«Πάρε με, όταν φτάσεις».
Έτσι μου έλεγε η μάνα μου
Κάθε φορά που έβγαινα απ’ το σπίτι.
«Πάρε με, όταν φτάσεις»
Και θιγόμουν γιατί νόμιζα πως με έβλεπε μικρή ακόμα.
«Πάρε με, όταν φτάσεις»
Κι έπρεπε να γίνω μάνα για να καταλάβω
Πόση αγάπη, ποσό νοιάξιμο κρυβόταν πίσω απ’ αυτά τα λόγια…
Κι έμαθα κι εγώ να λέω στο δικό μου το παιδί
«Πάρε με, όταν φτάσεις».
Κι η καρδιά μου αγωνιούσε, ανυπομονούσε,
Μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνο.
Κι όταν ξεχνιόταν κάπου και δεν έπαιρνε,
Η καρδιά χτυπούσε ακόμα δυνατότερα.
Μα αφού της είπα: «Πάρε με, όταν φτάσεις!».
Είναι άραγε καλά;
«Συγγνώμη, Μαμά, ξεχάστηκα».
Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μέρα που είδε το φως,
Τότε είδα κι εγώ πρώτη φορά,
Μόλις την πρωτοαντίκρισα.
Εκείνη την πρώτη μέρα της υποσχέθηκα να την προστατεύω πάντα,
Της υποσχέθηκα ότι θα έκανα τα πάντα για να είναι ασφαλής,
Για να μεγαλώσει όμορφα,
Για να έχει ευτυχισμένα χρόνια.
Δεσμεύτηκα!
Κι όταν μεγάλωσε λίγο
Κι άρχισε να παίρνει τη ζωή στα χέρια της
Κατάλαβα πως χρόνο με τον χρόνο
Μπορώ να κάνω όλο και λιγότερα για την ασφάλειά της.
Ώσπου, μου έμεινε μόνο το: «Πάρε με, όταν φτάσεις»,
Κληροδότημα απ’ τη δίκη μου τη μητέρα,
Για να ξέρω πως είναι καλά,
Για να κοιμίζω για λίγο τους φόβους μου
Ως την επόμενη φορά…
Μα τώρα πια δεν έχει επόμενη φορά.
Δε με πήρε… όχι επειδή ξεχάστηκε.
Δε με πήρε… δεν έφτασε.
Άδειασε βίαια η αγκαλιά μου κι άδικα.
Α-ΔΙ-ΚΑ!
Και τώρα μια «συγγνώμη»
Δε μπορεί να με ανακουφίσει.
Δεν άκουσα κιόλας καμία.
Μάθαμε να ντρεπόμαστε τις λέξεις.
Είναι ντροπή να λες «συγγνώμη».
Είναι ντροπή να λες «απέτυχα».
Είναι ντροπή να λες «θέλω βοήθεια».
Είναι ντροπή να λες «έχω ευθύνη».
Μάθαμε να ντρεπόμαστε τις λέξεις
Την ώρα που οι πράξεις μας
Είναι βυθισμένες στην αναίδεια και την αναισχυντία.
Τώρα πια δεν έχω σε ποιον να πω
«Πάρε με, όταν φτάσεις».
Δεν έχω άλλον τόσο ν’ αγαπώ…
Μόνο να εύχομαι μου μένει…
Μια μέρα να την ξαναδώ
Σε έναν κόσμο αλλοτινό,
Με βλέμμα πεντακάθαρο,
Όπως εκείνη την πρώτη μέρα.
Άλλον σκοπό δεν έχω στη ζωή,
«Πάω κι όπου βγει».
Ο/η συγγραφέας δεν επιθυμεί να γίνει γνωστό το όνομά του/της
