Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έλλης Παππά «Μαρτυρίες μια διαδρομής», Αθήνα 2010, Εκδόσεις: Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη
Δεν ήταν εύκολο να είσαι μέλος του ΚΚΕ στα χρόνια του σταλινισμού-εκτός κι αν η επιδίωξή σου ήταν «να ανέβεις» στην κομματική ιεραρχία. Προϋποθέσεις αυτής της ανόδου ήταν, πρώτον, να έχεις αυτή τη φιλοδοξία, δεύτερον, να κλείνεις τα μάτια και τα αυτιά σε όσα στραβά ή απαράδεκτα ή και ύποπτα διαπίστωνες. Με άλλα λόγια, να συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με το ιησουίτικο δόγμα που θύμισε ο Μαρξ, το perinde ac cavader, να αντιδράς όσο και όπως αντιδρά ένα πτώμα σε όσα έβλεπες, αν δεν ήσουν εκ κατασκευής τυφλός.
Δεν ήμουν εκ κατασκευής τυφλή κι αυτό με έκανε από πολύ νωρίς να διαπιστώνω πράξεις, παραλείψεις, καταστάσεις που δεν συμφωνούσαν με την αντίληψή μου για το κομμουνιστικό κίνημα και για το Κόμμα, που αναλάμβανε να αναπτύξει αυτό το κίνημα και να το οδηγήσει στη νίκη. Αυτή ήταν και η πρώτη μου ατυχία.
Η δεύτερη ήταν οτι, κάθε φορά που διαπίστωνα κάτι στραβό κι ανάποδο, βρισκόμουν σε σύγκρουση με το γενικότερο πνεύμα του κόμματος, μ’ αυτό που συνοπτικά άκουγε στο γενικότατο όρο «κομματικότητα».
Μεταφερόμενη στο χώρο του συγκεκριμένου, η «κομματικότητα» δεν σήμαινε παρά την υποταγή «στη γραμμή του κόμματος» δηλαδή στη γραμμή της καθοδήγησης…
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς
Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας
Η ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη
Συγγραφέας: Δημήτρης Δαμασκηνός
«Μακρόνησος»
Η προσωπική μου αντίληψη ήταν ότι το να ξεκόψεις από το κόμμα ήταν σα να σε απόδιωχνε το γένος σου στη κοινωνία των γενών: Ήταν ποινή χειρότερη από την καταδίκη σε θάνατο. Έτσι, η στάση του συνεπούς κομμουνιστή ήταν η άνευ όρων αποδοχή των αποφάσεων του κόμματος, και το κόμμα ήταν το για μας απρόσωπο Πολιτικό Γραφείο ή η ενσαρκωμένη στο πρόσωπο του γενικού γραμματέα «ηγεσία», οπότε κάθε διαφορετική άποψη σε κατέτασσε αυτομάτων στους «αντιηγετικούς» κι αυτό ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί σε έναν κομμουνιστή τα χρόνια εκείνα.
Άνευ όρων έγινε επομένως αποδεκτή από μας, τους νεαρούς και απόλυτα «συνεπείς» κομμουνιστές, η απόφαση της 3ης Ολομέλειας (Φθινόπωρο 1947).
Για μένα τα προβλήματα που έθετε ήταν:
1) Η έξοδος για το βουνό των αγωνιστών, με πρώτους τους νέους που άνηκαν σε στρατεύσιμες κλάσεις κι αντιμετώπιζαν το δίλημμα «ή στο Δημοκρατικό Στρατό ή στο μοναρχικό στρατό και, το πιθανότερο, στη Μακρόνησο».
2) Η προσαρμογή της δουλειάς των οργανώσεων στις πόλεις στις συνθήκες του ένοπλου αγώνα.
Το πρώτο το αντιμετώπισα πολύ γρήγορα. Πολλά παιδιά που δούλευαν κοντά μου, στη διαφώτιση ή σε συγγενικούς τομείς, με πολιορκούσαν με το αίτημα «καλείται η κλάση μου, πρέπει να φύγω για έξω, αλλιώς θα βρεθώ στη Μακρόνησο ή στο στρατό». Μετέφερα στους καθοδηγητές μου το αίτημα τους. Η απάντηση ήταν αρνητική.
