(1ο μέρος)…
.
...Μια κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στην οικονομική λογική, στον ανταγωνισμό και το κέρδος, αυτομάτως ξεχωρίζει, αποκλείει και περιθωριοποιεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ιδιαίτερα εκείνο που δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια της παραγωγικότητας που η ίδια θέτει. Αντίθετα, ένα σχολείο που θα έδινε προτεραιότητα στη συνύπαρξη των μαθητών μέσω της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της έκφρασης των συναισθημάτων, της δημιουργικότητας, του παιχνιδιού, του γέλιου, και του σεβασμού της διαφορετικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αυτομάτως θα ενέτασσε τους μαθητές στον ίδιο χώρο, δίνοντας τους ευκαιρίες να συναντηθούν, να επικοινωνήσουν και να συνυπάρξουν ως ισότιμα μέλη της ίδιας κοινωνίας.…
Το άρθρο γράφτηκε με τη μορφή ερωτοαπαντήσεων για να είναι ευκολοδιάβαστο, ιδιαίτερα σε ανθρώπους που θα ασχοληθούν με πρόσωπα που έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες και χρειάζονται τη συμβολή τους στην κατάκτηση του δικαιώματος τους να υπάρχουν μαζί με τους άλλους. Οι ερωτήσεις διαμορφώθηκαν με βάση την πενταετή εμπειρία της προσπάθειας για συνύπαρξη και τα ερωτήματα που έθεταν οι εθελοντές πριν ξεκινήσουν και ενταχτούν στο πρόγραμμα.
Ερώτηση 1: Μετά τη μεταπολίτευση, ιδιαίτερα με την ανάπτυξη των Μ.Μ.Ε., παρουσιάζεται ένα ενδιαφέρον από την κοινωνία για τα «άτομα με ειδικές ανάγκες». Εσείς, που βρίσκεστε στο χώρο αυτό και κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης εδώ και 30 χρόνια θεωρείτε γνήσιο το ενδιαφέρον αυτό, και που νομίζετε ότι οδηγεί;
Απάντηση: Η αλήθεια είναι, ότι υπάρχει και στη χώρα μας ένας «λόγος» γύρω από ζητήματα που αφορούν τους ανθρώπους που αποκλείονται από την καθημερινή κοινωνική ζωή και τίθενται στο περιθώριό της. Ο «λόγος» αυτός υπήρξε χάρη στην επιθυμία και διάθεση ορισμένων ανθρώπων με «αναπηρίες», που μπορούσαν να τον αρθρώσουν, γονέων ανθρώπων με «αναπηρίες» και πολιτών – ευαίσθητων και ενημερωμένων – που διεκδικούν μία καλύτερη ποιότητα ζωής, σε καλύτερες ανθρώπινες συνθήκες, συνυπάρχοντας μαζί με τους άλλους, διεκδικώντας από την πολιτεία εκπαίδευση, εργασία, φροντίδα και από την κοινωνία την αποδοχή της ιδιαιτερότητάς τους.
Δεν πιστεύω, ωστόσο, ότι αυτό το ενδιαφέρον υπάρχει γενικά από το σύνολο της κοινωνίας. Η εμπειρία μου λέει ότι στο μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας μας διακατεχόμαστε από προκαταλήψεις αρνητικές προς τους ανθρώπους με αναπηρίες, που μας διαπερνούν και διαμορφώνουν τη στάση μας. Στάση που τους δίνει μια θέση στο περιθώριο, αποκλείοντάς τους από τις πιο απλές ανθρώπινες σχέσεις. Μπορούμε να πούμε ίσως ότι το ενδιαφέρον αυτό, με τον τρόπο που εκφράζεται και υλοποιείται, δεν οδηγεί στην αποδοχή της διαφορετικότητας αλλά μάλλον επιθυμεί την εξάλειψή της. Η αποδοχή της διαφορετικότητας των ανθρώπων αυτών γίνεται μόνο μέσα από την εξάλειψη της διαφοράς και την «κανονικοποίηση», ομογενοποίηση, ή φυσιολογικοποίησή της (να μας μοιάσουν όσο γίνεται περισσότερο) (Μπιτζαράκης, 1987).
