«Είναι ένας από τους συγκλονιστικότερους χώρους της ανθρώπινης θηριωδίας. Ακόμη και σήμερα τα δεσμωτήρια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τον χρόνο. Οι τοίχοι μοιάζουν να εκπέμπουν ακόμη και τώρα την τελευταία πνοή των σκλάβων, που ήταν στοιβαγμένοι 1.500 άτομα, κάθε φορά, σε τέσσερις ειρκτές. Όσοι δυσανασχετούσαν πέθαιναν από ασφυξία μέσα σε έναν ιδιαίτερο χώρο και οι υπόλοιποι, όσοι κατόρθωναν να επιζήσουν, μεταφέρονταν στα καράβια, μέσα από μια υπόγεια σήραγγα 50 μέτρων, που κατέληγε στην έξοδο του κάστρου μπροστά στη θάλασσα. Στην ίδια έξοδο με τους άντρες έφθαναν και οι γυναίκες από άλλο δωμάτιο. Οι γυναίκες ανταλλάσσονταν με λιγότερα προϊόντα σε σχέση με τους άντρες. Τα προϊόντα ήταν υφάσματα, μαντίλια, κοχύλια, πίπες Ολλανδίας, όπλα, σιδερένιες βέργες, οινόπνευμα κλπ. Ένας άντρας ισοδυναμούσε να δεκαέξι μαντίλια, ενώ μια γυναίκα με δέκα… Τα παιδάκια με πολύ λιγότερα. Η κάθε γυναίκα δεν ήξερε αν είχαν επιζήσει ο άντρας της, τα παιδιά της και πού θα μεταφερόταν ο καθένας χωριστά. Σήμερα η είσοδος της σήραγγας είναι κλειστή με έναν τοίχο που έκτισαν οι Άγγλοι. Ένα καντηλάκι καίει, μέρα νύχτα, μπροστά στον τοίχο».
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΝΟΥ εφημ «το Βήμα» 24-11-2008
ΣΚΛΑΒΟΠΑΖΑΡΟ…
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ
«Να είστε προετοιμασμένοι για όσα δείτε».
«Πρώτη φορά το έμαθα, όταν ο Μπάρακ Ομπάμα μετά την εκλογή του ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών είχε επισκεφτεί το χώρο για να αποτίσει φόρο τιμής στους προγόνους του που ξεκίνησαν ακριβώς από εκεί το μεγάλο ταξίδι προς τον Νέο Κόσμο».
«Λειτούργησε πάνω από δύο αιώνες και πρέπει να πέρασαν από τα μπουντρούμια του στον ωκεανό για το μεγάλο ταξίδι, πάνω από δυόμισι εκατομμύρια, ίσως και τρία σκλάβοι».
«Άλλο ένα σπουδαίο μνημείο του αμαρτωλού μεν, «πολιτισμένου» δε κόσμου».
«Αν ψάχνεις για τέτοια θα βρεις πάρα πολλά στην Αφρική να είστε σίγουροι, ειδικά εδώ στην Χρυσή Ακτή της δυτικής Αφρικής».
Αυτή η μέρα ήταν αφιερωμένη σε δύο επισκέψεις, αλλά αποφασίσαμε να πάμε μόνο σε ένα μέρος, αφού σκεφτήκαμε πως δε θα είχαμε αντοχές για κάτι άλλο∙ κυρίως ψυχικές, αλλά πιθανόν και σωματικές αντοχές. Η απόσταση που θα διανύσουμε δεν προκαταλαμβάνει και τον συνολικό χρόνο της διαδρομής, αφού για να βγεις από την πρωτεύουσα της Γκάνας τα τρία-τέσσερα αστικά χιλιόμετρα μπορεί να σε ταλαιπωρήσουν δυο ή τρεις ώρες επομένως το πρώτο εφόδιο για το ξεκίνημα είναι η υπομονή. Αφού περάσουμε αυτόν τον σκόπελο έχουμε καιρό να δούμε και τα υπόλοιπα.
