Η φιλόλογος Μαρία Νικολακάκη μιλά για τις «Δακρυγόνες Αναμνήσεις» του Κυριάκου Στρατουδάκη (VIDEO)

Δακρυγόνες Αναμνήσεις… «Ένας δυνατός τίτλος που κερδίζει τον αναγνώστη». Αυτό σκέφτηκα μέσα μου όταν άκουσα για πρώτη φορά από τον Κυριάκο για αυτό το βιβλίο. Κατά την ανάγνωση, όμως, συνειδητοποίησα πράγματι πόσο επάξια καταφέρνει ο συγκεκριμένος τίτλος να το αντιπροσωπεύσει. «Δακρυγόνες αναμνήσεις» λοιπόν, έφερε και σε εμένα το συγκεκριμένο δημιούργημα και όπως έμαθα αργότερα δεν ήμουν η μόνη.
Το ερώτημα που έθεσα στον εαυτό μου, ήδη από τις πρώτες σελίδες, είναι γιατί συγκινούμαι με αυτούς τους στίχους. Μια αρκετά εύλογη απάντηση θα ήταν ότι αυτό συμβαίνει επειδή τα λόγια αυτά γράφτηκαν από έναν πολύ καλό μου φίλο, ο οποίος κατά καιρούς μου έχει κάνει την τιμή να μοιραστεί μαζί μου διάφορες σκέψεις και βιώματά του. Ήταν λογικό, επομένως, να χαρώ για εκείνον και να συγκινηθώ που κατάφερε να αποτυπώσει τα συναισθήματά του με έναν τόσο δημιουργικό τρόπο. Φυσικά, περίμενα από εκείνον ένα δυνατό δημιούργημα, διότι γνωρίζω καλά ότι η τέχνη του είναι στίχος, ο οποίος συχνά αποτελεί και καταφύγιο για εκείνον. Παρόλα αυτά, η πραγματικότητα ξεπέρασε κατά πολύ τις προσδοκίες μου. Η συγγραφή και η έκδοση του βιβλίου αυτού ήταν μια μεγάλη έκπληξη.
Η ιστορία των Δακρυγόνων Αναμνήσεων ξεκινά με τον πρόλογο, ή μάλλον την «Αφορμή», όπως ονομάζει ο συγγραφέας τις παραγράφους αυτές που εισάγουν τον αναγνώστη στο θέμα του βιβλίου. Ακολουθεί η παράθεση των δέκα ποιημάτων, που το καθένα συνοδεύεται από σχολιασμό του ίδιου. Στο τέλος, έχει επιλέξει να μιλήσει πιο ανοιχτά για προσωπικές του εμπειρίες και απόψεις. Σε τρία σύντομα κείμενα, λοιπόν, μας εξηγεί πως η τέχνη λειτουργεί αναλγητικά για την απώλεια και τι σημαίνει για εκείνον η έμπνευση, καταλήγοντας με μια διευκρίνιση, θα μπορούσαμε να πούμε, για την ταυτότητά του, αφού μας εξηγεί ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του ποιητή. Η αφήγηση του τελειώνει με την «Αιτία, αντί επιλόγου», όπου εξιστορεί επί της ουσίας, πως γεννήθηκε αυτό το βιβλίο.
Ήδη από το άκουσμα των τίτλων των ενοτήτων παρατηρούμε μια όμορφη και πρωτοποριακή πινελιά. Αντί για το συμβατικό δίδυμο προλόγου – επιλόγου, εισάγονται δύο καινοτόμες έννοιες, αυτές της αφορμής και της αιτίας. Η αφορμή, όπως μας εξηγεί ο συγγραφέας, στάθηκε ένα δύσκολο βράδυ, που φαινομενικά οι αναμνήσεις θα κέρδιζαν ξανά το παιχνίδι. Βαθύτερη αιτία, από την άλλη, αποτέλεσε η προσπάθειά του να μην ηττηθεί από εκείνες, αλλά παράλληλα να μην τις αφήσει να βυθιστούν στη λήθη. Βρήκε έτσι τον τρόπο να τις κρατήσει ζωντανές και να τους χαρίσει την αιωνιότητα.
