμη δε­ξαμενή κοινωνικά αποκλεισμένων ατόμων.

Σ’ αυτή τη δεξαμενή βρίσκονται και οι τοξικο­μανείς, που ο αριθμός τους έχει αυξηθεί τρομα­κτικά τα τελευταία χρόνια. Η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών νόμιμων και παράνομων (πολυτοξικομανία) από άτομα όλο και πιο νέας ηλικίας σε μεγά­λες συνήθως ποσότητες στην εποχή μας θα μπο­ρούσε να θεωρηθεί ως μια «στρατηγική προσαρ­μογής», μια «στρατηγική επιβίωσης» μέσα σε συνθήκες γενικότερης οικονομικής και κοινωνι­κής περιθωριοποίησης.

ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ

 Παίρνοντας το δρόμο της φυγής διαμέσου των ουσιών ο τοξικομανής «επιλέγει» ένα συγκεκρι­μένο τρόπο ζωής. Η επιλογή, όμως, αυτή δεν απο­τελεί μια ελεύθερη επιλογή, όπως θέλουν να την παρουσιάζουν όσοι κάνουν αφαίρεση του κοινω­νικού χαρακτήρα του προβλήματος. Η επιλογή των ουσιών από τον έφηβο γίνεται σε κάποια στιγμή κορύφωσης του προσωπικού του αδιεξόδου, που καθιστά αφόρητη γι’ αυτόν την πραγματικότητα που ζει. Υπαγορεύεται από όλους εκείνους τους λό­γους, ατομικούς και κοινωνικούς, που γίνονται πη­γή μιας τεράστιας δυσφορίας που τον ωθεί στην αναζήτηση τρόπων φυγής από τη μοναξιά και την απελπισία του. Η επιρρέπειά του στη χρήση ουσιών, άμεση συνέπεια της ευαλωτότητας του ψυχισμού του, αντανακλά την κοινωνική ευαλωτότητα, τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών και την από­λυτη εξατομίκευση.

koinoniaΗ χρήση των ουσιών ισοδυναμεί με ένα «χη­μικό νάρθηκα», που όμως δεν τον στηρίζει, αλλά αντίθετα τον καταδυναστεύει. Γιατί η χρήση και η εξάρτηση από τις ουσίες αποτελεί μια τυραννική εμπειρία, που τον εκμηδενίζει ως σκεπτόμενο και δρών κοινωνικό άτομο. Έτσι αναπτύσσεται μια δυ­ναμική που τροφοδοτεί την περιθωριακότητα και τροφοδοτείται απ’ αυτήν.

Μέσα στον άγριο κόσμο των ουσιών, όταν πια εγκατασταθεί η εξάρτηση ως τρόπος ζωής, όλα αυτά τα μοναχικά άτομα, χαμένα στην ανωνυμία τους, τραγικές μέσα στη μοναξιά την απελπισία και την εξαθλίωση, «σκιές ανθρώπων», περιφέρουν στις πλατείες τα σώματα τους κουβαλώντας στις πλάτες τους το βάρος μιας ζωής χωρίς νόημα. Το μόνο που μπορεί πια να κινήσει την προσοχή και το ενδιαφέρον τους είναι η εξασφάλιση της πολυ­πόθητης «δόσης». Έχοντας διαρρήξει οικογενεια­κούς και κοινωνικούς δεσμούς, επιβιώνουν με με­γάλη δυσκολία στο περιθώριο χωρίς να είναι σε θέση να αρθρώσουν το δικό τους λόγο και να ασκήσουν τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα τους, ενώ οι διακρίσεις και οι προκατα­λήψεις που λειτουργούν σε βάρους τους κάνουν εξαιρετικά δυσχερή ακόμη και την πρόσβαση τους στις υπηρεσίες υγείας, προκειμένου να αντιμετω­πίσουν προβλήματα που απειλούν όχι απλά την υγεία αλλά ακόμα και τη ζωή τους.