Η αποδοχή της διαφορετικότητας, σε μια κοινωνία εχθρική απέναντι στη διαφορετικότητα, γίνεται με την προϋπόθεση να αλλάξει τη διαφορετικότητα χωρίς ν’ αλλάξει η ίδια η κοινωνία• να γίνει προσαρμογή της σ’ αυτήν την κοινωνία, που στην ουσία αποκλείει κάθε τι διαφορετικό. Τα μέσα που διαθέτει η κοινωνία (εκπαίδευση-θεραπεία) είναι για να προσαρμόσει στα δικά της δεδομένα τη διαφορετικότητα και όχι να την αποδεχτεί «ως είναι». Η αδελφή μαθήτρια του σχολείου μας ανέφερε ότι θεωρεί τις συμμαθήτριες της αδελφής της άρρωστες και ότι προσεύχεται να γίνουν καλά (Δουδούμη, 2006).
Έτσι για παράδειγμα, οι μαθητές με αναπηρίες πρέπει να ενταχθούν στο σχολείο «ως έχει», δηλαδή να ενταχθούν σ’ έναν θεσμό που ο ίδιος ευθύνεται για τον αποκλεισμό τους. Η ενσωμάτωση στο σχολείο δεν καταργεί τη διαδικασία του αποκλεισμού, γιατί προσπαθεί όχι να αποδεχτεί τη διαφορετικότητα αλλά να την «εξομαλύνει», να τη «θεραπεύσει», να την «εξαλείψει», και για κάποιους ανθρώπους αυτό μπορεί να γίνει με «συμπίεση», απεγκλωβίζοντας ίσως ορισμένους αλλά επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τον αποκλεισμό άλλων (Μπάρμπας, 2007).
Και μια και αναφερόμαστε στο σχολείο, μπορούμε να πούμε ότι ο χαρακτήρας του σημερινού σχολείου, που προσανατολίζεται και στοχεύει στην παροχή γνώσεων -τις περισσότερες φορές χωρίς νόημα- ενώ ταυτόχρονα αγνοεί τις ανάγκες, επιθυμίες και δυνατότητες των μαθητών, όχι μόνο δεν ευνοεί τη συνύπαρξη των μαθητών με ειδικές ανάγκες, αλλά οδηγεί ένα ευρύτερο φάσμα μαθητών στη σχολική αποτυχία και την περιθωριοποίηση. Αν το ενδιαφέρον αυτό συνδεθεί με την καλλιέργεια ενός υποκριτικού κλίματος «φιλανθρωπικής αγάπης», μπορεί να οδηγήσει τελικά στην επιδείνωση παρά στη διευθέτηση του ζητήματος του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης (Μπάρμπας, 2007).
Μια κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στην οικονομική λογική, στον ανταγωνισμό και το κέρδος, αυτομάτως ξεχωρίζει, αποκλείει και περιθωριοποιεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ιδιαίτερα εκείνο που δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια της παραγωγικότητας που η ίδια θέτει. Αντίθετα, ένα σχολείο που θα έδινε προτεραιότητα στη συνύπαρξη των μαθητών μέσω της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της έκφρασης των συναισθημάτων, της δημιουργικότητας, του παιχνιδιού, του γέλιου, και του σεβασμού της διαφορετικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αυτομάτως θα ενέτασσε τους μαθητές στον ίδιο χώρο, δίνοντας τους ευκαιρίες να συναντηθούν, να επικοινωνήσουν και να συνυπάρξουν ως ισότιμα μέλη της ίδιας κοινωνίας.
Η κοινωνική ένταξη των ανθρώπων με αναπηρίες στην ελληνική κοινωνία δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί ποτέ ούτε με ειδικά εκπαιδευτικά μέτρα, ούτε με νομοθετήματα. Οι περιορισμοί των «αναπήρων» δεν είναι μόνο συνέπεια των δικών τους λειτουργικών αδυναμιών, αλλά και συνέπεια της δικής μας αδυναμίας να λάβουμε υπόψη τις ανάγκες τους (Μορφούλης Ιωάννης-Αλέξανδρος, 2007).