Η Δυτική Αφρική δεν έχει σχέση με την Ανατολική πλευρά της ηπείρου. Είναι καταπράσινη με πολλά «δάση της βροχής» που κυριολεκτικά η θέα και μόνο αυτών των δέντρων που φτάνουν σε ύψος τα ογδόντα, τα εκατό, πολλές φορές και τα εκατόν είκοσι μέτρα, σου κόβουν κυριολεκτικά την ανάσα και προκαλούν σε οποιονδήποτε τα κοιτάζει δικαιολογημένα το απόλυτο δέος. Οι εναλλαγές του καιρού με τις ξαφνικές τροπικές καταιγίδες που ο ουρανός δεν βρέχει, αλλά τρέχει κυριολεκτικά νερό δεν σου επιτρέπουν και πολλούς προγραμματισμούς για το πώς θα κινηθείς στην καθημερινότητά σου. Γενικά σ’ εκείνα τα μέρη πρέπει να αποφεύγεις κάθε μορφής εστίαση στο χρόνο, καθώς είναι απολύτως βέβαιο, ότι θα παραβιάσεις τα πάντα.
Κάνοντας συντήρηση δυνάμεων –ψυχικών πάντα- κι έχοντας ως βασικό αξιοθέατο την οργιώδη βλάστηση που είναι καθηλωτική πλέον στα μάτια μας, καθώς απομακρυνόμαστε από το αστικό τοπίο αλλά ευτυχώς χωρίς τόσο βίαια καιρικά διαλείμματα καταιγίδων σιγά-σιγά προσεγγίζουμε τον κόλπο της Γουινέας με τα γκριζοκαφετιά νερά του να μη θυμίζουν τίποτα από τη μαγεία της Μεσογείου που έχουμε στο μυαλό μας. Ο Σάμουελ που θα είναι δίπλα μας αρχίζει σιγά-σιγά να μας προετοιμάζει για το χώρο που σε λίγο θα επισκεφτούμε και που ελάχιστοι λευκοί έχουν την ευκαιρία να το κάνουν όπως την έχουμε εμείς.
Για τους Αφρικανούς όλης της ηπείρου εκείνος ο τόπος είναι τόπος κανονικού προσκυνήματος, καθώς οι απόγονοι αυτών των τριών περίπου εκατομμυρίων που πέρασαν από αυτόν τον χώρο, θεωρούν χρέος ζωής να έρθουν και να περπατήσουν στο χώρο που για άλλους άρχισε η μεγάλη περιπέτεια και για άλλους ήταν το τελευταίο μέρος που είχαν την ευκαιρία να δουν τη ζωή, καθώς σε κάποιον από τους υπόγειους σκοτεινούς θαλάμους του κτιρίου τους περίμενε ο πιο φρικτός θάνατος.
Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο προσπαθούμε με κινήσεις να αισθανθούμε τα πόδια μας σε καλή κατάσταση, αφού από τις τέσσερις ή πέντε ώρες του ταξιδιού ή ίσως και λόγω του άγχους μας μάλλον δεν κυκλοφορούσε το αίμα σε σωστή ποσότητα και νιώθουμε το μούδιασμα έντονο στα κάτω άκρα. Κάνουμε πως δεν υπάρχει δίπλα μας το λευκό φρούριο που σε λίγο θα περάσουμε την πύλη. Προσποιούμαστε πως εντάξει, θα είναι μια επίσκεψη όπως τόσες άλλες σε τουριστικούς προορισμούς, ενώ ξέρουμε πως όσα θα δούμε και θα νιώσουμε θα είναι σίγουρα πρωτόγνωρα. Είναι η τελευταία ίσως άμυνά μας, αλλά για πόσο ακόμα άραγε;
Μπροστά μας είναι ένα -και το πιο μεγάλο- από τα σαράντα περίπου οχυρά που χτίστηκαν από τον 17ο αιώνα κατά μήκος της Χρυσής Ακτής στον κόλπο της Γουινέας από τα οποία ξεκινούσε το δουλεμπόριο, αλλά προηγουμένως και η ιδιαίτερα δύσκολη και φρικτή διαδικασία της επιλογής των υποψήφιων σκλάβων που θα ταξίδευαν στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού.