Σ’ αυτή την κατάσταση η ζωή τους μπορεί να ελέγχεται απόλυτα από τις δυνάμεις και τους μη­χανισμούς της βιοεξουσίας. Στις συνθήκες της ημι- παρανομίας, όπου υποχρεώνονται να διαβιώνουν πέφτοντας στα γρανάζια της βίας του κατασταλτι­κού μηχανισμού και των νόμων που τον στηρίζουν, χάνουν σιγά-σιγά την κοινωνική τους υπόσταση, καθώς μετατρέπονται σε αντικείμενα χειραγώγη­σης της σκέψης και της συμπεριφοράς από το σύ­στημα, που οι ίδιοι μπορεί να απεχθάνονται.

Κοινωνία και ψυχική υγείαΥπηρετώντας τις ανάγκες της βιοεξουσίας η επίσημη, βιολογικής κατεύθυνσης Ψυχιατρική, υπο­στηρίζει ότι οι εξαρτήσεις (addictions) οφείλονται σε βλάβες του εγκεφάλου, που δημιουργούν μια χρονία και εν πολλοίς -ανίατη- νόσο.

Έτσι, ιατρικοποιώντας κοινωνικές συμπεριφο­ρές και πολύ περισσότερο κοινωνικά φαινόμενα η Επιστήμη, με πρώτη την Ιατρική στην επίσημη εκ­φορά του επιστημονικού της λόγου, διολισθαίνει στον βιολογικό αναγωγισμό. Χρησιμοποιεί το κύ­ρος της για να αποδώσει κοινωνικά φαινόμενα και προβλήματα σε βιολογικούς παράγοντες, στομώ­νοντας την κοινωνική κριτική και απενοχοποιώντας το κοινωνικό σύνολο.

Θέτει ολόκληρο το σώμα γνώσης της στην υπη­ρεσία της βιοεξουσίας και της βιοπολιτικής, προτείνοντας ως «λύση» κοινωνικών κατά βάση προβλημάτων κάποιες βιολογικού τύπου θεραπείες. Υποστηρίζοντας ότι η αντιμετώπιση της τοξικομα­νίας μέσα από τα προγράμματα των υποκαταστάτων αποτελεί «θεραπεία», τείνει να καταργήσει την απόσταση που χωρίζει την απεξάρτηση από την συντήρηση της εξάρτησης ως τρόπου ζωής. Τεί­νει να αμβλύνει τη διαφορά ανάμεσα στο στόχο της ριζικής αλλαγής λειτουργιών και συμπεριφορών, στις οποίες ανάγεται η θεραπεία απεξάρτησης του συγκεκριμένου ατόμου και στο στόχο του περιορι­σμού της βλάβης που προκαλεί η χρήση σ’ αυτό αλλά και στην κοινωνία.

Κοινωνία και Ψυχική ΥγείαΤείνει να παρουσιάσει ως περίπου ανέφικτη αυ­τή την αλλαγή και ως μόνη ρεαλιστική λύση τη νό­μιμη χορήγηση της δόσης και έτσι τη διαιώνιση της παραμονής αυτού του ατόμου στην περιθω­ριοποίηση, την απάθεια, την αδιαφορία, την απώ­λεια της ανθρώπινης, δηλαδή της κοινωνικής ου­σίας της υπόστασης του, στην οποία τον καταδικά­ζει η εξάρτησή του.

Μ’ αυτό τον τρόπο όμως η θεραπεία, ενδεδυμένη με τον ιατρικό της μανδύα, γίνεται το πιο απο­τελεσματικό μέσον κοινωνικού ελέγχου όχι μόνο του συγκεκριμένου ατόμου αλλά όλου αυτού του πληθυσμού.

