
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΝ;
Στους δρόμους και στις πλατείες
κυκλοφορεί κι οπλοφορεί ο κορωνοϊός.
Μένουμε μέσα…
Ο φόβος κραυγάζει στα παραθυρόφυλλα
που είναι ερμητικά κλειστά.
Μένουμε μέσα…
Κρεμόμαστε στους τηλεοπτικούς δέκτες
και μετράμε νεκρούς.
Μένουμε μέσα…
Νιώθουμε κομπάρσοι σε ταινία τρόμου
με πρωταγωνιστή τη μικρότητά του.
Μένουμε μέσα…
Όταν με το καλό βγούμε έξω
θα μπορούν να μας γυρίσουν μέσα;
(7 Απριλίου)
ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Σε στενό οικογενειακό κύκλο, λίαν πρωί,
η κηδεία του άστεγου συμπολίτη μας.
Η ψυχή του –εν είδει γλάρου-
και η σορός του- σωρός υποψήφιου χώματος-
κάτω απ’ το αγαπημένο του αρμυρίκι.
Εκεί που τον βρήκε ο θάνατος.
Το “αιωνία αυτού η μνήμη”
από ένα περαστικό χελιδόνι
που ανέλαβε χρέη ιερέα,
λίγο πριν τον εξαφανίσουν τα κύματα,
ουδείς το άκουσε.
Γι’ αυτό δεν έφταιγε ο κορωνοϊός..
( 17 Απριλίου)
ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΩΜΕΓΑ
Πονώ…
Στον ενεστώτα της οριστικής
στο πρώτο ενικό του πρόσωπο
με τ’ αναπόφευκτα αποσιωπητικά.
Τυχαία η επιλογή του ρήματος –
το όμικρον και το ωμέγα τα φωνήεντά του-
ενώ ο κορωνοϊός δίνει μάχη οπισθοφυλακών
σχεδιάζοντας, ωστόσο την επάνοδό του.
Άλλο πονώ κι άλλο πονάς, πονά,
πονούμε, πονάτε, πονούν.
Δυσβάστακτο, μέγα για τον καθένα
το βάρος που σηκώνει το ωμέγα,
η κατάληξη του ρήματος.
(1 Μαΐου)
(Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Ιχνηλατώντας»)
ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