Συνέδριο «Ο Λόγος των Αποκλεισμένων», ΑΠΘ: 7-8/6/2008
«Ο Πρίμο Λέβι (1921-1987), εμβληματικός επιζών μάρτυρας-συγγραφέας του Άουσβιτς, προσπαθώντας να περιγράψει τον στρατοπεδικό κόσμο, τον οποίο γνώρισε στην πιο ακραία και πιο απόλυτη μορφή του, μίλησε για τους Εργοδηγούς (Meister) που κάθε πρωί προφέρουν επί ανυπεράσπιστων ανθρώπων το παράγγελμα Wstawac (το παράγγελμα της Έγερσης). Ο Λέβι επιμένει ότι αυτό το φριχτό παράγγελμα το προφέρουν άνθρωποι «κανονικοί», άνθρωποι «όπως όλοι μας» – άρα μια άλλη διαδικασία, κοινωνική, το βάζει στο στόμα τους, το κάνει μέρος της δουλειάς τους, της συνήθειάς τους, μέρος του τρόμου»…
Σε ένα συνέδριο με τίτλο: «Ο λόγος των αποκλεισμένων», όπου οι αποκλεισμένοι απευθύνονται στην αποκλείουσα κοινωνία με σκοπό να (εισακουστούν από αυτή, ο λόγος ενός ειδικού-δικηγόρου, μέλους της αποκλείουσας κοινωνίας, δεν μπορεί παρά να μεταφέρει σπαράγματα από τις ζωές των αποκλεισμένων• δεν μπορεί παρά να είναι ο «άγγελος» των αποκλεισμένων. Γι’ αυτό τον λόγο, η δική μου συνεισφορά σε αυτό το Συνέδριο επιτρέψτε μου να είναι μία μαρτυρία σε σχέση με τα διάσπαρτα ανά την Ελλάδα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία με τη σιωπηρή συναίνεσή μας στοιβάζονται χιλιάδες πρόσφυγες από την Ασία, την Αφρική και από άλλες ρημαγμένες από τον πόλεμο και τη φτώχεια περιοχές του πλανήτη μας.
Από το Σάββατο, 19 Απριλίου 2008, μέχρι την Τρίτη, 22 Απριλίου του 2008, πέντε δικηγόροι της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (Παναγιώτα Δέμελη, Αλέξανδρος Καρδασιάδης, Παναγιώτα Μασουρίδου, Ιωάννα-Μαρία Τζεφεράκου, Αθηνά Σίμογλου), μέλη των ομάδων δικηγόρων για τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών που εδρεύουν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, βρέθηκαν στην περιοχή του Έβρου (Πέπλος, Βρυσσικά, Φυλάκιο) και της Ροδόπης (Βέννα) αναζητώντας κρατούμενους μετανάστες με μόνο στοιχείο κάποιες ασαφείς πληροφορίες προερχόμενες από συγγενείς των κρατουμένων. Από αυτό το οδοιπορικό είναι παρμένη αυτή η μαρτυρία. Το οδοιπορικό συνοδεύεται και από φωτογραφίες από το «κέντρο κράτησης μεταναστών» του Πέπλου, και από το εγκαταλελειμμένο -κατά τη στιγμή της επίσκεψης των δικηγόρων- «κέντρο κράτησης» των Βρυσσικών, όπου αποτυπώνεται η φρίκη της καθημερινότητας των κρατούμενων σε αυτά τα κέντρα προσφύγων.
Οδοιπορικό, 19-22 Απριλίου 2008
«η Ελλάδα ακολουθεί μία σύγχρονη μεταναστευτική πολιτική, αντάξια της ιστορίας της και του πολιτισμού της, βασισμένη στις αρχές της προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και θεμελιωμένη στον πλήρη σεβασμό της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του…»
«… Άλλωστε, έχουν γίνει τα τελευταία τέσσερα χρόνια σημαντικά βήματα από άποψη υποδομών για την επίλυση του προβλήματος. Αντιμέτωποι αρχικά με μεγάλες ελλείψεις και εκκρεμότητες, προχωρήσαμε στην ίδρυση και λειτουργία Κέντρων Υποδοχής Λαθρομεταναστών (Έβρος: λειτουργία από Απρίλιο 2007, Σάμος: λειτουργία από Νοέμβριο 2007, Αμυγδαλέζα: ειδικός χώρος παραμονής αλλοδαπών ανηλίκων, λειτουργία από Απρίλιο 2008)…»
Σημεία Συνέντευξης του Υπουργού Εσωτερικών Καθηγητή Π. Παυλόπουλου στο Λουξεμβούργο, 20.4.2008.
