Η έγκαιρη επέμβαση της πυροσβεστικής με αρκετά οχήματα και η άπνοια που επικρατούσε κατά τις 3 με 4 τα ξημερώματα (25/6/2021) απέτρεψαν τα χειρότερα. Το δάσος στα Λενταριανά, που αποτελεί βασικό πνεύμονα της πόλης κινδύνεψε πολύ σοβαρά. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν φυσούσε ή αν είχαμε πυρκαγιές και εμπρησμούς σε άλλα σημεία του νομού, αλλά ήταν σίγουρα μια πολύ επικίνδυνη φωτιά, μέσα σε πευκόδασος που ευτυχώς αντιμετωπίστηκε έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Το γεγονός αυτό όμως δεν πρέπει να μας εφησυχάσει, αλλά αντίθετα να μας αφυπνίσει. Τον χειμώνα που μας πέρασε, τα «Χανιώτικα Νέα» σε ένα αποκαλυπτικό τους ρεπορτάζ είχαν αναδείξει την μετατροπή τμήματος του δάσους σε χωματερή οικοδομικών υλικών. Το ρεπορτάζ είχε ένα αποτέλεσμα: σταμάτησαν να πηγαινοέρχονται τα φορτηγά με τα μπάζα, όμως το σημείο δεν καθαρίστηκε ούτε και έγινε ξανά δάσος, όπως ήταν πριν. Επίσης, χρόνια τώρα οι κάτοικοι της περιοχής ζητούσαν την ανάδειξη και τον καθαρισμό του θεάτρου των Λενταριανών, καθώς και την αυξημένη πυρασφάλεια κατά τους θερινούς μήνες, χωρίς αποτέλεσμα.
Η χθεσινή φωτιά είναι καμπάνα κινδύνου. Αν κινητοποιηθούμε όλοι, κάτοικοι και φορείς, μπορούμε να φέρουμε αποτελέσματα γρήγορα: Να προβλεφθεί πυρασφάλεια και αντίστοιχα μέτρα πυροπροστασίας για όλη τη θερινή περίοδο, να παρθούν ειδικά μέτρα για την ασφαλή λειτουργία του θεάτρου (απαγόρευση καπνίσματος, πυροσβεστήρες, καθαρισμός του χώρου από σκουπίδια και ξερόχορτα, κλπ.), να καθαριστεί το τμήμα του δάσους που μπαζώθηκε και να γίνει οργανωμένη δενδροφύτευση της περιοχής σύμφωνα με τις υποδείξεις των ειδικών επιστημόνων.
Αυτά είναι κάποια από τα ελάχιστα που πρέπει να γίνουν άμεσα σε ολόκληρη την έκταση που καλύπτει την περιοχή από τη Μόντε Βάρδια ως και τα Λενταριανά. Κάθε δέντρο που καίγεται είναι φλέβα που αιμορραγεί, μια ανοιχτή πληγή που απειλεί τη φύση και ως εκ τούτο την ίδια τη ζωή και τον άνθρωπο. Και δυστυχώς, με την περιβαλλοντική ανισορροπία που έχουμε δημιουργήσει και τις επιπτώσεις που είναι ήδη ορατές, δεν έχουμε περιθώριο να πούμε «δεν βαριέσαι, βρε αδελφέ, ένα στρέμμα κάηκε!».
Χρήστος Τσαντής