Ανέφερα λοιπόν προηγουμένως ότι είναι τιμή μου να γνωρίζω κάποια πράγματα παραπάνω για τον Κυριάκο. Δεν το είπα αυτό για να χρησιμοποιήσω μια έννοια που θα δώσει έναν βαρύ τόνο τη συζήτηση, αλλά διότι θέλω να εξηγήσω και κυρίως να υπενθυμίσω στον ίδιο, ότι μόνο τιμή ήταν για εμένα εκείνες οι συζητήσεις μας, οι οποίες κατά κανόνα υπερβαίνανε το δίωρο και συχνά τελείωναν με τις φράσεις «συγνώμη που σε ζάλισα», «πάλι μονοπώλησα τη συζήτηση» ή στην καλύτερη περίπτωση «ευχαριστώ για την υπομονή σου».
Η αλήθεια είναι ότι μονοπωλεί τη συζήτηση, αλλά ποτέ δεν είχα πρόβλημα με αυτό, γιατί έχει ένα περίεργο ταλέντο να σε κάνει να ταξιδεύεις με τα λόγια του, να πλάθεις εικόνες και καταστάσεις με τη φαντασία σου και εν τέλει να νιώθεις ότι σου άνοιξε ένα παραθυράκι για να δεις μέσα από τα δικά του μάτια, να νιώσεις τα συναισθήματά του και να φιλοσοφήσεις μέσα από τα λόγια του, να προβληματιστείς δηλαδή με τον τρόπο σκέψης του, με το πόσο μπορεί να μοιάζει ή να διαφέρει από το δικό σου τρόπο σκέψης, ακόμα και με το πώς αντιμετωπίζεις εσύ ανάλογες καταστάσεις. Για εμένα προσωπικά, λοιπόν, οι συζητήσεις αυτές ξεπερνούσαν τις ανούσιες κουβέντες που συχνά έχουν οι φίλοι μεταξύ τους, γιατί ακόμα και όταν ξεκινούσαν με αυτή την προοπτική, σχεδόν κατά κανόνα κατέληγαν να είναι αρκετά εποικοδομητικές.
Αναφέρω όλα αυτά ως μια μικρή εισαγωγή, για να εξηγήσω το λόγο που οι «Δακρυγόνες Αναμνήσεις» για εμένα, ξεκίνησαν να αποκτούν πνοή ήδη από την πρώτη φράση του προλόγου: «Η νύχτα, ανέκαθεν, ήταν ο καλύτερος σύμμαχος των αναμνήσεων.» Οι περισσότεροι θα συμφωνήσουμε με αυτή τη φράση, αναλογιζόμενοι το πόσο μισούμε, αλλά και λατρεύουμε ταυτόχρονα, τις νύχτες, τη χρονική στιγμή δηλαδή που μένουμε μόνοι αποχαιρετώντας τις υποχρεώσεις της παρελθούσας ημέρας. Η μνήμη μας τότε, κατά έναν περίεργο τρόπο και συνήθως χωρίς να μας ρωτήσει αν έχουμε το ψυχικό σθένος, ταξιδεύει σε στιγμές που είναι σαν να ξαναζούμε, με την ίδια ένταση, όσος καιρός και να περάσει… Υπάρχουν βέβαια και εκείνες οι στιγμές που εμείς οι ίδιοι «πιέζουμε», κατά κάποιο τρόπο, τη μνήμη μας να ξυπνήσει εκείνες τις αναμνήσεις, διότι έχουμε την ανάγκη να βρεθούμε στα ίδια μέρη με τους ίδιους ανθρώπους, ή απλώς να βιώσουμε τα ίδια συναισθήματα, που ξέρουμε πως υπάρχουν ακόμα κάπου μέσα μας, αλλά τη δεδομένη στιγμή μας είναι δύσκολο να τα εντοπίσουμε και να τα ανακαλέσουμε.
Γνωρίζω λοιπόν, από πρώτο χέρι, ότι η εναρκτήρια αυτή φράση βγαίνει κυριολεκτικά μέσα από την ψυχή του Κυριάκου και καταγράφεται στο χαρτί ατόφια και με απόλυτη ειλικρίνεια. Ο ίδιος μου έχει τονίσει αρκετές φορές ότι οι νύχτες του ξυπνούν έντονες αναμνήσεις, οι οποίες τον καλούν να αναμετρηθεί μαζί τους. Αυτή είναι μια μάχη που δίνουμε όλοι οι άνθρωποι, σε διάφορες φάσεις της ζωής μας. Η ήττα ή η νίκη ορίζεται διαφορετικά από τον καθένα από εμάς. Για τον Κυριάκο, η μετουσίωση των αναμνήσεων σε στίχο είναι ίσως η μεγαλύτερη νίκη, ή καλύτερα ο πιο δημιουργικός συμβιβασμός που μπορεί να πετύχει.
