«…Το νου σου στο σπάγκο», του έλεγε. «Φυσικά είναι η πιο αστεία παγίδα, μα εμείς οι κοκοβιοί τέτοιος χαζόκοσμος είμαστε που πέφτουμε πάνω της σαν στραβάδια. Σου πετάνε μια μύγα—να σε ταΐσουν τάχα—και καθώς τη δαγκώνεις πας στον άλλο κόσμο…».
«…Που λέτε, ο νεαρός κύριος Κοκοβιός ήταν έξυπνο ψαράκι. Ήξερε ένα σωρό κόλπα και μηχανές. Τα ‘φερε όμως από δω, τα ‘φερε από κει, κατάλαβε πως δεν γινόταν προκοπή. Η θάλασσα ήταν γεμάτη μεγάλα ψάρια. Κι αυτός, ο κοκοβιός, ένα τοσουδούλι ψαράκι. Ο κάθε χοντροψάρακας θα μπορούσε να τον καταπιεί ενώ αυτός δεν μπορούσε να χάψει κανέναν. Και γιατί να τρώει ο ένας τον άλλο; αναρωτήθηκε…».
Ο ΣΟΦΟΣ ΚΟΚΟΒΙΟΣ
Μ. ΣΑΛΤΙΚΩΦ ΣΤΣΕΝΤΡΙΝ*
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κοκοβιός. Που λέτε, αυτός ο Κοκοβιός είχε πολύ μυαλωμένους γονιούς. Πέρασαν τη ζωή τους χρόνο με το χρόνο κι έφθασαν σε βαθιά γερατειά χωρίς να γίνουν σούπα σε κανένα τσουκάλι ή να φαγωθούν από κανένα ροφό. Και παρακαλούσαν το Θεό την ίδια καλή τύχη να ‘χει και το παιδί τους.
—Το νου σου, γιε μου, αν θέλεις να χαρείς τη ζωή σου, να ‘χεις τα μάτια σου τέσσερα!
Αυτές ήταν οι τελευταίες συμβουλές του γέρο-κοκοβιού την ώρα που ξεψυχούσε.
Που λέτε, ο νεαρός κύριος Κοκοβιός ήταν έξυπνο ψαράκι. Ήξερε ένα σωρό κόλπα και μηχανές. Τα ‘φερε όμως από δω, τα ‘φερε από κει, κατάλαβε πως δεν γινόταν προκοπή. Η θάλασσα ήταν γεμάτη μεγάλα ψάρια. Κι αυτός, ο κοκοβιός, ένα τοσουδούλι ψαράκι. Ο κάθε χοντροψάρακας θα μπορούσε να τον καταπιεί ενώ αυτός δεν μπορούσε να χάψει κανέναν. Και γιατί να τρώει ο ένας τον άλλο; αναρωτήθηκε.
Από στιγμή σε στιγμή η καραβίδα θα μπορούσε να τον κόψει στα δυο με τις δικράνες της και κείνος ο φοβερός ψύλλος τού νερού να κολλήσει στη ράχη του και να του ρουφήξει όλο το αίμα. Ακόμα και τ’ αδέρφια του οι κοκοβιοί μόλις τον δουν να πιάνει καμιά νερόψειρα, χυμούν επάνω του κοπάδι να τη βουτήξουν. Και μόλις την ξεκολλήσουν από το στόμα του αρχίζει ο καυγάς ποιος θα την αρπάξει ώσπου στο τέλος δεν απομένει τίποτα από το ζουζούνι.

Κι αυτός ο άνθρωπος—τι παμπόνηρο πλάσμα! Τι κόλπα μηχανεύεται για να ξεπαστρέψει τούς κοκοβιούς. Και γιατί; Για το τίποτα. Δίχτυα και καθετές και συρτές και το φοβερότερο, μα όχι και το τελευταίο, ή πετονιά…
Εδώ που τα λέμε υπάρχει πιο χαζό πράμα από την πετονιά; Ένας σκέτος σπάγκος με αγκίστρι στην άκρη και μια μύγα ή ένα σκουληκάκι για δόλωμα. Και το καρφώνουν στις πιο αφύσικες στάσεις που μπορείς να φανταστείς. Κι όμως οι περισσότεροι κοκοβιοί στην πετονιά πιάνονται.