Ξεκινήσαμε λοιπόν το πρωί του Σαββάτου, 19.4.2008, η Αθηνά, η Τουλίνα, οι μεταφραστές μας, ο Σελίμ (Αφγανός πρόσφυγας με κινητικά προβλήματα από έκρηξη βόμβας λόγω πολέμου) και ο Σιρβάτ (Κούρδος πρόσφυγας με ακρωτηριασμένο πόδι λόγω βασανιστηρίων στο Ιράκ) κι εγώ. Ταυτόχρονα ανέβαιναν από Αθήνα η Μαριάννα και η Γιώτα, ενώ στην πορεία θα συναντιόμασταν και με τον Καρλ, από την Pro Asyl. Ο σκοπός του ταξιδιού ήταν να κάνουμε ένα μικρό οδοιπορικό σ’ αυτά τα περίφημα Κέντρα Υποδοχής Προσφύγων και «Λαθρομεταναστών» στο νομό Έβρου και Ροδόπης, αναζητώντας Ιρακινούς και Αφγανούς μη δηλωμένους πρόσφυγες που είχαν συλληφθεί στην Πάτρα, και έκτοτε κρατούνται στα εν λόγω «Κέντρα Υποδοχής».
Φτάνοντας στην Αλεξανδρούπολη, τα βάλαμε κάτω: είχαμε πληροφορίες για το Πέπλο, το Φυλάκιο και τη Βέννα, κοντά στη Κομοτηνή. Τα Βρυσσικά, κοντά στο Διδυμότειχο, αυτή τη στιγμή μάλλον δεν χρησιμοποιούνται, ενώ τα Τμήματα Συνοριακής Φύλαξης (Σουφλί, Ορεστιάδα, Διδυμότειχο, Φέρες, Ίασμος και Σάπες στη Ροδόπη) έχουν μόνο περιορισμένα κρατητήρια. Θα ξεκινούσαμε λοιπόν από τον Πέπλο.

Το χωριό Πέπλος είναι ένα μικρό χωριό, πολύ κοντά στο συνοριακό φυλάκιο των Κήπων. Έχει κατά βάση γέρους ανθρώπους, εγκαταλελειμμένα σπίτια και κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις (πρόβατα, κατσίκια, κότες). Το Κέντρο Υποδοχής ήταν στην άκρη του χωριού, δίπλα στον -σε αχρησία πια- σιδηροδρομικό σταθμό. Παραδίπλα από το σταθμό, ήταν ένα καταπράσινο κουκλίστικο μικρό γήπεδο ποδοσφαίρου, πραγματικά πολύ κυριλέ, κατασκευασμένο με το πρόγραμμα ΕΛΛΑΔΑ 2004, των Ολυμπιακών Αγώνων δηλαδή. Ατυχώς για τους πρόσφυγες, το εν λόγω Κέντρο δεν είχε χρηματοδοτηθεί από το πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων, γι’ αυτό μάλλον στεγαζόταν σε μία εγκαταλελειμμένη αποθήκη.
Η περιοχή του σταθμού ήταν ερημωμένη. Υπάρχουν κάποια παλιά αγροτόσπιτα κι ένα βουστάσιο με ζώα. Η μυρωδιά της κοπριάς σκεπάζει τα πάντα. Στα πενήντα μέτρα φαίνεται το πίσω μέρος της παλιάς αποθήκης. Είναι σε κακή κατάσταση, με ταλαιπωρημένους τοίχους και στέγη, και φαίνεται σα να χωρίζεται σε τρεις μικρότερους αποθηκευτικούς χώρους. Στην άκρη υπήρχε κι ένα τζιπάκι της συνοριοφυλακής.
Πλησιάζουμε επιφυλακτικά. Δεν ήμαστε βέβαιοι για το τι θα συναντήσουμε, ούτε ως κατάσταση ούτε ως συμπεριφορά αστυνομικών. Φτάνοντας μπροστά από την αποθήκη, πάθαμε το πρώτο σοκ. Ο χώρος ήταν περιφραγμένος όλος με συρματόπλεγμα. Μπροστά από την αποθήκη υπήρχαν κάγκελα μέχρι πάνω, καθιστώντας την κλουβί για ζώα. Πίσω από τα κάγκελα βεβαίως υπήρχαν άνθρωποι: γύρω στους σαράντα με πενήντα, φανερά ταλαιπωρημένοι και βρόμικοι, στέκονταν ή κάθονταν κάτω και μάλλον δεν είχαν τίποτα να περιμένουν. Στα κάγκελα είναι απλωμένα ρούχα. Μέσα στο κλουβί υπάρχουν σωροί παραπεταμένων σκουπιδιών, στρωμάτων και χαρτόκουτων. Απ’ έξω ένας πλαστικός κάδος σκουπιδιών, σπασμένος, άδειος. Όλα στο κλίμα της εγκατάλειψης, υπό την ανυπόφορη μυρωδιά της κοπριάς και της μπόχας.