Υπάρχει, ωστόσο, και ένα άλλο κομμάτι τη κοινωνίας, που φαίνεται να αυξάνεται και το οποίο αποτελούν άνθρωποι που συμβάλλουν στη συνύπαρξη, που λειτουργούν μέσα στους θεσμούς (σχολεία, χώροι εργασίας, ιδρύματα, κ.ά.) και έξω από αυτούς (πολίτες που αναζητούν, διεκδικούν μια καλύτερη ποιότητα ζωής) και προσφέρονται εθελοντικά, από γνήσιο ενδιαφέρον, στην κατεύθυνση άρσης του αποκλεισμού και αποδοχής της διαφορετικότητας του άλλου. Βέβαια για να συμβεί κάτι τέτοιο, κατά την άποψή μου, βασική προϋπόθεση είναι η δημιουργία μίας «κίνησης» από τους άμεσα θιγόμενους-ενδιαφερόμενους και άλλες κοινωνικές ομάδες, που θα στηρίζουν και θα διεκδικούν τη δυνατότητα στους ανθρώπους με «αναπηρίες» να διαχειριστούν τις υποθέσεις τους, ώστε να μιλούμε για συνύπαρξη προσώπων-υποκειμένων και όχι αντικειμένων φροντίδας και ελεημοσύνης.
Πιστεύω ότι η κοινωνική ένταξη-συνύπαρξη αποτελεί ζήτημα αντιλήψεων και κοινωνικής στάσης, μια και φραγμό στην κοινωνική ένταξη θέτει όχι μονάχα γενικά η κοινωνία, αλλά καθένας μας χωριστά καθώς, όπως αναφέρει ο K. Μπαϊρακτάρης, αθωώνουμε εκ των προτέρων τους εαυτούς μας από τη συνεργεία στον αποκλεισμό μειονεκτούντων ατόμων, με τη συνήθεια να καταγγέλλουμε τον κοινωνικό φασισμό, χωρίς να βλέπουμε την καθημερινή άσκησή του από εμάς τους ίδιους. Μιλούμε δηλαδή για ταυτόχρονη προσπάθεια αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων και των όρων ζωής σε όλα τα επίπεδα (προσωπικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτιστικό, υπαρξιακό).
Να προσθέσω ότι μεγάλη σημασία στη στάση μας έχει η «ματιά» με την οποία βλέπουμε την αναπηρία.
Οι άνθρωποι με δυσλειτουργίες, δυσκολίες, περιορισμούς είναι ανάπηροι από την αποτυχία της κοινωνίας να προσαρμοστεί στις ανάγκες τους. Αυτή η προσέγγιση δεν αρνείται την ύπαρξη διαφορών, είτε σωματικών είτε νοητικών, μεταξύ των ανθρώπων, αλλά θεωρεί ότι η φύση και η σημασία αυτών εξαρτάται από το πώς τις βλέπουμε και τις ερμηνεύουμε. Η αναπηρία δεν είναι ένα φυσικό απόλυτο αλλά κοινωνική κατασκευή, η οποία δημιουργείται από ανθρώπους που αλληλεπιδρούν και σχετίζονται μεταξύ τους (Boon, 2001).
Ερώτηση 2: Στο σχολείο όπου εργάζεστε κάνετε μια προσπάθεια, με τα προγράμματα που αναπτύσσετε, να ωθήσετε τα πράγματα προς μία κατεύθυνση διαφορετική από την κυρίαρχη στο χώρο της ειδικής αγωγής. Τί είναι αυτό που χαρακτηρίζει το 4ο Σχολείο Ειδικής Αγωγής ώστε να εφαρμόζει και προγράμματα κοινωνικής ένταξης-συνύπαρξης;
Απάντηση: Όσοι συμμετείχαμε στη δημιουργία του πλαισίου του σχολείου μας, είχαμε γενικά την αντίληψη πως κάθε μαθητής είναι ένα ξεχωριστό και μοναδικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα σε μια ποιοτική εκπαίδευση, τέτοια που να του επιτρέπει να ζει και να αναπτύσσεται σαν παιδί και σαν έφηβος με γνώμονα κυρίως τις δικές του ανάγκες, επιθυμίες και κλίσεις• δίνοντας έμφαση -πέρα από την κατανόηση και τον εμπλουτισμό- σε πληροφορίες, χρήσιμες για την κοινωνική και πιθανώς εργασιακή του ένταξη, στην ανάπτυξη της εκφραστικής και δημιουργικής ικανότητας, της κριτικής σκέψης, της διακριτικότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης.
