Η ΦΥΓΗ – ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ

ΔΙΗΓΗΜΑ

Η ΦΥΓΗ

Μας είχαν προειδοποιήσει: «Θα είναι πολύ δύσκολο. Ξανασκεφτείτε το…».

«Όχι, θέλουμε να μπούμε».

«Θα είστε διαρκώς δίπλα μας. Μπορεί να είναι επικίνδυνο. Αυτό το slum θεωρείται από τα σκληρότερα που υπάρχουν. Οι περισσότεροι είναι ρακοσυλλέκτες, οι παράγκες είναι κυριολεκτικά η μία πάνω στην άλλη, η βρόμα είναι ανυπόφορη και πολλοί είναι τοξικομανείς. Οι εικόνες θα σας σοκάρουν».

«Όχι, θα μπούμε».

Η πόλη πια φαίνεται μια κατακόκκινη θάλασσα από λαμαρίνες. Ο ήλιος κατεβαίνει και το μποτιλιάρισμα έχει φέρει το παλιό τζιπ σε κατάσταση περίπου ακινησίας. Η ζέστη και η υγρασία δημιουργούν αποπνιχτική ατμόσφαιρα καθώς από τα ανοιχτά παράθυρα μπαίνει ανάκατη η υγρή κάψα της μέρας με το μαζούτ από τα δεκάδες χιλιάδες σαράβαλα που μετατρέπουν σε κόλαση την άσφαλτο.

Τα παιχνίδια της δύσης του ήλιου είναι πραγματικά εκπληκτικά. Προσπαθεί να είναι η άφατη ομορφιά σε άμιλλα με την αποκρουστική ασχήμια. Θέλεις να απολαύσεις μια εικόνα από την πόλη και έρχεται μια άλλη να σε χτυπήσει αλύπητα εκεί που πονάς περισσότερο σε τούτον τον τόπο∙ απ’ ευθείας στην καρδιά σου!

«Πόσο πληθυσμό έχει η πόλη, Σανέ;»

«Πιστεύεις αλήθεια, φίλε μου, ότι μπορεί να απαντήσει κάποιος στην ερώτησή σου; Πόσους υπολογίζεις εσύ;»

«Είναι αδύνατον να υπολογίσεις αυτήν την πλημμύρα ανθρώπων».

«Άρα, με ποιον τρόπο μπορώ να το κάνω εγώ;»

Πέντε άνθρωποι στριμωγμένοι σε ένα ταλαιπωρημένο τζιπ προσπαθούν να διανύσουν κάποιες αποστάσεις στους δρόμους της Άκκρα, προσπαθώντας να δώσουν κουράγιο οι μεν στους δε για όσα θα αντικρίσουν, αν επιμείνουν στην απόφασή τους να μπουν μέσα στην παραγκούπολη. Αποκοτιά να βρεθούν στον κόλπο της Γουινέας αναζητώντας εμπειρίες, αλλά μεγαλύτερη αποκοτιά να επιμένουν για να βρεθούν μέσα στo slum.

«Αν ήμασταν πεζοί  θα φτάναμε γρηγορότερα».

«Θέλεις να δοκιμάσεις;»

«Αλήθεια, τι είναι αυτά τα μικρά πολύχρωμα καραβάκια στα κράσπεδα του δρόμου; Είναι πανέμορφα πραγματικά. Μαγικά χρώματα, εκπληκτικές αναλογίες, θα μπορούσαν να είναι έργα χειροτεχνίας. Αλήθεια, τι είναι παιχνίδια;»

Ο Σανέ με τον Έτο χαμογελούν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον με εμφανή διάθεση λοιδορίας προς εμένα.

Κι όμως είναι εκπληκτικό στα όρια του σουρεαλιστικού θεάματος να βλέπεις μια θάλασσα από σαράβαλα αυτοκίνητα στη μέση του δρόμου και πλήθος εκπληκτικών … «πλεούμενων» στην άκρη του δρόμου! Πόσο λεπτή δουλειά και πόσο χρόνο αλήθεια χρειάζεται για να παρατάξει ο έμπορος αυτών των ιδιότυπων εμπορευμάτων την πραμάτεια του;

«Σανέ, μπορώ να αγοράσω ένα τέτοιο; Πιστεύεις πως θα συσκευαστεί σωστά, για να φτάσει στην Ελλάδα; Δυο μέτρα είναι περίπου στο μήκος».

