ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
«ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΔΑΚΡΥ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ, 2018
«Ο ΘΑΝΑΣΗΣ»
Ένας πραγματικά πανέξυπνος και πανέμορφος τύπος! Βλέμμα σπινθηροβόλο, διορατικός όσο κανένας άλλος, προνοητικός, δυναμικός και αποφασιστικός, ήξερε πότε να χαρεί και πότε να δείχνει θλιμμένος. Ήταν περίπου αδύνατον να τον ξεγελάσεις με οποιονδήποτε τρόπο. Είχε το χάρισμα της αντίληψης ανεπτυγμένο, παραπάνω απ’ το κανονικό. Δεν υπήρχε ούτε ένας απ’ τους ενοίκους της μικρής πολυκατοικίας που να μην τον λάτρευε. Ο Θανάσης για όλους μας ήταν κάτι παραπάνω από φίλος. Τον καταλαβαίναμε και μας καταλάβαινε. Τον αγαπούσαμε και μας αγαπούσε. Πάντα δίπλα μας στα εύκολα και τα δύσκολα, στα καλά και στα άσχημα. Πιστός στις συναντήσεις με όλους τους ενοίκους, σε κάθε ραντεβού του. Ένας κανονικός gentleman.
Δε θυμάμαι να τον είδαμε ποτέ θυμωμένο. Ακόμα κι όταν κάτι δεν του πήγαινε καλά, μπορούσε να ελέγχει το θυμικό του και δεν έκανε επιπολαιότητες που λίγο μετά ίσως θα τις μετάνιωνε. Ήξερε καλά πως μεγάλο προσόν ήταν ο αυτοέλεγχος και η αυτοσυγκράτηση και δεν μπορούσε κανείς να τον αποσπάσει απ’ αυτές τις αρετές. Κι όμως άρχισε ο Θανάσης να αλλάζει συμπεριφορά μόλις στην πολυκατοικία εγκαταστάθηκε ένα ζευγάρι ή για ν’ ακριβολογούμε όταν ήρθε για εγκατάσταση ο Ηλίας, ο γαμπρός του κυρίου Κώστα που παντρεύτηκε την όμορφη κόρη του, την Αμαλία.
Κατά έναν περίεργο τρόπο ο Θανάσης απ’ την πρώτη στιγμή δεν τον είδε με καλό μάτι. Τον ανεχόταν βέβαια στην καθημερινότητά του, αλλά δεν έδειχνε και καμιά ιδιαίτερη διάθεση να συνάψουν δεσμούς φιλίας. Δεν χρειαζόταν βέβαια, θα υποστηρίξει κάποιος, να γίνει κάτι τέτοιο∙ άλλωστε δεν συμπαθούμε όλοι τους πάντες, αλλά για την περίπτωση του Θανάση ήταν μάλλον περίεργο, καθώς ήταν φύσει θετικός με όλους και με όλα.
Ο Ηλίας δεν ήταν και ο πιο συμπαθής άνθρωπος ούτε για τους υπόλοιπους ενοίκους. Βλοσυρός και ανέκφραστος, μ’ ένα πολύ σκοτεινό βλέμμα, σπάνια χαμογελούσε, δεν έλεγε δεύτερη κουβέντα σε κανέναν, προσπερνούσε με αυστηρή τυπικότητα τις υποχρεώσεις του απέναντι στους άλλους, με μια κουβέντα ήταν ο ορισμός του αχώνευτου. Όλοι απορούσαν πως μια τόσο χαμογελαστή κοπέλα, όπως ήταν η Αμαλία ερωτεύτηκε έναν τόσο αντιπαθή άνθρωπο, σχεδόν μια δεκαετία μεγαλύτερό της, που η παραξενιά του τον έκανε να δείχνει πολύ μεγαλύτερος. Ακόμα και ο κύριος Κώστας πολλές φορές έδειχνε τη στενοχώρια του, γιατί στην μικρή πολυκατοικία ο γαμπρός του ήταν η μόνη παραφωνία, αλλά δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για να αρχίσουν τόσο νωρίς τα κουτσομπολιά και τα σχόλια.
