Το απολυτήριο – Μιχάλης Τζανάκης

ΔΙΗΓΗΜΑ

pexels-photo-4239035.jpeg

Ο Χρόνης βαρύθυμος πίνει αμήχανος τις πρώτες ρουφηξιές από τον καφέ του, ενώ τακτοποιεί τα έγγραφα που περιμένουν την διεκπεραίωσή τους από τον ίδιο. Σε λίγο θα κάνει την πρωινή αρχειοθέτηση και λίγο αργότερα θα του χρεωθούν όσα έγγραφα έχουν πάρει πρωτόκολλο. Ποιος θα του το ‘λεγε του Χρόνη ότι μετά τα σαράντα του θα έμπαινε στο Δημόσιο, αρκετά χρόνια μετά τις εξετάσεις που είχε πετύχει, κουβαλώντας για χρόνια τον τίτλο του «επιτυχόντα» αλλά όχι και του «διοριστέου», αφού προτεραιότητα είχαν τα κομματικά «βύσματα».

Είχε χιλιάδες ένσημα ο Χρόνης στον ιδιωτικό τομέα και του πήρε αρκετό χρόνο να μπει στη δημοσιοϋπαλληλική λογική, αλλά μετά την περίοδο προσαρμογής τα κατάφερε μια χαρά. Μάλλον ήταν ικανοποιημένος με την ανιαρή καθημερινότητά του, ακόμα και με την τερατώδη γραφειοκρατία που πολλές φορές αποδεικνυόταν στην λογική του εντελώς παράλογη και σαδιστική, αλλά τι να κάνει έπρεπε να την υπηρετεί πλέον. Τον κούραζε αφάνταστα η επαφή με το κοινό, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που εκνευριζόταν με την επιθετικότητα που αντιμετώπιζε από κάποιους οξύθυμους πολίτες που ήθελαν να εκτονώσουν το μένος τους στον πρώτο δημόσιο υπάλληλο θα βρισκόταν απέναντί τους, κάνοντας την «επανάστασή» τους.

Ο Χρόνης δεν μπορούσε να έρχεται σε σύγκρουση για πράγματα ανούσια και τις περισσότερες φορές προσπαθούσε με τη φαινομενική κατανόηση του «δίκιου» του πολίτη να κατευνάζει σταδιακά τα οξυμένα πνεύματα και να μην ακολουθεί τις εντάσεις που κάποιοι ήθελαν να δημιουργήσουν.

Με τους και τις συναδέλφους ήταν προσηνής, σχετικά συγκρατημένος και πάντα ισορροπιστής στις εντάσεις που ελλόχευαν διαρκώς. Ευτυχώς γι’ αυτόν στο τμήμα του όλα τα παιδιά ήταν εξαιρετικά και η καθημερινότητά του γινόταν ακόμα πιο εύκολη, αλλά και με τους προϊσταμένους του δεν υπήρχαν σημεία τριβής. Μάλλον ένας κλασικός χαρακτήρας δημοσίου υπαλλήλου, περιχαρακωμένος στο κακοπληρωμένο «καβούκι» του μετά τις τόσες περικοπές, αλλά με την ασφάλεια του μικροαστού που δεν έχει και πολλές φιλοδοξίες πλέον για την οικονομική, κοινωνική ή ταξική του αναρρίχηση.

Το μόνο που πάντα τον φόβιζε και τον προβλημάτιζε ήταν όταν τον τοποθετούσαν σε διάφορες επιτροπές ή σε κάποιον έλεγχο προσλήψεων. Δεν μπορούσε σε αυτές τις δύο περιπτώσεις να ακολουθεί τον «τυφλοσούρτη» των υπογραφών που έμπαιναν άκριτα χωρίς καμία μελέτη των εγγράφων, παρά το ότι οι αποφάσεις ήταν ειλημμένες από άλλους. Τελικά, αν και ήθελε να το αποφύγει έπρεπε να κάνει έναν τελευταίο έλεγχο στους φακέλους κάποιων προσληφθέντων καθαριστών και καθαριστριών, υπάλληλοι από αυτούς που χαρακτηρίζονται ως «βοηθητικό προσωπικό», ή όπως αλλιώς προσδιορίζονται «Υποχρεωτικής εκπαίδευσης». Είκοσι φακέλους προσλήψεων έπρεπε να ελέγξει για την εγκυρότητα των δικαιολογητικών τους. Ευτυχώς η διαδικασία δεν είχε «τίτλους» σπουδών, επομένως δεν θα καταγινόταν με γνησιότητες των τίτλων σπουδών ή των μεταπτυχιακών, ούτε έλεγχο για τη γνησιότητα των ξενόγλωσσων τίτλων ή των βεβαιώσεων επάρκειας για γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών, διαδικασίες που πάντα απαιτούσαν ενδελεχή έλεγχο και που πάντα ελλόχευαν τον κίνδυνο κάποιας πλαστογραφίας ή τέλος πάντων διαβλητής ενέργειας.