Κοινωνία και Ψυχική ΥγείαΧαρακτηρίζοντας τον τοξικομανή ως χρόνιο άρ­ρωστο προσδίδει ένα σταθερό χαρακτήρα -πιθανώς και γενετικά καθοριζόμενο όπως υποστηρίζουν ορι­σμένοι- στη χρήση ουσιών και τον στιγματίζει ανεξίτηλα. Ο αποκλεισμός του στιγματισμένου από τις τάξεις των «κανονικών» αποβλέπει κατά πρώτο λόγο στο να εξουδετερώσει την απειλή που αυτός -μαζί με όλους τους «διαφορετικούς»- αντιπροσωπεύει για την κοινωνία. Η απειλή αφορά βασικά τη δημόσια τάξη και ασφάλεια αλλά και τις κυρίαρ­χες ιδεολογικές αντιλήψεις και αξίες. Μέσα από την δημόσια προβολή από τον Τύπο -και όλα τα ΜΜΕ- της συγκεκριμένης εικόνας του τοξικομανή ως ασθενούς και μέσα από τη μετατροπή του σε αντι­κείμενο συζήτησης ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες και ιδεολογικούς χώρους διαμορφώνονται οι όροι του στιγματισμού του και τροφοδοτούνται οι προκα­ταλήψεις και οι διακρίσεις σε βάρος του ίδιου και του άμεσου, οικογενειακού και άλλου, περιβάλλοντος του. Έτσι ο τοξικομανής είναι πολλαπλά απο­κλεισμένος από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρει μια κοινωνία στα μέλη της, ενώ μπορεί να του καταλογιστεί συγχρόνως ότι είναι υπαίτιος της κατάστασης του, επειδή ο ίδιος την έχει επιλέξει. Είναι ακριβώς αυτή η ιδιαιτερότητα που βασί­ζεται στην ελεύθερη επιλογή των ατόμων για χρήση καταστροφικών ουσιών, που κοστίζει τελικά στον τοξικομανή τον κοινωνικό του αποκλεισμό. Τα δικά του ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα καθορίζονται από τη σχέση που έχει ενίοτε με την ψυχιατρική, τη δικαιοσύνη ή τις κοινωνικές ομάδες που διαχειρί­ζονται θέματα τοξικομανίας στο δημόσιο χώρο, κα­θώς και με την πολιτική εξουσία (Τσίλη, 1996).

Μέσα σ’ αυτές τις δαιδαλώδεις διαδρομές εσωτερικεύει το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος της οικογένειας και της κοινωνίας και διαμορφώνει ανάλογα τη συμπεριφορά του, με άξονα πάντα τη βία, προς τον εαυτό του και προς τους άλλους, μια βία που τροφοδοτεί το πλέγμα της παραβατικότητας και της καταστολής, μέσα στο οποίο εγκλωβί­ζεται τελικά.

Κουβαλώντας με ντροπή, πόνο και ενοχές το στίγμα του, μαστιγώνοντας ο ίδιος τον εαυτό του μέσα στην επώδυνη διαδικασία του αυτοστιγματισμού του, χάνεται στα βάθη της ανασφάλειας, του φόβου, της απαξίωσης και του κοινωνικού απο­κλεισμού. Έχοντας εσωτερικεύσει την εικόνα του ανάξιου και αποτυχημένου δεν βρίσκει ούτε την δύ­ναμη ούτε το κουράγιο να απευθυνθεί σ’ ένα πρό­γραμμα απεξάρτησης και να ζητήσει βοήθεια. Εί­ναι και αυτός ένας από τους λόγους που, μαζί με την έλλειψη θεραπευτικών προγραμμάτων, συμβάλλει στο να είναι μικρό σε σχέση με το σύνολο το ποσοστό των τοξικομανών που απευθύνονται σε «στεγνά» θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης.

Ο στιγματισμός είναι ακόμα πιο μεγάλος όταν αφορά γυναίκες και μητέρες τοξικομανείς και γί­νεται διπλός όταν πρόκειται για άτομα διπλής διά­γνωσης, δηλαδή τοξικομανείς που παρουσιάζουν ταυτόχρονα και κάποιας μορφής ψυχική διαταρα­χή. Σ’ αυτές τις κατηγορίες των τοξικομανών η προσέλευση σε στεγνό πρόγραμμα απεξάρτησης είναι ακόμα πιο μικρή και η περιθωριοποίηση ακό­μα μεγαλύτερη.

Η ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ

 Το κοινωνικά αποκλεισμένο άτομο είναι τόσο εξατομικευμένο, τόσο ισοπεδωμένο από το βάρος του στίγματος και της κοινωνικής απομόνωσης, τόσο αποθαρρυμένο που δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει εστία ενεργητικής αντίστασης σ’ όλους εκείνους τους παράγοντες που προκαλούν και συντηρούν τον αποκλεισμό του.

Αντίθετα, αναπτύσσει εύκολα εξαρτήσεις από νόμιμες και παράνομες ουσίες στην απεγνωσμέ­νη «επιχείρηση φυγής» απ’ την τραγική καθημερινότητα.