Άγγλοι, Σουηδοί, Ολλανδοί, Δανοί, Γάλλοι και Γερμανοί πέρασαν ως «διαχειριστές» και «οικοδεσπότες» αυτού του πεταλοειδούς φρουρίου, καθώς το καλό εμπόριο πάντα χαρακτηρίζεται από την «ευελιξία» των εμπόρων.
Ο Σάμουελ αναλαμβάνει τα διαδικαστικά στην είσοδο του χώρου, έχοντας μια μικρή στιχομυθία με τους υπαλλήλους που έλεγχαν την κεντρική πύλη του φρουρίου. Δείχνουν να ξαφνιάζονται από την παρουσία τριών λευκών σ’ ένα τόσο δυσπρόσιτο σημείο, ενώ ήδη ομάδες μικρών παιδιών παίρνουν οδηγίες από τους δασκάλους και τους συνοδούς τους προφανώς για να παραταχθούν με τάξη κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους.
Τα πρώτα βήματα μας φέρνουν στην ημικυκλική αυλή με θέα τον Ατλαντικό ωκεανό. Κανόνια παραταγμένα με τάξη στις πολεμίστρες του φρουρίου σκοπεύουν άσκοπα πλέον τον ανοιχτό ωκεανό, αλλά κάποια θαλασσοπούλια ατρόμητα χρησιμοποιούν τα πολυκαιρισμένα κανόνια, ως βολικά σημεία για την βιολογική ανακούφισή τους, ξεχνώντας ή μάλλον αδιαφορώντας εντελώς για την κύρια χρήση τους. Η θαλασσινή αύρα μας τονώνει από την κάψα και την κούραση από το πολύωρο οδικό ταξίδι και η περιήγηση στους χώρους του φρουρίου αρχίζει από τους ορόφους, όπου τότε ήταν οι θάλαμοι που διέμενε ο αποικιοκρατικός στρατός και οι «μεσίτες» των δουλεμπόρων και σήμερα εκτίθενται διάφορα αντικείμενα των σκλάβων ή των φρουρών. Όλα αυτά μπορούν να ιδωθούν έστω με κάποια ψυχραιμία, αλλά στη θέα των αλυσίδων με τις σιδερένιες μπάλες, τα χοντρά σχοινιά που χρησιμοποιούσαν οι φύλακες και τα μεταλλικά κολάρα όλοι μας αρχίζουμε να βρίζουμε στη γλώσσα μας. Οι στενές βάρκες, κάτι σαν τις πλάβες που μετέφεραν μεσοπέλαγα τους σκλάβους στα πλοία που θα διένυαν τον ωκεανό και οι σφραγίδες των εγγράφων που ενέκριναν ή απέρριπταν την αγοραπωλησία είναι ακόμα πιο ανυπόφορα.
Πλησιάζει η ώρα που θα κινηθούμε στο δυσκολότερο σημείο. Μας προειδοποιούν ότι το μέρος είναι σκοτεινό με ελάχιστο φωτισμό και κατ’ εξαίρεση θα κάνουμε την διαδρομή που έκαναν όλοι εκείνοι οι δυστυχισμένοι άνθρωποι που ήθελαν από την κατάσταση του βέβαιου θανάτου να βρεθούν σε κατάσταση ενός πολύ πιθανού θανάτου. Θα βρεθούμε στους σκοτεινούς θαλάμους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας εκεί που άρχιζε η «διαλογή», εκεί που χωρίζονταν σε υγιείς προς πώληση και ασθενείς προς εξόντωση, ενώ θα περπατήσουμε μέχρι την αμμουδιά, εκεί που ξεκινούσαν οι στενόμακρες βάρκες για να μεταφέρουν το ανθρώπινο εμπόρευμα ανοιχτά στο πέλαγος και ν’ αρχίσει η αναρρίχηση στο μεγάλο σκαρί που θα ταξιδέψει στο Νέο Κόσμο.
Όπως μας πληροφορούν θα ανοίξει -για εμάς μόνο-, ως «προνομιακούς» επισκέπτες φαίνεται, και η τελευταία πύλη του φρουρίου που βρίσκεται πάνω στο κύμα της θάλασσας κυριολεκτικά, εκεί που μόνιμα ανάβει ένα καντηλάκι, μια και μόνο φλόγα για να θυμίζει εκείνη την ντροπή τριών περίπου αιώνων.
