Η Ελένη κοίταξε και πάλι τον τοίχο. Αυτός ο κίτρινος τοίχος θα ήταν το πρώτο που θα ξεφορτώνονταν. Πότε της δεν τον συμπάθησε. Το δωμάτιο ήταν πολύ πιο άνετο, πριν βάλουν αυτόν τον απαίσιο κίτρινο τοίχο εκεί στην μέση.
– Η μητέρα πάντα πίστευε πως το συγκεκριμένο δωμάτιο ήταν πολύ μεγάλο. Την θυμάμαι να το λέει, όταν ακόμα ο πατέρας ζούσε. Δε συμφωνούσα μαζί της, άλλωστε σχεδόν σε τίποτα δε συμφωνούσαμε οι δυο μας. Έτσι, όταν πια ο πατέρας πέθανε, εκείνη αποφάσισε να βάλει αυτόν τον τοίχο, ακριβώς στη μέση του δωματίου. Από την αρχή είχε αυτό το απαίσιο κίτρινο χρώμα και για κάποιο λόγο πότε δεν άλλαξε. Δεν είμαι σίγουρη τι μισώ περισσότερο τον τοίχο ή το κίτρινο χρώμα του;
– Μπορεί να είναι συνδυασμός, σχολίασε ο Χρήστος, ο οποίος πλησίασε και στάθηκε δίπλα της. Οι δυο τους τώρα στέκονταν μπροστά στον κίτρινο τοίχο, παρατηρώντας τον σαν να επρόκειτο για κάποιο έργο μοντέρνας τέχνης που το κοιτάς προσπαθώντας να το αποκωδικοποιήσεις.
– Όχι! Είναι ο τοίχος. Σίγουρα είναι ο τοίχος! Όταν πέθανε ο πατέρας ένιωθα να πνίγομαι. Και νομίζω πως σε αυτό συντέλεσε και ο τοίχος. Κάθε βράδυ έπεφτα για ύπνο και έβλεπα μπροστά μου αυτόν τον τοίχο, ειλικρινά δε το μπορούσα.
– Δε νομίζω πως ήταν ο τοίχος το πρόβλημα. Η απώλεια τού πατέρα σου …
– Το ξέρω πως δεν ήταν ο τοίχος. Αλλά έτσι αισθανόμουν! Ξέρεις νόμιζα πως μου έκοβε τα φτερά … Ίσως να μη μου έφτεγε ο τοίχος, αλλά η μητέρα μου. Άλλωστε, εκείνη τον έβαλε εκεί και κρύφτηκε πίσω του. Απ’ όταν χάσαμε τον πατέρα μου…
– Έχτισε έναν τοίχο ανάμεσα σας.
– Ακριβώς! Τίποτα δεν ήταν το ίδιο, πάντα υπήρχε αυτός ο τοίχος. Και το χειρότερο είναι πως ακόμα κι όταν έφυγα από το σπίτι τον κουβαλούσα μέσα μου. Αυτόν τον τοίχο που τόσο μισούσα τον κουβαλούσα μέσα μου! Κάθε φορά που κάποιος με πλησίαζε τον ύψωνα.
– Για προστασία, το καταλαβαίνω.
– Δεν είναι η προστασία, είναι η ψευδαίσθηση αυτής. Ήσουν ο πρώτος που τον έριξε.
Τον κοίταξε στα μάτια και του έπιασε το χέρι. Εκείνος της χαμογέλασε. Η Ελένη κοίταξε και πάλι τον τοίχο συνεχίζοντας να κρατά το χέρι του Χρήστου.
– Τον μισώ αυτόν τον τοίχο! Αύριο πρωί, πρωί θα φύγει.
– Και γιατί όχι τώρα;
Έπιασε μια βαριοπούλα που είχαν αφήσει οι εργάτες και της την έδωσε.
– Θέλω να πω, πως μπορείς να κάνεις την αρχή …
Της έκλεισε το μάτι και της χαμογέλασε. Η Ελένη σήκωσε τη βαριοπούλα και έριξε ένα δυνατό χτύπημα στον κίτρινο τοίχο.
Άννα Γεωργούλη
ΟΤΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ – ΗΡΩ ΠΙΣΚΟΠΑΚΗ
Διαβάστε περισσότερα:https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/iro-piskopaki-otan-erchetai-i-foyrtoyna/