ΒΑΘΙΑ ΧΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ – ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ

«ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΔΑΚΡΥ»

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ

Μια σταγόνα δάκρυ - Μιχάλης Τζανάκης
Μια σταγόνα δάκρυ – Μιχάλης Τζανάκης

Δεν είναι παρά άλλο ένα καράβι που φτάνει στο λιμάνι της πόλης, σίγουρα διαφορετικό απ’ αυτό που έφυγε τότε, είκοσι επτά χρόνια πριν! Τρεις μέρες ήταν δεμένο με απαγορευτικό του απόπλου του, εξαιτίας του βοριά που λυσσομανούσε. Ο Μάνος είχε έρθει μέσα στο αγιάζι να αποχαιρετήσει την Στέλλα. Σα να μην ήθελε ο Αίολος να χωρίσουν Γενάρη μήνα. Ο καιρός όμως, τελικά γαλήνεψε και η Στέλλα έφυγε. Και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, η Στέλλα ξανάρχεται. Ο Μάνος περιμένει στο ίδιο σημείο, αλλά αρχές φθινοπώρου ετούτη τη φορά, την πιο όμορφη εποχή για την πόλη. Η Στέλλα έρχεται για ένα προγραμματισμένο ιατρικό συνέδριο∙ κι είναι πραγματικά εκπληκτικό πως τόσα χρόνια, αν και είχε συμμετάσχει σε πάρα πολλά συνέδρια καρδιολογίας σ’ όλο τον κόσμο, η Κρήτη σα να την έδιωχνε, σα να μην ήθελε να της θυμίσει εκείνα τα χρόνια, εκείνο τον έρωτα.

Ο Μάνος λίγο πριν δέσει το πλοίο, ασυναίσθητα στρέφει το κεφάλι προς Νότο, στο «κεφάλι του Δία» που με το πρόσωπό του προς τον Ουρανό προστατεύει την πόλη από κάθε επιβουλή. Και στο Βοριά στέκει ο ίδιος Θεός με τη μορφή νησιού όμως, «Δία» ή «Ντία», να τηρεί την πόλη απ’ τους Κουρσάρους. Πάντα άρεσε στη Στέλλα ν’ ακούει τους θρύλους της πόλης απ’ το Μάνο, γέννημα-θρέμμα του Μεγάλου Κάστρου ή του Χάνδακα, όπως του άρεσε στα φοιτητικά χρόνια να αποκαλεί την πόλη του, για να εντυπωσιάσει ίσως τη Στέλλα.

Συστηματικά είχαν αποφύγει να συναντηθούν τόσα χρόνια, αλλά δεν άντεξε η Στέλλα στον πειρασμό του διαδικτύου και όταν είδε τη μορφή του Μάνου, το ίδιο στέρεη και γοητευτική, δεν άντεξε και τον ενημέρωσε για τον ερχομό της και την πιθανή συνάντησή τους, αν και ο ίδιος βέβαια το επιθυμούσε. Το συνέδριο ήταν η ευκαιρία. Τόση αγάπη, τόσοι επιπόλαιοι νεανικοί όρκοι, τόσες όμορφες στιγμές δεν μπορούσαν να καταχωνιαστούν απ’ τη μετέπειτα ειδυλλιακή ζωή τους.

Κανένας δε μετάνιωσε, γιατί εκείνος ο παραταμένος αποχαιρετισμός-χωρισμός, τις τρεις μέρες που το καράβι έμενε δεμένο, ήταν οριστικός. Ήταν τότε πολύ δύσκολο και για τους δυο τους, αλλά δε γινόταν διαφορετικά.

Η Στέλλα έμεινε στο κατάστρωμα να νοτίσει η πρωινή αλμύρα το πρόσωπό της τόσο που να αποδώσει σ’ αυτήν τα δάκρυα, καθώς θυμόταν τις ιστορίες του Μάνου για το Δία σε βορρά και νότο και καθώς αντίκρισε το κάστρο των Ενετών που έστεκε αγέρωχο στην είσοδο του λιμανιού, εκεί που πάντα ήθελαν να φιλιώνουν μετά τους καβγάδες τους.