Από την αυλή του φρουρίου, εκεί που πριν λίγο γέμιζαν τα πνευμόνια μας φρέσκο νοτισμένο αέρα από τον ωκεανό, βρισκόμαστε σ’ ένα στενό κατηφορικό διάδρομο περπατώντας σε ανώμαλο έδαφος από σκούρο χώμα και αμέσως αντιλαμβανόμαστε την έλλειψη οξυγόνου και την δύσοσμη υγρασία να μας προκαλεί έντονη δυσφορία.
«Ανυπόφορο, δεν μπορώ, ρε φίλε», διαμαρτύρεται ο Χρήστος αφήνοντας ένα υπονοούμενο ότι ίσως προτιμά να μην μας ακολουθήσει.
«Νομίζω ότι ήρθαμε γι’ αυτόν τον λόγο όμως, Χρήστο. Νομίζω θα ήταν προσβλητικό για τους ανθρώπους που μας έφεραν μέχρι εδώ να παριστάνουμε τους τόσο ευαίσθητους. Θα το συζητήσουμε αργότερα».
Έχουμε προχωρήσει αρκετά μέτρα. Αχνός τεχνητός φωτισμός σε μια αίθουσα σαράντα-πενήντα τετραγωνικών με ένα αυλάκι στη μέση με κλίση προς ένα άλλο μεγαλύτερο που διατρέχει τον στενό διάδρομο που ένωνε τις τέσσερις αίθουσες.
Πριν καν προλάβουμε να ρωτήσουμε ο συνοδός μας εξηγεί πως αυτό το αυλάκι οδηγούσε περιττώματα και ούρα στον κεντρικό ανοιχτό αγωγό! Αδιανόητο οι στοιβαγμένοι σ’ αυτόν τον υπόγειο χώρο άνθρωποι να είναι αναγκασμένοι να εξυπηρετούνται και να εισπνέουν όλη αυτή την μπόχα που μάλλον φαίνεται να μην έχει περάσει ακόμα.
«Φίλοι μου, όλοι εδώ λένε πως η μυρωδιά του θανάτου ανακατεμένη μ’ αυτήν των περιττωμάτων θα μείνει για πολλούς ακόμα αιώνες. Όχι μόνο εξαιτίας της έλλειψης οξυγόνου, αλλά κυρίως για να μην υπάρξει λήθη».
«Σάμουελ, είναι φρικτό…».
«Ακολουθήστε με προσεκτικά, στην επόμενη αίθουσα που θα δούμε κείτονταν οι ελονοσιακοί και οι εξαντλημένοι από τον κίτρινο πυρετό και τη δυσεντερία…»
Ακόμα πιο πυκνό το σκοτάδι που το σπάνε δυο καντηλάκια και ξαφνικά βρισκόμαστε στο χειρότερο σημείο. Εκεί που άφηναν τους ετοιμοθάνατους και ο χώρος άδειαζε όταν πέθαινε κι ο τελευταίος!
«Σάμουελ, δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό…»
«Κι όμως…»
«Όχι, δεν μπορεί να ήταν τόσο τέρατα…»
«Κι όμως», επιμένει ο Σάμουελ, βλέποντάς μας ωχρούς μέσα στο μισοσκόταδο να αγριεύουμε περισσότερο.
Εδώ πραγματικά είναι έωλη η κόλαση σε κάθε εκδοχή της. Έχουμε μεταφερθεί στον κάτω κόσμο περπατώντας μερικά μέτρα σε ένα στενό διάδρομο. Δεν έχουμε κουράγιο να αρθρώσουμε την παραμικρή κουβέντα. Ακούμε και προσέχουμε μόνο τον Σάμουελ που μας μιλάει αργά και κάνοντας κάποιες αργές χειρονομίες.
«Ακριβώς πάνω από το σημείο που βρισκόμαστε, ξέρετε είναι χτισμένος ένας μικρός ναός στον οποίο προσεύχονταν κάθε Κυριακή οι ευρωπαίοι στρατιώτες του φρουρίου…».
