Η θεία Σούλα

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα

«ΤΟ ΜΑΓΚΑΛΙ»

του Γιώργου Ηλιάδη

Η ΘΕΙΑ ΣΟΥΛΑ

Η θεία Σούλα αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στο βιβλίο των παιδικών μου χρόνων. Ήταν το βαρύ πυροβολικό της ενορίας. Το όνομά της συνώνυμο της προσφοράς και παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Έκανε ένα, ίσως και δύο κάρα φιλανθρωπίες ημερησίως. Έβγαζε δίσκο στην εκκλησία, μάζευε χρήματα για το φιλόπτωχο ταμείο, ρούχα και τρόφιμα για τους αναξιοπαθούντες. Πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, χάριζε χαμόγελα ανακούφισης και ελπίδας, ενώ εμψύχωνε και παρηγορούσε τους ανθρώπους. Τάιζε τα αδέσποτα της γειτονιάς, που ήταν από έξι μέχρι είκοσι ένα – ο αριθμός μεταβαλλόταν ανάλογα με το αν είχε  μεσολαβήσει η περίοδος κυοφορίας. Έκανε προξενιές, μιας και θεωρούσε μιστό, το να παντρέψει ένα φτωχό κορίτσι που διέθετε ελάχιστη ή καθόλου προίκα.

Η θεία είχε αρχές, κώδικα ηθικών, κοινωνικών και προσωπικών αξιών. Τότε υπήρχαν αρχές, όχι παραμύθια της Χαλιμάς και λόγια του αέρα! Είχε κρεμασμένη στον τοίχο της μικρής κουζίνας την αιώνια απειλή! Ακριβώς δίπλα από το ψυγείο, είχε μια εικόνα διαστάσεων εξήντα επί ογδόντα, που απεικόνιζε ανάμεσα στα άλλα τη ρομφαία Αρχαγγέλου που επικρέμεται για να σε αποτρέψει απ’ την αμαρτία. Αντικρύζοντας αυτή την απειλητική εικόνα, πάθαινες μεγάλο σοκ και έπαιρνες την απόφαση εσπευσμένα ν’ απαντήσεις στο δίλημμα: θα πας με τη θρησκεία ή θα μείνεις απέναντί της; Ανάμεσα δεν μπορούσες να μείνεις. Ή μαζί της ή εχθρός της! Ζόρι, μεγάλο ζόρι. Δύσκολη η απόφαση, ειδικά εάν έβλεπες την αφίσα της θείας και μάλιστα σε ασπρογκριζόμαυρο χρώμα.

Απεικόνιζε την κόλαση και τα περίχωρα, με όλα τα διαολάκια και τα αξεσουάρ τους, τις ανοξείδωτες σούβλες, με τις οποίες θα σ’ έψηναν στις ξερές αλάνες της κόλασης σαν αρνάκι της Λαμπρής, τις ουρίτσες των διαβολάκων που πηγαίνανε δεξιά-αριστερά, τις τρίαινες και τα μαστίγια, τα καζάνια, τα φαλακρά βουνά, τα ξερά πηγάδια, τις απέραντες ερήμους, χωρίς οάσεις, χωρίς ελπίδες. Όλα τα μελλούμενα δεινά περιέγραφε το ασπρόμαυρο πόστερ. Μάθαινες αναλυτικά σε ποιο καζάνι πηγαίνουν οι έχοντες μεγάλες αμαρτίες, σε ποιο οι έχοντες μικρές, σε ποιο πηγαίνουν αυτοί που έχουν λίγες! Πολλά καζάνια, με διαφορετική χωρητικότητα. Καζάνια ατομικά αλλά και ομαδικά. Μ’ έναν πρόχειρο υπολογισμό και βάσει του συνόλου των αμαρτιών που είχες κάνει, καταλάβαινες σύντομα για ποιο καζάνι προορίζεσαι, καθώς επίσης και για το αν το καζάνι σου θα ήταν χάλκινο, κεραμικό ή τεφλόν! Άλλο πράγμα είναι να την περιγράφεις και άλλο να τη βλέπεις και να τρέμεις σύγκορμος! Η δύναμη της εικόνας, ο φόβος της αιώνιας τιμωρίας να σε κρατά αιχμάλωτο, πολλές φορές δια βίου, και να διαμορφώνει την προσωπικότητά σου. Πίσω μου σ’ έχω δαίμονα! Πίσω μου σ’ έχω αφίσα!