 

Τα επόμενα λεπτά ήταν απερίγραπτα δύσκολα. Σώματα φθαρμένα απ’ το χρόνο, κάπως αμήχανα βλέμματα, βουρκωμένα και θολά, ρυτιδιασμένα μάτια με τη γοητεία των μεσηλίκων και οι απαραίτητες τυπικές φιλοφρονήσεις για τον «γενναιόδωρο» προς αυτούς χρόνο, έστω κι αν ήξεραν και οι δυο τους ότι δεν ήταν ακριβώς αλήθεια όσα έλεγαν, παρά αβροφροσύνες της στιγμής. 

-Δεν ήταν ανάγκη να έρθεις τόσο πρωί, το ξενοδοχείο είναι κοντά.

-Εσύ δε θα ερχόσουν, στη θέση μου;

Ένα χαμόγελο διέκοψε τη σύντομη κουβέντα.

Η Στέλλα είχε το επόμενο βράδυ ελεύθερο. Οι εργασίες του συνεδρίου θ’ άρχιζαν σε λίγες ώρες στο ξενοδοχείο που θα διέμενε. Το διήμερο θα είχε βαρύ πρόγραμμα, αλλά η αυριανή δεξίωση των συνέδρων ήταν απολύτως αδιάφορη για εκείνη. Ένα μόνο βράδυ, μετά από είκοσι επτά χρόνια στην πόλη που τη σημάδεψε, την προκαλούσε να το ζήσει.

Μάλλον άτσαλα κατέβηκε από το αυτοκίνητο, υπενθυμίζοντας στο Μάνο πως αν δεν τον έβγαζε απ’ το πρόγραμμά του θα χαιρόταν για ένα περίπατο στην πόλη μαζί του την επόμενη νύχτα. Εκείνος χαμογέλασε και λακωνικά της είπε ότι θα περιμένει.

Αυτή η μέρα ήταν δύσκολη και για τους δυο. Ο Μάνος εργαζόταν, αφού ήταν Παρασκευή αλλά – μάλλον αμήχανα – την πέρασε κι αυτή τη μέρα στο γραφείο του, ενώ η Στέλλα απορροφημένη στις εισηγήσεις των Συνέδρων, μόνο το ίδιο βράδυ  βούτηξε στα τρίσβαθα της μνήμης και δεν σταμάτησε να κλαίει τρυφερά από τις αναμνήσεις, μέχρι που η κούραση της έκλεισε τα μάτια.

Ηράκλειο
Φωτογραφία: Χρήστος Τσαντής

Τα Σαββατόβραδα στην πόλη αποτελούσαν και αποτελούν «ύμνο» της ζωής. Η καμπάνα του Αγίου Μηνά σκεπάζει τη φασαρία της πολυκοσμίας στο κέντρο της πόλης. Όποιος έζησε σ’ αυτήν λάτρεψε το γενναίο Άγιο που την προστάτευε απ’ το τρομερό μένος των Οθωμανών και μαγεύτηκε περπατώντας στην «Οδό της Πλάνης», κατηφορίζοντας απ’ την κρήνη Μοροζίνι προς την πύλη Μόρο, που δυστυχώς την γκρέμισαν κάποτε, με απαραίτητη στάση βέβαια στον άλλο ναό, του Αγίου Τίτου, το δεύτερο αριστούργημα του Γιαννιώτη αρχιτέκτονα, Αθανάσιου Μούση.