Αυτές είναι κάποιες από τις γενικές σκέψεις που έκανα εγώ ήδη από την ανάγνωση του προλόγου, οι οποίες και με συνόδεψαν κατά την ανάγνωση των ποιημάτων. Φυσικά, ο καθένας από εμάς αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του κατά την ανάγνωση και εκείνη συνήθως τον καθοδηγεί, αρχικά στο να πλάσει με το μυαλό του πως μπορεί να γεννήθηκε στον ποιητή αυτή η ανάμνηση, τι ιστορία μπορεί να κρύβει πίσω της, τι έχει περάσει αυτός ο άνθρωπος, τι έχει βιώσει. Η μαγεία της ποίησης όμως, είναι ότι γρήγορα καταρρίπτει τη φαντασία και τα ερωτήματα που αυτή γεννά και αφυπνίζει τις δικές μας προσωπικές και ξεχωριστές αναμνήσεις. Ξεχνάμε λοιπόν ότι πίσω από αυτούς τους στίχους βρίσκεται κάποιος άλλος και ανακαλούμε τόσο τις δικές μας ιστορίες όσο και τα συναισθήματα που τις συνόδεψαν.
Έχω διαβάσει αρκετή ποίηση, όντας απόφοιτη του τομέα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του τμήματος Φιλολογίας, όμως ομολογώ ότι για πρώτη φορά μπήκα, εν μέρει, στα παπούτσια των ποιητών, συνειδητοποιώντας πόσο δύσκολο είναι αυτό που κάνουν. Δεν αναφέρομαι τόσο στο τεχνικό κομμάτι, όσο στην περιβόητη μάχη που δίνουν με την έμπνευσή τους, η οποία θέλει να περάσει στο χαρτί, αλλά για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να παλέψουν με όσα τους πονούν και τους προβληματίζουν, να τα κοιτάξουν κατάματα και να τα αντιμετωπίσουν, γυμνοί από κάθε ασπίδα προστασίας.
Ο Κυριάκος μου είχε μιλήσει πολλές φορές για αυτή τη διαδικασία της συγγραφής, αλλά μόνο τώρα που έζησα τα γεγονότα αυτά εκ του σύνεγγυς και τελικά τα είδα να γίνονται στίχοι και έπειτα έντυπο βιβλίο, νιώθω ότι έφτασα κάπως πιο κοντά στο να κατανοήσω πόσο δύσκολο είναι στην πράξη να καταφέρει κάποιος να γράψει για κάτι τόσο προσωπικό, όπως είναι ο έρωτας, και μάλιστα να γράψει κάτι το οποίο θα κοινοποιηθεί στο ευρύτερο κοινό, σε γνωστούς και άγνωστους σε αυτόν ανθρώπους.
Τη δυσκολία αυτή, της πάλης με τη μνήμη, αντικατοπτρίζει το πρώτο ποίημα, το οποίο είναι και ομώνυμο με το βιβλίο.

Δακρυγόνες αναμνήσεις
Είμαι έρμαιο στις ορέξεις της μνήμης μου.
Είναι εμμονική.
Με σέρνει βίαια και σε ανύποπτο χρόνο, σε συγκεκριμένες στιγμές του παρελθόντος, οι οποίες, ενεργοποιούν τους δακρυϊκούς αδένες των ματιών μου σε δευτερόλεπτα.
Σ’ εκείνες τις δακρυγόνες αναμνήσεις, που δεν επηρεάζονται από το Χωροχρονικό συνεχές και παραμένουν αναλλοίωτες στο πέρασμα του.
Σ’ εκείνες τις μέρες που μ’ αγαπούσες ακόμη.
Σ’ εκείνες τις μέρες που – για κάποιο λόγο – δε ξεθωριάζουν.