Δεν άργησαν ωστόσο, να αρχίσουν οι προστριβές μεταξύ του νέου ζευγαριού. Οι τοίχοι του διαμερίσματός τους ήταν στενοί, για να κρατήσουν εντός τους την ανοίκεια συμπεριφορά του Ηλία, αλλά και κανείς δεν τολμούσε να του ζητήσει το λόγο. Ο κύριος Κώστας ολοένα και περισσότερο έδειχνε τη στενοχώρια του, βλέποντας τη μοναχοκόρη του απ’ τα πρώτα βήματα του έγγαμου βίου της να πέφτει θύμα της αφόρητης ζήλιας του άντρα της. Άλλωστε και ο ίδιος, αν και ποτέ δε συμπάθησε το γαμπρό του, δεν πρόβαλλε κάποια αντίρρηση για τον γάμο, ίσως λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του Ηλία, ο οποίος συνδύαζε την κοινωνική καταξίωση και την οικονομική επιφάνεια, αν και ο ίδιος ο κύριος Κώστας δεν ήταν άνθρωπος της ύλης και ποτέ δεν είχε δείξει δείγματα αλαζονείας ή έπαρσης.
Πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια και στην μικρή πολυκατοικία η ζωή κυλούσε στον ίδιο ρυθμό. Ο κύριος Κώστας φαινόταν να περνά μια περίοδο κατάθλιψης, αλλά με τρόπο διακριτικό ώστε να μην τροφοδοτεί αφορμές για περαιτέρω σχόλια, το ζευγάρι Ηλίας και Αμαλία στην ίδια ακριβώς κατάσταση, με τη διαφορά πως δεν ήρθε στη ζωή τους ένα παιδάκι κι αυτό είχε κάνει τον μεν Ηλία περισσότερο τραχύ και απόμακρο, την δε Αμαλία πιο μελαγχολική και εμφανώς προβληματισμένη.
Εκείνος που παρέμενε σταθερός παρά το γεγονός ότι πλέον ήταν εμφανώς γερασμένος και πιο άτονος, ήταν ο Θανάσης. Όλοι στην πολυκατοικία αναγνώριζαν το σθένος του και τη διορατικότητά του να ρίχνει σε κάθε ευκαιρία δολοφονικά βλέμματα στον Ηλία προειδοποιώντας τον πως, αν συνεχίσει έτσι, θα έχει να κάνει μαζί του. Μόλις άκουγε τις φωνές απ’ το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, έβγαινε στο κλιμακοστάσιο. Ήθελε να βρίσκεται σε ετοιμότητα, έστω κι αν αυτό χαλούσε την ησυχία του.
Ο Θανάσης ζούσε μοναχός του. Παρόλη τη μοναξιά του ήταν ίσως ο πιο κοινωνικός απ’ τους ενοίκους της πολυκατοικίας, πανταχού παρών, όχι για να μάθει ή ν’ ασκήσει κριτική, αλλά για να δημιουργεί σε όλους το αίσθημα της ασφάλειας ότι υπάρχει και κάποιος που, αν και ζει μόνος, είναι δίπλα και κοντά σε όλους∙ σε όλους, εκτός από τον Ηλία…
Σε μια άτυπη γενική συνέλευση όπου βρέθηκαν όλοι οι ένοικοι πλην του κυρίου Κώστα και του εν λόγω ζευγαριού του πρώτου ορόφου, όλοι εστίασαν στην προβληματική συμπεριφορά του Ηλία προς τους ενοίκους, αλλά και στις ολοένα ηχηρότερες προστριβές του ζευγαριού. Σ’ αυτήν την άτυπη γενική συνέλευση όλοι οι ένοικοι αναγνώρισαν πως μόνο ο Θανάσης είχε καταλάβει τον Ηλία, τι παλιάνθρωπος ήταν, και επίσης πως μόνο ο Θανάσης περιφρονούσε τα αξιώματα και εν γένει τη «δύναμη» του Ηλία και τον αντιμετώπιζε με τρόπο ειλικρινή.