Γνωρίζαμε πως μία τέτοια εκπαίδευση δεν μπορεί να αγνοεί το παρόν των μαθητών, δηλαδή τη διαβίωσή τους σε ένα καθημερινό θετικό κλίμα ευχαρίστησης, χαράς, γέλιου, και συγχρόνως άσκησης-δοκιμασίας και αίσθησης ελευθερίας που να δίνει νόημα στη ζωή• και βέβαια ότι ο ίδιος ο δάσκαλος, που είναι το πρότυπο, χρειάζεται να εμφορείται από τις αρχές και το ήθος που θέλει να καλλιεργήσει στους μαθητές του. Υπήρχε από το 1989, όταν ξεκίνησε η προσπάθεια, ένας προβληματισμός και μία διάθεση, που προσπαθούσε να σπάσει τα στενά συντεχνιακά στεγανά και να ανοίξει το σχολείο στη δυναμική των σχέσεων των εμπλεκομένων στη σχολική διαδικασία. Δυναμική των σχέσεων που διαμορφώνει την πραγματικότητα. Έτσι, για να δημιουργήσουμε το πλαίσιο λάβαμε υπόψη κατ’ αρχήν τα εξής δεδομένα:
• Το αναλυτικό πρόγραμμα ειδικής αγωγής που μιλά για ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του μαθητή, για υποστήριξή του ώστε να προαχθεί σωματικά, νοητικά, συναισθηματικά, ηθικά, αισθητικά.
• Την ιστορία της ειδικής αγωγής στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στο χώρο της Θεσσαλονίκης (τι γινόταν πρόσφατα στα ειδικά σχολεία και πιο συγκεκριμένα στο 4ο ειδικό σχολείο).
• Τις συγκυρίες και τη δυναμική των σχέσεων, προσωπικού, μαθητών, γονέων, κοινωνίας.
• Τις δυνατότητες, δυσκολίες, ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά των μαθητών μας. Είναι χρήσιμο να δώσουμε ορισμένα στοιχεία για τους μαθητές μας έχοντας, ωστόσο, επίγνωση και της δυσκολίας στη χρήση της ορολογίας. Οι μαθητές μας είναι παιδιά και έφηβοι, 6-14 χρονών, με μεγάλες δυσκολίες στη μάθηση δυσκολεύονται δηλαδή να ανταποκριθούν σε αυτό που απαιτεί το γενικό σχολείο (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική), αλλά και να ανταποκριθούν στις καθημερινές πράξεις ρουτίνας που απαιτούν μια ελάχιστη οργάνωση συμπεριφοράς και ανθρώπινης επικοινωνίας. Έχουμε περίπου 30 μαθητές, κάθε ένας μοναδικός και ιδιαίτερος, άλλος με πολύ καλές κοινωνικές ικανότητες αλλά έντονες δυσκολίες στο τομέα της σχολικής μάθησης, άλλος με συμπεριφορές που δυσκολεύουν τη συνύπαρξη, άλλος με άρνηση επικοινωνίας, άλλος με ανυπαρξία προφορικού λόγου, άλλος με δυσκολία εκφοράς και κατανόησης προφορικού λόγου, άλλος με απόλυτη εξάρτηση εξαιτίας του πολύ χαμηλού νοητικού δυναμικού του. Με την κλασική «επιστημονική» ορολογία είναι μαθητές με νοητική καθυστέρηση, με αυτισμό, διαταραχές συναισθήματος και συμπεριφοράς και άλλα συμπτώματα.
Έτσι, για στόχους προσπαθήσαμε και προσπαθούμε να έχουμε:
• Τη μέγιστη δυνατή αυτοδυναμία και αυτονομία του μαθητή στη ζωή του σχολείου, της οικογένειας, της γειτονιάς και της πόλης όπου ζει.