Με το που φτάσαμε, οι «υπό υποδοχή» μετανάστες, που μόνο ως κρατούμενοι-ζώα μπορούν να προσδιοριστούν, ανασηκώνονται και μαζεύονται στα κάγκελα, με περιέργεια και ενδιαφέρον. Άρχισαν να ρωτάνε τους μεταφραστές ποιοι είμαστε και γιατί ήρθαμε. Αναθάρρησαν, άρχισαν να λέει ο καθένας κι από μια ιστορία στη γλώσσα του. Αμέσως έρχονται από την πίσω μεριά της αποθήκης, από το γραφείο, οι συνοριοφύλακες. Σωματώδεις και μάλλον ακαλλιέργητοι. Τί θέλετε; μας ρωτούν. Να, είμαστε δικηγόροι και ήρθαμε να δούμε κάποιους κρατούμενους. Α, δεν γίνεται. Γιατί; Πρέπει να πάτε πρώτα στην Αλεξανδρούπολη να ρωτήσετε. Τί να ρωτήσουμε; Αν τους έχουμε εδώ. Γιατί, εσείς δε ξέρετε; Εμείς πού να ξέρουμε; Εμείς το μόνο που ξέρουμε είναι ότι έχουμε εδώ 48 άτομα, κι ότι είμαστε υπεύθυνοι για τη φύλαξή τους. Για όλα τα άλλα θα μιλήσετε με τη Διεύθυνση (την Αστυνομική, εννοούσαν) στην Αλεξανδρούπολη. Ακόμα και οι τσομπάνηδες έχουν πιο προσωπική σχέση με τα ζώα τους, σκέφτομαι. Καλά, θα πρέπει να ξέρετε τουλάχιστον ποιους έχετε εδώ, λέμε. Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα, λένε, μόνο έναν αριθμό, 48, τέλος. Ξεκινάνε τα δύο κορίτσια να πάνε στην Αστυνομική Διεύθυνση. Μένουμε οι υπόλοιποι έξω από την αποθήκη.
Πέπλος, Απρίλιος 2008. Χώρος κράτησης προσφύγων.
Κι εσείς από πού κι ως πού ξέρετε για αυτούς, πώς μάθατε; μας ρωτούν. Εύλογη ερώτηση, διότι το Κέντρο Υποδοχής του Πέπλου δεν είχε τηλέφωνα, ούτε για δείγμα. Οι κρατούμενοι ήταν σε πλήρη απομόνωση από τον έξω κόσμο. Αυτό θεωρείται βασανιστήριο σύμφωνα και με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σκέφτομαι. Μας πήραν δικοί τους που έμαθαν ότι κρατούνται εκεί από άλλους κρατούμενους που βγήκαν. Α, μάλιστα. Πολλά σκουπίδια, παρατηρούμε. Α, είναι αυτών που έφυγαν σήμερα, καμιά πενήντα άνθρωποι, κι αδειάσαμε τους δύο από τους τέσσερις θαλάμους. Και γιατί δεν τα βγάζετε έξω; ρωτάμε. Έλα μωρέ, κι αυτοί μέσα τα θέλουν, και τους κάδους σκουπιδιών μέσα τούς έχουν στους θαλάμους. Κοιταζόμαστε με την Αθηνά, δεν πιστεύουμε στ’ αφτιά μας.