people at theater

Μόλις ξεκινούσε η θεία την παρουσίαση και την ξενάγηση του βασιλείου των διαβολάκων, με έλουζε κρύος ιδρώτας, μου κόβονταν τα γόνατα. «Να, εδώ πάνε, παιδί μου, οι αμαρτωλοί. Ακριβώς εδώ που σου δείχνω. Σε αυτό το γήπεδο διαλέγουν τα διαβολάκια την πρώτη φουρνιά αμαρτωλών! Μετά τους βάζουν στη σειρά και αρχίζει το οδοιπορικό. Να… κοίτα! Βλέπεις; Εδώ, σε αυτό το ξέφωτο, ξεχωρίζουν αυτούς που θα πάνε στα μεγάλα καζάνια από αυτούς που θα πάνε στα μικρά».

Με έλουζε ο ιδρώτας, η καρδιά μου βάραγε σαν ταμπούρλο και φοβόμουν πολύ. Έκλεινα με το χέρι μου το ένα μάτι και κρατούσα το άλλο μισάνοιχτο, γιατί η θεία μπορεί στο κάτω-κάτω να μου έδειχνε πού θα με στέλνανε τα διαολάκια. Αν γινόμουν κι εγώ ένας αμαρτωλός, να μάθαινα τουλάχιστον τη διαδρομή, όταν θα έφτανα εκεί. Ρωτούσα τότε με τρεμάμενη φωνή: «Πώς πάνε, θεία, στην κόλαση; Με τα πόδια; Με λεωφορείο; Με φορτηγό; Μόνοι τους πηγαίνουν ή με παρέα; Και πώς ξέρουν τις διευθύνσεις;»

«Όχι, παιδί μου. Κάθισε να σου τα εξηγήσω. Εδώ, σε αυτό το πέτρινο βουνό έρχονται τα σαταναδάκια, με άμαξες που τις σέρνουνε φίδια και δράκοι. Παίρνουν τους αμαρτωλούς και τους ανεβάζουν ψηλά».

Παρά την τρομάρα μου, συνέχιζα να ρωτώ: «Και πώς ξέρουν τα σαταναδάκια τι αμαρτίες έχουμε κάνει;»

Ακάθεκτη η θεία, με τη σιγουριά πως είχε στρατολογήσει έναν ακόμη πιστό στα τάγματα του καλού, απαντούσε διεξοδικά και άνετα σε όλες τις απορίες.

«Ξέρουν γιε μου. Όλα τα ξέρουν. Και τα στραβά και τα σωστά, γιατί ο καθένας μας έχει ένα τετράδιο με διακόσια φύλλα, που το κουβαλά μαζί του όσο ζει. Πάνω σε αυτό το τετράδιο καταγράφονται αυτόματα όλες οι αμαρτίες, αλλά και οι αγαθοεργίες που κάνουμε, και σαν φτάσει η ώρα μας να αντιμετωπίσουμε την κρίση, το διαβάζουν οι ουράνιες δυνάμεις. Έτσι, ανάλογα με αυτά που γράφει έρχονται σατανάκια ή αγγελάκια και μας συνοδεύουν για εκεί όπου πρέπει να πάμε».

«Κι αν κάποιος κάνει τόσες πολλές αμαρτίες, που δεν χωράνε στο τετράδιο;»

Το μαγκάλι - Γιώργος Ηλιάδης
Γιώργος Ηλιάδης – Το μαγκάλι

«Όλα γίνονται! Αν έχει κάμει τόσες πολλές, του δίνουν ακόμα ένα τετράδιο, ύστερα κι άλλο αν χρειαστεί. Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο να μείνουν άγραφες οι αμαρτίες αλλά και οι αγαθοεργίες».