Η Στέλλα άργησε σκόπιμα να τηλεφωνήσει στον Μάνο. Ακολούθησε την ομάδα των συναδέλφων της που αργά το απόγευμα είχαν οργανώσει μια σύντομη περιήγηση στα πιο σημαντικά μνημεία της πόλης. Προσκύνησαν στον προμαχώνα Μαρτινέγκο το μεγάλο Κρητικό γραφιά-φιλόσοφο, που ατενίζει εξήντα χρόνια τώρα το «κεφάλι του Δία», ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με το διπλό πέλεκυ του Μίνωα στο Αρχαιολογικό Μουσείο, περπάτησαν στα τείχη ως τη θάλασσα για να αναπνεύσουν ατόφια, θαλασσινή Κρήτη.

Η Στέλλα εξήγησε πως για προσωπικούς λόγους αδυνατούσε να παραστεί στη βραδινή δεξίωση και ευγενικά ανανέωσε το ραντεβού με κάποιους απ’ τους συναδέλφους της για την πρωινή πτήση, αφού είχε εκπληρώσει ήδη το «τάμα» της να ξαναδεί την πόλη από θαλάσσης με τον ερχομό της.

Είχε χρόνια να στηθεί στον καθρέφτη τόση ώρα. Δεν ήταν η γυναικεία φιλαρέσκεια της μεσόκοπης καρδιολόγου, που την οδήγησε στην παρατεταμένη ορθοστασία αλλά η αγωνία για πώς θα περνούσε το βράδυ με τον άνθρωπο που είχαν «μετρήσει τόσα αστέρια μαζί», που είχαν ανταλλάξει τόσο ποιητικές φράσεις αταίριαστες σε μια μέλλουσα γιατρό κι έναν μέλλοντα Χημικό. Τρεις περίπου δεκαετίας σιωπής και τώρα έπρεπε να καλύψουν τον «χαμένο» χρόνο.

Δεν είχε σκοπό να αναφέρει τίποτα για την κατά τ’ άλλα επιτυχημένη οικογενειακή και επαγγελματική ζωή της, αλλά δεν ήθελε κι η ίδια ν’ ακούσει απ’ τον Μάνο κάτι σχετικό. Αλήθεια, πώς θα περνούσαν αυτές οι δυο-τρεις ώρες που θα ήταν μαζί σ’ ένα Σαββατόβραδο πυρετού αναμνήσεων στην πόλη;

Ο Μάνος, φαινομενικά ήρεμος, είχε πείσει τον εαυτό του πως εκείνο το βράδυ θα ήταν ένα ανέμελο και ευχάριστο διάλειμμα της καθημερινότητάς του, που απλά θα το περνούσε με έναν άνθρωπο αγαπημένο μεν, αλλά αποξενωμένο από καιρό δε. Η χθεσινή «υποδοχή» στο λιμάνι, σκέφτηκε, ήταν δύσκολη και για τους δυο.

Παρελθόν και παρόν αναμετρήθηκαν για λίγα λεπτά, χωρίς κανείς τους να ξέρει ποιος απ’ τους δυο χρόνους έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία. Η συνάντηση ορίστηκε – πού αλλού; – στο πλέον συνηθισμένο μέρος συνάντησης της πόλης, τα Λιοντάρια. Οι φωνές των νεαρών είχαν υπερκεράσει το νερό που έπεφτε παιγνιδιάρικα στη μαρμάρινη γούρνα του σιντριβανιού και τα φώτα που σηκώνονταν προς τις φιγούρες των μαρμάρινων ζώων της διακόσμησης και μπερδεύονταν με τα φώτα των μαγαζιών που ήταν ήδη κατάμεστα. Μπουγατσάδικα παραδοσιακά, σύγχρονα καφέ, οβελιστήρια, παγωτατζίδικα της μόδας, εμπορικά που εξακολουθούν να έχουν πελάτες λόγω παρατεταμένης τουριστικής περιόδου, όλη αυτή η οχλοβοή χαλαρώνουν το Μάνο που έχει στηθεί διακριτικά ένα τέταρτο νωρίτερα έξω από την ανακαινισμένη τον τελευταίο καιρό Βικελαία Βιβλιοθήκη, πνευματική κυψέλη της πόλης δεκαετίες τώρα.