Οι άνθρωποι απλά δεν τους άφηναν να βγάλουν έξω τα σκουπίδια τους. Και πόσοι άνθρωποι κρατούνται συνήθως εδώ; Εξαρτάται, απαντούν, μέχρι σήμερα είχε εκατό, παλιότερα είχε και περισσότερους. Γιατρός; ρωτάμε. Έρχεται γιατρός κάθε μέρα, μας λέει ένας ψηλός με σκούρο γυαλί ηλίου. Μετά ένας άλλος μάς απαντά ότι έρχεται γιατρός μια φορά τη βδομάδα. Ένας τρίτος μάς λέει ότι γιατρός έρχεται μια φορά τις δυο βδομάδες. Τέλος, όλοι συμφωνούν στο ότι αν συμβεί κάτι φωνάζουν γιατρό από το Κέντρο Υγείας. Τουαλέτες, ντους; Έχουνε, μας απαντάνε, μέσα στους θαλάμους, δυο-τρεις σε κάθε θάλαμο. Και νερό έχει; Έχει, δροσερό βέβαια, γιατί έχει χαλάσει ο θερμοσίφωνας, αλλά έχει. Από πότε χάλασε, βρε παιδιά; Έχει καιρό, αλλά, ξέρεις τώρα, γραφειοκρατία, η Νομαρχία είναι υπεύθυνη γι’ αυτά. Και θέρμανση; Α, θέρμανση έχει, με τα φανελάκια κυκλοφορούσαν το χειμώνα. Κι εσύ δεν ξέρεις πού τελειώνει το σοβαρό, και πού αρχίζει το αστείο…
Εκεί που τα λέγαμε αυτά, πετάγεται από μέσα από το Κέντρο Υποδοχής ένας αρουραίος σαν αυτούς που έτρωγαν τα παιδιά στο 1984 του Όργουελ. Τόσο μεγάλος και τρομακτικός. Πετάγεται από μπροστά, κάνει τον κύκλο χαλαρά και μπαίνει ξανά μέσα από την υποτυπώδη αποχέτευση του Κέντρου (ένας σωλήνας που κατέληγε σε βόθρο). Οι αστυνομικοί γελούνε. Να, έλα να δεις και τ’ άλλα τα μικρά, εκεί κάτω που βγάζουν τα κεφαλάκια τους, μου λένε ενθουσιασμένοι. Ξανακοιταζόμαστε με την Αθηνά, μην πιστεύοντας πια σ’ αυτά που βλέπαμε. Όσο περιμέναμε τους άλλους από την Αλεξανδρούπολη, και περίμεναν και οι αστυνομικοί αναγκαστικά μαζί μας, μας ανοίχτηκαν: Αν μπορείτε να το κλείσετε, εμάς χάρη θα μας κάνετε, εσείς νομίζετε ότι εμείς θέλουμε να είμαστε δω; Σα να λες ότι αυτοί είχαν το πρόβλημα. Προσπαθούμε να παραμείνουμε ψύχραιμοι. Άλλωστε, μας είπαν, θα κλείσει τώρα για επισκευές, έχουν εγκριθεί 30.000 ευρώ. Και μετά λένε από μόνοι τους: Και τι να σου κάνουν 30 χιλιάδες ευρώ; Αυτό πρέπει να γίνει από την αρχή. Άλλωστε τι να το κάνεις αυτό το κτίριο, δεν κάνει, αποθήκη είναι. Θα φάνε και τα μισά λεφτά… Με τα πολλά, είχε βραδιάσει κιόλας, οχτώ περασμένες, μας τηλεφωνούν τα κορίτσια, γυρίστε πίσω, πήραμε την άδεια για να τους δούμε αύριο.
Την άλλη μέρα φτάσαμε κατά τις 10 το πρωί. Παρατηρήσαμε αμέσως ότι οι σωροί των σκουπιδιών μαζί μ’ έναν μεγάλο κάδο σκουπιδιών είχαν μετακινηθεί έξω από τους θαλάμους, στον εξωτερικό χώρο των κρατητηρίων. Και ο μεγάλος ο κάδος, και ο άλλος ο μικρός που την προηγούμενη ημέρα ήταν άδειος, ήταν τώρα γεμάτοι από σκουπίδια. Τουλάχιστον ο χώρος καθαρίστηκε, σκεφτήκαμε. Πιο σωστά, τον καθάρισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι βέβαια.