• Τη μέγιστη δυνατή οργάνωση της προσωπικότητας, την ενίσχυση της προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας και την αποκατάσταση της φθαρμένης ταυτότητας του μαθητή (Μπάρμπας, 2003).
• Τη μέγιστη δυνατή ένταξη του μαθητή στον κοινωνικό χώρο που ζει (σχολείο, οικογένεια, γειτονιά, πόλη).
• Προσπαθούμε όσοι συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία του σχολείου μας να έχουν ενεργό ρόλο σ’ αυτή, ως πρόσωπα που καθορίζουν τη δράση τους με βάση τις σκέψεις και τα νοήματα που διαμορφώνουν μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τους άλλους.
• Προσπαθούμε το σχολείο να γίνει ένας οργανισμός διευθέτησης και επίλυσης παιδαγωγικών προβλημάτων. Οι δυσκολίες, οι αδυναμίες και οι ανεπάρκειες των μαθητών να προσεγγίζονται όχι σαν εμπόδιο στη λειτουργία του σχολείου, έτσι που να παθητικοποιούν, περιθωριοποιούν και συρρικνώνουν, αλλά σαν πηγή κατανόησης και έμπνευσης για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της παιδαγωγικής δραστηριότητας.
• Σ’ αυτή την προσπάθεια, μ’ αυτή την οπτική και διαδικασία, είναι απαραίτητο το σχολείο μας να είναι ανοιχτό σε όλα τα νέα ρεύματα γνώσης που βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση και στη δημιουργία καινούριας γνώσης. (Σημαντική η συμβολή των καθηγητών πανεπιστημίου Γ. Μπάρμπα, Κ. Μπαϊρακτάρη, Κ. Μπακιρτζή, Β. Παπαγεωργίου και του λογοπαιδικού Γ. Βογινδρούκα).
• Προσπαθούμε, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, η βασική παρέμβαση να έχει το χαρακτήρα του προγράμματος κοινωνικής μάθησης, ώστε ο μαθητής να αποκτά συγκεκριμένες δεξιότητες για να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και απαιτήσεις των κοινωνικών ομάδων και χώρων που ζει.
• Προσπαθούμε η μεταφερόμενη γνώση να μπορεί να ενσωματωθεί στη συγκεκριμένη καθημερινή ζωή και τα ενδιαφέροντα του μαθητή, έτσι που να έχει νόημα γι’ αυτόν (για να μη χαθεί σαν να μη τη διδάχθηκε ποτέ).
• Αναγνωρίζοντας τον καθοριστικό ρόλο της οικογένειας του μαθητή στην αγωγή και την ανάπτυξή του, καθώς και ότι η τελική ευθύνη των αποφάσεων που αφορούν τη ζωή και το μέλλον του βρίσκονται στα χέρια των γονιών, προσπαθούμε να έχουμε μια «ολιστική» προσέγγιση, εντάσσοντας -κατά το δυνατόν- την οικογένεια στα προγράμματα του σχολείου (ομάδες στήριξης γονέων, ομάδες αξιολόγησης, συναντήσεις υποστήριξης), συνδέοντας και συντονίζοντάς τα με τα μέτρα βελτίωσης και ενίσχυσης των σχέσεων του μαθητή με τα άλλα μέλη της οικογένειάς του.
• Η ολιστική αυτή προσέγγιση, προϋποθέτει τη διεπιστημονική συνεργασία στη λειτουργία του σχολείου με τη σύνθεση των εκτιμήσεων και των απόψεων των επαγγελματιών και των γονιών επομένως τη συνεργασία όλων (διεπιστημονικές ομάδες αξιολόγησης με τη συμμετοχή του γονιού και του μαθητή).
• Είναι πολύ σημαντικό, ο ίδιος ο θεσμός σαν λειτουργία να εμπεριέχει την άλλη νοοτροπία δηλαδή της συνεργατικότητας, που οδηγεί στη δημιουργία, σε αντίθεση με την αυταρχικότητα που οδηγεί στην αποξένωση. Κλειδί λοιπόν σ’ όλη την προσπάθειά μας είναι η διάθεση για συνεργασία και η διαθεσιμότητα των εμπλεκομένων στη λειτουργία του σχολείου.
