ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ

Ήταν χειμώνας. Οι δρόμοι στην πόλη ήταν χιονισμένοι. Πλησίασαν τα Χριστούγεννα. Οι άνθρωποι έτρεχαν σαν τρελοί για να προλάβουν να ψωνίσουν δώρα για την οικογένεια τους και φαγητά για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.  Τα Χριστούγεννα είναι πάντα η γιορτή που οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι και τα όνειρά τους ξαναζωντανεύουν. Όλα τα παιδιά περιμένουν τον Άη Βασίλη να τους φέρει δώρα. Όλα τα παιδιά εκείνες τις μέρες έχουν τις καρδιές τους γεμάτες χαρά. Όλα εκτός από ένα…..

     Σ’ ένα μεγάλο σπίτι στη πόλη ζούσε με την οικογένεια του ένα πλούσιο παιδί ο Ρόμπερτ. Ήταν ένα παιδί πολύ κακομαθημένο που δεν ένιωθε τη χαρά των Χριστουγέννων. Ο Ρόμπερτ είχε μάθει από μικρός να ζει με πολλά λεφτά. Πάντα οι γονείς του του αγόραζαν ότι ήθελε, του έκαναν όλα τα χατίρια και πότε δεν του μίλησαν για τη φτώχεια και τη δυστυχία που έχουν πολλοί άνθρωποι στο κόσμο. Μια μέρα η μητέρα του του είπε να πάνε μαζί στο ορφανοτροφείο να μοιράσουν δώρα στα παιδιά. Ο Ρόμπερτ  τότε της είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να αγοράσουμε δώρα για ξένα παιδιά, προτιμώ να πάμε να αγοράσουμε τα δικά μου!». Η μητέρα λυπήθηκε αλλά δεν του είπε τίποτα……

  Είχε φτάσει παραμονή Χριστουγέννων και τα παιδιά έτρεχαν στους δρόμους για να πουν τα κάλαντα! Ο Ρόμπερτ ήταν το μόνο παιδί που είχε μείνει εκείνο το πρωί στο σπίτι του. Ο Ρόμπερτ έλεγε ότι δεν χρειαζόταν να λέει τα κάλαντα γιατί οι γονείς του μπορούσαν να του δώσουν όσα λεφτά ήθελε. Κι έπειτα δεν είχε κάποιον φίλο για να πάει μαζί του για κάλαντα.

Κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα του σπιτιού του και ο Ρόμπερτ πήγε να ανοίξει. Στη πόρτα ήταν δύο παιδάκια που τον ρώτησαν αν μπορούν να πουν τα κάλαντα. Ο Ρόμπερτ τότε τους είπε να φύγουν. Τα παιδιά όμως του απάντησαν: «Μα είναι Χριστούγεννα! Πώς μπορείς να είσαι τόσο κακός;»

Τότε ο Ρόμπερτ θύμωσε και άρχισε να τους φωνάζει και να τους διώχνει. Τα παιδάκια λυπήθηκαν και έφυγαν. Οι γονείς του άκουσαν τη φασαρία και κατέβηκαν να ρωτήσουν τι έγινε. Όταν ο Ρόμπερτ τους είπε τι έγινε, εκείνοι θύμωσαν και τον μάλωσαν. Του είπαν ότι τα Χριστούγεννα πρέπει να είμαστε όλοι καλοί και να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους. Ο Ρόμπερτ δεν τους έδωσε σημασία. Οι γονείς του ήταν καλοί άνθρωποι αλλά επειδή τον αγαπούσαν πολύ και δεν είχαν άλλο παιδί, δεν του έλεγαν ποτέ «όχι». Γι αυτό και Ρόμπερτ είχε γίνει κακομαθημένος…..

    Είχαν φτάσει τα Χριστούγεννα! Ο Ρόμπερτ όταν ξύπνησε έτρεξε στο δέντρο για να βρει τα χριστουγεννιάτικα δώρα. Όμως όταν έφτασε στο δέντρο δεν βρήκε τίποτα! Οι γονείς του τότε του είπαν ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο μία γιορτή που πρέπει να παίρνουμε δώρα αλλά να δίνουμε και αγάπη σε αυτούς που τη χρειάζονται, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν δώρα αλλά είναι ευτυχισμένοι γιατί έχουν την αγάπη. Ο Ρόμπερτ δεν έδωσε σημασία…

  Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Ρόμπερτ ήταν μόνος στο σπίτι. Οι γονείς του έλλειπαν. Είχε στεναχωρηθεί λίγο που δεν είχε καινούργια δώρα. Κάποια στιγμή κάθισε δίπλα στο τζάκι. Τότε είδε στο τραπέζι ένα βιβλίο. Είχε τίτλο: «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες». Το πήρε και άρχισε να το διαβάζει…..