Σήμερα οι συνοριοφύλακες ήταν πιο ευγενικοί. Μας ρώτησαν αν θέλαμε καφέ, και πήγαν να τον ετοιμάσουν οι ίδιοι. Στο γραφείο τους είδαμε και την απόφαση της Νομαρχίας για τις επισκευές: τα 15 χιλιάρικα αφορούσαν την κατασκευή καινούργιας περίφραξης ασφαλείας γύρω από το Στρατόπεδο, και την κατασκευή σκοπιάς και φυλακίου, ενώ, από τα υπόλοιπα λεφτά, τα μόνα που αφορούσαν τη βελτίωση των όρων κράτησης των κρατουμένων ήταν η εγκατάσταση νέων θερμοσιφώνων και η βελτίωση της χωρητικότητας των βόθρων. Όταν έχει κόσμο εδώ πέρα θα ξεχειλίζουν και οι βόθροι σίγουρα…
Αρχίσαμε αμέσως τις συνεντεύξεις με τους κρατούμενους. Όταν πήγαμε είχαμε τα ονόματα 14 Αφγανών και ενός Κούρδου Ιρακινού πρόσφυγα. Αλλά εκεί ζήτησαν να μας μιλήσουν και άλλοι επτά Κούρδοι Ιρακινοί. Ο Διευθυντής στην αρχή δεν το επέτρεψε, αλλά μετά από πίεση αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Τελικά μιλήσαμε με 14 Αφγανούς και 8 Ιρακινούς πρόσφυγες. Όλοι είχαν συλληφθεί στην Πάτρα ή στην Ηγουμενίτσα, στην προσπάθειά τους να καταφύγουν σε κάποιαν άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Όλοι είχαν συληφθεί άλλες δυο και τρεις φορές και είχαν αφεθεί ελεύθεροι με υπηρεσιακά σημειώματα που έτασσαν προθεσμία να εγκαταλείψουν την χώρα. Να πάνε πού; Πίσω στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, απ’ όπου έφυγαν με κίνδυνο της ζωής τους, ή σε τρίτη χώρα χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα;
Οι περισσότεροι μας είπαν ότι θα ήθελαν να υποβάλουν αίτηση ασύλου, αλλά είτε το προσπάθησαν και η Αστυνομία δεν τους το επέτρεψε, είτε ότι -επειδή γνωρίζουν ότι δεν έχουν καμία ελπίδα να γίνει αυτό δεκτό στην Ελλάδα- προτιμούν να προσπαθήσουν να καταφύγουν σε κάποιαν άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Ένας μάς είπε ότι επιθυμεί να υποβάλει αίτηση ακόμα και τώρα. Του βάλαμε να υπογράψει μία δήλωση υποβολής αιτήματος ασύλου και μία εξουσιοδότηση, προκειμένου να την εγχειρίσουμε εμείς στην αστυνομία.
Την άλλη μέρα στο ΤΣΦ Φερρών κανείς δε δεχόταν να την παραλάβει. Ο Διοικητής με μεγάλη δυσφορία δέχτηκε, μόνο αφού δικηγόρος, τού είπε ότι θα έκανε αναφορά έτσι και δεν δεχόταν να την παραλάβει. Η ελληνική αστυνομία δέχεται αιτήματα ασύλου (για να τα απορρίψει αργότερα η ελληνική πολιτεία) μόνο όταν δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
Μεταξύ των προσφύγων ήταν και πέντε (;) ανήλικοι που η Αστυνομία είχε καταγράψει τα στοιχεία τους σαν ενήλικους, με αποτέλεσμα να κρατούνται μαζί με τους ενήλικους, κατά παράβαση όλων των προβλέψεων των ΠΔ 220/ 2007 και 61/ 1999 για τα δικαιώματα των προσφύγων. Κάποιοι είχαν συλληφθεί έχοντας σε ισχύ υπηρεσιακά σημειώματα: δύο από αυτούς ήταν ήδη αιτούντες ασύλου -κανείς δεν κάνει τον κόπο να πάρει ιστορικά από αυτούς που συλλαμβάνονται, και φυσικά δεν υπάρχουν πουθενά στους τόπους σύλληψης διερμηνείς. Όλοι κρατούνται για απέλαση, παρόλο που κανείς τους δεν είναι απελάσιμος, ως προερχόμενος από χώρα που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Όλοι έχουν χοντρά προβλήματα υγείας -ο γιατρός έρχεται κάθε δύο βδομάδες, τους δίνει χάπια για τη φαγούρα ή ντεπόν και φεύγει. Χοντρές παραβιάσεις όλες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των προσφύγων. Ποιός όμως απ’ αυτούς παραμένει υποκείμενο δικαίου, ποιός απ’ αυτούς διατηρεί την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του σ’ αυτές τις αποθήκες όπου στοιβάζονται αναλώσιμα ανθρώπινα σώματα;.

Την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε για το Φυλάκιο, ένα χωριό κοντά στον Κυπρίνο Έβρου. Εκεί βρίσκεται ένα από τα Κέντρα Υποδοχής στα οποία αναφέρθηκε ο κ. καθηγητής στη συνέντευξη του Προλόγου. Στο Φυλάκιο τη Δευτέρα 21.04.2008 κρατούνταν 339 άτομα, άνδρες, γυναίκες και ανήλικοι. 137 Ιρακινοί, 62 Αφγανοί, 58 Σομαλοί, 3 Ιρανοί, 21 Παλαιστίνιοι, 7 Πακιστανοί, 3 Μπαγκλαντεσιανοί, 10 άτομα από την Ερυθραία, 4 από τη Σιγκαπούρη, 5 από την Κίνα, 3 από την Ινδία, 2 από το Σουδάν, 7 από τη Μολδαβία και 20 από τη Γεωργία.