• Βασικό στοιχείο της όλης προσπάθειας είναι η σύνδεση του σχολείου με την κοινωνία, με προοπτική την αλλαγή της αρνητικής νοοτροπίας και την αλληλοαποδοχή. Προσπαθούμε έτσι ώστε το σχολείο μας να πάψει να είναι μονοδιάστατο και μονολιθικό (γραμματοσχολείο), και να ανοίξει στην κοινωνία. Για τον σκοπό αυτό αναπτύσσουμε εδώ και χρόνια συστηματική συνεργασία με τα συστεγαζόμενα σχολεία, λειτουργώντας προγράμματα συνύπαρξης. Στις δραστηριότητες του 4ου Σχολείου Ειδικής Αγωγής συμπεριλαμβάνονται και αυτές της συνύπαρξης με τα συστεγαζόμενα σχολεία, το 64ο Δημοτικό, το 30ο Γυμνάσιο και το 95ο Νηπιαγωγείο, όπως: α) Μουσικές εκδηλώσεις όπου συμμετέχουν όλοι οι μαθητές του 4ου, του 64ου και του 95ου Νηπιαγωγείου όπου ακούν όλοι μαζί μουσικά σχήματα και χορεύουν όλοι μαζί, β) εργαστήρι θεάτρου σκιών (Καραγκιόζης), με μια τάξη του 64ου, διαφορετική κάθε χρόνο, και 8-10 μαθητές του 4ου, όπου παρακολουθούν μαζί Καραγκιόζη, φτιάχνουν φιγούρες και παίζουν, γ) Ομάδες αυτορρύθμισης, από μια τάξη του 4ου και του 64ου, όπου οι ίδιοι οι μαθητές διαχειρίζονται τις σχέσεις τους, δ) ομάδα συζήτησης και ενημέρωσης με το 30ο Γυμνάσιο. Η 1η-2η τάξη του Γυμνασίου με 2-5 μαθητές μας συζητούν για σχέσεις και ζητήματα εφηβικής ηλικίας, ε) έχουν γίνει και προγράμματα παιχνιδιού την ώρα των διαλειμμάτων καθώς και μια ομάδα κουκλοθέατρου με το 64ο Δημοτικό σχολείο. Υπάρχει επίσης συνεργασία με το Δημοτικό σχολείο Μαντουλίδη και το 3ο Νηπιαγωγείο Θέρμης (συνύπαρξη μέσα από συγκεκριμένες δραστηριότητες που έχουν νόημα για όλους τους μαθητές).
• Προσπαθούμε, το περιεχόμενο της συνύπαρξης των μαθητών, πέρα από το ενδιαφέρον και το νόημα, να συσχετίζεται και με τον λαϊκό μας πολιτισμό και να προσφέρει χαρά και στήριξη στους μαθητές. Με αυτόν τον τρόπο, η χαρά και το γέλιο γίνονται βασικό συστατικό της σχολικής ζωής (συνεργασία με το Μουσικό Σχολείο, παραστάσεις Καραγκιόζη).
Έχουμε επίγνωση ότι χρειάζεται:
• Μια πιο συστηματική, συνθετική εργασία σύνδεσης του σχολείου με την υπόλοιπη καθημερινότητα των μαθητών μας.
• Καλύτερος συντονισμός ανάμεσα στους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους (κάτι που άρχισε εδώ και 5 χρόνια να υλοποιείται με τα προγράμματα ένταξης-συνύπαρξης). Αν θέλαμε να φτιάξουμε ένα σχεδιάγραμμα που να δείχνει περίπου τη λειτουργία του θα κάναμε την παρακάτω απόπειρα:
Ερώτηση 3: Στις δραστηριότητες του σχολείου σας, ανάμεσα στις οποίες εφαρμόζεται το πρόγραμμα κοινωνικής ένταξης, μιλάτε για «συνύπαρξη» με τα συστεγαζόμενα σχολεία και την κοινωνία γενικότερα και όχι για «ενσωμάτωση». Τί δηλώνει αυτό;
Απάντηση: Το μοντέλο που προωθούνταν μέχρι τώρα, στη σχέση ανάμεσα στην κοινωνία και τους ανθρώπους με αναπηρίες, όπως σας είπα και προηγουμένως, αυτό δηλ. της «ενσωμάτωσης», φάνηκε στην πράξη ότι διαιωνίζει και νομιμοποιεί τον αποκλεισμό (ή γίνεσαι όπως εμείς, όμοιος, ή πας μακριά μας).
