Τα πλοία θ΄ αράζουν πάντα στην όχθη της καρδιάς μας
Το κείμενο της ομιλίας της Μαρίας Μαθιουδάκη, εκπαιδευτικός ΔΕ-Φιλόλογος, στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Δαμασκηνού «Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας. Ένα δοκίμιο-μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη», Εκδόσεις Ραδάμανθυς. Χανιά, 3 Μαΐου 2017
Διαβάζοντας το δοκίμιο μελέτη του Δ. Δαμασκηνού “Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς” μας ζωντάνεψαν ξανά μέσα μου οι μνήμες των εφηβικών μου χρόνων, τότε που τα βιβλία του Λουντέμη περνούσαν κρυφά κάτω από τα θρανία από χέρι σε χέρι για να τα διαβάσουμε με απληστία, μαζί με αυτά του Ν.Καζαντζάκη, πολλές φορές ακόμα και την ώρα των Μαθηματικών ή των Αρχαίων.
Τι ήταν άραγε αυτό που έκανε τον Λουντέμη “συγγραφέα της καρδιάς” μας στα άγουρα χρόνια μας, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Νομίζω πως ο Δ. Δαμασκηνός μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του απαντά και σ’αυτό το ερώτημα όχι μόνο με όσα ο ίδιος γράφει για τον Λουντέμη και την εποχή του, σε λόγο λιτό και μεστό, αλλά κυρίως με όσα παραθέτει: πλούσιο φωτογραφικό υλικό και άλλα ντοκουμέντα από ποικίλες πηγές, εκτενή αποσπάσματα από το πεζογραφικό έργο του, σπάνια και άγνωστα στο πλατύ κοινό ποιήματά του – στα οποία θα ήθελα να αναφερθώ περισσότερο – δηλώσεις του Λουντέμη, αποσπάσματα από τις απολογίες του σε δίκες, κριτικές ακόμα και αρνητικές, διηγήσεις και μαρτυρίες άλλων γι’ αυτόν, όπως αυτή η πολύ συγκινητική του Μ. Θεοδωράκη, ποιήματα αφιερωμένα σ’ αυτόν όπως το υπέροχο του Γ. Ρίτσου κ.α.
Όλα αυτά αφήνουν να προβάλλει μπροστά μας όχι μόνο ο ταλαντούχος συγγραφέας μα κυρίως ο “άνθρωπος” σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Το πεντάρφανο προσφυγόπουλο, ο περιπλανώμενος βιοπαλαιστής βγαλμένος και ο ίδιος από τις σελίδες του Κνουτ Χάμσουν, βλέπουμε να μεταμορφώνεται μέσα στη δίνη των καιρών σε ασυμβίβαστο αγωνιστή γεμάτο αγάπη και ανθρωπιά, αιώνια ερωτευμένο όχι μόνο με τη γυναίκα μα και με την ίδια τη ζωή. Τρυφερός πατέρας και σύζυγος, αδικημένος και βασανισμένος, δε θα πάψει ποτέ να είναι ονειροπόλος και οραματιστής.
Όταν θα δικαστεί για το έργο του “Βουρκωμένες μέρες” με την κατηγορία των “προπαρασκευαστικών πράξεων εσχάτης προδοσίας” θα πει στην απολογία του: Είναι αλήθεια ότι οραματίζομαι το αύριο, χωρίς τρόμους και αίματα, γεμάτο ειρηνικούς κι ευτυχισμένους ανθρώπους, ότι δεν θέλω να πάσχει, να δυναστεύεται και να πονά κανείς. Το όραμα αυτό θα καθορίσει και τις επιλογές του στις δύσκολες ιστορικές στιγμές που θα περάσει ο τόπος μας από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά, θα διαποτίσει το έργο του και θα τον οδηγήσει σε δίκες, φυλακές, εξορίες κλπ.
“Αλήθεια, Μενέλαε, πολύ βουρκωμένες οι μέρες μας”, διαβάζουμε στο συγκινητικό ποίημα που του αφιερώνει ο Γ. Ρίτσος.
Παρόλ’ αυτά ο Λουντέμης δεν σταματά το γράψιμο ούτε στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του. Μέσα στα επιλεγμένα από το Δ. Δαμασκηνό κείμενα τον βλέπουμε να μετουσιώνει τον πόνο του και τις προσδοκίες του σε πεζά και σε στίχους. Ο ιδιότυπος ρεαλισμός της γραφής του συνυπάρχει με την πιο τρυφερή λυρική διάθεση.