Ο Σανέ γελά τώρα πιο ηχηρά και ο Έτο αφήνει ένα περιπαικτικό επιφώνημα, επιτείνοντας τον εκνευρισμό μου. Ο Δημήτρης δίπλα μου δεν έχει πολύ όρεξη για κουβέντα, απορροφημένος στις σκέψεις του από τις εικόνες που βλέπει, αλλά εγώ επιμένω.

«Δηλαδή είναι τόσο ακριβά αυτά τα μικρά πλοία; Χρειάζεται να είσαι εφοπλιστής για να τα αποκτήσεις;» Η επιμονή μου κάνει τους Αφρικανούς συνοδούς και φίλους μου να προσπαθήσουν ώστε να διακόψω κάθε είδους απαίτηση.

«Καλύτερα βρες κάτι άλλο να αγοράσεις και να μεταφέρεις στην πατρίδα σου!»

«Εμένα αυτό μου αρέσει».

«Ξέρεις, επιπόλαιε Ευρωπαίε, τι είναι αυτή η μικρή βάρκα; Η τόσο όμορφη; Δεν βλέπεις πόσες απ’ αυτές είναι στις άκρες του δρόμου και περιμένουν αγοραστή;»

«Φαντάζομαι ένα είδος τοπικής χειροτεχνίας στο οποίο ανταγωνίζεστε ως κατασκευαστές!».

«Επιμένεις να θέλεις να αποκτήσεις ένα τέτοιο πλεούμενο;»

«Επιμένω».

«Μάθε ότι αυτές οι υπέροχες βάρκες , με τα φανταχτερά χρώματα, με τα πλουμιστά στολίδια, με τα μικρά πανιά, ταξιδεύουν ανθρώπους, όσο κι αν δυο φαίνεται στενό και κοντό το πλεούμενο».

«Αστειεύεσαι; Δεν είναι διακοσμητικά έργα;»

«Όχι είναι απλά … φέρετρα(!!!)».

Το σοκ πρέπει να ήταν μεγάλο, αφού και ο ως τότε αδιάφορος Δημήτρης τέντωσε το λαιμό του σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει όσα άκουσε. Για κάποια δευτερόλεπτα προσπάθησα να ψυχολογήσω τον Σανέ μήπως μου έκανε πλάκα ή μήπως ήθελε να δοκιμάσει τις αντοχές μου, λίγο πριν βρεθώ στον εξαιρετικά δυσπρόσιτο χώρο του slum.

«Δεν νομίζω να κάνεις πλάκα; Δεν θα ήταν τόσο έξυπνο σαν αστείο αυτό».

Ο οδηγός, ο Έτο και ο Σανέ δεν γελούν, δεν χαμογελούν έστω ειρωνικά όπως πριν λίγο.

«Όσο φτωχοί και στερημένοι ζούμε την ζωή μας, τόσο ένδοξα και περήφανα επιθυμούμε να φύγουμε απ’ αυτήν. Τεκμήριο πλούτου ή έστω κάποιας ευμάρειας για τον μέσο Γκανέζο είναι να οδηγηθεί στην έξοδο της ζωής του μ’ ένα τέτοιο μέσο μεταφοράς. Θέλουμε έστω και την ύστατη στιγμή να απολαύσουμε το θαλασσινό ταξίδι, την αλμύρα του ωκεανού, να νιώσουμε τη ζαλάδα των κυμάτων, την ελευθερία και την αποδέσμευσή μας από κάθε σύμβαση μας υποχρέωσε αυτή η ζωή. Ικανοποιήθηκες τώρα που έμαθες κάτι σημαντικό για την κουλτούρα μας και την πληγωμένη περηφάνια μας που προσπαθούμε να σώσουμε έστω την ύστατη στιγμή;»

Το μποτιλιάρισμα φαίνεται σιγά-σιγά να υποχωρεί και η κίνηση στους δρόμους ομαλοποιείται, αν και δεν προλαβαίνω να επεξεργάζομαι την κάθε σκηνή, το κάθε στιγμιότυπο από την κίνηση. Σε λίγο θα περάσουμε από την περιοχή των πολυτελών κατοικιών όπου διαμένουν οι ξένοι διπλωμάτες και επιχειρηματίες. Ο Έτο μου λέει λίγο υπαινικτικά:

«Θέλω να προσέξετε με τον φίλο σου αυτόν τον δρόμο. Δείτε τις διαφορές με την περιοχή που θα επισκεφτούμε».