  Η πρώτη ιστορία μιλούσε για μία πολύ φτωχή οικογένεια που ζούσε σε ένα χωριό. Ο πατέρας  δούλευε πολύ σκληρά για να κερδίσει το ψωμί το δικό του, της γυναίκας του και των παιδιών  του. Δεν είχαν πολλά λεφτά. Τα Χριστούγεννα δεν  έπαιρναν δώρα. Όμως πότε δεν ήταν στεναχωρημένοι γι’ αυτό. Γιατί μπορεί να μην είχαν δώρα αλλά ήταν ευτυχισμένοι γιατί είχαν αγάπη ο ένας για τον άλλον. Κάποια μέρα η μητέρα αρρώστησε βαριά και έπεσε στο κρεβάτι. Ο πατέρας τότε φώναξε έναν γιατρό. Ο γιατρός έκανε ότι μπορούσε για να θεραπεύσει τη γυναίκα αλλά δεν τα κατάφερε. Είπε τότε στο πατέρα ότι μόνο ο Θεός μπορεί να τη σώσει…

      Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και η μητέρα ήταν συνέχιζε να είναι άρρωστη. Την παραμονή τον Χριστουγέννων τα παιδιά έκαναν μία βόλτα στη πλατεία του χωριού, εκεί που ήταν μαζεμένα και τα υπόλοιπα παιδιά. Κάποια στιγμή άκουσαν μερικά άλλα παιδιά να μιλούν για τον Άη Βασίλη. Έλεγαν ότι κάθε χρόνο, τα Χριστούγεννα γυρνάει όλο τον κόσμο και φέρνει τα παιδιά δώρα. Έλεγαν ακόμα ότι μπορούν να ευχηθούν ότι θέλουν και ο Άη Βασίλης θα το πραγματοποιούσε. Τότε τα παιδιά το βράδυ της παραμονή των Χριστουγέννων άρχισαν να παρακαλούν το Άη Βασίλη. Έλεγαν ότι δεν ήθελαν δώρα και λεφτά αλλά μόνο να γίνει καλά η μητέρα τους. Έπειτα έπεσαν για ύπνο…..

  Το επόμενο πρωί είχαν φτάσει τα Χριστούγεννα! Μόλις τα παιδιά σηκώθηκαν απ’ το κρεβάτι αντίκρισαν κάτι που δεν περίμεναν: Η μητέρα τους είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και ήταν καλά! Τα παιδιά δεν πίστευαν στα μάτια τους! Έτρεξαν αμέσως και την αγκάλιασαν! Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα και ο πατέρας, που είχε βγει να κόψει ξύλα, και μόλις είδε ότι η γυναίκα του είχε γιατρευτεί έμεινε κι εκείνος κατάπληκτος! Είχε γίνει χριστουγεννιάτικο θαύμα! Όλη η οικογένεια ήταν ευτυχισμένη, αφού καθόντουσαν μαζί στο τραπέζι των Χριστουγέννων. Τα παιδιά είπαν ότι ο Άη Βασίλης τους είχε κάνει το καλύτερο δώρο! ……..

  Ο Ρόμπερτ παραξενεύθηκε. Το βιβλίο είχε αρχίσει να τον εντυπωσιάζει. Πότε δεν είχε διαβάσει κάτι παρόμοιο. Χωρίς να χάσει χρόνο συνέχισε στην επόμενη ιστορία.

  Η δεύτερη ιστορία ήταν διαφορετική από την πρώτη. Μιλούσε για έναν πλούσιο άντρα, που ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι μαζί με τη γυναίκα του. Στο σπίτι ζούσαν και κάποιοι υπηρέτες που δούλευαν για αυτόν. Αυτός ο άντρας αγαπούσε πολύ τα λεφτά. Δεν είχε αποκτήσει παιδιά. Παρόλο που είχε πολλά λεφτά η γυναίκα του δεν ήταν ευτυχισμένη μαζί του. Η ζωή της ήταν πολύ δύσκολη αφού ο άντρας της ήταν τσιγκούνης και γκρίνιαζε συνέχεια για τα λεφτά. Οι υπηρέτες δούλευαν σκληρά πολλές ώρες και έπαιρναν λίγα λεφτά. Γενικά κανείς δεν ήταν ευτυχισμένος στο σπίτι του….