Είκοσι όλοι κι όλοι, στην συντριπτική πλειοψηφία τους γυναίκες – γιατί ο «καθαρισμός» αποτελούσε ανέκαθεν «προνομιακό» πεδίο τους – αλλά τη διαδικασία διευκόλυνε και το γεγονός ότι από τους είκοσι φακέλους οι περισσότεροι ή μάλλον οι περισσότερες που θα υπέγραφαν τη διετή σύμβαση εργάζονταν ήδη στην υπηρεσία μέσω κάποιου άλλου προγράμματος και μόνο τρία-τέσσερα ήταν τα νέα πρόσωπα που θα έπιαναν δουλειά σε λίγες ημέρες, επομένως δεν ήταν και τόσο «επικίνδυνο» έργο ο έλεγχος των δικαιολογητικών. Η προκήρυξη ήταν λίγο «φωτογραφική» ώστε να πριμοδοτηθεί η προϋπηρεσία στον συγκεκριμένο φορέα, έτσι ώστε ουσιαστικά να παραταθεί η εργασία του συγκεκριμένου προσωπικού, από το οποίο, όλο το προσωπικό από την διοίκηση μέχρι τον τελευταίο υπάλληλο, ήταν όλοι ευχαριστημένοι.

Κάθε φάκελος που είχε κατατεθεί περιελάμβανε τα βασικά δικαιολογητικά, ήτοι φωτοτυπίες ταυτότητας, βεβαιώσεις ΑΜΚΑ, ΑΦΜ, μόνιμης κατοικίας, προϋπηρεσίας και αριθμό ενσήμων τα τελευταία δύο χρόνια, αντίγραφο ποινικού μητρώου με την αναγραφή «μηδέν», πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και ως προσωπικό υποχρεωτικής εκπαίδευσης αντίγραφο του απολυτηρίου δημοτικού. Ο Χρόνης θεώρησε εύκολη και διαδικαστικού χαρακτήρα το έργο που έπρεπε να διεκπεραιώσει εκείνη την μέρα και μάλιστα το πρωί «πείραξε» τις δυο καθαρίστριες που μπήκαν στο γραφείο του για να τακτοποιήσουν τον χώρο.

-Δυστυχώς, κυρίες μου, βρήκαμε καλύτερες…

-Καλά, κύριε Χρόνη, εδώ θα μας έχετε άλλα δύο χρόνια να μας ταλαιπωρείτε και να σας ταλαιπωρούμε, απάντησε η κυρία Ελπίδα μια μεσόκοπη ευγενέστατη κυρία που εκείνη την ώρα άδειαζε το καλαθάκι με τα τσαλακωμένα χαρτιά στο γραφείο του Χρόνη.

-Καλά, για σας κάτι μπορεί να γίνει, κυρία Ελπίδα μου, αλλά η συνάδελφός σας από εδώ δεν έχει καμία ελπίδα, είπε ο Χρόνης δείχνοντας επιδεικτικά την κυρία Σοφία, την πιο μεγάλη ηλικιακά καθαρίστρια που ήταν πάντα ετοιμόλογη και με ιδιαίτερη αίσθηση χιούμορ οποιαδήποτε στιγμή.

