Με τον θείο Βαγγέλη (Μπαντουβά), τον αδερφό της μαμάς μου, εκτός από τους συγγενικούς δεσμούς, μας συνδέει και κάτι άλλο, η αγάπη μας για τις ιστορίες. Εκείνος αγαπά πολύ να τις διηγείται κι εγώ αγαπώ πολύ να τις ακούω. Ο θείος, ως κοσμογυρισμένος ναυτικός, έχει πολλές να μου πει, αλλά δεν είναι μόνο το πλήθος των ιστοριών του, που τον κάνουν πόλο έλξης για τα αφτιά μου, είναι και που τις διηγείται χαριτωμένα.
Ένα απόγευμα του Σεπτεμβρίου, πήρα το δρόμο για τα πάνω πατώματα, μιας και ο Βαγγέλης μένει πάνω από μας, με αφορμή την πρόσκληση για καφεδάκι (όπου ακούω εγώ καφέ, πηγαίνω) αλλά η πραγματική αιτία της επισκέψεως μου ήταν τα ταξίδια που επρόκειτο να κάνω με το νου. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, φρόντισα να έχω μαζί μου κι ένα σημειωματάριο.
«Ήρθα να σου πάρω συνέντευξη» του είπα, όταν η ματιά του έπεσε πάνω στο τετραδιάκι μου κι εκείνος γέλασε.
Κατά καιρούς άκουγα τις ιστορίες του, που με αφορμή κάποιο γεγονός τις διηγούνταν, αλλά αυτή τη φορά ήθελα να μου βάλει τα πράγματα σε μια σειρά.
«Πώς αποφάσισες να γίνεις ναυτικός;» ρώτησα. Έτσι, ο θείος άρχισε να μιλάει κι εγώ να σημειώνω ό, τι προλάβαινα…
Στα 14 του είχε δοκιμάσει διάφορα επαγγέλματα, μα κανένα δεν τον είχε κερδίσει. Έτσι αποφάσισε να ρωτήσει τον διευθυντή του ορφανοτροφείου Νεαπόλεως, μήπως είχε να του προτείνει κάτι. (Στη Νεάπολη, στο όμορφο Μεραμπέλλο, όλοι ήταν μια οικογένεια. Ακόμα και τα παιδάκια του οικοτροφείου έβγαιναν τις Κυριακές και πήγαιναν στα σπίτια των ντόπιων για φαγητό, μα αυτή είναι μια άλλη ιστορία). Τότε, του έγινε πρόταση να μεταβεί στον Πειραιά και να γίνει ναυτικός, μαθητεύοντας στο πλοίο «Μαχητής», που ήταν σχολή της βασίλισσας Φρειδερίκης. Η σκέψη να γίνει ναυτικός, γέμισε ευχάριστα το μυαλό του έφηβου Βαγγέλη, ο οποίος αμέσως δέχτηκε να τον στείλουν.
Πλάι στον ενθουσιασμό του θείου, που αυξανόταν μέρα με την μέρα για την θάλασσα και τους ανθρώπους της, ήρθε να προστεθεί και η πίεση της γιαγιάς μου, που αυξανόταν ομοίως, όταν η μετεωρολογική υπηρεσία δεν ευχαριστούσε τα αφτιά της με τις προβλέψεις, τις σχετικές με τον καιρό.
«Ο «Μαχητής» ήταν πολεμικό πλοίο, αλλά χωρίς όπλα”, είπε ο θείος, και εξήγησε πως το συγκεκριμένο βαπόρι έκανε τη διαδρομή Πειραιάς–Σαλαμίνα. Κάθε πρωί έφευγαν από Πειραιά, για να μεταφέρουν στην Σαλαμίνα τους μισθωτούς του εκεί ναυστάθμου και τους επέστρεφαν το απόγευμα, ενώ τις Κυριακές που δεν ταξίδευαν, θυμάται, τους πήγαιναν στο κατηχητικό.