Τα ποσοστά της τοξικομανίας στον χώρο των κοινωνικά αποκλεισμένων είναι υψηλά μολονότι υπάρχουν σοβαροί μεθοδολογικοί περιορισμοί που αφορούν τη συλλογή, την καταγραφή και τη συ­γκριτική εκτίμηση των δεδομένων.

Με βάση, πάντως, τα στοιχεία που διαθέτει αυ­τή τη στιγμή το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα ναρκωτικά η κατάσταση είναι τραγική.

Έχει βρεθεί ότι το 45.8% των τοξικομανών στην Ευρώπη είναι άνεργοι. Στην Ελλάδα το ποσοστό εί­ναι ακόμα πιο υψηλό, φτάνοντας το 64,3%. Από τα επίσημα στοιχεία συνάγεται επίσης ότι ο μισός σχε­δόν πληθυσμός των τοξικομανών που απευθύνε­ται σε θεραπευτικά προγράμματα έχει εγκαταλείψει το σχολείο ή έχει εκδιωχθεί απ’ αυτό και δεν έχει καν ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Μπαζάλια1Στο χώρο των φυλακισμένων περισσότεροι από τους μισούς (54%) κάνει χρήση ουσιών μέσα στη φυλακή και μάλιστα ενδοφλέβια (το 34%). Ένα με­γάλο ποσοστό αυτών (το 3-26%) άρχισε τη χρήση ενώ βρισκόταν στη φυλακή.

Σε σχέση με τους μετανάστες δεν υπάρχουν δια­θέσιμα στοιχεία. Μόνο ότι το 1,4% των τοξικομανών που απευθύνθηκαν σε θεραπευτικά προγράμματα το 2002 ήταν μετα­νάστες.

Υπάρχουν σοβαρές μελέτες σε πληθυσμούς αστέγων της Δανίας, της Γαλλίας και της Ιρλαν­δίας, που επιβεβαιώνουν τα μεγάλα ποσοστά τοξικομανίας. Η Ολλανδία και η Μ. Βρετανία αναφέ­ρουν ποσοστά τοξικομανίας 14-80% στους αστέ­γους που ζουν σε πρόχειρα καταλύματα και ακόμα μεγαλύτερα σ’ εκείνους που ζουν στο δρόμο. Από τα στοιχεία του ΕΚΤΕΠΝ φαίνεται ότι το 4,9% των χρηστών που απευθύνθηκαν σε θεραπευτικά προ­γράμματα μέσα στο 2001 ήταν άστεγοι.

Τα παιδιά των τοξικομανών που οι γονείς τους συνεχίζουν να κάνουν χρήση έχουν διπλάσια πι­θανότητα να εγκαταστήσουν κάποια τοξικομανία. Θεωρείται ότι αυτά τα παιδιά έχουν επικράτηση τοξικομανίας 37-49% στη διάρκεια της ζωής τους σε σύγκριση με ένα 29-39% των παιδιών των μη-χρηστών.

Τα παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση (σε­ξουαλική και άλλη) μέσα και έξω από την οικο­γένεια έχουν πολλαπλάσια πιθανότητα να αναπτύξουν τοξικομανία. Από σχετική έρευνα στην Πορ­τογαλία φαίνεται ότι αυτή είναι επταπλάσια.

Στα παιδιά του δρόμου τα ποσοστά της τοξικο­μανίας είναι επίσης υψηλά, 2-8 φορές μεγαλύτε­ρα από ότι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι ουσίες που χρησιμοποιούν αυτά τα παιδιά είναι βασικά το κρακ, η ηρωίνη και τα διαλυτικά.

Μεγάλα ποσοστά τοξικομανίας, ανευρίσκονται επίσης στα παιδιά που ζουν σε αναμορφωτήριο και δεν παρακολουθούν σχολείο. Στη Γαλλία το ποσο­στό αυτό φτάνει το 65%, ενώ στη Φινλανδία το 40%.

Μια ποιοτική μελέτη σε πόρνες της Ιταλίας έχει δείξει ότι άλλες κάνουν χρήση ναρκωτικών για να αντέξουν τις συνθήκες της ζωής τους, ενώ άλλες κάνουν πορνεία για να εξασφαλίσουν τα ναρκωτι­κά τους.

