Από το συλλογικό έργο που προέκυψε στο Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας των Εκδόσεων Ραδάμανθυς, με τίτλο: ΓΥΝΑΙΚΑ – 17 Κείμενα με προορισμό το θέατρο και αφετηρία τη Μουσική
«ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ»
ΑΝΝΑ ΧΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Με αφορμή το τραγούδι «Για την Ελένη», από τον ομώνυμο δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι, στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης, με την Μαρία Δημητριάδη, Σείριος, 1985.
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιος πήρε την Ελένη
μα εκείνη μόνη στο σχολειό
τον Πάρη περιμένει
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιον αγαπά η Ελένη
είναι στη Σπάρτη, στα νησιά
στην Τροία παντρεμένη
Με ρωτούν για την Ελένη, αχ Ελένη
που ‘ναι εικόνα δακρυσμένη, αχ Ελένη
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω
και την πίκρα μου κεντώ
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θα βρεθεί η Ελένη
σαν ζωγραφιά στην εκκλησιά
ή σαν κερί αναμμένη
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θάψαν την Ελένη
μπορεί στο Άργος στους αγρούς
μπορεί στην οικουμένη
Με ρωτούν για την Ελένη, αχ Ελένη
που ‘ναι εικόνα δακρυσμένη, αχ Ελένη
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω
και την πίκρα μου κεντώ
Ελένη: Συμπαραμαρτυρούντες,
συ-μπα-ρα-μα-ρτυ-ρού-ντες
Σύσσωμοι, όμοιοι, σαν το σουσάμι
Σαρδόνιοι Σωτήρες
Παστελάτοι Άρχοντες
Με σπαθιά και με βόλια
Την Τροία να πάρουνε
Πήγανε.
Ο Πάρης!
Έλα πάρε με!
Μια εξαίσια πάμφωτη ελαφράδα με κυρίεψε.
Τη ζωή να υμνήσω,
Στην ποδιά μου παιδιά
Να γεννήσω ξανά και ξανά τη χαρά.
Αχ! Τα συντρίμμια μετρώ ένα-ένα
Μαύρες μπόλιες κι άνθρωποι συντρίμμια.
Η Ελένη εγώ. Ποιος θα με πάρει.
Διαμέλισαν σαν σκύλοι τη μικρή μου καρδιά.
Στην Προκρούστεια κλίνη
Δεν μπορώ
Ποιο το λάθος να πω.
Τόση οδύνη!
ΧΟΡΟΣ : Ελένη…..πού είσαι Ελένη; Πού Είναι η Ελένη; Λενίσα, νίνα, Ελίσα, Ελισώ, Ελισσούλα, Λενισσούλα, Μελισσούλα, Λιλίκα, Λέλιλι, Λιλίνα, Λίνα Λενίσσα μου, Ελένηηηηηη…
Λέκτωρ, αλέκτωρ,
Πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις…
ΕΛΕΝΗ: Ο Πάρης! τα μάτια του γελούσαν. Λιμπίζονταν τα πάντα. Το βλέμμα του σταματούσε εκεί που όλοι προσπερνούσαν, το βλέμμα του μας έδειχνε ξανά και ξανά τον κόσμο απ’ την αρχή, ο κόσμος γεννιόταν μες το βλέμμα του. Το ρουμπινί των σταφυλιών, τα νερά μιας πολύτιμης πέτρας, το λίμνασμα του βούρκου, η μελαγχολία μιας μελωδίας, μια μισοφτιαγμένη φωλιά πουλιών, οι τριγμοί του δάσους, η απεραντοσύνη των χωραφιών το άπλετο φως, οι ανοιχτωσιές, μα περισσότερο απ’ όλα το παιχνίδισμά του με τους ανθρώπους. Έφερνε μια διάχυτη ευθυμία, έπαιζε. Ξυπνούσε μέσα μου τη δική μου δίψα να χαρώ, να αστειευτώ, να πετάξω. Συντονιζόμασταν σαν εκείνος να ήταν τροβαδούρος μιας άρπας κι η δική μου καρδιά οι χορδές της.