«Πω-πω! Και ποιος είπες ότι θα μας το δώσει το τετράδιο;»

«Έρχεται την κατάλληλη στιγμή ένα αγγελάκι ή ένα  διαολάκι, ανάλογα με την περίπτωση και το φέρνει».

«Ο παππούς πού πήγε, θεία; Ξέρεις;»

«Δεν θα έπρεπε να ρωτάς παιδί μου! Ο παππούς πήγε στον παράδεισο. Ήταν άγιος άνθρωπος, με μεγάλο φωτοστέφανο. Για κοίτα εδώ! Τον βλέπεις; Είναι μαζί με τον κύριο Ευλάμπιο, τον μεγάλο ευεργέτη της ενορίας, ο οποίος έφτιαξε το τέμπλο και το καμπαναριό. Δεν τους βλέπεις; Κάθονται κάτω από μια απ’ τις χιλιάδες χουρμαδιές και απολαμβάνουν. Τρώνε χουρμάδες, προσεύχονται και πίνουν κρυστάλλινα νερά από τις πηγές».

«Εγώ, θεία, πού θα πάω;»

«Δεν ξέρουμε ακόμα. Ανάλογα με τις πράξεις που θα κάνεις στη ζωή σου, θα βγει η απόφαση. Στα ουράνια, να ξέρεις, βασιλεύει η δικαιοσύνη».

Ρίγη διαπερνούσαν τη ράχη μου. Φόβοι με πλάκωναν σαν βάρος στο στήθος μου. Οι σκέψεις έσπερναν τον πανικό στο μυαλό μου. «Άτιμη κόλαση, δεν μου αρέσεις! Θέλω παράδεισο, να μπορώ ν’ αράζω στην πρασινάδα, να πίνω κρυστάλλινο νερό από τις κρήνες, να έχω ανατομικό στρώμα, μασέρ, προσωπική γυμνάστρια, να τρώω κάθε μέρα χαβιάρι, φιλέτα και σοκολατάκια, να πίνω σαμπάνιες, να πηγαίνω σ’ εορταστικά γκαλά». Όλ’ αυτά, βέβαια, θα γίνονταν με την προϋπόθεση ότι ο βίος θα ήταν ενάρετος».

Το πόστερ της θείας μιλούσε για την κόλαση που έχει μόνο κολασμένους, μα ούτε ένα αγγελάκι, έτσι, για δείγμα! Δείχνει παντού διαολάκια, καμία άνεση, καθόλου ρεπό, ούτε ίχνος αναψυχής, και σίγουρα κανένα χαρέμι με δίμετρες παρθένες! Αυτές είναι μέρος της εκδοχής του Παραδείσου σε άλλη θρησκεία, πιο ανατολίτικη!

Στο κέντρο της αφίσας με τσαλακωμένο φράκο και χωρίς παπιγιόν, ήταν ο αρχισερβιτόρος την ώρα του δείπνου, γιατί και στην κόλαση δεν αφήνουν τους κολασμένους ατάιστους! Ένας σεβάσμιος γερο-διάολος ήταν ο αρχισερβιτόρος, που είχε το γενικό πρόσταγμα στο εστιατόριο. Με δυο τεράστια κέρατα, σαν κρι-κρι, και τέσσερα αστέρια στις επωμίδες – μάλλον στρατάρχης της κολάσεως αγνώστου ηλικίας – έδινε διαταγές με τη χάρη ενός χορευτή των Μπολσόι. Στα τραπέζια, που ήταν φτιαγμένα από κακής ποιότητας εμ-τι-εφ, σαν τα τραπέζια εκστρατείας του στρατού, υπήρχαν πιάτα με χυλό, το μοναδικό φαγητό που σερβίρουν στην κόλαση. Αν θες να τρως αλά καρτ και γκουρμέ είσαι αναγκασμένος να πας παράδεισο. Κάθε βδομάδα έχουν εκεί γκεστ-σταρ έναν ξακουστό σεφ, ο οποίος έχει την επίβλεψη της κουζίνας. Μεταλλικά πιρούνια, μαχαίρια και κουτάλια δεν υπήρχαν στην αφίσα. Μόνο πλαστικά. Μέτρο προληπτικό σε περίπτωση που ξεσπούσε κάποια εξέγερση.