Στο 4ο Σχολείο Ειδικής Αγωγής Θεσ/νίκης αυτό που προσπαθούμε, εδώ και 20 χρόνια περίπου, να κάνουμε μαζί με τα συστεγαζόμενα σχολεία -το 64ο Δημοτικό και το 30ο Γυμνάσιο- είναι να συνυπάρχουν οι μαθητές μας με τους άλλους μαθητές μέσα σε ισότιμες συμμετοχικές διαδικασίες με δραστηριότητες που έχουν νόημα γι’ αυτούς, όπως είναι το κοινό παιχνίδι, η μουσική, ο χορός, το θέατρο σκιών, το γέλιο, και όπου μπορεί να υπάρξει αλληλοπεριχώρηση, να συνυπάρξουν δηλαδή ως υποκείμενα και ετερότητες, ως διαφορετικοί άλλοι, σε μια όσο γίνεται αρμονική σχέση και συμβίωση. Στην πράξη, δηλαδή, ο όρος «συνύπαρξη» δηλώνει ένα άλλο πρότυπο σχέσης όπου τα πρόσωπα-μαθητές συνευρίσκονται σ’ έναν κοινό τόπο όπου η «αναπηρία» γίνεται αντιληπτή και βιώνεται όχι ως κάτι «μη φυσιολογικό» ή «μη κανονικό» αλλά ως τρόπος ύπαρξης.
Οι δραστηριότητες που προτείνονται χρειάζεται να ταιριάζουν στα μέτρα όλων με στόχο την κινητοποίησή τους, την ενεργή συμμετοχή τους, την ενίσχυση της λειτουργικότητας όλων των μαθητών, τη θετική αλληλεπίδραση, τη συνεργασία, την αλλαγή βλέμματος και οπτικής, τη συνάντηση, όπου ο άλλος δεν είναι Α.Μ.Ε.Α. (Άτομο Με Ειδικές Ανάγκες) αλλά μοναδικό πρόσωπο και συνάνθρωπος. Είναι αυτονόητο πλέον ότι το ανθρώπινο υποκείμενο είναι ετερότητα και η ετερότητα είναι διαφορετικότητα. Η «συνύπαρξη» είναι ταυτόχρονη ύπαρξη ετεροτήτων. Δηλώνει μια σχέση που είναι δυναμική. Δύο ή περισσότερα πρόσωπα συναντώνται σε «κοινό τόπο» γιατί ακριβώς υπάρχει αλληλοαποδοχή της ετερότητας-διαφορετικότητάς τους. Η «συνύπαρξη» πέρα από τη θέση πως η «διαφορά» είναι δικαίωμα, εμπεριέχει και τη θέση πως η διαφορά είναι όρος ύπαρξης• είναι βασικό «εκ των ων ουκ άνευ» στοιχείο της κοινωνικής ζωής.
Στη σχολική και την ευρύτερη κοινωνική συνύπαρξη, ο μαθητής με ιδιαιτερότητες, το σχολείο και η κοινωνία αλληλεπιδρούν και μεταβάλλονται στη συνάντησή τους. Το σχολείο και η κοινωνία, για να συνυπάρξουν με το μαθητή με ιδιαιτερότητες, δεν μπορούν να παραμείνουν όπως είναι. Χρειάζεται να αλλάξουν. Χρειάζεται, δηλαδή, να μπορούν να ακούνε και το λόγο του μαθητή με καθυστέρηση, με αυτισμό ή με κινητικές δυσκολίες, και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και επιθυμίες του. Ν’ ακούνε τις επιθυμίες και ανάγκες όλων των μαθητών (Μπάσογλου, αδημοσίευτο).