Ηράκλειο

Ντυμένος απλά και καλαίσθητα, ίσως με πρόθεση να ανασχέσει στιλιστικά την πάροδο του χρόνου περιμένει τη Στέλλα με αγωνία. Δεν κατάλαβε πως με τόση σπουδή που έδειξε εκείνη τον αιφνιδίασε, ερχόμενη από την αριστερή του πλευρά, αγγίζοντάς τον απαλά στο δεξί ώμο.

-Η πόλη είναι πλέον πανέμορφη, Μάνο. Δεν έχει σχέση με αυτό που άφησα, τότε!

-Μα και τότε την αγαπούσες!

-Αυτό είναι άλλο. Νομίζω πως πλέον είναι πλατιά, μοιάζει σαν αγκαλιά που θέλεις να κουρνιάσεις μέσα της. Είναι κι η γλυκιά φθινοπωρινή ζέστη που την κάνει ακόμα πιο θελκτική.

-Όχι, σαν εκείνο το τριήμερο του Γενάρη, ε;

Η Στέλλα ολοφάνερα δεν ήθελε ευθύς εξαρχής να μπει σε συζήτηση αναδρομικών αφηγήσεων και ο Μάνος εξέλαβε αμέσως το μήνυμά της.

-Πού θέλεις να γευματίσουμε;

-Κάπου που να είναι ήσυχα. Δε χρειάζεται κάτι εξεζητημένο. Υπάρχει τίποτα που να επιβίωσε από τότε;

-Μη μου βάζεις δύσκολα, τώρα. Πάμε στην πλατεία Αγίου Δημητρίου; Είναι κοντά στο ξενοδοχείο και θα έρχεται η δροσιά της θάλασσας.

Κανείς δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για να γευτεί τα δύο φιλέτα που παρήγγειλαν. Ασυναίσθητα τήρησαν την προ τριακονταετίας συνήθειά τους να παραγγέλνουν ακριβώς το ίδιο πιάτο. Μετά βίας έπιναν με μικρές γουλιές το ελαφρύ άσπρο κρασί, δημιούργημα της Κρητικής γης. Η συζήτηση ήταν χωρίς θεματική συνοχή, ακόμα και κάθε προσπάθεια χιούμορ που έκαναν μιμούμενοι το παρελθόν, φαινόταν τόσο αποτυχημένη, ώστε ματαιωνόταν εν τη γενέσει της.

Η συζήτηση εκτροχιάστηκε σε γενικόλογους ψευτοφιλοσοφικούς στοχασμούς. Είναι φανερό πως ο χρόνος υπερκάλυψε το συναίσθημα με τη λογική. Κανένας απ’ τους δυο δεν επιτρέπει στο καταπιεσμένο συναίσθημά του να φανερώσει πως αυτοί οι δυο άνθρωποι αγαπήθηκαν σ’ αυτόν τον τόπο καιρό  πριν. Αναβάλλουν την πληρωμή του λογαριασμού, αφού δεν ξέρουν αν θέλουν να σηκωθούν απ’ τις καρέκλες τους, πού να πάνε και αν πάνε.

«Να περπατήσουμε;» παίρνει την πρωτοβουλία η Στέλλα.

Ο Μάνος περίπου άγαρμπα καλεί τον σερβιτόρο για να πληρώσει το λογαριασμό. Μ’ ένα νεύμα αποκλείει κάθε σκέψη της Στέλλας να συμβάλλει οικονομικά στο δείπνο και όρθιοι πια, σα να έχουν πάθει βέρτιγκο δεν ξέρουν πού να κατευθυνθούν. Αμήχανα περπατούν προς το βορρά, αλλά η Στέλλα παίρνει πάλι την πρωτοβουλία:

-Το σπίτι στέκει ακόμα; Ήταν από τότε παλιό.