-Αμ, κύριε Χρόνη μου, έκανα τα κουμάντα μου με τον υπουργό εγώ και θα με βλέπεις μέχρι τη σύνταξή μου εδώ, αν και σαν μεγαλύτερος σε ηλικία από εμένα μπορεί να μην είσαι εδώ.

Η σπόντα της προκάλεσε το γέλιο και των τριών, καθώς η Σοφία ήταν πάνω από μια δεκαετία μεγαλύτερή του και επομένως μάλλον δηκτικό το σχόλιο της. Τις τελευταίες ημέρες άλλωστε τόσο η κυρία Σοφία, όσο και η κυρία Ελπίδα ήταν ευδιάθετες εφόσον γνώριζαν ότι θα ανανέωναν τις συμβάσεις τους σε μια συγκυρία που οι οικογενειακές τους υποχρεώσεις ήταν τόσες πολλές που η χαρά τους ήταν διπλή με την επαναπρόσληψή τους.

Ο Χρόνης αρχίζει νωρίς τον έλεγχο των δικαιολογητικών και για πρώτη φορά αισθάνεται το συγκεκριμένο έργο εύκολο και καθαρά διαδικαστικό. Λίγα τα δικαιολογητικά σε κάθε φάκελο, η προϋπηρεσία ουσιαστικά απαιτούσε προσοχή για τους χρόνους που αναφέρονταν στα έγγραφα και με ένα «τικ» επικύρωνε την όλη διαδικασία. Είχαν μείνει δύο μόλις φάκελοι και ο Χρόνης σηκώθηκε να πάρει δυο βήματα να ξεμουδιάσει. Πάντα έλεγε: «δε λέω καλό το δημοσιοϋπαλληλίκι αλλά αυτό το καθισιό πολύ ανθυγιεινό. Σε σκοτώνει αργά-αργά και δεν το καταλαβαίνεις!» αντάλλαξε πειράγματα με δυο συναδέλφους του, πήγε τουαλέτα περισσότερο για να ξεμουδιάσει, πετάχτηκε στο κυλικείο να φάει ένα κουλουράκι Θεσσαλονίκης που το είχε συνδέσει άρρηκτα με τον δημοσιοϋπαλληλικό βίο του και επέστρεψε στο γραφείο του.

«Α, να και ο φάκελος της κυρίας Εύας!».

Ήταν η συμπάθειά του η εν λόγω κυρία. Αξιοπρεπέστατη παρουσία, σπούδαζε με τον κόπο της τον μονάκριβο γιο της, αφού ο σύζυγός της τους εγκατέλειψε αρκετά χρόνια για τα μάτια μιας «κυρίας» και έκτοτε αγνοείται η τύχη του. Η κυρία Εύα δεν σταμάτησε να δουλεύει πολλές φορές και σε δύο δουλειές προκειμένου να μην αισθανθεί ο Παναγιώτης την έλλειψη του πατέρα του σε ότι αφορούσε την ικανοποίηση των αναγκών που έχει κάθε παιδί στην παιδική και εφηβική ηλικία και στην προσπάθειά του να πάρει όσο πιο πολλά εφόδια μπορεί και θέλει για τα επόμενα χρόνια. Τριτοετής φοιτητής πια στο Πολυτεχνείο της Πάτρας ήξερε πως και τα επόμενα δύο χρόνια ο πενιχρός μισθός της μητέρας του θα τον βοηθούσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, να γλιτώσει τουλάχιστον από τα ανελαστικά έξοδα.

Ξεφυλλίζοντας τα έγγραφα του φακέλου της, είδε την φωτοτυπία της αστυνομικής ταυτότητάς της ο Χρόνης, σίγουρα είκοσι-τριάντα χρόνια νωρίτερα, τότε που η μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία δεν μπορούσε να κρύψει την ομορφιά της Εύας.

«Δεν την βοήθησε τελικά η ομορφιά της», σκέφτηκε ο Χρόνης, γνωρίζοντας πολύ καλά τις προσωπικές περιπέτειες της Εύας. Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, μάλιστα επισήμως μονογονεϊκή οικογένεια, προϋπηρεσία οκ, να και ο «τίτλος σπουδών». Απολυτήριο δημοτικού από το σχολείο του χωριού της, από τα λίγα στον νομό που λειτουργούν ακόμα.