Τέλος πρέπει να πούμε ότι ένα μεγάλο ποσο­στό των ασθενών που βρίσκονται σε ψυχιατρεία ή άλλες ψυχιατρικές υπηρεσίες κάνει χρήση ναρ­κωτικών. Από σχετικές έρευνες στη Δανία το πο­σοστό αυτό φτάνει το 50-60%.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ;

Η άρση των όρων του κοινωνικού αποκλεισμού του τοξικομανούς συνεπάγεται τη ρήξη του όχι μό­νο με τη χρήση ουσιών, αλλά κυρίως με την ίδια την εξάρτηση ως λειτουργία και ως τρόπο ζωής.

Ομάδα Φίλων ΚΕΘΕΑ ΚάλυμνοςΑυτή η διαδικασία -επίπονη, δύσκολη και χρονοβόρα- της ρήξης με την εξάρτηση είναι ταυτό­χρονα μια διαδικασία μετάβασης με νέο ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι, πραγματικής συμμετοχής του σε μια κοινωνική ζωή. Είναι μια διαδικασία άρσης των όρων της απόταξης του συγκεκριμένου υπο­κειμένου από το κοινωνικό σώμα, μια διαδικασία προοδευτικής κοινωνικοποίησής του μέσα από την υπέρβαση της ελλειμματικότητας που προϋπήρχε της εξάρτησής του. Κατά τη Σωσώ Τσίλη (1996) πρόκειται για μια διαδικασία αναστολής των κοι­νωνικών μηχανισμών που δημιουργούν και επαναδραστηριοποιούν την απόρριψή του. Σ’ αυτό ανά­γεται, σε τελευταία ανάλυση, ολόκληρη η θεραπεία απεξάρτησης και κοινωνικής του επανένταξης.

Ομάδα Φίλων ΚΕΘΕΑ ΚάλυμνοςΑπεξαρτημένο δεν είναι το άτομο που απλά και μόνο έχει διακόψει προσωρινά τη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών. Απεξαρτημένο πρέπει να θεω­ρείται το άτομο που έχει πραγματοποιήσει, στα πλαίσια της θεραπευτικής διαδικασίας απεξάρτη­σης, βαθιές αλλαγές στις ψυχολογικές του λει­τουργίες, στον τρόπο που σκέφτεται, που εκφράζει τα συναισθήματά του, που κάνει αληθινές σχέσεις επικοινωνίας. Μέσα απ’ αυτές τις αλλαγές αυτό το άτομο γίνεται ικανό να αναπτύσσει τη δική του κρι­τική σκέψη και να διατυπώνει το δικό του ανεξάρ­τητο λόγο. Γίνεται ικανό να ξεπερνά τις τάσεις της παραίτησης και της εξατομίκευσης, να εντάσσεται σε συλλογικότητες και να λειτουργεί ομαδικά, να θέτει και να κατακτά υψηλούς στόχους, να είναι δημιουργικό, να δίνει αξία στον εαυτό του και να παίρνει αναγνώριση της αξίας του από τους άλ­λους. Μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη, καθόλου ευθύγραμμη πορεία, με βήματα προς τα εμπρός αλλά και προς τα πίσω, όταν δυσκολεύεται να ξεπεράσει τα εμπόδια και γλιστρά στην υποτροπή, αποκτά, με τη βοήθεια του θεραπευτικού πλαισίου, συνεί­δηση όλων εκείνων των παραγόντων, ατομικών και ομαδικών που το ώθησαν -και ωθούν χιλιάδες νέους καθημερινά- στον κόσμο των ουσιών και στην εξάρτηση.