-Ανακαινίστηκε πρόσφατα. Πριν λίγες μέρες πέρασα και το είδα. Η γειτονιά έχει αλλάξει.

-Πάμε;

-Γιατί όχι; Είσαι προετοιμασμένη όμως;

-Θα δείξει…

Ένα παλιό ψηλοτάβανο πετρόχτιστο σπίτι στην Αγία Τριάδα. Σε μια απ’ τις πιο παλιές γειτονιές της πόλης. Έξι χρόνια έζησε η Στέλλα εκεί. Σε τέσσερα απ’ αυτά ο Μάνος ήταν παρών στις λύπες και τις χαρές της. Ο φύλακας-άγγελός της με το πλεονέκτημα του ανθρώπου που ήξερε την πόλη. Πόσα φιλιά, πόσοι αναστεναγμοί, πόσα όνειρα κλείστηκαν ερμητικά στο ισόγειο πετρόκτιστο δυάρι! Αυτό το σπίτι πίστεψε πως θα ζούσαν μαζί οι δυο τους, αλλά τελικά διαψεύστηκε. Μαράζωσε από τότε, μέχρι που οι ιδιοκτήτες του αποφάσισαν να του ξαναδώσουν ζωή ανακαινίζοντάς το.

Καθώς έμπαιναν στην παλιά συνοικία απ’ την πλευρά της θάλασσας οι κουβέντες των δυο τους λιγόστεψαν…

Ηράκλειο

 

Ήταν παραμονή της αναχώρησης της Στέλλας και ο χωρισμός τους είχε αποφασιστεί λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Το σπίτι γυμνό από τη διακόσμηση και τα βιβλία ντάνες περίμεναν τη μετακόμισή τους, ενώ το άλλο βράδυ θα έφευγε και η Στέλλα. Δεν ήθελαν να μείνουν καθόλου εκεί εκείνο το βράδυ για πολλούς λόγους.

Ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά από την προηγούμενη μέρα και έκανε πιο οδυνηρή την αναχώρηση-χωρισμό. Είχαν περπατήσει στο τσουχτερό κρύο αρκετή ώρα, αλλά ο Μάνος έπρεπε να συνοδέψει για τελευταία φορά την αγαπημένη του στο ισόγειο της οδού «Βαλέστρα».

Λίγα μόλις μέτρα πριν φτάσουν στον «προορισμό» τους ξεσπά μια ασυνήθιστη για το νησί καταιγίδα. Σε δευτερόλεπτα ο στενός δρόμος έχει γίνει ρυάκι και οι δυο νέοι δεν έχουν πια καμιά επιλογή παρά να στηθούν κάτω από ένα υπόστεγο με νότιο προσανατολισμό, ώστε να μη φτάνουν στα σώματά τους οι ριπές του νερού που συνέχισαν να πέφτουν καταιγιστικά.

Κοντά καθώς ήρθαν και ξεχνώντας το συμφωνημένο από μέρες χωρισμό τους, γίνονται ένα σώμα, μια ψυχή. Αναπνέουν ο ένας την ανάσα του άλλου, οι καρδιές τους συντονίζονται σ’ έναν τρελό ρυθμό αλλά στην ίδια συχνότητα, τα στόματά τους γεύονται περιπαθώς τη γεύση του αδιέξοδου πια έρωτά τους.

Η μελαγχολία των τελευταίων ημερών δίνει τη θέση της σε απίστευτα λόγια, σε ύμνους αγάπης, έρωτα, αφοσίωσης. Ξέρουν πως είναι μάταια, αλλά το απολαμβάνουν.

Η Στέλλα, πάντα πιο τολμηρή απ’ τον Μάνο βγάζει απ’ το παλτό της ένα μεταλλικό στυλό και με πρόθεση να το αχρηστέψει χαράζει στο ξύλινο πατζούρι του εγκαταλελειμμένου σπιτιού τη μαγική φράση: «Σ’ αγαπώ».