Θα ήταν μέσα καλοκαιριού, όταν στο διπλανό διαμέρισμα απ’ αυτό του Ηλία και της Αμαλίας, καθόταν οι ένοικοι του, ένα ζευγάρι συνταξιούχων παρέα με τον Θανάση συζητώντας και με την τηλεόραση ανοιχτή να αναμεταδίδει για πολλοστή φορά τα χειμερινά σήριαλ. Κάποια στιγμή και μέσα στην απόλυτη ησυχία της θερινής νύχτας, άρχισαν πάλι οι διαπληκτισμοί από τον Ηλία και την Αμαλία, αν και για ν’ ακριβολογούμε πάντα ακουγόταν αυτός και όχι η κοπέλα. Ευθύς ο κύριος Στάθης, χρόνια ένοικος της μικρής πολυκατοικίας, χαμήλωσε την ένταση της τηλεόρασης προκειμένου να ξεκαθαρίσει τους ήχους που ακούγονταν.
Τρεις ηλικιωμένοι ακούνε πλέον καθαρά τις φωνές που μετατρέπονται σε χυδαίες ύβρεις εις βάρος της συζύγου του, ενώ ακούγεται ένα δυνατό χτύπημα που δέχεται. Ήταν η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Ο Θανάσης του το φύλαγε από καιρό∙ παρά την ηλικία του, πετάγεται στη βεράντα, ανεβαίνει στο ξύλινο τραπέζι και σαν αίλουρος βρίσκεται στη διπλανή βεράντα του πρώτου ορόφου. Η πόρτα του μπαλκονιού είναι ανοικτή και τον διευκολύνει στην καταδρομική του επιχείρηση. Σε λίγα δευτερόλεπτα βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ηλία∙ δεν υπολογίζει αξιώματα και καθωσπρεπισμούς.
Ο Θανάσης βλέπει την Αμαλία αναμαλλιασμένη σε κακή κατάσταση και τον Ηλία σκυμμένο από πάνω της να ετοιμάζεται να της δώσει άλλο ένα χτύπημα στο πρόσωπο.
Ο Θανάσης ορμά αφηνιασμένος πάνω του, τον ακινητοποιεί, απελευθερώνοντας την Αμαλία. Αδύναμος ν’ αντισταθεί ο Ηλίας στην οργή του Θανάση, ίσα που προλαβαίνει να βγει στο διάδρομο φωνάζοντας «βοήθεια, βοήθεια!», ενώ όλοι οι ένοικοι πλέον βρίσκονται στο χώρο. Ο Ηλίας ντροπιασμένος, κάτωχρος, ταπεινωμένος, δέχεται ένα δυνατό χτύπημα απ’ τον κύριο Κώστα, που ξεσπά πάνω του όλη την καταπιεσμένη από καιρό οργή του για τα βάσανα της κόρης του. Λίγο μετά θα φτάσει η Αστυνομία, ενώ οι πάντες αποθεώνουν τον «ήρωα» της βραδιάς, τον Θανάση. Μόλις αποκαταστάθηκε η διαταραγμένη τάξη στη μικρή πολυκατοικία, όλοι πήραν στην αγκαλιά τους το γέρο-Θανάση∙ ήταν και η τελευταία ηρωική πράξη της ζωής του. Μετά από λίγες βδομάδες εκείνος δεν υπήρχε πια.