ψυχόδραμα 1Μέσα σ’ αυτή την πορεία αποκτά τη δική του ανεξάρτητη κοινωνική υπόσταση και ταυτότητα, διεκδικεί τα δικαιώματα του, ατομικά, κοινωνικά, πολιτικά, ανθρώπινα και δίνει προσωπικό νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του. Σ’ αυτό ανάγεται η κοινωνική του επανένταξη που θέτει ως πρώτους στόχους την ουσιαστική εργασιακή αποκατάσταση, την ανεξάρτητη από τους γονείς διαβίωση, την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας και των νομικών εκκρεμοτήτων που κου­βαλά από το παρελθόν, έχει όμως ως τελικό της στόχο την κατάκτηση της αυτονομίας του σε όλα τα επίπεδα. Μέσα σε μια κοινωνία εξατομίκευσης και αποκλεισμού αποκτά ιδιαίτερη σημασία η κα­τάκτηση, σ’ αυτή την πορεία της κοινωνικής επα­νένταξης, του πνεύματος συλλογικότητας, της δη­μιουργικής έκφρασης, της πραγμάτωσης δυνατο­τήτων, της ανάπτυξης ικανοτήτων, της πολύπλευρης γενικά ανάπτυξης της προσωπικό­τητας του απεξαρτημένου. Αυτό που αλλάζει επί­σης είναι η σχέση του με το χώρο και το χρόνο, τον προσωπικό και τον κοινωνικό.

ΨυχόδραμαΣτη βάση αυτής της αλλαγμένης ποιοτικά σχέ­σης ο απεξαρτημένος γίνεται ικανός να αντιστέκε­ται στην πίεση της καθημερινότητας και να μη βου­λιάζει κάτω από το βάρος της, να μην πνίγεται μέ­σα στην ανωνυμία, τη συμβατικότητα, τη ρουτίνα. Η Τέχνη συμβάλει στην κατάκτηση όλων αυτών των μεγάλων στόχων και δίνει τα μέσα για την επανεύρεση του χαμένου ουτοπικού ορίζοντα. Για­τί η Τέχνη ενυπάρχει στη ζωή και φανερώνει την ουτοπική διάσταση του μέλλοντος της. Οι ρίζες της Τέχνης βρίσκονται μέσα στην ίδια διαδικασία της παραγωγής και αναπαραγωγής της ανθρώπινης ζωής, στην εργασία ως μεταβολισμό του ανθρώ­που και της φύσης. Δεν είναι «μια μορφή κοινω­νικής συνείδησης», αλλά η αντικειμενοποίηση ου­σιαστικών δυνάμεων της ανθρώπινης ύπαρξης. Σ’ αυτά τα πλαίσια γίνεται καταλυτικός ο ρόλος της Τέχνης στην θεραπευτική διαδικασία της απεξάρ­τησης και της κοινωνικής επανένταξης.

Εκείνο που κυρίως επιδιώκεται στα πλαίσια της θεραπευτικής διαδικασίας απεξάρτησης, είναι η αναδόμηση των κοινωνικών και οικογενειακών δε­σμών που είχαν διαρραγεί μέσα στον κόσμο των ουσιών. Αυτή η αναδόμηση προϋποθέτει συγκεκρι­μένα μέτρα και ενέργειες τόσο από την πλευρά του εξαρτημένου, της οικογένειας του και του θερα­πευτικού πλαισίου στο οποίο έχει ενταχθεί, όσο και από την πλευρά της Πολιτείας και της Κοινωνίας.

Στην πράξη, αυτό που κυριαρχεί σήμερα στο χώρο της απεξάρτησης είναι η προκλητική αδια­φορία της Πολιτείας για μια πραγματική, ισότιμη, κοινωνική επανένταξη των απεξαρτημένων. Όχι μόνο απουσιάζει παντελώς από τον Ελληνικό χώ­ρο μια κεντρικά σχεδιασμένη πολιτική κοινωνικής επανένταξης, αλλά υπονομεύονται στην πράξη και αυτές οι προσπάθειες των «στεγνών» προγραμ­μάτων να αναδείξουν την κρισιμότητα του ζητή­ματος και να διεκδικήσουν μέτρα.