Αυτά, βέβαια, σύμφωνα με τις καταγραφές της αστυνομίας. Το κτίριο χτίστηκε εδώ κι ένα χρόνο, είναι καινούργιο, «κυριλέ». Οι κρατούμενοι πράγματι κοιμούνται σε κρεβάτια, στρατιωτικού τύπου. Μάλλον έχουν ζεστό νερό, έχουν τηλέφωνο, υπάρχει μία γιατρός, προηγουμένως μέσω ενός προγράμματος υπήρχε και κοινωνικός λειτουργός. Τελείωσε το πρόγραμμα, έφυγε ο κοινωνικός λειτουργός.
Οι κρατούμενοι προαυλίζονται, είτε για μισή ώρα κάθε 2-3 ημέρες, όπως μας κατήγγειλαν οι ίδιοι, είτε για μία ώρα κάθε μέρα, όπως μας είπαν οι συνοριοφύλακες. Έχουν και αυτόματους πωλητές… παγωτών! Όμως, κύριε καθηγητά, αυτή η δομή δεν είναι Κέντρο Υποδοχής, εκεί δεν κάθεσαι από ελεύθερη επιλογή, είναι Κέντρο Κράτησης και οι άνθρωποι είναι έγκλειστοι, κρατούμενοι. Κι εδώ στοιβάζονται άνθρωποι που σίγουρα οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν πολύ σοβαρούς λόγους να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Όμως δεν ελπίζουν σε άσυλο στην Ελλάδα, και δεν κάνουν χρήση του δικαιώματος τους να υποβάλουν αίτηση ασύλου. Περιμένουν να απελευθερωθούν και να ξαναπροσπαθήσουν να φύγουν για έξω, εκθέτοντας φυσικά τη ζωή τους σε περαιτέρω κίνδυνο.
Στο φυλάκιο, μέσα στα κρατητήρια, ανακαλύψαμε και τρία παιδιά, ένα κορίτσι 11 ετών, τον αδελφό της ετών 15, και τον ξάδελφό τους ετών 16. Η μητέρα τους βρίσκεται νόμιμα στη Γερμανία, ενώ έχουν κι έναν θείο αιτούντα ασύλου στην Αθήνα. Αυτά έφτασαν μέσω Έβρου στην Ελλάδα, ασυνόδευτα. Κανείς δεν βρέθηκε να πάρει ένα σωστό ιστορικό απ’ αυτά τα παιδιά, προκειμένου να ξεκινήσει άμεσα τη διαδικασία οικογενειακής συνένωσης, όπως προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις. Ούτε βέβαια απασχολήθηκε κάποιος να πάει τα παιδιά σε κάποιο, ξενώνα, για να ’ναι όλα μαζί. Αντιθέτως, τα αδέλφια ήταν σε διαφορετικούς θαλάμους, ανήλικων αρένων, και γυναικών. Το κοριτσάκι ήταν όλη τη μέρα αμίλητο, γιατί κανείς από το θάλαμο δεν μιλάει φαρσί (ιρανικά). Όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, επικοινωνήσαμε με τον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος δήλωσε ότι γνώριζε το θέμα, δεν γνώριζε όμως τι έπρεπε να κάνει. Μία δικηγόρος, κατ’ εντολή της μητέρας από τη Γερμανία, θα κατέθετε αντιρρήσεις κατά της κράτησης. Πάντως τα παιδιά μέχρι σήμερα συνεχίζουν να κρατούνται.
Κι εδώ συναντήσαμε καραμπινάτες περιπτώσεις παράνομης κράτησης αλλοδαπών. Κι εδώ μάς κατήγγειλαν άνθρωποι ότι συνελήφθησαν έχοντας σε ισχύ υπηρεσιακά σημειώματα, και στάλθηκαν άρον-άρον στον Έβρο από την Πάτρα ή την Ηγουμενίτσα για να εκτίσουν την τρίμηνη ποινή κράτησης. Μονότονα επαναλαμβάνονταν οι καταγγελίες: συλλήψεις και ξύλο στην Πάτρα, εκφοβισμός για απέλαση, άθλιες συνθήκης κράτησης στην Πάτρα και στην Αθήνα, ουσιαστική αδυναμία να ασκήσουν τα όποια δικαιώματά τους.
Φύγαμε από το Φυλάκιο έχοντας δει μια άλλη όψη, εξωτερικά πιο εμφανίσιμη, της ίδιας πολιτικής τής Ε.Ε. και του ελληνικού κράτους: αποτροπή στην κατάθεση αιτήσεων ασύλου, σωρηδόν κράτηση και εξάντληση του προβλεπόμενου τριμήνου, αποκλεισμός των ανθρώπων από την οικονομική και κοινωνική ζωή, καμία πρόνοια για ουσιαστική ένταξη των πολιτικών και οικονομικών προσφύγων, στις κοινωνίες των χωρών υποδοχής, με αποτέλεσμα να είναι απροστάτευτοι στην εξαθλίωση και στην εκμετάλλευση της εργασιακής τους δύναμης (βλ. περίπτωση Νέας Μανωλάδας Ηλείας).