Η διαδρομή αυτή δεν ήταν η μόνη, που έκαναν με τον «Μαχητή». Η Εργατική Εστία Πειραιά επέλεγε το συγκεκριμένο βαπόρι , για να κάνει εκδρομές στην Τήνο, τη Θεσσαλονίκη και σε πολλά άλλα μέρη ανά την Ελλάδα. Ένα χρόνο ταξίδεψε ο μικρός Βαγγέλης με το πλοίο, στο οποίο μπήκε ως μαθητής και βγήκε έτοιμος ναυτικός, αφού οι πρώτοι 6 μήνες λογαριάστηκαν ως εκπαίδευση ενώ οι 6 επόμενοι μέτρησαν ως υπηρεσία.
“Το επόμενο πλοίο ήταν το «Τήλος» του Αγγελάκη”, είπε ο θείος. Με αυτό έκαναν την διαδρομή Καβάλα – Αλεξανδρούπολη. Το εντυπωσιακό στις αφηγήσεις του είναι πως θυμάται κάθε είδους λεπτομέρεια. Δεν παρέλειψε, λοιπόν, να τονίσει πως εν έτει 1960 έπαιρνε μισθό 360 δραχμές βάσει της συλλογικής σύμβασης εργασίας και γι’ αυτόν τον λόγο δεν έμεινε πολύ.
Με το Τήλος ξεκινούσαν από Καβάλα και περνώντας πίσω από τη Θάσο σταματούσαν σε κάποια λιμάνια, πριν φτάσουν στην Αλεξανδρούπολη. Θυμήθηκε, λοιπόν, πως στις 5 Δεκεμβρίου του 1961 (ήταν παραμονή της γιορτής του Αγίου Νικολάου, γι’ αυτό δεν το ξέχασε), άραξαν στην Κεραμωτή, για να φορτώσουν 100 τόνους φασόλια, αφού φασόλια παρήγαγε το μέρος.
Ο Βαγγέλης, που οι δραστηριότητες του είχαν ως έδρα την κουζίνα, κατέβηκε από το πλοίο, για να πάει στην αγορά να ψωνίσει. Κάτι παράξενο γινόταν εκεί έξω και δεν άργησε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό. Σε όποιο σημείο κι αν έστρεφε το βλέμμα συναντούσε γυναίκες. Γυναίκες στους δρόμους, γυναίκες στα μαγαζιά, γυναίκες στα καφενεία, που έπιναν καφέ κι έπαιζαν τάβλι. Η έκπληξη δεν άργησε να ζωγραφιστεί στα μάτια του 15χρονου παιδιού. Δεν άργησαν και οι γυναίκες να καταλάβουν πως το παιδί δεν ήταν από τα μέρη τους και βιάστηκαν να διασκεδάσουν την έκπληξη του, εξηγώντας του πως εκείνη η μέρα στην Κεραμωτή ήταν αφιερωμένη στις γυναίκες.
«Έτσι εκείνες έκαναν ό, τι έκαναν οι άντρες τους τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, ενώ οι άντρες βρίσκονταν στα σπίτια και πρόσεχαν τα παιδιά κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού» είπε ο θείος και γελούσε σαν να το ξαναζούσε…
Επόμενη στάση έκαναν στο Πόρτο Λάγος. «Εκεί βγάζουν σαρδέλες» μ’ ενημέρωσε ο θείος κι εγώ έσπευσα να το σημειώσω. Θυμήθηκε ένα γεροντάκι που είχαν στο καράβι από την Καβάλα, τον Δημήτρη, που σ’ εκείνο το λιμάνι, ενώ κρατούσε το μπαλόνι ,που βρίσκεται ανάμεσα στο λιμάνι και το πλοίο, έπεσε στην θάλασσα. Τον έβγαλαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, γιατί τα νερά ήταν παγωμένα λόγω εποχής κι ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι του τυλιγμένος με τις κουβέρτες έτυχε να έρθουν τα παιδιά του, που ζούσαν στο εξωτερικό, για να τον δουν.