Ο Μάνος παίρνει το στυλό και με το μέταλλο που ήδη έχει στραβώσει στο στόμιο του, γράφει τα αρχικά των ονομάτων τους. Σαν τα μικρά παιδιά που θέλουν να φτιάξουν σύμβολά για τις «δηλώσεις» τους, αφού στα λόγια είναι ακόμα άπειροι.

ΗράκλειοΑντικρίζοντας η Στέλλα το σπίτι που έζησε αυτά τα έξι αξέχαστα χρόνια της ζωής της, λυγίζει. Ασυναίσθητα πιάνει με τα δυο της χέρια τον αγκώνα του Μάνου κι αυτός τον κλείνει σε ένδειξη προστασίας και κατανόησης. Τα βήματά τους σέρνονται τώρα, καθώς πλησιάζουν και με δυσκολία εμποδίζει το κλάμα να γίνει αναφιλητό. Βουβαίνονται στη θέα της πόρτας που το ξύλο με το περίτεχνο ρόπτρο έχει αντικατασταθεί με το ψυχρό αλουμίνιο. Κοιτάζει το κτίσμα απ’ την οροφή ως τη βάση του, εκεί όπου αγκαλιάζεται απ’ το στενό αλλά υπερυψωμένο δείγμα πεζοδρομίου.

Δέκα λεπτά βουβά αρκούν. Η Στέλλα είναι έτοιμη να καταρρεύσει από συγκίνηση. Έρχονται τόσα στο μυαλό της που νιώθει πως θα εκραγεί το κεφάλι της. Ο Μάνος παίρνει την πρωτοβουλία να συνεχίσουν το περπάτημα νότια. Η Στέλλα χρησιμοποιεί και τα τελευταία αποθέματα ψυχραιμίας για να τον ρωτήσει:

-Το σπίτι που μας προστάτεψε από την καταιγίδα, υπάρχει;

Ο Μάνος αιφνιδιάζεται. Δεν έτυχε ποτέ να περάσει από εκείνο το στενό, αλλά ήταν από τότε ερείπιο και μάλλον θα είχε χτιστεί νεόδμητο. Στην Αγία Τριάδα άλλωστε, κάποια είχαν ανακαινιστεί πλήρως ενώ άλλα είχαν εγκαταλειφθεί, ώστε ο Δήμος να μεριμνά για την αποφυγή πιθανού ατυχήματος, προχωρώντας στην κατεδάφιση των πιο επικίνδυνων κτισμάτων πριν γίνει η από καιρό σχεδιαζόμενη ανάπλαση της περιοχής.

Τούτα τα βήματα πλέον είναι απελπιστικά δύσκολα. Μπερδεύονται και οι δυο, αλλά μπροστά τους αντικρίζουν το ίδιο ετοιμόρροπο κτίσμα, όπως και τότε. Ανέγγιχτο από οποιαδήποτε συντήρηση, χάσκει έρμαιο της φθοράς του χρόνου. Η Στέλλα πιάνει απ’ το χέρι τον Μάνο. Το ξεθωριασμένο ξύλο στο παράθυρο έχει αυλακωθεί για τα καλά απ’ το χρόνο. Κι όμως, το χαραγμένο απ’ το στυλό της Στέλλας «Σ’ ΑΓΑΠΩ», έμεινε ανέπαφο σα να χαράχτηκε μόλις χθες.

Τώρα κλαίνε και οι δυο. Ο Μάνος πάει να γείρει πίσω από την πλάτη της Στέλλας που με μια κίνηση τον κρατά σε απόσταση. Τον κοιτάζει βαθιά στα μάτια, ανοίγει την τσάντα της αργά, χωρίς να βλέπει, και ψηλαφίζει μέσα σ’ αυτήν ψάχνοντας προφανώς κάτι. Κρατώντας σταθερό το βλέμμα της βγάζει τον μεταλλικό σκελετό του στυλό που είχε κράτησε από τότε. Τώρα το κλάμα γίνεται αναφιλητό.