Έτρεχα να τον βρω… κι ακόμα και τώρα θυμάμαι τις στιγμές που ζήσαμε, τις ξαφνικές εμφανίσεις του στο μπαλκόνι μου, πηδώντας από στέγη σε στέγη, τους στριφογυριστούς χορούς μας που ξεκίναγαν χωρίς μουσική, έτσι όπως μπορείς να χτυπήσεις τα δάχτυλά σου, χωρίς αιτία. Οι στιγμές μαζί του ήταν ένα Avanti η ανεμελιά του έκανε τα πράγματα να συμβαίνουν, όπως όταν ανοίγεις τη χούφτα σου και πετάς κομφετί σε μια γιορτή κι αυτό στριφογυρίζει χαρωπά στον αέρα, σαν ένα μικρό θαύμα γεμάτο χρώματα κι εμείς το βλέπαμε με τα μάτια ενός παιδιού, ένα χρωματιστό στροβίλισμα μας τύλιγε.
Ο Πάρης δεν ήταν ένα απλό παιδί. Ένα βράδυ κάτω από το φως μιας εστίας, μου διηγήθηκε πως όταν ήταν παιδί κατέφευγε σε κείνους τους δικούς του μαγικούς κόσμους για να δει τον κόσμο απ’ την αρχή.
Ο Έκτορας θριάμβευε. Ο πρωτότοκος διάδοχος. Όλοι περιμέναν απ’ αυτόν, έβλεπαν σ’ αυτόν τον συνεχιστή της δόξας της Τροίας. Έπαιρνε τα πρωτεία στο λιθάρι, στην ξιφασκία στον καλπασμό των αλόγων. Ο Πρίαμος και η Εκάβη ήταν απασχολημένοι με τα της διοίκησης, το βασίλειό τους, τ’ άλλα τους παιδιά. Κι ο Πάρης, το στερνοπαίδι, έμενε στις σκιές του φεγγαριού.
Μια μέρα, μου διηγήθηκε, ανέβηκε σε μία μεγάλη φλαμουριά στην αυλή τους, και με τη σαπουνάδα απ’ τη μπουγάδα χιονοσκέπασε όλη την αυλή. Έφτιαχνε στις ατέλειωτες ώρες του παιχνίδια απ’ το τίποτα, μα μέσα του ζητούσε μια θέση σ’ αυτό το πολύβουο μελίσσι των πολεμικών ασκήσεων, απ’ την ανάποδη. Λαχταρώντας τον κόσμο σαν γλειφιτζούρι.
Είχε νιώσει τον πόνο να μη χωράει, τα πυρόξανθα μαλλιά του ήταν τόσο διαφορετικά απ’ τη μελαμψή γοητεία εκείνων των αντρών, απ’ τη στιβαρή τους μάχιμη παρουσία.
Ο Πάρης ήταν ο καλλιτέχνης της πεταλούδας! Ο ποιητής της λιβελούλας! Τα μάτια του άστραφταν από την επιθυμία του να υπάρξει, να σφραγίσει την παρουσία του στον κόσμο, να ζήσει ανασαίνοντας μ’ όλους τους πόρους.
Έτρεχα να τον βρω, μια λεπτή αόρατη κλωστή με τραβούσε κοντά του. Ήμουνα εγώ η οικοδέσποινα, ο Μενέλαος είχε αναθέσει σε μένα την υποδοχή του. Χάρη στο Μενέλαο μπόρεσα να ερωτευτώ τον Πάρη. Ο Μενέλαος ήταν για μένα σαν ένα τεράστιο μαλακό μαξιλάρι. Μπορούσα να βουλιάξω μέσα του, με τύλιγε με τη φροντίδα και την αγρυπνία του. Ο Μενέλαος έμοιαζε υπεράνω όλων, πολύ περισσότερο εμού. Ακολουθούσε τη ζωή όπως το ίσο σε μια χορωδία. Δεν την ακολουθούσε, τη χάραζε αυτός. Ήταν τόσο αυτάρκης, τόσο γενναιόδωρος, έτοιμος να υπηρετήσει τη ζωή με την ευφυΐα του, που αναρωτιόμουν αν με χρειαζόταν καθόλου.