Στο ποίημα αυτό κυριαρχεί το λογοτεχνικό σχήμα της προσωποποίησης. Η μνήμη παρουσιάζεται ως μια γυναικά η οποία έχει πάθη και αδυναμίες. Είναι προσκολλημένη στο παρελθόν και συμπαρασύρει, θα λέγαμε, το ποιητικό υποκείμενο, στα μονοπάτια που εκείνη επιθυμεί, παρά τη θέληση του ίδιου. Το βάρος της ευθύνης αποδίδεται λοιπόν στη μοίρα, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο σε στιγμές που η ίδια έχει φροντίσει να κρατήσει ανεξίτηλες, παρόλο που γνωρίζει ότι φέρνουν πόνο και δάκρυα. Εδώ φαίνεται και η αδυναμία που έχουμε ως άνθρωποι να αποδεχτούμε κάποιες καταστάσεις, να κρίνουμε αυστηρά τον εαυτό μας αν χρειαστεί, χωρίς ελαφρυντικά, να αποβάλουμε την τάση παραίτησης που μπορεί να αισθανόμαστε και να λάβουμε ουσιαστικές αποφάσεις, που όσο και αν φαντάζουν επίπονες, θα μας γλυτώσουν από τον πόνο μεγαλύτερης διάρκειας.
Όλα αυτά συγκεκριμενοποιούνται και στα σχόλια που συνοδεύουν το ποίημα.
«Είναι εκείνες οι στιγμές που όταν έρθουν καλπάζοντας απ’ το παρελθόν, αρπάζουν το μυαλό και σέρνοντας το, το γυρίζουν βίαια σε εκείνη τη στιγμή της γέννησης τους. Είσαι ξανά, αντιμέτωπος με ένα έργο, που το φινάλε του, σου είναι ήδη γνωστό. Η καρδιά σου, αυξάνει προοδευτικά τις παλμικές της κινήσεις. Γνωρίζεις ότι είναι ανάμνηση, αλλά δε μπορείς να το ελέγξεις. Είσαι πλέον, εξωτερικός παρατηρητής των δικών σου παρελθοντικών βιωμάτων.»
Φαίνεται και εδώ, λοιπόν, ότι οι ίδιες οι στιγμές αναλαμβάνουν τα ινία και παρασύρουν το ποιητικό υποκείμενο με βίαιο τρόπο. Τελικά, ακόμα και η καρδιά παρουσιάζεται να υποκύπτει σε αυτές και να χτυπά με εντονότερους ρυθμούς.
Και λίγο πιο κάτω ο συγγραφέας αναφέρει…
«Ξαφνικά, είσαι πολύ εν θερμώ, μέσα στην ανάμνηση σου. Παρασύρθηκες και χάθηκες στον χωρόχρονό. Μπερδεύεις το παρελθόν, με το παρόν. Επανέρχεσαι στο παρόν, αισθανόμενος τη πρώτη σταγόνα να διασχίζει το μάγουλο σου. Η ανάμνηση σου, εκτός απ’ το γεγονός ότι είναι ζωντανή, είναι και δακρυγόνα.
Βιώνεις το οξύμωρο. Κλαις, βλέποντας τον εαυτό σου να γελάει. Τα συγκεκριμένα δάκρυα, δεν έχουν ταυτότητα. Δεν μπορείς να τα κατατάξεις, ούτε στα δάκρυά της χαράς, ούτε στα δάκρυά της λύπης. Είναι ένα συνονθύλευμα δακρύων. Είναι απόρροια μιας χαρμολύπης.»
Tα συναισθήματα που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο εδώ περιγράφονται αναλυτικά, με έναν έντονο ρυθμό, ο οποίος προσθέτει παραστατικότητα αλλά και ένα τραγικό, θα λέγαμε, ύφος στην αφήγηση.
Με δυσκολία επέλεξα ανάμεσα στα υπόλοιπα εννέα ποιήματα, να σταθώ στο συγκεκριμένο και αυτό ακριβώς επειδή νιώθω ότι εντός του βρίσκω τον Κυριάκο λίγο περισσότερο από τα υπόλοιπα και θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ. Αν μου ζητούσαν να κατατάξω τα δέκα αυτά ποιήματα σε κατηγορίες, μια πρώτη κατηγορία, στην οποία θα άνηκε το ποίημα που μόλις διαβάσαμε, θα ήταν εκείνα που έχουν να κάνουν με την παράθεση των συναισθημάτων που γεννούν οι αναμνήσεις. Τα ποιήματα αυτά, μου θυμίζουν εξ ολοκλήρου τις μεταμεσονύκτιες αυτές συζητήσεις, κατά τις οποίες ο Κυριάκος στην προσπάθεια του να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του και να μου δώσει να καταλάβω κάποια πράγματα, κυριολεκτικά «έγραφε» ποίηση.