Φοβάσαι με όλ’ αυτά. Παθαίνεις ψυχικό τραλαλά! Αρχίζεις να αποφεύγεις τις αμαρτίες. Θέλοντας και μη, χαράζεις πορεία για τον Παράδεισο.

shallow focus photography of religious figurines

Δίπλα στο πόστερ, υπήρχε ένα πεντάπτυχο ζωγραφισμένο δια χειρός Κόντογλου και ένα οκτάπτυχο της Κρητικής σχολής από τον 15ο αιώνα, τότε που ήταν στα ξεκινήματά της και είχε πλημμυρίσει το νησί από εργαστήρια αγιογραφίας. Η περίφημη Κρητική σχολή που έβγαλε και τον Ελ Γκρέκο. Το πεντάπτυχο και το οκτάπτυχο είχαν μεγάλη αξία. Τα είχε κληρονομήσει από μια μακρινή της ξαδέλφη, την Δήμητρα, που η θεία Σούλα της στάθηκε στα στερνά. Κατά καιρούς της τα ζητούσαν για να τα εξετάσουν απ’ το μουσείο. Δέχθηκε υπέρογκες προσφορές από κάποιους ιδιώτες, οι οποίοι ήθελαν να εμπλουτίσουν τις θρησκευτικές συλλογές τους. Εκείνη ήταν ανένδοτη. Ούτε καν το σκέφτηκε. «Αυτά είναι κληρονομιά της ξαδέλφης μου. Κληρονομιά θα τ’ αφήσω κι εγώ στα παιδιά μου, όταν φύγω από αυτόν το μάταιο κόσμο».

Η θεία Σούλα είχε αγοράσει το πόστερ από τον Αλικιώτη, ένα βιβλιοχαρτοπωλείο στο κέντρο του Ηρακλείου, κοντά στα λεγόμενα «γρουσουζάδικα», εκείνα τα μαγέρικα που ήταν καμία εκατοστή μέτρα από το μεϊντάνι. Σερβίρανε τα πάντα. Από μπριτζόλες μέχρι σουτζουκάκια Σμυρναίικα, πετεινό κρασάτο – κοκκινιστό ή λεμονάτο – πατσά, γαρδουμπάκια, τηγανητό συκώτι, γλυκάδια. Τέτοια κελεπούρια, εκεί μόνο τα πετύχαινες. Και λίγο πιο πάνω, στου Αρίστου, στην πλατεία Ελευθερίας. Εκεί ήταν που πήρα το πρώτο μάθημα περί φαγητών.

Η θεία Σούλα μόλις σε τσάκωνε να ‘χεις κάνει αμαρτία, έστω κι αν αυτή ήταν μικρή, ας πούμε: να άνοιγες το βάζο με την κομπόστα πορτοκάλι και να βουτούσες μέσα το δάχτυλό σου χωρίς να τη ρωτήσεις, έβρισκε την ευκαιρία να σου υπενθυμίσει το «ου κλέψεις», γιατί φοβόταν πως μπορεί κάποτε ν’ άπλωνες και αλλού το χέρι σου. Έτσι, λοιπόν, σου μιλούσε και αμέσως μετά σου έδειχνε με μια ροζιασμένη βίτσα από αμυγδαλιά σε ποιο ακριβώς καζάνι θα πας, τι θερμοκρασία είχε το σκεύος εκείνη τη στιγμή, τι είδους ξύλο καιγόταν στη φωτιά, πόσο επηρέαζε την ατμόσφαιρα, μέχρι και ποιος ξυλοκόπος το είχε κόψει.