Ο πατέρας του τον δασκάλεψε πολλές φορές για τα κόλπα της πετονιάς.
«Το νου σου στο σπάγκο», τού έλεγε. «Φυσικά είναι η πιο αστεία παγίδα, μα εμείς οι κοκοβιοί τέτοιος χαζόκοσμος είμαστε που πέφτουμε πάνω της σαν στραβάδια. Σου πετάνε μια μύγα—να σε ταΐσουν τάχα—και καθώς τη δαγκώνεις πας στον άλλο κόσμο».
Ο γέρος τού διηγήθηκε ακόμα μια λαχτάρα πού πέρασε κάποτε, μια περιπέτεια που παρά τρίχα να τον κάνει ψαρόσουπα.
-Εκείνη την ημέρα ένα τσούρμο ψαράδες έριξαν τα δίχτυα και τα έσυραν σύρριζα στο βυθό κάπου δυο βέρστια. Θεέ μου, τι ψαρομάνι μάζεψαν τότε. Τι κεφαλόπουλα, τι λαβράκια, τι ροφούς, τι συναγρίδες, όλα ανακατωμένα. Ακόμα και το αμμοχάλικο του βυθού ανασήκωσαν. Όσο για κοκοβιούς, αυτοί μάτια μου ήταν αμέτρητοι.
H τρομάρα του γέρο πατέρα του καθώς ένιωσε πώς ήταν μπερδεμένος στο δίχτυ δεν περιγράφεται. Καταλάβαινε πώς τον έσερναν, αλλά ποιος και πού δεν ήξερε. Πλάι του από τη μια μεριά ήταν ένας ροφός κι από την άλλη ένας λάβρακας.
—Θεούλη μου δεν γλυτώνω τώρα, σκέφτηκε. Κάποιος από τούς δυο θα με χάψει, ένα τόσο δα ψαράκι πού είμαι.
Αλλά κανείς δεν τον άγγιξε.
—Δεν είχαν καιρό για φαγοπότια. Δεν είχαν καιρό, παιδάκι μου.
Μία μονάχα σκέψη τυραννούσε όλο το ψαρολόι στο δίχτυ:
—Χαθήκαμε! Άλλα γιατί, για ποιο λόγο δεν ήξερε κανείς.
Τέλος, άρχισαν οι ψαράδες να τραβούν τα σκοινιά. Ανέσυραν τα δίχτυα στη στεριά και άδειασαν το ψαρικό στην άμμο. Εκείνη την ημέρα έμαθε ο πατέρας του κοκοβιού τι θα πει ψαρόσουπα — κακαβιά την έλεγαν.

Εκεί, πάνω στην άμμο, ήταν κάτι κοκκινωπό που λαμπύριζε κι όλο ανάδινε σκούρα σύννεφα. Έβγαζε τόση πύρα που σου ‘ρχόταν να λιποθυμήσεις. Του είχε κοπεί η ανάσα έτσι πού βρισκόταν χωρίς νερό και κείνη η ζέστη όλο δυνάμωνε δυνάμωνε. «Φωτιά», έτσι την έλεγαν οι ψαράδες. Και πάνω σ’ αυτήν τη φωτιά είχαν απιθώσει κάτι μαύρο γεμάτο νερό πού αναταραζόταν βουρλισμένο λες και γινόταν φουρτούνα. Ήταν το «τσουκάλι», έτσι άκουσε να το λένε.
—Πέταξέ τα μέσα να γίνει ή κακαβιά, φώναξε κάποιος.
Και τότε άρχισαν να πετούν τα ψάρια στο «τσουκάλι».
Πλάφ! — το ψάρι έκανε βουτιά, πηδούσε πάνω σαν παλαβό κι ύστερα ξαναβυθιζόταν. Και σε λίγο έγινε ησυχία. Αυτή ήταν ή ψαρόσουπα.
Στην αρχή δεν κοιτούσαν τι λογής ψάρια έπιαναν. Τα πετούσαν αράδα στο τσουκάλι. Μα κάποια στιγμή ένας γέρο-ψαράς πρόσεξε τον πατέρα του κοκοβιού.
—Αυτό το σκατολοΐδι δεν κάνει για κακαβιά, είπε. Άστο να μεγαλώσει.
Τον πιάνει λοιπόν από την ουρά και τον σφεντονίζει στη θάλασσα.