Ξαφνικά στο οπτικό μας πεδίο βρίσκεται ένα σκηνικό απολύτως παράδοξο. Επαύλεις με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, με σκεπές έντονα επικλινείς καλυμμένες από μπαμπού θεόρατα δέντρα να τις σκιάζουν και εκατοντάδες μέτρα ψηλού μαντρότοιχου που μας εμπόδιζε τη θέα στο εσωτερικό αυτών των επαύλεων. Αλλά όταν πλησιάζουμε και παρατηρούμε καταλαβαίνουμε προς τι η επισήμανση του φίλου μας Αφρικανού. Όλες οι είσοδοι έχουν φύλαξη από ενόπλους, οι μαντρότοιχοι καταλήγουν σε ηλεκτροφόρα αγκαθωτά σύρματα, ενώ το σκυρόδεμα στην απόληξη του τοίχου είναι «φυτεμένο» από κομμάτια σπασμένου γυαλιού, ώστε η οποιαδήποτε απόπειρα αναρρίχησης θα επιφέρει στον τολμηρό διαρρήκτη τον βέβαιο θάνατο είτε από ηλεκτροπληξία, είτε από πλήγματα που θα του επιφέρουν τα ακανόνιστα και αιχμηρά τζάμια.

Η πολυτέλεια με την δυστυχία δίπλα-δίπλα, ο ένας «κόσμος» πλάι στον άλλο, η «Κόλαση» εδώ, ο «Παράδεισος» λίγο πιο μέσα. Εξαρτάται από την πλευρά που έτυχε να βρίσκεσαι, όχι πάντως που επέλεξες να είσαι. Ο διάλογος σταματά. Εγώ με τον Δημήτρη βρίζουμε στην γλώσσα μας κι οι τρεις Γκανέζοι μιλούν στη δική τους, ενδεχομένως κάνοντας κάτι αντίστοιχο. Από προαίσθημα ίσως για το τι θα επακολουθήσει σιωπούμε καθώς πλησιάζουμε στην περιοχή που βρίσκεται το slum. Ο ήλιος έχει πέσει για τα καλά και περισσότερο ο χρόνος κείται προς τη νύχτα, παρά προς τη μέρα. Έχουμε μια τελευταία ευκαιρία να ματαιώσουμε το εγχείρημά μας.

«Έχει βραδιάσει. Μήπως να το αφήσουμε κάποια άλλη στιγμή; Είναι ακόμα πιο δύσκολο».

«Αφού ήρθαμε ως εδώ θα μπούμε. Κανονικά εμείς έπρεπε να φοβόμαστε. Γιατί τόσες επιφυλάξεις;»

«Όταν περάσουμε μέσα θα καταλάβεις. Λοιπόν είστε δίπλα μας, δεν κοιτάτε αδιάκριτα κανέναν, δεν χάνεται το βηματισμό σας από δίπλα μας και μόλις κάνουμε νεύμα αποχωρούμε χωρίς να δείξουμε ανησυχία. Θα μπούμε από το πιο φαρδύ μέρος, αλλά δεν προχωρήσουμε παρά λίγα μέτρα. Όσο προχωρούμε κατά μήκος του ποταμού που θα είναι στα δεξιά μας τόσο τα πράγματα αγριεύουν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να διατρέξουμε κάποιο κίνδυνο, αλλά κι εσείς να ταραχτείτε με όσα δείτε».