Αγαπούσα το Μενέλαο. Ένοιωθα ότι με περιελάμβανε στη ζωή του μ’ έναν τρόπο ελεύθερο και ανεξάρτητο. Ένοιωθα σαν ένα κομμάτι του. Του ανήκα μ’ έναν τρόπο αδιαμφισβήτητο ως τότε.
Επειδή αγάπησα το Μενέλαο μπόρεσα να ερωτευτώ τον Πάρη. Μέσα στη ζεστασιά της δικιάς του φωλιάς μπόρεσα να ανοίξω τα φτερά μου. Ο Μενέλαος το ήξερε, έμοιαζε να ξέρει τα πάντα εκ των προτέρων, σαν να μπορούσε να τα διαισθανθεί περισσότερο. Ήμουνα πάντα δικιά του μέχρι που δεν ήμουνα πια. Ο πόλεμος δεν θα γινόταν αν δεν υπήρχε ο Αγαμέμνωνας. Εκείνος έβαλε φυτίλια, μπλέχτηκε σε υποθέσεις της καρδιάς που δεν ήταν δικές του. Σαν σκύλος αλύχτησε, μπουρλότιασε τις καρδιές για την τιμή, για το όνειδος. Ξεσήκωσε μίσος μεγάλο. Δεν ήθελαν οι θεοί αυτόν τον πόλεμο. Οι άνεμοι δεν έπνεαν, τα καράβια δεν κουνούσαν. Αν με ρωτούσε κανείς αν θα έκανα ξανά το ίδιο, αν θα έφευγα με τον Πάρη…
ΧΟΡΟΣ: Ελένη! Πού είσαι Ελένη; Λενίσσα, Λενισσούλα, μελισσούλα…
ΕΛΕΝΗ: Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που ποτέ δεν είχες, δεν μπορείς να βρεις κάτι που ποτέ δεν έχασες. Δεν μπορείς να φανταστείς δρόμους άλλους απ’ αυτούς που πήρες. Κι αν τώρα είσαι εσύ, τότε θα ήσουν ένας άλλος. Ναι, σε μια δεύτερη ζωή, θα μπορούσα να είμαι μια άλλη και άλλη… μια χιλιοστή… Αλλά, αν έχεις μόνο μία ζωή;
Η λύπηση είναι πιο δυνατή απ’ τον έρωτα! Η λύπηση και ο έρωτας μαζί είναι πιο δυνατά απ’ το καθένα μόνο του. Λυπήθηκα τον Πάρη που είχα ερωτευτεί. Θέλησα να τον σώσω απ’ την καταφρόνια που τον έφτανε στην τρέλα. Αν στεκόμουν δίπλα του, θα έδινα ζωή σ’ αυτούς τους σπόρους, που εγώ έβλεπα, και θα τινάζονταν λουλούδια. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν μόνο ένα τρελόπαιδο, εγώ έβλεπα ένα πληγωμένο παιδί που κινδύνευε χωρίς εμένα. Τι αλαζονεία…Τι αποστολή… Η αποστολή δίνει στον έρωτα μια δύναμη ανυπέρβλητη. Συστήνει τον έρωτα, τον διατάσσει, του δίνει δομή και ρίζες.
Σε ρυάκια τον βάζει, σε χειμάρρους να χαράξουν την άγονη γη. Η αποστολή κάνει τον έρωτα μια διάπυρη φωτιά κι αυτός είναι ο μόνος έρωτας που εγώ γνώρισα… Πήρα το ρίσκο. Δε γελιέμαι πια. Καθώς έσωνα τον Πάρη σωζόμουνα εγώ η ίδια! Σωζόμουν γιατί στον Πάρη έβλεπα κάτι δικό μου που ήταν στα σπάργανα ακόμα. Η δική του δίψα για ζωή ήταν και δική μου… Τα έχω μπερδέψει. Ποιο το δικό μου, ποιο του Πάρη, ποιο του Μενέλαου; Όμως όχι. Δεν άξιζε να γίνει αυτός ο πόλεμος. Κανένας πόλεμος δεν αξίζει να γίνεται για κανένα λόγο. Η ελευθερία δεν αξίζει περισσότερο απ’ την ανθρώπινη ζωή και κανένας πόλεμος δεν γίνεται για την ελευθερία. Ας το ξέρουν αυτό οι λαοί. Κι ας κατηγορηθώ γι’ ακόμα μια φορά για εσχάτη προδοσία.