Κοιταζόμαστε με το Χρήστο, καταλαβαίνοντας ότι η αναφορά αυτή ήταν μια ακόμα «μαχαιριά» για εμάς από τον ξεναγό μας. Διατυπώθηκε με ψυχραιμία, χωρίς κάποια διαφοροποίηση στη χροιά της φωνής του με έκδηλο όμως το βλέμμα ότι καταλάβαμε το μέγεθος του πλήγματος που μας έβαλε ο ίδιος.
Σιωπούμε και οι τρεις ενώ ένας υπάλληλος του φρουρίου που μετά βίας είδαμε στο βάθος του διαδρόμου κάτι λέει στον Σάμουελ στη γλώσσα τους.
Φτάνουμε πια στο σημείο που στέκει ένας πελώριος τοίχος και μια θεόρατη πύλη που κανέναν φυσιολογικό άνθρωπο δε θα του κέντριζε το ενδιαφέρον να επιχειρήσει να την ανοίξει. Ο φύλακας που μας ακολούθησε βγάζοντας κάποιες ασφάλειες μεταλλικές και ειδοποιώντας κάποιους συναδέλφους του που βρίσκονταν στην εξωτερική πλευρά της πύλης μας κάνει νόημα να προχωρήσουμε.
Μπροστά μας ξεχύνεται η θέα των κυμάτων που χτυπούν βίαια τα βράχια ενώ αριστερά μας το ανάγλυφο της ακτής φαίνεται ότι μπορεί να τσακίσει κάθε είδους ανθρώπινη κατασκευή. Δεξιά μας το σκηνικό είναι ολότελα διαφορετικό και απολύτως εκπληκτικό.
Όλα τα χρώματα που μπορεί να φανταστεί ένας άνθρωπος έχουν βάψει τα ξύλινα σκαριά από τις ψαρόβαρκες που κείτονται νωχελικά στην άσπρη άμμο. Σε κάθε σκαρί ανεμίζουν σημαιούλες σε πολύ έντονα χρώματα, ενώ στην αμμουδιά δεκάδες νεαροί παίζουν ποδόσφαιρο προσπαθώντας να νικήσουν αντιπάλους και τον αφρό απ’ το κύμα που τους κάνει συνεχόμενα τάκλιν στις προσπάθειές τους. Τα σώματά τους γυαλίζουν από την αλμύρα και τον ιδρώτα που ανακατεύονται, ενώ την ίδια στιγμή δεκάδες ψαράδες ράβουν τα δίχτυα τους τραγουδώντας καθένας άλλον σκοπό αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία μας στα δικά τους λημέρια.
Ένα απόκοσμο σκηνικό που φαίνεται εκείνη την ώρα να μας συνεπαίρνει με την ομορφιά του για να «ξεχάσουμε» όσα είδαμε πριν λίγο στα σκοτεινά μπουντρούμια του φρουρίου. Ξαφνικά κι ενώ ο ήλιος έχει προχωρήσει αρκετά βλέπουμε ψηλά μια αλλόκοτη παράταξη νεφών, άλλα μολυβένια, άλλα ροδοκόκκινα κι άλλα πάλλευκα λες και προσπαθούν να αποκτήσουν προβάδισμα στον εναέριο αγώνα δρόμου που έχουν επιδοθεί. Και πίσω απ’ όλα αυτά, ένας δίσκος πύρινος που σπρώχνει κι αυτός με τη σειρά του για να τον θαυμάσουμε όσο και όπως μπορούμε.
«Χρήστο, να ξαποστάσουμε λίγο».
«Κουράστηκες ε; τελικά είχες δίκιο. Έπρεπε να κατέβω κάτω. Να γνωρίσω τον κόσμο».
«Φαντάσου! Γνωρίσαμε τον κόσμο σε κάποια κατασκότεινα μπουντρούμια που μυρίζουν θάνατο».
«Δες πόσο κοντά είναι η ζωή με το θάνατο», λέω με νόημα κάνοντας μια κίνηση με το κεφάλι προς την παραλία που οι νεαροί προσπαθούν να βάλουν γκολ και προς τους ψαράδες που απτόητοι συνεχίζουν το τραγούδι τους».