Οι ένοικοι βίωσαν την απώλεια του ήρωα Θανάση, αφήνοντας μια σταγόνα δάκρυ ο καθένας τους στην ταφή του. Το Θανάση τον ήξεραν από τότε, που, μικρό κουταβάκι ακόμα, χώθηκε μια χειμωνιάτικη Κυριακή στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας γυρεύοντας λίγη τροφή. Από εκείνη την ημέρα έγινε ο πιο προσφιλής κάτοικός της. Τα γαβγίσματά του πρόδιδαν τόσο πολύ τα αισθήματά του που όλοι τον καταλάβαιναν με αυτήν τη σκυλίσια γλώσσα, μια γλώσσα που ενίοτε είναι πολύ πιο γλαφυρή από την ανθρώπινη. Εκείνος αγαπούσε τόσο πολύ όλους τους ενοίκους της μικρής πολυκατοικίας και αναγνώριζε την ανεκτικότητά τους, ειδικά στην περίοδο της νιότης του, όταν τους αναστάτωνε συχνά με τα γαβγίσματά του. Τότε που, ποτέ, κανείς τους δεν διανοήθηκε να διαμαρτυρηθεί για την «επιπόλαιη» στάση του. Αγαπούσε μικρούς και μεγάλους, οι οποίοι του ανταπέδιδαν την αγάπη τους. Ένας αληθινός «κύριος», φύλακας-άγγελος για όλους. Μόνο τον Ηλία δεν ήθελε∙ και δικαίως όπως αποδείχτηκε!
Η απώλεια του Θανάση αποτέλεσε για όλους μας μια προσωπική απώλεια, μια απώλεια ενός πλάσματος, που αν και δεν ήταν άνθρωπος, ήταν αξιαγάπητο, προικισμένο με όλες τις χάρες, τα αισθήματα αλλά και τα συναισθήματα που μας διδάσκουν πως η «ανθρωπιά» είναι λεκτική υπέρβαση της πραγματικότητας.
Συχνά λείπει απ’ τους ανθρώπους και περισσεύει στα ζώα. Μια σταγόνα δάκρυ ήταν λίγη για τον Θανάση…
Δεκαοχτώ αυτοτελείς ιστορίες, δεκαοχτώ μικρά επεισόδια της διαδρομής ανθρώπων που στο τέλος της ιστορίας τους άφησαν «μια σταγόνα δάκρυ», ως απόσταγμα της βιωμένης εμπειρίας τους. Άνθρωποι φτιαγμένοι με τα ίδια υλικά που είμαστε φτιαγμένοι όλοι μας. Πρόσωπα υπαρκτά ή φανταστικά που είδαν, άκουσαν, γεύτηκαν τη ζωή και βίωσαν κάποιες ιδιαίτερα «ευαίσθητες» για τους ίδιους στιγμές∙ κάτι σαν αυτό που αποκαλείται από όλους μας «αλατοπίπερο της ζωής».
Ο Μιχάλης Τζανάκης σπούδασε φιλολογία και εργάζεται στην 7η Υγειονομική Περιφέρεια Κρήτης ως διοικητικός υπάλληλος. Τακτικός συνεργάτης σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, με δημοσιευμένα άρθρα, χρονογραφήματα, αλλά και κριτικές. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί έξι βιβλία του (κυρίως ιστορικά μυθιστορήματα) και έχει διακριθεί σε διαγωνισμούς Ποίησης και Διηγήματος. Συμμετείχε σε δύο συλλογές διηγημάτων οι οποίες βραβεύτηκαν από εκδοτικούς οίκους, καθώς και σε δύο Ποιητικές Ανθολογίες.
ΦΟΡΜΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Εναλλακτικά καλέστε στο 6983 091 058 για τηλεφωνική παραγγελία
Τιμή βιβλίου: τώρα 11,40 από 13,40
- Αγορά με αντικαταβολή: κόστος αποστολής 3,00 (για το Νομό Χανίων), 4,00 (για Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Λασίθι), 5,00 (για την Ελλάδα, εκτός Κρήτης).
- Αγορά με εξόφληση μέσω τράπεζας: κόστος αποστολής 2,00 ευρώ.
[Λογαριασμός κατάθεσης]
–Εθνική: 489/006615-04
και IBAN GR95 0110 4890 0000 4890 0661 504