ΧΟΡΟΣ: Ελένη… Λενίσσα… Λενισσούλα… μελισσούλα… αγγελέ μου
Δείτε εδώ για Παραγγελία του βιβλίου

Γράφουν:
Νεκταρία Αθανασάκη – Ελευθερία Αποστολάκη – Ειρήνη Βοζινάκη – Ζαφειρία Γαβαλάκη – Μαρία Δασκαλάκη – Βαλεντίνα Καλογερή – Άννα Λειψάκη – Αργυρώ Λουλαδάκη – Βασιλική Λυραντζάκη – Αγγελική Μπεμπλιδάκη – Κώστας Μπουζάκης – Σμαράγδη Νικολακάκη – Χρυσάφω Παπαδάκη – Μαρία Φραγκάκη – Κωνσταντίνα Χαριτάκη – Μανόλης Χατζηπαναγιώτου – Άννα Χαχοπούλου
«Οι παραστάσεις της ζωής αποτελούν πάντα το έδαφος από το οποίο η λογοτεχνία αντλεί τα ουσιαστικά συστατικά της διατροφής της. Τα στοιχεία της ποίησης: το μοτίβο, η πλοκή, οι χαρακτήρες και η δράση είναι μετασχηματισμοί των παραστάσεων της ζωής. Αισθανόμαστε αμέσως τη διαφορά μεταξύ των ηρώων που έχουν φτιαχτεί από σκηνικά υλικά, χαρτόνια και πούλιες—όσο κι αν φεγγοβολά η αρματωσιά τους—και των ηρώων που έχουν βγει από την πραγματικότητα». Wilhelm Dilthey, «Ποιητική»
Τα κείμενα της έκδοσης προέκυψαν μέσα από μία σειρά αλληλεπιδράσεων στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής & Αυτογνωσίας των Εκδόσεων Ραδάμανθυς, στα τμήματα των Χανίων το 2018, με συντονιστή τον Χρήστο Τσαντή. Με τυχαία επιλογή, οι συμμετέχοντες εργάστηκαν πάνω σε κάποια μουσικά μοτίβα και τραγούδια, τα οποία προσεγγίζουν με διαφοροποιημένο τρόπο το θέμα «Γυναίκα», καλύπτοντας ορισμένες μονάχα απ’ τις αναρίθμητες φιγούρες της μέσα στους χρόνους και στις εποχές. Αφού πρώτα άκουσαν τα τραγούδια και επέτρεψαν στον εαυτό τους να επικοινωνήσει με το στίχο και τη μουσική – άλλοτε αποφεύγοντας κι άλλοτε αξιοποιώντας το ιστορικό πλαίσιο και τις συνθήκες μέσα στις οποίες γράφτηκε το καθένα από αυτά – έδωσαν σχήμα, λόγια και μορφή στο πρόσωπο της γυναίκας που αναδύθηκε από το πεντάγραμμο της δικής τους ψυχής.
Το δραματουργικό εργαστήρι της καρδιάς τους, μας χαρίζει εξαιρετικές, πρωτότυπες δημιουργίες, και μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε στην πράξη τη δύναμη που έχει η δημιουργική φαντασία και η αλληλεπίδραση στο πλαίσιο της ομάδας. Την πηγή αυτή που ανοίγει, σαν παράθυρο αγνάντια στη θάλασσα, και ξεχειλίζει με μελωδίες και νέες συνθέσεις. Τα γραπτά μετασχηματίστηκαν ξανά, καθώς στο πλαίσιο του Εργαστηρίου, σκηνοθετήσαμε και παίξαμε τα κείμενα, αντιμετωπίζοντας στερεότυπα και φορμαλισμούς που, πολλές φορές, μας εμποδίζουν να έρθουμε σε επικοινωνία με τον ίδιο μας τον εαυτό, με τον πιο κοντινό μας γνωστό-άγνωστο…