Το σημείο που σταθμεύει το τζιπ δε θα μπορούσε να θεωρηθεί και το πιο ασφαλές για κάποιον που δεν γνώριζε το συγκεκριμένο μέρος. Ο οδηγός θα μας περιμένει μέσα στο αυτοκίνητο και ασφαλίζει τα προσωπικά μας αντικείμενα. Το χτυποκάρδι δυναμώνει καθώς βαδίζουμε σ’ ένα ολοσκότεινο σημείο με μόνη παρηγοριά ότι δίπλα μας έχουμε τον Έτο και τον Σανέ. Στο βάθος φαίνονται οι καπνοί από τις διαρκείς καύσεις ελαστικών δίπλα στο ποτάμι, ενώ η δυσοσμία φτάνει σ’ εμάς ιδιαίτερα ενοχλητική.

Λίγο πριν μπούμε στο slum νιώθουμε να πατάμε σε περίεργο έδαφος. Το χώμα από το πάτημα έχει γίνει λείο σαν γυαλί, ενώ το χρώμα του από τις διαρκείς καύσεις διαφόρων αντικειμένων έχει πάρει το χρώμα του κάρβουνου. Η φασαρία ακούγεται χωρίς να μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς είναι. Φωνές; Ουρλιαχτά; Κλάμα; Έριδες;

Μπαίνουμε προσεχτικά και όσο γίνεται διακριτικά στην αρχή αυτού του ιδιότυπου οικισμού. Βλέμματα καρφώνονται πάνω μας και είναι λίγο αλλόκοτα. Κινήσεις περίεργες, ενώ ξαφνικά μας σοκάρει η εικόνα πολλών να περπατούν με πλάγια βήματα μεταξύ των παραπηγμάτων εξαιτίας της έλλειψης χώρου. Προηγουμένως μας εξήγησαν πως αν προχωρήσεις στον οικισμό, πολλοί έχουν στήσει το τσίγκινο σπιτικό τους πάνω σε τάφους. Μυρωδιές από μπαχάρια, ούρα, αίμα ζώων, ταγκιασμένο λάδι, σκόρδα και άλλες φριχτές οσμές αποσύνθεσης μπερδεύονται και κάνουν τις ανάσες μας ολοένα και πιο δύσκολες.

Με λοξά βλέμματα ο Σανέ μας γνέφει ότι η παρουσία μας μάλλον προκαλεί αναστάτωση και είναι ώρα να φύγουμε. Αυτά τα λίγα λεπτά είναι μια εικόνα που πρέπει να κρατήσουμε αλλά μέχρι εκεί. Οι σωροί των σκουπιδιών, όσο προχωρούμε μεγαλώνουν και κάθε μας βήμα εγκυμονεί τον κίνδυνο να γκρεμιστούμε παραπατώντας σε κάποιο διαλυμένο δοχείο ή σε κάποιο στραπατσαρισμένο καφάσι. Η παρουσία μας πλέον αποτελεί αξιοθέατο και προβάλλουν ολοένα και περισσότεροι να δουν δύο λευκούς μέσα στην κόλασή τους. Τα επιφωνήματά τους ανησυχούν ακόμα περισσότερο τους δυο φίλους-συνοδούς μας και είναι σαφές ότι με την ίδια προσοχή και διακριτικότητα που μπήκαμε στην «κόλαση» αυτή με την ίδια ακριβώς πρέπει να αναχωρήσουμε και μάλιστα γρήγορα.

Αμίλητοι με φοβερή ένταση και πρωτόγνωρο στρες περπατάμε μέχρι να βγούμε στο ξέφωτο, κάποιες δεκάδες μέτρα από τα πρώτα καταλύματα. Θα περπατήσουμε πάλι το κατάμαυρο γυαλιστερό χώμα με μια πλέον κατάμαυρη καρδιά με  όσα είδαμε. Σέρνουμε τα τρεμάμενα πόδια μας εγώ κι ο Δημήτρης, προφανώς έχοντας υποστεί μεγαλύτερα πλήγματα από τον Σανέ και τον Έτο.