Από Πόρτο Λάγος έφυγαν για Αλεξανδρούπολη κι από κει για Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο…
Έχει πολλές ιστορίες να μου πει από τα ταξίδια του με το Τήλος είπε ο θείος, μα θα το κάνει μια άλλη μέρα. Στην παρούσα συνάντηση θα κατονομάζαμε όσα πλοία προλαβαίναμε και τις διαδρομές τους…
Επόμενο πλοίο ήταν η «Αγία Τριάδα». Με αυτό το βαπόρι άρχισε τα ταξίδια στο εξωτερικό παίρνοντας μισθό 800 δραχμές. Από Σύρο πήγαιναν Ρουμανία να φορτώσουν μεταλλεύματα για Αλεξάνδρεια κι από κει στα Λατάκια ή Λαττάκεια της Συριας να φορτώσουν σιτάρι για τη Νάπολη της Ιταλίας. Μετά άραζαν κάτω από το Βεζούβιο. Εκεί τους πλησίαζαν οι λαθρέμποροι τσιγάρων. «Δεν τους διώχναμε, τους θέλαμε κι εμείς…», είπε ο θείος, «γιατί εφόσον τους δεχόσουν σε προστάτευαν από επιθέσεις»…
Σε αυτό το σημείο σταμάτησε τη διήγηση του, για να θυμίσει στη μαμά μου, που μέχρι εκείνη τη στιγμή συζητούσε με τη θεία Μαρία και καμία σημασία δεν μας έδιναν πως από τη Συρία της είχε αγοράσει, για να της στείλει μια φούστα και μια μπλούζα, που διάλεξε για κείνη η γυναίκα του καπετάνιου, που ήταν μαζί τους. Όταν είδαμε πως δεν έδειξε την παραμικρή συγκίνηση (η αναίσθητη Αννούλα), αλλά συνέχισε τη συζήτηση της, συνεχίσαμε κι εμείς χωρίς να ασχολούμαστε μαζί τους.

Από την Άκαμπα (στην ελληνιστική εποχή το ελληνικό της όνομα ήταν «Βερενίκη»), μια παραθαλάσσια πόλη της νότιας Ιορδανίας φόρτωσαν μινεράλι για να το πάνε στην Αλεξάνδρεια. Το μινεράλι, ήταν ένα είδος ορυκτού, μικρά μπαλάκια στο μέγεθος ρεβιθιού που άφηναν πάρα πολύ σκόνη. Ο θείος θυμήθηκε και το τραγουδάκι ,που έλεγαν, όταν το φόρτωναν: «Πήγαμε στην Άκαμπα, πήραμε μινεράλι κι από τη σκόνη την πολλή, γίναμε καρναβάλι».
Από την Άκαμπα όμως δε φόρτωσαν μόνο το ορυκτό και τις σκόνες του, αλλά και μια ελληνική οικογένεια ,που τα μέλη της ανήκαν στο ωραίο φύλο, για να τη μεταφέρουν στον Πειραιά. Ο καπετάνιος φώναζε, διότι για να μπουν στον Πειραιά να τις αφήσουν έπρεπε να πληρώσουν, αλλά όσο κι αν διαμαρτυρήθηκε το κακό είχε γίνει, τις είχαν πάρει μαζί τους. Οι κυρίες αποδείχτηκαν πολύ ζωηρές, διότι μέχρι να φτάσουν στον Πειραιά είχαν ερωτοτροπήσει με όλο το πλήρωμα του βαποριού.
«Ω τις αφιλότιμες», είπε ο θείος, «μα να μην αφήσουν ούτε έναν!». Νομίζω, λοιπόν, πως μετά τις «περιποιήσεις» των κοριτσιών κανείς δεν θα θυμόταν τις φωνές του καπετάνιου…
Ιδιαίτερα ενθουσιασμένος ακούστηκε ο Βαγγέλης ,όταν μίλησε για την Γαλλική πόλη Σέτα (δεν είμαι σίγουρη πως έγραψα σωστά το όνομα) που βρίσκεται κοντά στην Μασσαλία. «Είναι πανέμορφη, γεμάτη ποτάμια και γεφυράκια» είπε. Τη μέρα που έφτασαν ,σύμφωνα πάντα με τις αφηγήσεις του θείου, οι Γάλλοι γιόρταζαν την ημέρα της Αγάπης κι έτσι όποια κοπέλα συναντούσε στο δρόμο ένας άντρας την έπιανε, την φιλούσε και … «δεν έτρεχε τίποτα».