Προωθώντας συστηματικά τη συντήρηση της εξάρτησης μέσα από την εφαρμογή των προγραμ­μάτων υποκατάστασης κάθε τύπου οι αρμόδιοι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να περιορίζουν ασφυ­κτικά την διαδικασία της κοινωνικής επανένταξης στην προκρούστεια κλίνη που επιβάλει η πολιτική της «μείωσης της βλάβης». Αυτό γίνεται με πολ­λούς τρόπους:

  • Μέσα από την άρνηση της Πολιτείας στην πρά­ξη, να πάρει μέτρα ουσιαστικής αντιμετώπισης της ανεργίας, της οικονομικής δυσπραγίας, της έλλειψης στέγης, των κινδύνων της φυλακής, της καταπάτησης των βασικών κοινωνικών, πο­λιτικών, ανθρώπινων δικαιωμάτων των απε­ξαρτημένων, την αδιαφορία της αντιμετώπισης δηλαδή όλων εκείνων των προβλημάτων που δρουν ως παράγοντες υποτροπής.
  • Μέσα από την συντήρηση και αναπαραγωγή, με την συνδρομή και της επίσημης ψυχιατρικής, όλων των κοινωνικών στερεοτύπων που στιγ­ματίζουν ως χρόνιο ασθενή και περιθωριοποι­ούν τον τοξικομανή.
  • Μέσα από το ισχύον κατασταλτικό, νομικό και δικαστικό οικοδόμημα που τον εξοντώνει ως άνθρωπο, ενισχύοντας τους παράγοντες που τον ωθούν στην υποτροπή και την επιστροφή του στον κόσμο των ουσιών, απ’ όπου είχε με την θέληση του δραπετεύσει.

ψυχόδραμα 4Είναι φανερό ότι η Πολιτεία αυτό που θέλει με κάθε τρόπο να εμποδίσει είναι η πορεία των απε­ξαρτημένων προς την κατάκτηση της πλήρους και σε όλα τα επίπεδα αυτονομίας τους. Στόχος της – φανερός αλλά όχι ομολογημένος – είναι να ακυ­ρώσει άμεσα και έμμεσα κάθε μορφής αντίσταση του απεξαρτημένου στις δυνάμεις της βιοεξουσίας. Σ’ αυτή τη βάση, η πλάστιγγα του κράτους κλίνει φανερά υπέρ των κάθε είδους υποκατάστατων. Αυτά, τουλάχιστον, μπορούν να συντηρήσουν το καθεστώς του θεσμοθετημένου ελέγχου όλης αυτής της κοινωνικής ομάδας, στην οποία δίνονται τα υποκατάστατα.

Αυτά μπορούν να εξασφαλίσουν μια ιδιότυπη συμμετοχή στην κοινωνία μέσα από την ένταξη στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, υπό την ιδιότητα του «ασθενούς», που η ασθένειά του του επιτρέπει να συμμετέχει μόνο σ’ αυτή τη συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής ζωής στην οποία ανάγεται η διαδικα­σία χορήγησης του υποκατάστατου, χορήγηση που έρχεται να αντικαταστήσει ή να συμπληρώσει, τη συναλλαγή για τη δόση.

Απ’ αυτή την άποψη το πραγματικό περιεχόμε­νο της κοινωνικής επανένταξης είναι η διαρκής σύγκρουση σε όλα τα επίπεδα του απεξαρτημένου με όλες τις δυνάμεις και τους μηχανισμούς χειραγώγησης της συνείδησης του, ομαλοποίησης της συμπεριφοράς και κοινωνικού ελέγχου. Και εί­ναι αυτό ακριβώς το περιεχόμενο που διαφορο­ποιεί την έννοια της κοινωνικής επανένταξης από αυτήν της κοινωνικής αποκατάστασης, που έχει ως περιεχόμενό της την προσαρμογή του ατόμου στην κοινωνικά αποδεκτή νόρμα.

Βιβλιογραφία

Bauman, Z. (2005). Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας. Αθήνα: Κατάρτι.

Baudry, P. (1997). «L’asocial» Aux frontières du social, L’exclu sαns la direction de Alain Gauthier, (85-104). Paris: L’ Harmattan.

Benasayag, M., Schmit, G. (2006). Les passions tristes. Paris: La Découverte poche.

Castel, R. (1996). «Les marginaux dans l’ Listoire». Στο «L’ exclusion L’ état des savoirs». Paris: La Découverte poche.

Castel, R. (1995). Les pièges de l’exclusion Lien social et politiques, RIAC.

Δρετάκης, M. (2006). H διαιώνιση της φτώχειας στην Ελλάδα, Εφη­μερίδα Ελευθεροτυηία, 21-22/4/2006.

Farge, A. (1994). Ο ζητιάνος. Ένας περιθωριακός;. Αθήνα: Ροές – Δοκίμια.