Πρόκειται για την πολυσυζητημένη έμπνευση, που έρχεται και σε βρίσκει μέσα σε μια στιγμή, την οποία έμπνευση ο ίδιος θεωρεί υπερεκτιμημένη για λόγους που συζητά μέσα στο βιβλίο. Υπήρχαν στιγμές λοιπόν που μιλούσε σαν ποιητής που εκπροσωπεί το λογοτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού και μάλιστα βγαλμένος από μια άλλη εποχή, όταν η ποίηση αυτή ήταν στην ακμή της. Ο ίδιος δεν έδειχνε να το συνειδητοποιεί. Όταν μάλιστα του το έλεγα του φαινόταν φυσιολογικό και μου απαντούσε με αλαζονικό ύφος «σου άρεσε τόσο αυτό; Καλά, πρέπει κάποια στιγμή να διαβάσεις τα τραγούδια μου». Και όταν ήρθε αυτή η περιβόητη στιγμή, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι κάπως τον είχα αδικήσει κατά τη γνωριμία μας στη Φιλοσοφική Σχολή στο Ρέθυμνο, όπου φοιτούσαμε και οι δύο.
Η πρώτη σκέψη μου για εκείνον ομολογώ ότι δεν ήταν και η καλύτερη. Συγκεκριμένα σκέφτηκα μέσα μου «ωραία, ένα ακόμη ψώνιο που καυχιέται ότι γράφει στίχους». Όλα αυτά φυσικά πολύ πριν καταπιαστεί με την ποίηση, οπότε και συστηνόταν σε όλους ως στιχουργός. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρω ότι ακόμα έτσι συστήνεται, διότι όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο του, ουδέποτε αισθάνθηκε ποιητής, αυτό ήταν ένα κεφάλαιο που άνοιξε σχετικά πρόσφατα στη ζωή του, σε αντίθεση με το τραγούδι που έχει προηγηθεί πολλά χρόνια και κανένας, ούτε καν ο ίδιος, δεν γνωρίζει που θα οδηγήσει τελικά αυτή η καινούρια πόρτα. Όπως εμφατικά αναφέρει και προς το τέλος του βιβλίου «Είτε μέσα από στίχους τραγουδιών, είτε μέσα από ποιήματα, είτε μέσα από ένα μυθιστόρημα, εγώ, θα συνεχίσω να λέω ιστορίες.»
Μετά από την παρένθεση αυτή, θέλω να επισημάνω ότι ποτέ δεν μετάνιωσα για αυτή την πρώτη εντύπωση που είχα για εκείνον και το αξιοσημείωτο είναι ότι ποτέ δεν τον ένοιαξε ιδιαίτερα αυτό. Από πολύ νωρίς του είχα δείξει ότι με εκνευρίζει η αλαζονεία του, η σιγουριά του για τον εαυτό του και το γεγονός ότι είχε πάντα μια ολοκληρωμένη άποψη για όλα και σπανίως μπορούσε κάποιος να του την αλλάξει, ειδικά πάνω σε θέματα για τα οποία, όπως λέει επιδεικτικά ο ίδιος «είναι γνώστης». Πάντα ετοιμόλογος και απόλυτος, χωρίς να σου αφήνει περιθώρια να τον αμφισβητήσεις. Το ωραίο και το ασυνήθιστο σε αυτό ήταν ότι παρόλο που ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί του και του έκανα συνεχώς κριτική, πριν μάλιστα αποκτήσω το θάρρος για να το κάνω, εκείνος όχι μόνο δεν θίχτηκε, αλλά καμάρωνε για τη στάση του λέγοντας ότι έχει αυτογνωσία, γνωρίζει δηλαδή τα ελαττώματά του, απλώς δεν τα θεωρεί ελαττώματα, διότι, όπως έλεγε, δεν έχει ελαττώματα αλλά μόνο προτερήματα!