«Μα, κάτι δεν πάει καλά», μονολογεί ο Χρόνης κοιτάζοντας ξανά και ξανά το απολυτήριο. Πώς γίνεται η κυρία Εύα να αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο σε ηλικία μόλις εννέα (!!!) ετών; Ελέγχει πάλι τα στοιχεία ταυτότητας και τα διασταυρώνει μήπως κάτι δεν κατάλαβε καλά ο ίδιος. «Γεννημένη το 1971, απολυτήριο το 1980;»

Με τρόπο διακριτικό βρίσκει το τηλέφωνο του δημοτικού σχολείου και επικοινωνεί με την διευθύντρια που έχει υπογράψει το αντίγραφο που έχει μπροστά του. Το επίθετο της διευθύντριας είναι το ίδιο με αυτό της Εύας, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί εξ ορισμού ύποπτο, αφού ένα χωριό μπορούσε να έχει τρία-τέσσερα επίθετα όλα κι όλα.

Η επικοινωνία με την διευθύντρια ήταν άμεση και η ίδια ζήτησε να συναντήσει τον Χρόνη.

«Θα βρίσκομαι στην υπηρεσία σε λιγότερο από σαράντα λεπτά. Μην πείτε τίποτα στην Εύα. Θα σας εξηγήσω».

Ξαφνικά ο Χρόνης φαίνεται ανήσυχος από την τροπή που παίρνει ο πιο εύκολος και ανώδυνος φαινομενικά έλεγχος δικαιολογητικών και μάλιστα στο πιο συμπαθές γι’ αυτόν πρόσωπο!

«Συγγνώμη, δεν ήταν πρόθεσή μου να σας βάλω στον κόπο να έρθετε, αλλά ήθελα απλά να διευκρινιστεί το λάθος, γιατί προφανώς για λάθος πρόκειται».

«Μπορούμε να μιλήσουμε ανοιχτά κύριε Πέτρου;»

Ο Χρόνης από την ερώτηση και μόνο άρχισε να ανησυχεί πολύ. «Τι στο διάβολο συμβαίνει και θα βρούμε κανέναν μπελά από την πρόσληψη μιας συμβασιούχου καθαρίστριας;», σκέφτεται.

«Παρακαλώ, πείτε μου».

«Την Εύα σίγουρα την γνωρίζετε από τις υπηρεσίες της εδώ και ίσως ξέρετε ότι μόνη της σπουδάζει ένα υπέροχο παιδί στο Πολυτεχνείο στην Πάτρα. Παλεύει ολομόναχη κοντά δύο δεκαετίες, αφού μόλις γεννήθηκε ο Παναγιώτης τους εγκατέλειψε και έπρεπε η Εύα να αναλάβει τα πάντα. Εννοείται ότι δεν έχει την παραμικρή βοήθεια. Δεν έχει καν γονείς, αφού έμεινε ορφανή από πατέρα στην παιδική της ηλικία και η μητέρα της πέθανε πριν μερικά χρόνια από βαριά άνοια και παράλυση. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν σπούδασε, δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που είχε».

«Αυτά που μου λέτε έχουν κάποια σχέση με το έγγραφο και το τυχόν λάθος που έχει γίνει;»

«Ναι, ασφαλώς και έχει! Γνωρίζετε ότι ως υποχρεωτική εκπαίδευση απαιτείται απολυτήριο Γυμνασίου για όσους γεννήθηκαν μετά το 1968. Για τους μεγαλύτερους υποχρεωτική εκπαίδευση ήταν η αποφοίτησή τους από το δημοτικό σχολείο. Η Εύα δεν τέλειωσε το Γυμνάσιο. Ένα χρόνο πριν εγκατέλειψε το σχολείο για τους λόγους που σας είπα παραπάνω. Επομένως αν είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο μετά το 1980 υποχρεωτική εκπαίδευση έπρεπε να θεωρηθεί το απολυτήριο γυμνασίου, ενώ αν ολοκλήρωνε το δημοτικό μέχρι το 1980 αρκούσε το απολυτήριο δημοτικού. Καταλαβαίνετε, πως αυτό το χαρτί που δηλώνει την αποφοίτησή της από το δημοτικό είναι το τυπικό προσόν της για να αμείβεται με αυτά τα λίγα χρήματα και να μπορεί να συντηρεί τον εαυτό της και τον Παναγιώτη».

«Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά το αντίγραφο που χορηγήσατε στην Εύα είναι πλαστό;» η ερώτηση παρά την έκπληξη του Χρόνη διατυπώνεται χαμηλόφωνα ώστε να μην αντιληφθούν όσοι μπαινόβγαιναν στο γραφείο τον διάλογο που διαμειβόταν.

«Ναι, προφανώς δεν πήρε το απολυτήριο δημοτικού σε ηλικία εννέα ετών, αλλά ελλείψει αρχείου στο σχολείου του χωριού από την περίοδο εκείνη ζήτησα μια υπεύθυνη δήλωση από την ίδια και βάσει αυτής της υπέγραψα το αντίγραφο, γνωρίζοντας ότι έτσι θα μπορούσε να επιβιώσει».

«Μα όλο αυτό φαίνεται παράνομο!»

«Εσείς ελέγχετε την γνησιότητα του εγγράφου που υπέγραψα εγώ. Τυπικά η υπηρεσία σας δεν έχει κάποιο κώλυμα. Έχετε στα χέρια σας αυτό που ζητάτε με ένα έγκυρο και γνήσιο έγγραφο. Τυπικά κι εγώ είμαι καλυμμένη, αφού όπως σας είπα ελλείψει αρχείου χορήγησα αντίγραφο –βάσει νόμου- με την υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας. Όπως καταλαβαίνετε αν διερευνηθεί το θέμα και η Εύα βρεθεί μπλεγμένη, ίσως μερική ευθύνη κι εγώ, αλλά εσείς δεν έχετε την παραμικρή εμπλοκή. Αν πάλι θέλετε να ανακινήσετε θέμα, δικαίωμά σας».

Εκείνη την ώρα, η Εύα περνούσε με την σφουγγαρίστρα για να περάσει ένα χέρι το δάπεδο και έκπληκτη είδε την χωριανή της στο γραφείο του Χρόνη, χωρίς να υποψιαστεί το αντικείμενο συζήτησής τους. Μίλησαν αποκλειστικά για την πρόοδο του Παναγιώτη και τον επικείμενο ερχομό του για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές.

«Κάνετε ό,τι καταλαβαίνετε…» ήταν τα τελευταία λόγια της διευθύντριας του σχολείου που είχε υπογράψει ένα αντίγραφο απολυτηρίου με σκοπιμότητα την πρόσληψη της Εύας.

Ο Χρόνης ταράχτηκε πολύ και πνιγμένος στις δικές του σκέψεις σημείωσε δίπλα στο αντίγραφο του «πλαστού» απολυτηρίου ένα «οκ». Την ίδια ώρα η Εύα μπήκε στο γραφείο και είπε στον Χρόνη: «Κύριε Χρόνη, να σας σηκώσω λίγο να καθαρίσω κάτω από το γραφείο σας;»

Μιχάλης Τζανάκης


ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΔΑΚΡΥ – ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ

Μια σταγόνα δάκρυ – Μιχάλης Τζανάκης

Δεκαοχτώ αυτοτελείς ιστορίες, δεκαοχτώ μικρά επεισόδια της διαδρομής ανθρώπων που στο τέλος της ιστορίας τους άφησαν «μια σταγόνα δάκρυ», ως απόσταγμα της βιωμένης εμπειρίας τους. Άνθρωποι φτιαγμένοι με τα ίδια υλικά που είμαστε φτιαγμένοι όλοι μας. Πρόσωπα υπαρκτά ή φανταστικά που είδαν, άκουσαν,  γεύτηκαν τη ζωή και βίωσαν κάποιες ιδιαίτερα «ευαίσθητες» για τους ίδιους στιγμές∙ κάτι σαν αυτό που αποκαλείται από όλους μας «αλατοπίπερο της ζωής».

Διαβάστε περισσότερα: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/michalis-tzanakis-mia-stagona-dakry/

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s