Η πιο χαρακτηριστική ήταν η απάντηση-η εξήγηση-που μου έδωσε ο Παπαγγέλου, όταν πολύ τον πίεσα ζητώντας του εξηγήσεις για την αρνητική στάση του κόμματος: «Τί να σου πω; Αυτοί έχουν που έχουν τα γένεια έχουν και τα χτένια». Εντάξει. Εμείς ούτε γένεια είχαμε ούτε χτένια. Έπρεπε να πείσουμε αυτά τα νέα παιδιά να περιμένουν καρτερικά την ώρα που θα καλούνταν η κλάση τους και θα βρίσκονταν ή στον αντίπαλο στρατό ή στην Μακρόνησο…
Πώς μπορεί να αιτιολογηθεί ο εγκλωβισμός των στρατεύσιμων ηλικιών στις μεγάλες πόλεις, όταν πλέον είχε αποφασισθεί ο ένοπλος αγώνας; Πώς μπορεί να αιτιολογηθεί η απόφαση του κόμματος να παρουσιαστούν οι προερχόμενοι από τον τακτικό στρατό αξιωματικοί του ΕΛΑΣ-για να καταλήξουν στην Ικαρία (όπου βρήκε περίεργο θάνατο ο στρατηγός Μπακιρτζής) και στη Μακρόνησο-, ώστε να αναδειχθούν σε στρατηγούς και αρχιστράτηγους «ηγέτες» τόσο άσχετοι και ανεύθυνοι, όπως ο Βλαντάς ή ο Γούσιας (για να περιοριστούμε σ’ αυτά τα «δείγματα»);
Πότε έτσι, πότε αλλιώς…
Ήταν τότε που έλαβα την εντολή να βρω τη Μαρία Σβώλου και να της πω εκ μέρους του κόμματος να αποκηρύξει τον άντρα της. Η Μαρία με απέπεμψε όσο πιο ευγενικά μπορούσε, μέσα μου έλεγα πως θα είχε όλη τη διάθεση να με διώξει με τις κλωτσιές. Το κόμμα ζούσε πάντα στο δικό του κόσμο και πίστευε πως έτσι έπρεπε να συμπεριφέρονται όλοι.
Κατάγγελλε το κόμμα και τιμωρούσε τον Παρτσαλίδη-η Αύρα τον αποκήρυσσε. Αποκαθιστούσε το κόμμα τον Παρτσαλίδη κι έδιωχνε τον Ζαχαριάδη-η Αύρα γινόταν Παρτσαλιδική και η Ρούλα αποκήρυσσε τον Ζαχαριάδη. Έβγαζε το κόμμα χαφιέ τον Πλουμπίδη κι η Ιουλία δεν έβγαινε να τον αποκηρύξει-άρα η Ιουλία δεν ήταν «εντάξει», ήταν κατά ένα τρόπο συνένοχη. Η Μαρία Σβώλου, πολύ απλά, δεν δεχόταν να κανονίζει τη ζωή της σύμφωνα με αυτούς τους κώδικες…
Τα «κατώτερα» να υπακούουν στα «ανώτερα»…
Στην ασφάλεια μου δώσανε να διαβάσω και τα δημοσιεύματα με τις αποφάσεις για τη διαγραφή του Παρτσαλίδη και του Καραγιώργη, μαζί και με τα κείμενα των διαφωνιών τους που είχαν απευθύνει στην Κεντρική Επιτροπή…
Ήταν στην κατοχή, όταν είχε κατέβει ο Καραγιώργης στο Μωριά. Ο Νίκος (Μπελογιάννης) ήταν αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα που είχε βγει κι εκείνη στο αντάρτικο. Ενώ έλειπε σε αποστολή, ο Καραγιώργης κατηγόρησε την κοπέλα για κατασκοπεία, έκανε «ανακρίσεις» και την υπέβαλλε σε βασανιστήρια!