—Μόλις βρέθηκα στο νερό, έδωσε ένα φευγιό και πήρα δρόμο για το σπίτι κολυμπώντας με όλη μου τη δύναμη. Έφτασα τέλος πάντων στο κονάκι ξεπνοϊσμένος. Και η μάνα μου αγνάντευε από το παραθύρι κ’ είχαν κοπεί τα ήπατά της από την τρομάρα.
Ο νεαρός κοκοβιός θυμήθηκε τις συμβουλές του κύρη του και μπήκε σε μεγάλες έγνοιες. Ήταν ένας τετραπέρατος κοκοβιός, μετριοπαθής φιλελεύθερος στις πολιτικές ιδέες και κατάλαβε πώς ή ζωή δεν είναι πουπουλένιο στρώμα.
«Άνοιξε τα στραβά σου, φιλαράκο, γιατί δεν ξέρεις τι σε περιμένει!».
Και μ’ αυτή τη σκέψη ξεκίνησε για τη ζωή. Η πρώτη του δουλειά ήταν vα ετοιμάσει μια κρυψώνα για να τρυπώνει μέσα ολομόναχος. Έσκαβε έναν ολόκληρο χρόνο με τη μύτη του ν’ ανοίξει το γιατάκι του. Και επιτέλους, πάνε οι τρομάρες! Τέλειωσαν οι μαύρες νύχτες πού περνούσε κρυμμένος στην άμμο του βυθού ανάμεσα στα φύκια και τα γουλιά. Επιτέλους όλα πήγαν καλά. Η φωλιά ήταν έτοιμη, καθαρή και κομψή, ίσα-ίσα να τον χωράει.

Η δεύτερη φροντίδα του ήταν να κανονίσει τα καθημερινά δρομολόγια της ζωής του. Τη νύχτα που οι άνθρωποι, τ’ αγρίμια και τα πουλιά κοιμούνται, αυτός θα βγαίνει για να ξεμουδιάζει, ενώ την ημέρα θα μαζεύεται και θα κουρνιάζει στην τρύπα του. Χρειάζεται όμως και τρόφιμα, όπως όλος ο κόσμος. Αυτός εδώ ούτε μισθό παίρνει, γιατί βλέπεις δεν είναι διορισμένος, ούτε υπηρέτες έχει να τού ψωνίζουν. Έτσι, είναι υποχρεωμένος να ξεμυτίζει από τον κρυψώνα του κάθε μεσημέρι, την ώρα που στη θάλασσα σεργιανίζουν όλα τα ψάρια για να πιάσει κανένα σκουληκάκι ή καμιά νερόψειρα, αν έχει τύχη. Αν δεν τα καταφέρει θα ξανατρυπώσει στη φωλιά του πεινασμένος και θα περιμένει τρέμοντας την άλλη μέρα.
—Καλύτερα θεονήστικος και να ‘χεις το τομαράκι σου παρά να χάσεις τη ζωούλα σου με χορτάτο στομάχι!
Κι έμεινε, που λέτε, πιστός στο πρόγραμμά του. Τη νύχτα έβγαινε περίπατο κι έκανε το μπάνιο του στο φεγγαρόφωτο και την ημέρα μαζευόταν τρέμοντας στην τρύπα του. Μονάχα το καταμεσήμερο ξεμύτιζε για καμιά μπουκιά. Αλλά δεν βγαίνει τίποτα με το μεσημεριανό κυνήγι γιατί τα μαμούδια κρύβονται κάτω από τα βράχια για να γλυτώσουν απ’ τη ζέστη. Τις περισσότερες φορές έπινε δυο γουλιές νερό κι έλεγε «δόξα σοι ο θεός!».
Οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν κι ο κοκοβιός πού και πού έπαιρνε έναν υπνάκο με το ένα μάτι. Φαΐ σπάνια έβαζε στο στόμα του. Κι όμως ήταν ευχαριστημένος.
—Χαλάλι! Είμαι ακόμα ζωντανός! Γι’ αύριο έχει ο Θεός! Κι έκανε το σταυρό του.