Όταν στη Μακρόνησο, όπου είναι εξόριστος, φτάνουν οι πρώτες γυναίκες κρατούμενες ο Λουντέμης τις υποδέχεται με το ποίημα “Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο” με το οποίο εκφράζει τον θαυμασμό του και την αγάπη του για τη γυναίκα δίνοντας εξέχουσα θέση στη μάνα :
Καλωσορίσατε. Σα φύλλα από βιολέτες,
τα λόγια αυτά από τα τραγούδια μου μαδώ…
Περναέι η γυναίκα, – η Ανδρομάχη, η Ηγερία…
Περνάει μαζί της η φωτιά και το νερό.
Μα οι ραβδισμοί βαριά τα γόνατα λυγάνε.
Α!Τη γυναίκα , που δεν πρέπει να τη χτυπάνε
ούτε και με της μύγας το φτερό.
Περνάει η Μάνα γονατίστε – η μαύρη Μάνα –
Στήθος κλειστό σα ιερό εκκλησιάς βουβής.
Μερονυχτίς ηχολογάνε νοερά της,
τα Σκοπευτήρια που ματώσαν τα όνειρά της,
καταμεσίς στο πανηγύρι της ζωής.
Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη…
Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή…
Μέσα στα σπλάχνα σου βογκούνε οι σκοτωμένοι
Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!
Ο πόνος του πατέρα για το τρίχρονο κοριτσάκι του, τη Μυρτώ, που υποφέρει μαζί με τη μητέρα του ακολουθώντας τον πατέρα στην εξορία εκφράζεται στο ποίημα “Stabat mater”. Τίτλος και σύμβολα είναι δανεισμένα από ένα καθολικό ύμνο του 13ου αι.
Αντίο μητερούλα , μητερούλα της Μυρτώς, και των χεριών μου.
Με το γήινο βρέφος στην αγκαλιά, που μπήκε στο μαρτύριο
τριάντα χρόνια μικρότερο απ’ τον Χριστό,
Αντίο…
Να προσέχεις, μητερούλα, εκεί που πάτε.
Σκορπώ στα μονοπάτια του παραμυθιού
μικρά ψίχουλα απ’ την καρδιά μου
-για να μη χάσει το δρόμο η Μυρτώ.
Να προσέχεις, μητερούλα, εκεί που πάτε.
Να σκεπάζεστε τις νύχτες δυνατά.
Να σκεπάζεστε πολύ με τη στοργή μου…
Γιατί κάνει κρύο εφέτος, μάνα…
Κάνει μίσος εφέτος, μάνα…
Εφέτος κάνει θάνατο.
Κι ότα μαθαίνει ότι το παιδί του πέθανε – είδηση που ευτυχώς θα διαψευσθεί αργότερα – ο σπαραγμός γίνεται ποίημα με τίτλο : “Η Μυρτώ χάθηκε”.
Ποιοι σε πήραν κοριτσάκι;
Ποια φτερά σε σήκωσαν απ’ τη ζωή;
Ρωτώ τους δρόμους:
“Μην ακούσατε κάτι βηματάκια; – ήταν πολύ αλαφρά”.
Κείνοι πνίγονται στη σκόνη.
Δεν απαντούν.
Πού χάθηκες κοριτσάκι;
Τα μάτια μου θα σ’ έβρισκαν –
και δίχως φως.
Και δίχως ήλιο – θα σ’ έπιαναν τα δάχτυλά μου.
Είναι λοιπόν ο Λουντέμης επίκαιρος ή παρωχημένος , όπως ισχυρίστηκαν όσοι θέλησαν να τον εξοβελίσουν από τα ελληνικά γράμματα.
Ο συγγραφέας της μελέτης : “Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας” αφήνει την απάντηση να έρθει μόνη της, αβίαστα, μέσα από τα λόγια αλλά και τα έργα του ίδιου του Λουντέμη.
Στο έργο του “Κάτω απ’ τα κάστρα της ελπίδας” γράφει :
Πώς μπορείς να ζεις σ’ έναν κόσμο με τόση αδικία και να μην το ξεφωνίζεις κάθε ώρα, κάθε μέρα;…
Φυσικά, αν θέλεις, μπορείς να μείνεις ήσυχος. Να κοιτάξεις τον εαυτούλη σου. Μα τότε, πώς θα χεις το δικαίωμα να λέγεσαι άνθρωπος;
Όταν το 1958 προσκαλείται ως ομιλητής στα εγκαίνια μνημείου στο πρώην ναζιστικό στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ , στη Βαϊμάρη της Γερμανίας, ο Λουντέμης γράφει το ομώνυμο ποίημα, άγνωστο στο ευρύ κοινό, όπου καταλήγει :
Μπούχενβαλντ. Δεν ήρθα να γονατίσω
Ήρθα να ορκιστώ
Πως δεν θα σωπάσω – δε θα κοιμηθώ
Όσο υπάρχουν τούτα τα μνημέια
Και προπάντων
Όσο θα υπάρχουν οι άνθρωποι που τα ‘χτίσαν.