Ξαφνικά παραπατώ, το βήμα μου μπερδεύεται κάπου, σκυφτός αγωνίζομαι με χέρια και πόδια να μη σωριαστώ κάπου, αφού σαν να έπεσα σε λαγουδοπαγίδα. Με επιφωνήματα οι φίλοι μου προσπαθούν να με συγκρατήσουν για να μη βρεθώ στο έδαφος. Και τότε ακούγεται ένα γοερό κλάμα δύο βρεφών που βρέθηκαν στο χώμα μόνα, εκεί ακριβώς που παραπάτησα και κόντεψα να πέσω. Ο Σανέ τρέχει να δει αν χτύπησαν και ήταν φοβερό πως κανείς από τους τέσσερις μας, δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία τους. Μια από τις τραγικότερες στιγμές της ζωής μου. Κανείς για λίγα λεπτά που μείναμε δίπλα τους μέχρι να ησυχάσουν τα βρέφη δεν βρέθηκε κοντά τους, κανείς δεν τα αναζήτησε. Βρεθήκαμε σε λίγα λεπτά στο τζιπ σχεδόν λιπόθυμοι, περιμένοντας τον Έτο που πήρε τα μωρά αναζητώντας κάποιον δικό τους στον οικισμό.

Απομακρυνθήκαμε αρκετά όταν ανοίξαμε τα τζάμια του αυτοκινήτου να μπει φρέσκος αέρας, αλλά ένιωθα ακόμα την αποφορά των σκουπιδιών, των καμένων αντικειμένων, της αποσύνθεσης.

Ένιωθα την αποφορά από τον «σάπιο» κόσμο που φτιάξαμε όλοι εμείς που παριστάνουμε τους σπουδαίους…


ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ – ΜΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΜΟΝΟ ΓΙΑΣΕΜΙ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ

Μιχάλης Τζανάκης – Μυρίζοντας μόνο γιασεμί
«Είναι λοιπόν απαραίτητο να ξέρουμε, γιατί αυτό που συνέβη μπορεί να ξανασυμβεί…», Πρίμο Λέβι.
Η επίσκεψη στο μνημείο της οδού Κοραή 4 στην Αθήνα, οδηγεί σε μία απρόσμενη συνάντηση. Μέσα από την διήγηση ενός ανθρώπου που βρέθηκε κρατούμενος στο κολαστήριο της Kommandatur στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, το ρολόι της ιστορίας γυρνά πολλά χρόνια πίσω και οι μνήμες ζωντανεύουν. Η μάχη για τη ζωή και την ελευθερία, η προδοσία, η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, σημάδεψαν ανεξίτηλα την ψυχή μιας πατρίδας που δείχνει να λησμόνησε το παρελθόν της. Το γιασεμί δίπλα στην πόρτα ευωδιάζει ακόμα…
«Ένα βιβλίο επίκαιρο, παρά το γεγονός ότι στρέφει τον φακό του αρκετές δεκαετίες παλιότερα. Μια νουβέλα που αντλεί απ’ το χθες και μας δίνει πολλές αφορμές να μάθουμε και να θυμηθούμε. Ο συγγραφέας, όπως και στο έργο του «Ο Αιώνας του Καπετάνιου – Μυθιστορηματική Βιογραφία του Μιχάλη Κόρακα», θέτει το ταλέντο και τις γνώσεις του στην υπηρεσία των αναγνωστών χαρίζοντάς μας ένα έργο που πρέπει να πάρει τη θέση του και στην εκπαίδευση.
Ο Μιχάλης Τζανάκης σπούδασε φιλολογία και εργάζεται στην 7η Υγειονομική Περιφέρεια Κρήτης ως διοικητικός υπάλληλος. Τακτικός συνεργάτης σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, με δημοσιευμένα άρθρα, χρονογραφήματα, αλλά και κριτικές. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί εννιά έργα του και έχει διακριθεί σε πολλούς διαγωνισμούς Ποίησης και Διηγήματος. Συμμετείχε σε δύο συλλογές διηγημάτων οι οποίες βραβεύτηκαν από εκδοτικούς οίκους, καθώς και σε δύο Ποιητικές Ανθολογίες.

Διαβάστε περισσότερα: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/michalis-tzanakis-myrizontas-mono-giasemi/

 

 

 

 

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s