Η θεία Σούλα ήταν μεγάλη μορφή στην κυριολεξία. Στα νιάτα της θα έπρεπε να ήταν πανύψηλη για εκείνη την εποχή (1970). Ήταν γύρω στο 1,75. Μετά μάζεψε από τα γεράματα. Εγώ την πρόλαβα στο 1,65-1,68. Φορούσε μυωπικά γυαλάκια. Τα μαλλιά της τα έκανε κότσο με πέντε φουρκέτες και ένα διχτάκι. Είχε δυο ελιές στο πηγούνι της με τρεις τρίχες η καθεμιά, που τις έκοβε προσεκτικά μ’ ένα ψαλιδάκι, αφού εκτός από το γεγονός ότι ήταν θρήσκα, ήταν και αυτάρεσκη!

Ανταγωνιζόταν την γιαγιά Ουρανία στις δόσεις του φαγητού! Εκείνη είχε μανία να με ταΐζει γιουβέτσι, σμυρναίικα σουτζουκάκια και ντολμαδάκια με ντομάτα και μπόλικο άνηθο. Μετά έβγαιναν τα γλυκά, τα κουλουράκια με κανέλα ή σουσάμι, οι κουραμπιέδες, τα αμυγδαλωτά, άρτος, αντίδωρα… Συνυπεύθυνη με την Ουρανία και την Ελένη για το πρόωρο ζάχαρο που απέκτησα από τα γλυκίσματα.

«Φάε κι αυτό για το χατίρι του θείου Κώστα… και τούτο για την Παναγίτσα, κι αυτό για μένα και κείνο για το Θεούλη», μου έλεγε η θεία Σούλα. Έβαζε κι εκείνη μπροστά της ένα μικρό πιατάκι που το γέμιζε πέντε-έξι φορές με «μπουκίτσες», όπως τις ονόμαζε. Γέμιζε ένα μεγάλο νεροπότηρο με κρασί κοκκινέλι που το αγόραζε χύμα από έναν Αρχανιώτη τον Καλοχριστιανάκη, που είχε μαγαζί στα τρία πεύκα, επί της λεωφόρου Κνωσσού. Αφού έπινε το ποτήρι με τέσσερις γουλιές σε διάστημα εφτά-οχτώ λεπτών, έπιανε πάλι τη μπουκάλα, το μισογέμιζε και το έπινε μονορούφι. Για να δικαιολογήσει την οινοποσία έλεγε: «Κόκκινο κρασί να πίνεις. Κάνει καλό στην καρδιά. Το λένε όλοι οι γιατροί. Με αυτό φτιάχνουν και τη Θεία Κοινωνία. Οίνος ευφραίνει καρδία, λέει η θρησκεία μας».

Ύστερα, κοιμόταν για μισή ωρίτσα στο καναπεδάκι, αφού όμως πρώτα σταύρωνε τρεις φορές το μαξιλάρι. Αν έπινε και δεύτερη κούπα, έπεφτε στο κρεβάτι, σταύρωνε πάλι τρεις φορές το μαξιλάρι και κοιμόταν για κάνα δίωρο. Το απόγευμα θα έπρεπε να ντυθεί, να σενιαριστεί, να βάλει εκείνο το φτηνό κραγιόν και την κολόνια που της είχε στείλει η συννυφάδα της, η Ευρυδίκη, η οποία ζούσε αρκετά χρόνια στο Παρίσι και ήταν παντρεμένη με τον Πιερ, έναν συνταξιούχο ακροβάτη του τσίρκου.