Κάπου-κάπου στο μισοΰπνι του ονειρευόταν πως τάχα κέρδισε στο λαχείο δυο χιλιάδες ρούβλια. Συνεπαρμένος από τη συγκίνηση αποξεχνιόταν, γύριζε από το άλλο πλευρό και—ω Κύριε των Δυνάμεων— το μουσούδι του έβγαινε από την τρύπα της κρυψώνας χωρίς να το πάρει χαμπάρι! Κι αν περνούσε εκείνη τη στιγμή από το σοκάκι κανένας ροφός; Θα τον άδραχνε και θα τον έσερνε έξω. Αυτό δεν θέλει συζήτηση!
Μια φορά, ξυπνώντας από έναν τέτοιο μισοϋπνάκο, άνοιξε τα μάτια και τι να δει. Ένας αστακός μπροστά στην τρύπα του. Στεκόταν εκεί ασάλευτος και αγριωπός με τα μάτια στυλωμένα πάνω στον μαρμαρωμένο από την τρομάρα κοκοβιό. Και μονάχα οι μουστάκες του αναδεύονταν από το ρεύμα τής θάλασσας. Ο κακομοίρης ο Κοκοβιδς παρά λίγο να πάθει συγκοπή. Μα ο άστακός δεν έλεγε να φύγει. Παραμόνευε εκεί πότε θα βγει το ψαράκι για να το χάψει. Περίμενε ακίνητος ώσπου σουρούπωσε. Κι όλες αυτές τις ώρες ο κοκοβιός κλεισμένος στην τρύπα του, έτρεμε, έτρεμε, έτρεμε…
Μια άλλη φορά πέρασε νέα λαχτάρα. Ήταν χαράματα και μόλις είχε γυρίσει στη φωλιά του. Νύσταζε και χασμουριόταν και ετοίμαζε τα στρωσίδια του να κοιμηθεί. Εκείνη τη στιγμή γυρνάει κατά την πόρτα και τι να δει. Ένας λάβρακας είχε κολλήσει τη μούρη του κι έτριζε τα δόντια του. Έμεινε εκεί όλη την ημέρα κοιτάζοντας λες και η θέα του κοκκοβιού ήταν κι αυτή μεζές για το λαβράκι. Μα ο παμπόνηρος ο Κοκοβιδς δεν το κούνησε ρούπι. Αυτά θα λέμε τώρα;
Τέτοια πράματα δεν γίνονται μια και δυο φορές. Κάθε μέρα ο Κοκοβιδς περνούσε τέτοιες λαχτάρες. Αλλά μόλις νύχτωνε έλεγε:
—«Δόξα σοι ο Θεός! Καλά τη σκαπουλάραμε και σήμερα!».
Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Ούτε παντρεύτηκε, ούτε παιδιά έκανε μ’ όλο που ο πατέρας του είχε φαμελιά, ολόκληρη στάνη ψαρόπουλα.
—Στον καιρό του πατέρα μου η ζωή ήταν παιγνίδι, δικαιολογιόταν ο κοκοβιός. Οι ροφοί ήταν πονόψυχοι και οι συναγρίδες δεν καταδέχονταν να κυνηγήσουν εμάς τα αποψαρίδια. Βέβαια, ο πατέρας μου λίγο έλειψε μια φορά να γίνει ψαρόσουπα. Να που βρέθηκε όμως ένας γεροψαράς να τον γλυτώσει. Αλλά τη σήμερον ημέρα τα ψάρια λιγόστεψαν στη θάλασσα κι έτσι έχουν πέραση ακόμα και οι κοκοβιοί. Α! όχι, όχι! Ούτε συζήτηση για οικογένεια. Να ζήσουμε μονάχα. Κι αυτό είναι μεγάλη δουλειά.
Έτσι, ο σοφός Κοκοβιός τα κατάφερε να ζήσει εκατό και παραπάνω χρόνια, όλα με αγωνία και τρομάρα. Ούτε φίλους είχε, ούτε συγγενείς απόχτησε, ούτε επισκέψεις έκανε, ούτε επισκέπτες χτύπησαν την πόρτα του. Χαρτιά δεν έπαιζε, κρασί δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν κυνηγούσε τα κορίτσια. Έτρεμε μονάχα σαν το φύλλο και σκεφτόταν: «Δόξα σοι ο Θεός. Είμαι ζωντανός!».\

Στο τέλος άρχισαν οι ροφοί να τον παινεύουν.