-Είναι το μόνο που κράτησα. Το πολυτιμότερο μέταλλο της ζωής μου!

Τα γόνατά τους λυγισμένα. Αγκαλιάζονται σφικτά. Χωρίς φιλιά τώρα, χωρίς λόγια ξαποσταίνουν απ’ την κούραση τριών δεκαετιών. Η  Στέλλα στο καλοδιατηρημένο απ’ τη γυμναστική στέρνο του Μάνου κι εκείνος χαϊδεύοντας τρυφερά την πλάτη της, απολαμβάνοντας το θεσπέσιο άρωμά της.

Σε λίγες ώρες ανακοινώνεται η πτήση και καλούνται οι επιβάτες να περάσουν στις θύρες εξόδου. Η Στέλλα λίγο πριν κλείσει το κινητό της στέλνει μήνυμα στο Μάνο. Γράφει τις ίδιες λέξεις που χάραξε είκοσι επτά χρόνια πριν στο ξύλινο παραθυρόφυλλο…

Η απογείωση θορυβώδης αλλά εντυπωσιακή. Το φως του ανατέλλοντος ήλιου βάφει στο βάθος το Γιούχτα, δημιουργεί αντανακλάσεις στα κτίρια της μεγαλούπολης, καθώς μικραίνουν όσο το αεροπλάνο παίρνει ύψος και λίγο μετά το νησί Ντία, ο «Δίας» της θάλασσας ξεμακραίνει. Η Στέλλα χαϊδεύει αμήχανα το μεταλλικό στυλό που δεν άφησε απ’ τα χέρια της από το προηγούμενο βράδυ.  


Μιχάλης ΤζανάκηςΔεκαοχτώ αυτοτελείς ιστορίες, δεκαοχτώ μικρά επεισόδια της διαδρομής ανθρώπων που στο τέλος της ιστορίας τους άφησαν «μια σταγόνα δάκρυ», ως απόσταγμα της βιωμένης εμπειρίας τους. Άνθρωποι φτιαγμένοι με τα ίδια υλικά που είμαστε φτιαγμένοι όλοι μας. Πρόσωπα υπαρκτά ή φανταστικά που είδαν, άκουσαν,  γεύτηκαν τη ζωή και βίωσαν κάποιες ιδιαίτερα «ευαίσθητες» για τους ίδιους στιγμές∙ κάτι σαν αυτό που αποκαλείται από όλους μας «αλατοπίπερο της ζωής».

Ο Μιχάλης Τζανάκης σπούδασε φιλολογία και εργάζεται στην 7η Υγειονομική Περιφέρεια Κρήτης ως διοικητικός υπάλληλος. Τακτικός συνεργάτης σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, με δημοσιευμένα άρθρα, χρονογραφήματα, αλλά και κριτικές. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί έξι βιβλία του (κυρίως ιστορικά μυθιστορήματα) και έχει διακριθεί σε διαγωνισμούς Ποίησης και Διηγήματος. Συμμετείχε σε δύο συλλογές διηγημάτων οι οποίες βραβεύτηκαν  από εκδοτικούς οίκους, καθώς και σε δύο Ποιητικές Ανθολογίες. 


ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Τιμή βιβλίου: 11,90 (περιέχει και το ΦΠΑ 6%)

  • Αγορά με εξόφληση μέσω τράπεζας: κόστος αποστολής 2,90 ευρώ.
  • Αγορά με αντικαταβολή: κόστος αποστολής 5,00 για την Κρήτη, 6,00 για την υπόλοιπη Ελλάδα. (Ισχύει για παραγγελίες με συνολικό βάρος έως 2 κιλά).
  • Λογαριασμός κατάθεσης

Εθνική: 489/006615-04

και IBAN GR95 0110 4890 0000 4890 0661 504

Τηλέφωνο: 6983 091058
email: ekd.radamanthys@gmail.com

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s