Κατευθυνθήκαμε στα Βρυσσικά, ένα χωριό κάπου είκοσι χιλιόμετρα από το Διδυμότειχο. Μέχρι πριν από δύο μήνες ξέραμε ότι λειτουργούσε κι εκεί Κέντρο Κράτησης Αλλοδαπών. Πήγαμε να δούμε από κοντά την τωρινή κατάσταση.
Το Κέντρο Κράτησης ήταν κι αυτό μια αποθήκη στην είσοδο του χωριού. Ήταν άδειο, οπότε μπορέσαμε να μπούμε να το δούμε. Τρεις χώροι χωρίς καμία υποδομή, βρόμικα στρώματα και στρατιωτικές κουβέρτες να στοιβάζονται στις γωνιές, τρεις ντουζιέρες και τρεις τουαλέτες μισοκατεστραμμένες. Στους τοίχους γραμμένα αραβικά και αγγλικά με ημερομηνίες μέχρι πριν από δύο μήνες. Ένα καρτοτηλέφωνο. Πριν ένα χρόνο σ’ αυτές τις αποθήκες ήταν στοιβαγμένα 200 άτομα. Σε δέκα λεπτά ήρθε τζιπ της Συνοριακής Φύλαξης. Τί θέλετε εδώ; Είμαστε δικηγόροι, ήρθαμε να δούμε το Κέντρο Κράτησης, είδαμε ότι είναι εγκαταλελειμμένο και μπήκαμε. Απαγορεύεται, είναι αστυνομικός χώρος. Δεν το λέει πουθενά, άλλωστε δεν λειτουργεί, απαντήσαμε. Είναι βοηθητικός χώρος πια, μας λένε. Όταν γεμίζουν τα άλλα, τους βάζουμε εδώ. Σ’ αυτή την κατάσταση; ρωτούμε. Πού να τους βάλουμε; Στο σπίτι μας; Άλλωστε θα γίνουν έργα, μας απαντούν. Όσα και να δεις, ό,τι και ν’ ακούσεις, η κατάπληξη και η οργή συνεχίζουν να είναι το κυρίαρχα συναισθήματα.
Αφού παίρνουν τα στοιχεία μας και το νούμερο του αυτοκινήτου, φεύγουμε σε κανένα μισάωρο. Την άλλη ημέρα πάμε στη Βέννα, περίπου είκοσι χιλιόμετρα από την Κομοτηνή. Ίδια γεύση, βρόμικες αποθήκες, περίκλειστος περιφραγμένος χώρος, οι άνθρωποι-ζώα πίσω από τα κάγκελα.
Άλλοι 206 κρατούμενοι ήταν στοιβαγμένοι σ’ αυτές τις αποθήκες, βρόμικοι, άθλιοι, ρακένδυτοι. Είδαμε πέντε ανήλικα παιδιά από το Αφγανιστάν, 14 έως 17 ετών, που στα χαρτιά της αστυνομίας ήταν καταγεγραμμένα ως ενήλικες. Χωρίς λεφτά για τηλεκάρτα, χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Ο γιατρός έρχεται εδώ κάθε δυο-τρεις ημέρες, δίνει κι αυτός χάπια για τη φαγούρα και φεύγει. Ο χώρος προαυλισμού είναι ένα περιφραγμένο πολύ μικρό προαύλιο, ακριβώς μπροστά στην αποθήκη, όπου τους βγάζουν μέρα παρά μέρα για 45 λεπτά ή μία ώρα. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα πρέπει να πάρουν τηλέφωνο τόσοι άνθρωποι. Την υπόλοιπη ημέρα στοιβάζονται στην αποθήκη. Τα επισήμως ανήλικα βρίσκονται στα κρατητήρια του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης στον Ίασμο, ένα κοντινό τουρκικό κεφαλοχώρι. Πήγαμε κι εκεί, και ρωτήσαμε με μία πρόφαση τους συνοριοφύλακες. Δώδεκα ανήλικα βρίσκονται εκεί, δεν μας είπαν τι ηλικίας όμως. Εκεί βρίσκονταν και γυναίκες κρατούμενες.