—Αν έμοιαζε του Κοκοβιού, έλεγαν, όλο το ψαρομάνι, θα ζούσαμε όλοι ζωή χαρισάμενη.
Το έλεγαν φυσικά για να αποκοιμίσουν τον κοκοβιό και με παινέματα και ταξίματα να τον βγάλουν απ’ την κρυψώνα του. Μα ο κοκοβιός τα μυριζόταν κάτι τέτοια και δεν έπεφτε στην παγίδα των εχθρών του.
Πόσα χρόνια έζησε, ύστερα απ’ τα εκατό, κανείς δεν ξέρει. Κάποια μέρα όμως ένιωσε να ζυγώνει το τέλος του. Έπεσε του θανατά κι όπως έβλεπε τα στερνά του σκεφτόταν.
—Ευχαριστώ, Μεγαλοδύναμε! Έζησα, έφαγα τα ψωμιά μου, και τώρα πεθαίνω όπως ο πατέρας μου και η μάνα μου.
Και κείνη τη στιγμή θυμήθηκε τα λόγια του γουλιανού:
—Κι αν έμοιαζε του Κοκοβιού όλο το ψαρολόι, θα ζούσαμε όλοι ζωή χαρισάμενη! Μα για στάσου, αυτή είναι ή ζωή;..
Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο κοκοβιός και ξαφνικά, έτσι σαν κάποιος να τού ψιθύρισε στ’ αφτί ξεφώνισε:
—Μα τι λέω; Αν όλοι οι κοκοβιοί έκαναν τέτοια ζωή η ράτσα μας θα είχε σβήσει».
Το πρώτο πού χρειάζεται για να μη χαθεί η φυλή είναι η οικογένεια. Κι ο κοκοβιός οικογένεια δεν είχε. Μα δεν είναι αυτό αρκετό. Για να ευημερήσει το γένος των κοκοβιών και να ευτυχήσουν τα μέλη του πρέπει να ζήσουν στο φυσικό τους στοιχείο κι όχι μέσα σ’ αυτή τη μαύρη τρύπα, σ’ αυτό το πηγάδι που τον κρατεί μισόστραβο φυλακισμένο. Τα μωρά πρέπει να τρέφονται καλά και να μην τους λείπει η συναναστροφή. Οι κοκοβιοί πρέπει να γνωρίζονται μεταξύ τους και καθένας να επωφελείται απ’ τις αρετές και τις ικανότητες του άλλου. Έτσι μονάχα θα τελειοποιηθεί το γένος και θα αποφύγουμε τον εκφυλισμό.
Είναι κακή αντίληψη πως μονάχα οι κοκοβιοί που κρύβονταν στις τρύπες τους μισότρελοι απ’ την τρομάρα είναι άξιοι πολίτες. Όχι, αυτοί δεν είναι πολίτες, είναι σκύβαλα, παλιομαρίδα. Δεν τους καίγεται καρφί για τους άλλους. Ούτε για το καλό όνομα νοιάζονται ούτε για τα κακό πονοκεφαλιάζουν, ούτε η τιμή τους αγγίζει, ούτε η ατιμία τους ενοχλεί. Με δύο λόγια είναι άχθος αρούρης.**
Ο κοκοβιός τα ένιωσε όλα αυτά ως τα βάθη της ψυχής του, τόσο έντονα, τόσο κοφτερά, που τον κέντησε η επιθυμία να ορμήση έξω απ’ την κρυψώνα του και να σεργιανίσει με το κεφάλι ψηλά καταμεσής στο ποτάμι. Αλλά εκείνη τη στιγμή ο τρόμος χύμηξε μέσα του ξανά και τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Κι έτσι μέσα στην αγωνία και στην τρομάρα έγειρε στα στρωσίδια του να πεθάνει. Τρέμοντας έζησε, τρέμοντας θα ξεψυχήσει…
Μπροστά στα θαμπά μάτια του άρχισε να ξετυλίγεται ολόκληρη η ζωή του σαν πανόραμα. Πότε ένιωσε χαρά; Ποιον βοήθησε; Σε ποιόν έδωσε μια φιλική συμβουλή; Προστάτεψε κανέναν, ζέστανε κανέναν, υπερασπίστηκε κανέναν; Ποιος μίλησε γι’ αυτόν, ποιος τον σκέφτηκε; Κανείς, ποτέ, πουθενά…

Έζησε μέσα στην τρομάρα και τίποτ’ άλλο. Ακόμα και τώρα που ο θάνατος χτυπάει την πόρτα του ανατρίχιαζε από το φόβο χωρίς να ξέρει γιατί. Είναι σκοτεινά σ’ αυτή τη τρύπα, πνίγεσαι απ’ τη μούχλα, δεν μπορείς να κινηθείς. Εδώ μέσα δεν φτάνει ποτέ ούτε αχτίνα του ήλιου ούτε ζεστασιά. Κι ο Κοκοβιός θαμμένος στην υγρή, θεοσκότεινη τρώγλη του, μοναχός, άγνωστος, αβοήθητος, άχρηστος περιμένει το θάνατό του από ασιτία για να γλυτώσει από τούτη την ανάξια ζωή του.