εκκλησία στις Μαργαρίτες ΡεθύμνουΜόλις στολιζόταν, πήγαινε στην κοντινή εκκλησία της Ανάληψης. Μετά τον εσπερινό σταματούσε στο σπίτι της ξαδέλφης της, της Ασημίνας, για κουτσομπολιό, με ανταλλαγές συνταγών. Αν η Ασημίνα είχε μαζεμένες φίλες για επίσκεψη ή βεγγέρα, έπαιζαν και κανένα αθώο χαρτάκι με κάβα φασόλια, κουκιά ή στραγάλια, για να μην αμαρτήσουν και οδηγηθούν στην κόλαση με τις φωτιές και τα διαολάκια.

Σε περιόδους νηστείας, απαγόρευε στον εαυτό της να πίνει και αν μερικές φορές ένιωθε ακατανίκητη την επιθυμία να πιει, πήγαινε μπροστά στην αφίσα, την κοίταζε με δέος και ζύγιζε το ρίσκο. Αν τύχαινε να βρεθείς εκείνη τη στιγμή μπροστά της, σου μιλούσε περί εγκράτειας, προσευχής και για την μεταθανάτια ανταμοιβή.

Όταν ήταν να κοινωνήσω, επέμενε να με πηγαίνει η μάνα μου στην ενορία της, γιατί γνώριζε τον παπά και ήξερε πως θα έπαιρνα τη σωστή δόση. Επίσης θα μάθαινε αν είχα φιλήσει το χέρι του γέροντα, δείχνοντας το σεβασμό που απαιτούνταν. Μου τσιμπούσε τα μάγουλα και έλεγε: «Μπράβο το ανιψάκι μου! Θα τον κάνω εγώ καλό χριστιανό. Θα τον κάνω ηγούμενο να τον σέβονται όλοι!».

Η θεία Σούλα ήταν η μικρότερη αδελφή της γιαγιάς. Και οι δυο τους ήθελαν να σώσουν την ψυχή μου. Με τα δικά τους κριτήρια προσπαθούσαν να με βάλουν στο δρόμο του καλού, της σωτηρίας, στον σωστό δρόμο υπό την σκέπη της θρησκείας. Μαράζι το είχε που δεν κατάφερε να κάνει ηγούμενο τον Αποστόλη, τον ανιψιό της από τη μεριά του άντρα της, του Λουκά. Τον Αποστόλη, που ήταν ένα άσωτο ρεμάλι, καζανόβας, χαρτοκλέφτης, μόνιμα άνεργος εκ πεποιθήσεως και πρωτοπόρος απατεώνας. Αφού λοιπόν η επιχείρηση «ηγούμενος Αποστόλης» δεν στέφθηκε με επιτυχία, έπρεπε να γίνω ηγούμενος εγώ, με όποιο κόστος!

Η οικογένεια έπρεπε να βγάλει κάποιον με ιερατικό αξίωμα. Τα σχέδια της γιαγιάς όμως, ήταν διαφορετικά. Ήθελε να με ανεβάσει στα ανώτατα σκαλοπάτια της εκκλησιαστικής εξουσίας. Δεν της έφτανε να γίνω ηγούμενος! Καμιά από τις δυο όμως, δεν σκέφτηκε να με ρωτήσει αν είχα κι εγώ κάποια σχέδια για τη δική μου ζωή. Αυτό ήταν κάτι που το θεωρούσαν περιττό. Ήθελαν πάση θυσία να μου χαράξουν πορεία και να κάνω το σωστό. Σωστό για εκείνες ήταν να πορευτώ υπό την σκέπη της θρησκείας.


ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Διαστάσεις 14,8 Χ 21, σελίδες 266

Τιμή βιβλίου: από 17,00  τώρα 12,00  (περιέχει και το ΦΠΑ 6%)

  • Αγορά με εξόφληση μέσω τράπεζας: κόστος αποστολής 2,90 ευρώ.
  • Αγορά με αντικαταβολή: κόστος αποστολής 4,00 για την Κρήτη, 5,00 για την υπόλοιπη Ελλάδα. (Ισχύει για παραγγελίες με συνολικό βάρος έως 2 κιλά).
  • Λογαριασμός κατάθεσης

Εθνική: 489/006615-04

και IBAN GR95 0110 4890 0000 4890 0661 504

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s