Όταν γύρισε ο Μπελογιάννης, ζήτησε εξηγήσεις, έγινε άγριος καυγάς με τον Καραγιώργη, την κοπέλα την απαλλάξανε από την κατηγορία της «κατασκοπείας», μα έφυγε από το βουνό και δεν τη ξαναείδε ο Νίκος. Τότε του είπα κι εγώ για το ρόλο που έπαιξε ο Καραγιώργης στη διαγραφή της Διδώς (Διδώ Σωτηρίου, αδελφή της Έλλης Παππά), όταν γύρισε από το Γράμμο-το 1947, με την επιτροπή του ΟΗΕ…
Γράφω όπως μου το διηγήθηκε ο Νίκος: Όταν έγιναν οι μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη, ο Διαμαντής αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Θεσσαλία. Την οργάνωση της Θεσσαλίας την κρατούσε ο Καραγιώργης, ο οποίος και έκανε άγριο πόλεμο στον Διαμαντή. Τον κατηγορούσε πως το έβαλε στα πόδια μπροστά στον εχθρό, πως εγκατέλειψε τη θέση του και τέτοια. Ώσπου ο Διαμαντής δεν άντεξε άλλο. Μάζεψε τα παλικάρια του και τους είπε: «Άντε, ρε παλικάρια μου, πάμε στα βουνά της Ρούμελης, που μας ξέρουνε και τα ξέρουμε, ν’ αφήσουμε εκεί τα κόκκαλα μας». Έτσι κι έγινε. Γύρισε στη Ρούμελη κι εκεί σκοτώθηκε.
Τον ρώτησα τί έκανε ο Γιώτης (Χαρίλαος Φλωράκης) μπροστά σε αυτή την επίθεση του Καραγιώργη, γιατί εμείς ξέραμε και τους δυο καπεταναίους-Γιώτη και Διαμαντή-, που τα ονόματά τους ακούγονταν πάντα μαζί. Ο Νίκος κούνησε το κεφάλι του. Ήταν μια απάντηση χωρίς λόγια. Τον Διαμαντή τον εκτιμούσε πολύ ο Νίκος και θεώρησε τον Καραγιώργη υπεύθυνο για τον άδικο χαμό του. Έτσι, όταν η τύχη γύρισε και βρέθηκε ο Καραγιώργης στο στόχαστρο του Ζαχαριάδη, ο Νίκος δεν είχε λόγους να τον υπερασπιστεί. Από θύτης ο Καραγιώργης έγινε θύμα, όπως αργότερα κι ο ίδιος ο Ζαχαριάδης. Ήταν η μοίρα συνέπεια του συστήματος που ονομάστηκε «σταλινισμός» και ήταν το κυρίαρχο σύστημα λειτουργίας των ΚΚ είτε ήταν στην εξουσία είτε όχι.
Το ελληνικό ΚΚ δεν αποτελούσε εξαίρεση. Κάθε άλλο. Όλα είχαν διαπαιδαγωγηθεί από την Γ’ Διεθνή, που «τμήματά» της αποτελούσαν…
Σύμφωνα με το «λενινιστικό» δόγμα συγκρότησης και λειτουργίας των κομμάτων «νέου τύπου», τα κατώτερα όργανα ενός κόμματος πειθαρχούν στα ανώτερα, εφαρμόζουν υποχρεωτικά τις αποφάσεις των ανωτέρων οργάνων και υπερασπίζονται την πολιτική γραμμή του κόμματος, όποια κι αν είναι-αυτό είναι το μέγιστο κριτήριο της «κομματικότητας» κάθε κατώτερης οργάνωσης και κάθε μέλους.
Από τη στιγμή που η «γραμμή» εκπορεύεται από τα ανώτερα όργανα, από τη στιγμή δηλαδή που έρχεται «από τα πάνω» είναι αδιαφιλονίκητη η ορθότητά της. Έτσι η ηγεσία των ΚΚ είχε γίνει ένα είδος υπέρτατου όντος, στο οποίο όφειλαν υπακοή τα κατώτερα πλάσματα, που χρωστούσαν σε αυτό την ύπαρξή τους και των οποίων η γνώση δεν οφειλόταν παρά στη «μέθεξη» τους στην απόλυτη σοφία του υπέρτατου όντος.
Τα «λενινιστικά» ή κόμματα «νέου τύπου» είχαν θυσιάσει στο βωμό της «αποτελεσματικότητας» τη διαλεκτική και είχαν υιοθετήσει τον πλέον ακραίο ιδεαλισμό και την πλέον μεταφυσική θεώρηση-σε βαθμό που να θεωρείται «αιρετική» η αντιμετώπιση αυτών των δογμάτων με τα όπλα του επιστημονικού σοσιαλισμού, δηλαδή του «μαρξισμού», και έτσι εξακολουθεί να θεωρείται και σήμερα από τα λείψανα της σταλινικής ορθοδοξίας.