Για να επανέλθω στο θέμα όμως, πέρα από τα ποιήματα που αναλύουν τη λειτουργία των αναμνήσεων, όπως εκείνο που διαβάσαμε, σε μια δεύτερη κατηγορία ποιημάτων θα μπορούσα να κατατάξω τα πιο προσωπικά ποιήματα. Πρόκειται ακριβώς για εκείνα που ο συγγραφέας έχει επιλέξει να λειτουργήσουν ως επί το πλείστον ως αφήγηση ιστοριών και σε δεύτερο επίπεδο ως τροφή για ενδοσκόπηση. Σε τρία τουλάχιστον ποιήματα του βιβλίου αυτού, εγώ προσωπικά μπορώ να δω καθαρά να εκτυλίσσονται συγκεκριμένες ιστορίες, τις οποίες μου είχε διηγηθεί ο ίδιος ο Κυριάκος και παρόλο που μπορεί αρχικά να μην τις θυμόμουν, με την πρώτη ανάγνωση εντόπιζα κάποιες λέξεις- κλειδιά που έδιναν πνοή στις ιστορίες αυτές, οι οποίες εκτυλίσσονταν απευθείας μπροστά στα μάτια μου με έναν απίστευτο τρόπο. Ένιωθα ένας απλός παρατηρητής συγκεκριμένων γεγονότων, εικόνων και συζητήσεων. Είμαι βέβαιη ότι το ίδιο θα συνέβαινε ακόμα και αν δεν γνώριζα για τα γεγονότα αυτά, αν δεν ήξερα καν αυτόν τον άνθρωπο. Τα ποιήματα με έκαναν να δω μέσα από τα δικά του μάτια, να τον κατανοήσω και να μεταφερθώ νοερά σε συγκεκριμένα μέρη, οπού λάμβαναν χώρα οι ιστορίες αυτές. Γι’ αυτό το λόγο, επομένως, θα χαρακτήριζα τα ποιήματα αυτά ως πιο προσωπικά.
Η τρίτη κατηγορία ποιημάτων, που είναι και τα αγαπημένα μου, έχει πολλά κοινά με την πρώτη, πραγματεύονται δηλαδή τις ίδιες έννοιες, της μνήμης και των αναμνήσεων, μέσα από λεξιλόγιο που μας παραπέμπει σε μάχη. Τα ξεχωρίζω όμως, διότι έχουν μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά, δεν αφηγούνται κάποια συγκεκριμένη ιστορία, ούτε αναλύουν προσωπικά συναισθήματα. Αυτά, κατά τη γνώμη μου, απαιτούν περισσότερη επίκληση στην τέχνη της ποιήσεως, είναι πιο φιλοσοφικά, θα λέγαμε, ποιήματα. Σε αυτά θα μπορούσα να εντάξω το τέταρτο σε σειρά ποίημα με τίτλο «Αναμνήσεις».
Αναμνήσεις
Οι αναμνήσεις δεν έχουν μπέσα.
Μαχαιρώνουν το παρόν πισώπλατα.
Καταλαμβάνουν το μυαλό βίαια, προκειμένου να σε πείσουν ότι ζουν.
Μα δε ζουν.
Έζησαν κάποτε, ως στιγμές.
Πλέον, υπάρχουν μόνο σαν αναμνήσεις.

Αυτή η τελευταία φράση είναι από τις αγαπημένες μου και το νόημα της ενυπάρχει σε διάφορα σημεία στο βιβλίο. Αυτή η προσπάθεια να κρατήσουμε ζωντανές τις στιγμές που έκαναν την καρδιά μας να χτυπήσει δυνατά και νιώσαμε αγάπη, ζεστασιά και ασφάλεια. Ο χρόνος και η ίδια η ζωή συχνά έρχονται να μας τις πάρουν βίαια και μας αφήνουν μόνους και άοπλους να παλέψουμε με τις αναμνήσεις μας και να προσαρμοστούμε παράλληλα σε μια νέα πραγματικότητα, που συνήθως δεν ήταν επιλογή μας. Οι αναμνήσεις εδώ, προσωποποιούνται για άλλη μια φορά και δείχνουν αφιλότιμες και άκαρδες, χωρίς καμία λύπηση προς τον άνθρωπο που πονάει.
Υποκρύπτεται στη φράση αυτή η περιβόητη αντίθεση που δημιουργείται μεταξύ απουσίας και παρουσίας, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το ένατο στη σειρά ποίημα με τίτλο «Σκοτάδι και φως».