Φεύγοντας από τη Βέννα, πήραμε μαζί μας στο ταξίδι της επιστροφής έναν Ιρανό Κούρδο, 23 ετών. Αυτός ήταν γραμμένος σε ένα επαναστατικό κόμμα του Κουρδιστάν στο Ιράν. Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του 18 ετών μετά από παρενοχλήσεις και απειλές των Αρχών. Πήγε στο Ιράκ, όπου έμεινε για τέσσερα χρόνια, και με το ξέσπασμα του πολέμου έφυγε κι από εκεί. Βρέθηκε Τουρκία και μετά Ελλάδα. Το ταξίδι τού στοίχισε 6.500 δολάρια. Πήγε στην Πάτρα, όπου συνελήφθη. Έδωσε 750 ευρώ σε μία δικηγόρο που ξέρει τα κόλπα στην Κομοτηνή και βγήκε με αντιρρήσεις. Το ίδιο βράδυ τον συνοδέψαμε στο σταθμό όπως Θεσσαλονίκης, όπου επιβιβάστηκε στο τρένο για την Αθήνα. Όπως φίλος του θα τον περίμενε εκεί. Του δώσαμε τηλέφωνα δικηγόρων στην Αθήνα, όπως και σε όσους κρατούμενους μιλήσαμε σ’ αυτό το οδοιπορικό. Ανταλλάξαμε ευχές και τον εγκαταλείψαμε απρόθυμα στην τύχη του.
Θα τελειώσω αυτή τη μαρτυρία με κάποιες σκέψεις του καρδιακού μου φίλου και συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη. Σύμφωνα με τον Θ.Τ., τα παραπάνω ντοκουμέντα, όπου η ανθρώπινη ζωή βιάζεται, βασανίζεται, υπονομεύεται και εκτίθεται εμπρόθετα και όλα τα ζωτικά δικαιώματα κονιορτοποιούνται είναι μια (ακόμη) μαρτυρία και μια (ακόμη) απόδειξη ύπαρξης ενός στρατοπεδικού κόσμου, ο οποίος ισχύει σήμερα, στη χώρα που ζούμε -και όχι σε έναν ιστορικό (άρα και ασφαλή) χρόνο και χώρο.
Ο Πρίμο Λέβι (1921-1987), εμβληματικός επιζών μάρτυρας-συγγραφέας του Άουσβιτς, προσπαθώντας να περιγράψει τον στρατοπεδικό κόσμο, τον οποίο γνώρισε στην πιο ακραία και πιο απόλυτη μορφή του, μίλησε για τους Εργοδηγούς (Meister) που κάθε πρωί προφέρουν επί ανυπεράσπιστων ανθρώπων το παράγγελμα Wstawac (το παράγγελμα της Έγερσης). Ο Λέβι επιμένει ότι αυτό το φριχτό παράγγελμα το προφέρουν άνθρωποι «κανονικοί», άνθρωποι «όπως όλοι μας» – άρα μια άλλη διαδικασία, κοινωνική, το βάζει στο στόμα τους, το κάνει μέρος της δουλειάς τους, της συνήθειάς τους, μέρος του τρόμου.
Ίσως αξίζει να το σκεφτούμε αυτό.
Επίσης ίσως αξίζει να σκεφτούμε ότι συχνά το παράγγελμα Wstawac προφέρεται και διά της σιωπής.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.
*Ο Αλέξανδρος Καρδασιάδης είναι μέλος της ομάδας νομικών για τα δικαιώματα μεταναστών, μεταναστριών και προσφύγων Θεσσαλονίκης.
Αναδημοσίευση από: «ΚΟΙΝΩΝΙΑ & ψυχική ΥΓΕΙΑ», Τριμηνιαία Επιστημονική Έκδοση για θέματα Υγείας και Κοινωνικού Αποκλεισμού
Ιδιοκτησία: Επιτροπή Ερευνών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Εκδότης – Διευθυντής: Μπαϊρακτάρης Κώστας
Επιστημονική Επιτροπή: Δικαίου Μαρία, Ζαφειρίδης Φοίβος, Μεγαλοοικονόμου Θεόδωρος, Μιχαήλ Σάββας, Μπακιρτζής Κων/νος, Μπιτζαράκης Παντελής, Πανταζής Παύλος, Παπαϊωάννου Σκεύος, Φαφαλιού Μαρία
Συντακτική Ομάδα: Γεωργάκα Ευγενία, Λαϊνάς Σωτήρης, Σταμάτη Γιούλη, Φίγγου Λία, Φραγκιαδάκης Κων/νος
Εποπτεία Τεύχους: Μπιτζαράκης Παντελής Μπακιρτζής Κώστας
Επιμέλεια κειμένων: Σταμάτη Γιούλη
Εκτύπωση / Βιβλιοδεσία: Κανάκης Ευθύμιος, Grapholine
Οικονομική Διαχείριση: Αδάμ Σοφία
Δημιουργία σκίτσων: Ακοκαλίδης Γεώργιος