Μετά τη διάσπαση του κόμματος και τη σύγκρουσή του μ’αυτό γράφει: “Δεν είναι ιερά τα πρόσωπα, ιερές είναι οι ιδέες, και όσοι στο όνομα των ιδεών ταπεινώνουν τον άνθρωπο είναι ανάξιοι, όχι μόνο για ενσαρκωτές αλλά ούτε και για δούλοι ιδεών”.
Το αν ο ανθρωποκεντρικός αυτός συγγραφέας και ποιητής είναι παρωχημένος σε μια εποχή σαν τη δική μας είναι εύκολο να το κρίνει ο αναγνώστης. Ο Λουντέμης ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επαναπατρίζεται το 1976. Τον υποδέχονται με ενθουσιασμό πλήθος θαυμαστές του και πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης όπως δείχνουν και οι σχετικές φωτογραφίες του βιβλίου. Όμως η χαρά αυτή δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Η πολυπληγωμένη του καρδιά σταμάτησε για πάντα να χτυπά το Γενάρη του 1977.
Στο τέλος του βιβλίου διαβάζουμε πώς ο πνευματικός κόσμος αποχαιρετά τον Μ. Λουντέμη και πώς αποτιμά το έργο του και τη ζωή του. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι σ΄ αυτήν την απότιση φόρου τιμής παρελαύνουν τα περισσότερα και γνωστότερα ονόματα πνευματικών ανθρώπων εκείνης της εποχής. Μεταξύ των άλλων “τραγωδιακό πρόσωπο” τον χαρακτηρίζει ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Δεν υπήρξε βασανισμός που να μην τον δοκίμασε στη ζωή του, σημειώνει. Ενώ ο Τάσος Βουρνάς επισημαίνει :
Ο Λουντέμης είναι πια νεκρός από τις 22 Ιανουάριου 1977 και μαζί του και μια εποχή της πεζογραφίας μας γεματη λυρική διάθεση, αγωνιστική έξαρση και ρομαντισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η γυμνασιακή γενιά πολλών περιόδων της μεταπολεμικής ζωής μας, θήτευσε με πάθος στα βιβλία του Λουντέμη. Είναι η γενιά που αγαπά τους αγώνες, τα μεγάλα αισθήματα, τον πλούσιο λυρισμό στη φράση, τον ουμανιστικό μύθο, όπου ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρο των πάντων και ο έρωτας το απόσταγμα της ζωής.
Ο ίδιος ο Λουντέμης κοιμόταν πια ήσυχος και σίγουρος. Ήξερε πως τα βιβλία του θα περνούν στα χέρια των ανθρώπων και ιδιαίτερα των νέων και των εφήβων του μέλλοντος, ακόμα και κάτω από τα θρανία αν χρειαστεί, όπως συνέβαινε στα δύσκολα δικτατορικά χρόνια της πρώτης μας νιότης.
Ήταν σίγουρος ότι “τα πλοία θ΄ αράζουν πάντα στην όχθη της καρδιάς μας”.
Στο ποίημά του “Ότι αγαπήσαμε”, πριν από χρόνια, είχε γράψει :
Αγαπήσαμε τις χειροπέδες μας
πιο πολύ κι απ’ τα βραχιόλια
που θα βάζαμε στα χέρια της αγαπημένης
κι ας ζύγιζαν πολύ πιο βαριά
(είκοσι καράτια δάκρυα!)
Μα αν δεν λέγαμε “όχι” τότε
αν δε λέγαμε τότε “ποτέ”
οι αλυσίδες που αρνηθήκαμε
θα δένανε τα χέρια των παιδιών μας.
Και τα βιβλία μας, αυτά που γράψαμε
για τον έφηβο του “Τώρα” και του “Αύριο”
για τον έφηβο του σημερινού
και για τον έφηβο του αυριανού – Αιώνα
αν δεν λέγαμε τα “όχι” και τα “ποτέ”
τότε τα βιβλία μας
θα ‘πέφταν απ’ τα χέρια τους ντροπιασμένα…
Μαρία Μαθιουδάκη, εκπαιδευτικός Δ.Ε.-φιλόλογος