Από κει φόρτωσαν σιτάρι για το Δυρράχιο της Αλβανίας. Εκείνο τον καιρό στην Αλβανία διαφέντευε ο Χότζας. Αν και βρίσκονταν δύο μήνες έξω από το λιμάνι, τους απαγόρευε την είσοδο ,ενώ επέτρεπε σε Κουβανέζους και Κινέζους να τον προμηθεύουν σε στάρι. Στο ελληνικό πλοίο, όπου βρισκόταν ο θείος, είχαν τρόφιμα μόνο για ένα μήνα και έτσι, όταν εξαντλήθηκαν, τους ειδοποίησαν επανειλημμένως, να τους ανεφοδιάσουν, αλλά εκείνοι δεν έδειχναν να συγκινούνται. Στο τέλος, ο καπετάνιος, εξαπατώντας τους, προέβη σε άρση σημαίας που υποδήλωνε ότι έχουν νεκρό, για να αναγκαστούν να μεταβούν μέχρι το πλοίο και τα κατάφερε.
Η είσοδος του πλοίου στο λιμάνι του Δυρραχίου, τελικά, επιτράπηκε, αλλά δεν επέτρεψαν στους ναυτικούς που αποτελούσαν το πλήρωμα να βγουν έξω όλοι μαζί. Έβγαιναν 2 άτομα για 2 ώρες και, αφού επέστρεφαν στο βαπόρι οι προηγούμενοι, τότε έβγαιναν οι επόμενοι. Κατά την έξοδο του θείου μου, σ ένα ζαχαροπλαστείο, γνώρισαν έναν Έλληνα σερβιτόρο. Εκείνος διακριτικά τους ενημέρωσε πως παρακολουθούνταν και τους συμβούλεψε να είναι μαζεμένοι και προσεκτικοί μέχρι να επιστρέψουν στο πλοίο. Από κει φόρτωσαν μαγγανέζα (πυρίμαχο μονωτικό υλικό) να το πάνε στη Ριέκα της Γιουγκοσλαβίας, κι από ‘κει φόρτωσαν λιπάσματα για να τα πάνε στο Κατάκολο της Πελοποννήσου.
Στο Κατάκολο έδεσαν σε κάβους, γιατί δεν είχε ντόκο. Μετά από όλο αυτό το ταξίδι, 8-10 άτομα, μαζί και ο θείος μου ζήτησαν απόλυση. Ο καπετάνιος ήθελε να βγουν την επόμενη μέρα, όμως εκείνοι επέμειναν να αποβιβαστούν αμέσως. Το ίδιο βράδυ έπιασε ένας αέρας απερίγραπτος. Ήταν τόσο δυνατός που έλυσε το πλοίο κι έγινε ολόκληρος σαματάς μέχρι να το ξαναδέσουν. «Λυπήθηκα τόσο πολύ γι αυτούς που είχαν μείνει μέσα, αλλά ένιωσα και μια τεράστια ανακούφιση που εγώ είχα φύγει», κατέληξε ο θείος…
Οι ιστορίες του θείου δεν τέλειωσαν εδώ, έχω πολλές ακόμα στις σημειώσεις μου και πολλές που ακόμα δεν μου έχει πει, αλλά εδώ θα σταματήσω προς το παρόν…
Σκέφτηκα, πως απόψε το βράδυ έβγαλα εισιτήριο και ταξίδεψα με 3 διαφορετικά πλοία στο Αιγαίο, στο Ιόνιο, στη Μεσόγειο, πέρασα το Σουέζ κι έφτασα μέχρι την Ερυθρά θάλασσα. Στο επόμενο κείμενο λέω να πάρω αγκαλιά τις σημειώσεις μου τις καμωμένες από τις αφηγήσεις του θείου και να ταξιδέψω στην Αμερική, να μπω στο μάτι του κυκλώνα να ζήσω το φόβο του ναυαγίου, μετά στην Αυστραλία, να περάσω τον ισημερινό που έχει 0 πλάτος και να φτάσω μέχρι την Κίνα μεταφέροντας στάρι, αλλά όλα αυτά στο επόμενο κείμενο. Τώρα είναι ώρα να πω νοερά ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ ευχαριστώ στον θείο Βαγγέλη, να πιω το γάλα μου και να πάω για ύπνο…
ΗΡΑΚΛΕΙΟ 4/10/2017
Μας ταξίδεψε αδάπανα και σε όμορφους προορισμούς.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!