  Είχε φτάσει η παραμονή των Χριστουγέννων! Κάθε χρόνο αυτός ο άνθρωπος τα Χριστούγεννα έμενε στο σπίτι με τη γυναίκα του. Ποτέ δεν πήγαινε στα μαγαζιά να αγοράσει δώρα ούτε κάπου να γιορτάσει τα Χριστούγεννα. Οι υπηρέτες του αναγκάζονταν να μένουν στο σπίτι του και να δουλεύουν σκληρά, μακριά από τις οικογένειες τους. Η γυναίκα του εκείνο  το βράδυ ήταν στεναχωρημένη όσο καμία άλλη φορά. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ήταν μέσα σε ένα μεγάλο σπίτι μαζί με τον άντρα της που αγαπούσε μόνο τα λεφτά. Τότε άρχισε να σκέφτεται: «Δε θέλω να ζήσω για πάντα έτσι…».

Τότε πήρε μία μεγάλη απόφαση! Αποφάσισε να φύγει από το σπίτι. Όταν ο άντρας της το κατάλαβε προσπάθησε να τη σταματήσει. Εκείνη του είπε ότι δε θα έπρεπε να είναι έτσι, τα Χριστούγεννα είναι μία γιορτή αγάπης και όποιος βάζει τα λεφτά πάνω από την αγάπη  πρέπει να μένει μόνος. Όταν του τα είπε αυτά έφυγε. Οι υπηρέτες που είχαν δει αυτό που συνέβαινε αποφάσισαν να κάνουν το ίδιο. Σκέφτηκαν ότι είναι καλύτερα τα Χριστούγεννα να τα περάσουν με αυτούς που αγαπούν κι ας έμεναν χωρίς δουλειά. Τότε έφυγαν όλοι. Ο άντρας τότε κατάλαβε ότι είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος, πήγε να σκοτώσει το πνεύμα αγάπης των Χριστουγέννων και γι’ αυτό του άξιζε να μείνει μόνος για πάντα…

     Η Τρίτη ιστορία που διάβασε ο Ρόμπερτ μιλούσε για ένα μικρό χωριό φτωχών ανθρώπων. Ζούσαν απομονωμένοι χωρίς πολλά χρήματα. Δε τους πείραζε ωστόσο που ήταν φτωχοί. Όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα κάποιος είπε: «Θα είναι δύσκολα και τα φετινά Χριστούγεννα ..».

Οι άλλοι του είπαν να μη χάνει το θάρρος, πάντα υπάρχει το θαύμα των Χριστουγέννων. Τη παραμονή των Χριστουγέννων έτυχε να περάσει από εκεί ένας άγνωστος άντρας. Ζήτησε να τον φιλοξενήσουν για ένα βράδυ. Τον καλοδέχτηκαν του έδωσαν όσο φαΐ είχαν για να τον περιποιηθούν. Εκείνος τους ρώτησε: «Θα δώσετε σε μένα όλο το φαγητό σας;».

Κάποιος χωριανός του είπε: «Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή αγάπης, εμάς δε μας πειράζει»

Ο άγνωστος άντρας συγκινήθηκε τότε. Όταν ξημέρωσε την επόμενη μέρα ήταν Χριστούγεννα. Ο άγνωστος τότε τους αποκάλυψε ότι ήταν ένας πολύ πλούσιος άντρας κι ότι για να τους ευχαριστήσει τους χαρίζει τη μισή του περιουσία. Εκείνα τα Χριστούγεννα θα είχαν όλα τα καλά στο τραπέζι τους. Είχε γίνει το θαύμα των Χριστουγέννων …..

     Τότε ο Ρόμπερτ κατάλαβε το λάθος. Τότε γύρισαν οι γονείς του. Οι γονείς του τον αγαπούσαν και δε ήθελαν να τον τιμωρήσουν σκληρά. Του είχαν φέρει τα Χριστουγεννιάτικα δώρα. Ο Ρόμπερτ όμως τότε είπε ότι δεν τα ήθελε, και ότι θέλει να τα μοιράσει στα παιδιά που έχουν. Οι γονείς του τότε χάρηκαν μ’ αυτό που άκουσαν. Πήγαν μαζί με το Ρόμπερτ να πάρουν δώρα για τα φτωχά παιδιά. Ο Ρόμπερτ κατάλαβε το νόημα της αγάπης και αυτά σίγουρα ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα που πέρασε ποτέ

 

ΤΕΛΟΣ 

               

  

                

          

 

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s