Foucault, M. (2002). Για την uπεράσπιση της κοινωνίας. Αθήνα: Ψυχογιός.

Giroux, H.-A. (2002). «Global capitalism and the return of the garrison State». Arena Journal, 19, 141-160.

Guérin, Ch. (1997). L’exclusion et son contraire. Στο συλλογικό τόμο Aux frontiers du social – «L’exclu» sous la direction d’Alain Gauthier. Paris: L’Harmattan.

Καβουνίδη, Τζ. (1996). Κοινωνικός αποκλεισμός, έννοια, κοινοτι­κές πρωτοβουλίες, ελληνική εμπειρία και διλήμματα πολιτικής. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα. Αθήνα: ΕΚΚΕ.

Καραμεσίνη, M. (2004). Ανεργία, φτώχεια και κοινωνικός απο­κλεισμός. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Φτώχεια και κοινωνι­κός αποκλεισμός, (399-438). Αθήνα: Εξάντας.

Καραπιδάκης, Ν. (2004). «Περιθωριακοί στη Μεσαιωνική Δύση». Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ‘Ενθετο «Ιστορικά»: «Οι περιθωριακοί», 16/12/2004.

Lemke, Th. (2004). «Marx sans guillemets: Foucault, la gouvernementalité et la critique du néolibéralisme», Actuel Marx, 36.

Μιχαήλ, Σ. (1999). «Βιοεξουσία και απελευθέρωση», Τετράδια Ψυχιατρικής, 67, 29- 34.

Palmer, B. (2006). Κουλτούρες της νύχτας. Αθήνα: Σαββάλας.

Πανούσης, Γ. (2006). «Ο “γεννημένος εγκληματίας” ξαναγεννιέται;». Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 31-8-2006.

Παπαδοπούλου, Δ. (2004). Η φύση του κοινωνικού αποκλεισμού στην ελληνική κοινωνία. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Αθήνα: Εξάντας.

Paugam, S. (1996). Pauvreté et exclusion. La force des contrastes sociaux. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: L’exclusion L’état des savoirs. Paris: L’ Harmattan.

Τσίλη, Σ. (1996). Τοξικομανείς και κοινωνικός αποκλεισμός. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα. Αθήνα: ΕΚΚΕ.

Φακιολάς, Ν., Στυλιαράς, Γ., Μουλά, Κ. (1996). Ο κοινωνικός αποκλεισμός των απεξαρτημένων ατόμων. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, τόμος Α’. Αθήνα: ΕΚΚΕ.

Walker, A., Walker, C. (2004). Britain divided: the growth of Social Exclusion in the 1980 and 1990’s London: Child Poverty Action Group. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Φτώχεια και κοι­νωνικός αποκλεισμός, Πετμετζίδου, Μ., Παπαθεοδώρου, Χρ. (Εηιμ.), Ruth Levitas: «Η έννοια του κοινωνικού αηοκλεισμού και η νέα ντυρκεμιανή ηγεμονία». Αθήνα: Εξάντας.

EMCDDA, Annual Report on the state of the drug problem in the European Union and Norway, 2002.

(Αναδημοσίευση από το πρώτο τεύχος της τριμηνιαίας έκδοσης του ΑΠΘ, για θέματα Υγείας και Κοινωνικού Αποκλεισμού, «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία»).

Η επιστημονική επιτροπή αποτελείται από τους: Δικαίου Μαρία, Ζαφειρίδης Φοίβος, Μεγαλοοικονόμου Θεόδωρος, Μιχαήλ Σάββας, Μπακιρτζής Κων/νος, Μπιτζαράκης Παντελής, Πανταζής Παύλος, Παπαϊωάννου Σκεύος, Φαφαλιού Μαρία

Εκδότης – Διευθυντής Μπαϊρακτάρης Κώστας

Συντακτική Ομάδα: Γεωργάκα Ευγενία, Λαϊνάς Σωτήρης, Σταμάτη Γιούλη, Φίγγου Λία, Φραγκιαδάκης Κων/νος

Εποπτεία Τεύχους: Παπαϊωάννου Σκεύος, Μιχαήλ Σάββας

Επιμέλεια κειμένων Σταμάτη Γιούλη

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s