Σκοτάδι και φως
Δεν κλαίω για το σκοτάδι της φυγής σου.
Θυμάμαι – απλά – το φως της παρουσίας σου.

Πρόκειται για ένα σύντομο ποίημα, ένα δίστιχο συγκεκριμένα, στο οποίο κυριαρχούν δύο αντιθετικά ζεύγη αντιπροσωπευτικά για το Ρομαντισμό: «σκοτάδι και φώς», «παρουσία και απουσία». Οι δύο τελευταίες λέξεις πρέπει να τονίσω ότι αποτελούν ορόσημο για τον Κυριάκο, καθώς εμφανίζονται ως τίτλοι δυο «δίδυμων» τραγουδιών του γνωστού τραγουδοποιού Μίλτου Πασχαλίδη, ο οποίος είναι κάτι περισσότερο από αγαπημένος του, όπως σίγουρα θα ξέρετε όσοι γνωρίζετε τον Κυριάκο έστω και λίγο, ή ακολουθείτε τις σελίδες του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης!
Η τροφή για σκέψη που έχουν προσφέρει στον Κυριάκο τα τραγούδια του Μίλτου, λοιπόν, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του λόγου του, πρωτίστως, και δευτερευόντως της ποίησής του. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ο τρόπος ομιλίας του, το εξεζητημένο λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί και το έχει κάνει κυριολεκτικά δικό του, οι λέξεις και οι φράσεις αυτές που θα ξένιζαν ακόμα και έναν φιλόλογο και ξεκινάς να τις χρησιμοποιείς για να τον κοροϊδέψεις, αλλά καταλήγεις να τις εντάσσεις και εσύ στο λεξιλόγιό σου και μετά να σε κατηγορεί για λογοκλοπή!
Αυτοί λοιπόν είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους θα ξεχώριζα τον τρόπο γραφής του ανάμεσα σε πολλούς άλλους, είτε επρόκειτο για τραγούδι, είτε για ποίημα, είτε για πεζό κείμενο. Όταν διάβασα το βιβλίο του μάλιστα, του είπα κάτι που του έκανε εντύπωση, ότι έπρεπε να μου το στείλει χωρίς όνομα και εγώ αυτόματα θα καταλάβαινα ότι είναι δικό του κι ας μην είχα ξαναδιαβάσει ποίημά του. Αυτό συμβαίνει γιατί κυριολεκτικά «γράφει» ποίηση και κατά τη διάρκεια της ομιλίας του. Πιστεύω και του έχω τονίσει πολλές φορές, ότι αν υπήρχε κάποιος τρόπος να καταγραφόταν αυτές οι εκτενείς τηλεφωνικές συζητήσεις μας, ακούγοντας ξανά αυτούς τους αυθόρμητους μονολόγους του, θα είχε γράψει αυτόματα άλλες δέκα τέτοιες ποιητικές συλλογές ή τραγούδια. Ελπίζω όμως ότι δεν έχουν χαθεί όλα, καθώς ορισμένες φορές, όταν κλείναμε το τηλέφωνο, μετά από λίγη ώρα μου ερχόταν μήνυμα «έγραψα τραγουδάρα».
Ακόμα λοιπόν δεν έχω πιστέψει ότι αυτός ο τύπος είναι φίλος μου, μάλιστα καμία φορά αναρωτιέμαι αν όντως υπάρχει αυτός ο χαρακτήρας ή μας δουλεύει όλους. Στην αρχή αυτό πίστευα. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι όντως έχει κάτι το ξεχωριστό όταν το κοινωνικό ψώνιο που γνώρισα, από τη μια μέρα στην άλλη κλεινόταν στον εαυτό του, περνούσε το τρίωρο στο μάθημα χωρίς να του πάρεις λέξη και η μοναδική του απάντηση ήταν «Μη μου δίνεις σημασία μωρέ, είμαι λίγο στον κόσμο μου αυτό τον καιρό, το χω ρίξει και στο γράψιμο». Μια μέρα μάλιστα, αδυνατώντας να παρακολουθήσει το μάθημα αρχαίων που είχαμε, διότι ταξίδευε το μυαλό του έξω από το αμφιθέατρο, με αφορμή ένα φυλλάδιο που είχα ξεχάσει να τυπώσω, μου έδωσε το δικό του και μου ανέθεσε να σημειώνω επάνω τις ασκήσεις αντί για εκείνον. Εκείνος διάβαζε κάτι που είχε γράψει σε ένα άλλο τετράδιο, ποιος ξέρει τι ήταν… ούτε η καθηγήτρια τόλμησε να του απευθύνει το λόγο και να τον ενοχλήσει για το υπόλοιπο του μαθήματος! Ίσως αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά του μου κέντρισε το ενδιαφέρον και με ανησύχησε και στάθηκε, έτσι, η αφορμή να έρθουμε πιο κοντά.