Άκουγε να περνούν έξω από την πόρτα του τα ψάρια, ίσως να περνούν και κοκοβιοί σαν αυτόν. Αλλά κανένα δεν δίνει έναν παρά. Κανένα ψάρι δεν σκέφτηκε: «Ελάτε να ρωτήσουμε το Σοφό Κοκοβιό πώς τα κατάφερε να ζήσει εκατό χρόνια χωρίς να τον καταπιούν οι ροφοί, χωρίς να τον κοψομεσιάσουν οι άστακοί, χωρίς να τον καρφώσουν τα αγκίστρια;»
Τίποτα. Περνούν όλα αδιάφορα, κολυμπάνε τραβώντας το δρόμο τους. Και ίσως να μην ξέρουνε πως εδώ δίπλα σε μια τρώγλη αργοπεθαίνει ο Σοφός Κοκοβιός.
Τα σκεφτόταν όλα ο ετοιμοθάνατος, τα ζύγιαζε όλα μέσα του, θυμόταν και ξαναθυμόταν. Ώσπου τον έπιασε η νύστα κι έπεσε σ’ ένα μισούπνι. Δεν ήταν ύπνος, μα το μούδιασμα, ο λήθαργος που έρχεται πριν από το τέλος. Στ’ αφτιά του έφτασε ο πρώτος ψίθυρος του θανάτου και στο κορμί του απλώθηκε μια λιγοθυμιά. Και τότε ξανάρθε το αγαπημένο του όνειρο: Να ‘χε, λέει, κερδίσει διακόσιες χιλιάδες ρούβλια στο λαχείο και να μεγάλωνε, να μεγάλωνε, να γινόταν μισό μέτρο μάκρος, έτσι που να μπορεί να καταπιεί μια συναγρίδα. Κι όπως ονειρευόταν, όλο ζύγωνε στην τρύπα της φωλιάς του ξεθάρρευε και το μουσούδι του ξεμύτισε, κι ύστερα γλίστρησε ολάκερος από την κρυψώνα του….
Και ξαφνικά χάθηκε. Τι έγινε κανείς δεν έμαθε. Τον έχαψε καμιά συναγρίδα; τον έκοψε στα δυο κανένας αστακός ή πέθανε από φυσικό θάνατο; Το πιθανότερο να έγινε αυτό το τελευταίο. Γιατί τι θα καταλάβαινε μια συναγρίδα να καταπιεί έναν γέρο ετοιμοθάνατο Κοκοβιό και μάλιστα ένα Σοφό Κοκοβιό;
Μετάφραση : ΚΥΡ. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
Αναδημοσίευση από την «Επιθεώρηση Τέχνης» (1964)
*Ο Μιχαήλ Σαλτίκωφ (1826-1889), γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Στσεντρίν, θεωρείται ως ένας από μεγαλύτερους Ρώσους σατιρικούς συγγραφείς. Καταγόταν από οικογένεια πλούσιων τσιφλικάδων και εργάστηκε σε πολλές επαρχιακές πόλεις της Ρωσίας ως δημόσιος υπάλληλος. Εξορίστηκε για τις επαναστατικές-δημοκρατικές ιδέες του και συνεργάστηκε με τους Μπελίνσκι, Τσερενισέφσκι, Νεκράσοφ κλπ.
**’Αχθος αρούρης είναι έκφραση ομηρική (Ιλιάδα Σ 104) και θα πει «βάρος της γης», «άχρηστος άνθρωπος».