Ερώτηση 4: Υπάρχει κάποιο θεωρητικό-φιλοσοφικό μοντέλο που υιοθετείτε στο σχολείο σας, στις δραστηριότητες συνύπαρξης και ιδιαίτερα στην προσπάθεια ένταξης στη γειτονιά και στην πόλη;
Απάντηση: Η λέξη μοντέλο με παραπέμπει σε κάτι στατικό. Η δική μου θεωρητική προσέγγιση είναι ανοιχτή στη δυναμική των σχέσεων και σε ότι αυτή φέρνει, έχοντας ως στόχο τη «συνύπαρξη» και την προώθησή της. Η λέξη «αλληλοπεριχώρηση» επίσης εκφράζει τη σκέψη μου και είναι ένα ιδανικό και όνειρο για μια κοινωνία προσώπων. Η πλειοψηφία των συναδέλφων συμφωνούν και υιοθετούν αυτή την αντίληψη. Υπάρχουν, βέβαια, στο σχολείο και άλλες απόψεις και πρακτικές που συζητούνται.
Η προσέγγιση αυτή δεν είναι «ψυχολογική», με τη στενή έννοια, αλλά «πολιτική» με στόχο την κατά το δυνατόν αυτοδιάθεση, την αυτοδυναμία του κάθε ανθρώπου σε μια κοινωνία προσώπων, την αλληλεγγύη και το σεβασμό στις σχέσεις, τη διεκδίκηση για την παροχή δυνατότητας σε όλους να εκφράσουν το λόγο τους, την ανοιχτή ανθρώπινη διαδικασία κοινωνίας.
Αναμφίβολα, η ίδια η εμπειρία μας έδειξε πως προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν στο επίπεδο των επιστημών, ιδιαίτερα των ανθρωπιστικών (ψυχολογία, παιδαγωγική, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία κ.ά.) μπορούν με τη διακριτική τους και καίρια εφαρμογή να συμβάλουν θετικά στην πρακτική μιας κοινωνίας με καλύτερη ποιότητα ζωής για όλους. Για μας ταιριάζει το πλαίσιο της μη κατευθυντικότητας (γιατί έχει ως άξονα και αρχή της το σεβασμό του άλλου, την αποδοχή του άλλου όπως είναι, την αρχή της συνοδείας και της θετικής στάσης απέναντι στον άλλον) (Μπακιρτζής, 2002• Μπακιρτζής, 2008) και αυτό κυρίως υιοθετούμε και εφαρμόζουμε (Κουπίδου, 2007• Τιβικέλη, 2005), χωρίς να αποκλείουμε άλλες προσεγγίσεις, ιδιαιτέρως προσεγγίσεις που εμπλέκουν την τέχνη όταν δεν είναι υποταγή και νόμος αλλά «δαίμονας που σπάει τα καλούπια» (Καζαντζάκης, 2005).
Αναδημοσίευση από: «ΚΟΙΝΩΝΙΑ & ψυχική ΥΓΕΙΑ», Τριμηνιαία Επιστημονική Έκδοση για θέματα Υγείας και Κοινωνικού Αποκλεισμού
Ιδιοκτησία: Επιτροπή Ερευνών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Εκδότης – Διευθυντής: Μπαϊρακτάρης Κώστας
Επιστημονική Επιτροπή: Δικαίου Μαρία, Ζαφειρίδης Φοίβος, Μεγαλοοικονόμου Θεόδωρος, Μιχαήλ Σάββας, Μπακιρτζής Κων/νος, Μπιτζαράκης Παντελής, Πανταζής Παύλος, Παπαϊωάννου Σκεύος, Φαφαλιού Μαρία
Συντακτική Ομάδα: Γεωργάκα Ευγενία, Λαϊνάς Σωτήρης, Σταμάτη Γιούλη, Φίγγου Λία, Φραγκιαδάκης Κων/νος
Εποπτεία Τεύχους: Μπιτζαράκης Παντελής Μπακιρτζής Κώστας
Επιμέλεια κειμένων: Σταμάτη Γιούλη
Εκτύπωση / Βιβλιοδεσία: Κανάκης Ευθύμιος, Grapholine
Οικονομική Διαχείριση: Αδάμ Σοφία
Δημιουργία σκίτσων: Ακοκαλίδης Γεώργιος