Μετά από λίγο καιρό, πραγματοποιήθηκε αυτός ο περιβόητος καφές μετά το μάθημα. Η υπόλοιπη παρέα καθόταν ήδη σε καφετέρια της παραλιακής του Ρεθύμνου και εμείς διασχίζαμε την Παλιά Πόλη για να τους συναντήσουμε. Τότε λοιπόν διερωτήθηκα για άλλη μια φορά ποιος είναι τελικά αυτός ο τύπος, καθώς έπιανα τα αδιάκριτα βλέμματα κοριτσιών να μας κοιτάζουν επίμονα. Κάποιες ψιθύριζαν μεταξύ τους, άλλες τον χαιρετούσαν. Σε ένα χαιρετισμό, ενώ ο ίδιος ανταπέδωσε με θέρμη, όταν η κοπέλα απομακρύνθηκε μου είπε ότι είναι πάρα πολύ όμορφη και με ρώτησε ποια ήταν, μήπως ήταν καμία φίλη μου και μας χαιρέτησε, γιατί εκείνου δεν του θύμιζε κάτι. Προφανώς εγώ ούτε που την ήξερα την κοπέλα, εξάλλου είχε χαιρετήσει κυρίως εκείνον και είχε αναφέρει και το όνομά του!
Κάπως έτσι λοιπόν, και δεδομένου του ότι δεν είχαμε πολλούς κοινούς γνωστούς, καθώς ήταν κάποια έτη μεγαλύτερός, μου δημιουργήθηκαν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το χαρακτήρα του και τη σχέση του με τις γυναίκες. Οι απορίες μου λύθηκαν σύντομα, όμως δυστυχώς- ή ευτυχώς- για εκείνον, το κακό είχε ήδη γίνει. Του βγήκε το όνομα μια για πάντα και τον πειράζω συχνά τόσο για τη μνήμη του, όσο και για τις θαυμάστριές του, κάτι που φυσικά απολαμβάνει χωρίς κανένα πρόβλημα!
Με αυτές τις ιστορίες, λοιπόν, ελπίζω να κατάφερα να συστήσω με το δικό μου αυθόρμητο τρόπο και μέσα από τα δικά μου μάτια, αυτόν τον ανερχόμενο στιχουργό και συγγραφέα σε όσους δεν τον γνωρίζετε καλά και να δώσω κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες σε όσους ήδη τον ξέρετε. Η παρουσίαση κινήθηκε κυρίως σε αυτό το πλαίσιο, αφού ήταν και η επιθυμία του ίδιου να τον γνωρίσετε καλύτερα. Έχοντας συνειδητοποιήσει πλέον ότι αυτός ο άνθρωπος διαθέτει πολύ ταλέντο, αλλά και αρκετή τρέλα, αυτοπεποίθηση και πείσμα να κάνει πραγματικότητα κάθε του όνειρο, διαπιστώνω από τη θέση που βρίσκομαι, ότι η συγκεκριμένη προσωπική και ιδιαίτερη τρέλα μόνο σε καλό μπορεί τελικά να τον οδηγήσει. Γι’ αυτό το λόγο, θέλω να του ζητήσω να συνεχίσει να γράφει, να μας αφηγείται ιστορίες, όπως λέει, με όποιον τρόπο κρίνει εκείνος κατάλληλο για την εκάστοτε περίσταση, μιας και μου έχει αποδείξει ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά με όλες τις μορφές του λόγου.


Μαρία Νικολακάκη – Φιλόλογος

Για παραγγελίες του βιβλίου, δείτε εδώ: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/kyriakos-stratoydakis-dakrygones-anamniseis/

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s