Ή περί του φοβερού κινδύνου της αναγνώσεως
ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΓΥΡΙΟΥ (1973)*
Το 1765, είκοσι τέσσερα χρόνια πριν από τη γαλλική επανάσταση, έναν ανώνυμο λίβελό του ο Βολταίρος, τον τιτλοφορούσε ειρωνικά: «Περί τού φοβερού κινδύνου της αναγνώσεως». Το κείμενό του το παρουσίαζε ως διακήρυξη του Γιουσούφ – Σεριμπί, ελέω Θεού μουφτή της Αγίας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο όποιος αναγκαζόταν να πάρει σκληρά μέτρα για να προστατέψει τους υπηκόους του από τα «ολέθρια αποτελέσματα της σατανικής εφεύρεσης της τυπογραφίας», υπεύθυνης για τη μετάδοση των στοχασμών που σκορπίζουν τα σκοτάδια της άγνοιας, ενώ η καημένη η άγνοια, είναι ο θεματοφύλακας και σωτήρας του έθνους (του Γιουσούφ κτλ.), γιατί το κρατά σε μια… «ευτυχισμένη ηλιθιότητα».
Η πρώτη έκδοση του «Ημερολόγιου Καταστρώματος, β’», έγινε σε 75 αντίτυπα και την αποτελούσαν τα φωτοτυπημένα χειρόγραφα του Σεφέρη. Το νόημα της ιδιόμορφης αυτής έκδοσης (αποκλειστικά ιδιωτικής όπως δήλωνε) αποσαφήνιζε η προμετωπίδα της: «Φτάσαμε τέλος στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας» και συμπλήρωνε η ένδειξη: Γ.Σ. 1941 (πρόλογος σ’ ένα ατέλειωτο βιβλίο).
Όμως για να αντιληφθούμε το πικρό χιούμορ της φράσης του Σεφέρη, δεν χρειάζεται να πάμε πίσω στο 1941, όταν οι χιτλερικές στρατιές κατείχαν σχεδόν όλη την Ευρώπη και νομοθετούσαν με τη λογική των όπλων τους. Ύστερα από 32 χρόνια (σημ. το άρθρο δημοσιεύθηκε το 1973) εξακολουθεί να καταργείται η τυπογραφία σε πολλές άκρες της σοφής από την τόση πείρα της Ευρώπη, κινδυνεύουν οι ίδιες αξίες που τουφέκιζε ο ναζισμός.
Η πικρή αυτή διαπίστωση δείχνει καθαρά πως δεν είναι ο αυθεντικός χιτλερισμός ο μόνος υπεύθυνος για το κύμα του σκοταδισμού που εξαπολύθηκε στο σύγχρονο κόσμο. Απλώς εκείνος χρησιμοποιούσε μια γλώσσα χωρίς προσχήματα και προφυλάξεις, αν και σήμερα ο σκαιός και αντιπαθητικός τόνος του χιτλερικού ύφους δεν έπαψε να ακούγεται. Και επειδή μετά την ήττα του δεν είχε πια τα μέσα για να συγκαλύψει τα εγκλήματά του, αφού δεν μπόρεσε — και δεν ήταν δυνατόν —- να εξαφανίσει όλους τους μάρτυρες, έρχεται μάλλον δύσκολο σε κάθε εραστή του χιτλερικού κυνισμού, να βγει τώρα και να τον υπερασπιστεί ανοιχτά. Ότι όμως η χιτλερική μεθοδολογία δεν πέθανε, δεν χρειάζεται φιλοσοφία για να το καταλάβεις. Αρκεί να κοιτάξεις τα εξανθήματά της που βγαίνουν στο δέρμα σου ή σε κάποιου διπλανού σου.
Οι επίγονοι και ανομολόγητοι θαυμαστές, χρησιμοποιούν όλα τα δοκιμασμένα της όπλα, προσθέτοντας και όσα τους παρέχει η νεότερη τεχνολογία — όχι καθεαυτή ένοχη. Κι επειδή η βία δεν δοξάζεται παρά μόνο σαν απλό μέσον, οι σκοποί θα έχαναν την επίφασή τους, αν έμεναν χωρίς βοήθεια. Η φροντίδα λοιπόν να ενταφιάσεις την αλήθεια περιορίζοντας και παραμορφώνοντας τις πληροφορίες που τη στοιχειοθετούν, πήρε τη μορφή ιδιαίτερης τέχνης και τεχνικής. Μόνο που τώρα πια είναι λιγότερο αποτελεσματική. Γιατί οι όποιοι ιδεόληπτοι μιας αλήθειας, καμωμένης στα δικά τους μέτρα, κι αν δεν έχουν ενδεχομένως το ίδιο εκμαγείο των χιτλερικών, αναγνωρίζονται από τα ίδια δαχτυλικά Αποτυπώματα.
Επιπλέον ειδικά σήμερα υπάρχει ένα βασικό λάθος στην υπόθεση. Τα κέρδη της τεχνολογίας που πάνε να εκμεταλλευθούν οι επίγονοι, είναι δίκοπα μαχαίρια. Δεν μπορεί κανείς να υποστηρίζει με το ένα χέρι την επιστήμη και με το άλλο να την βραχυκυκλώνει, προσπαθώντας να φράξει τις εκβάσεις της: την ελεύθερη σκέψη που η ίδια η επιστήμη από τη φύση της καλλιεργεί.
Πληρωμένη ή δωρεάν, η μόρφωση δεν εγκλωβίζεται σε γυάλινους κώδωνες. Η τάση και οι νόμοι της επιστήμης, οδηγούν με μαθηματική νομοτέλεια στο αίτημα της συνέπειας και της συνέχειας. Κι όσο πιο περιορισμένο πεδίο προορίζεις για την επιστήμη, για να σου προσφέρει μόνο τα κέρδη που σε ωφελούν, τόσο πιο πολύ εκείνη, από εγγενείς αντιδράσεις, περιφρονεί τα όρια που της θέτεις.
Γι’ αυτό αντί να ψάχνουμε για μυστηριώδεις δυνάμεις που συντονίζουν τα διάφορα σύγχρονα κινήματα των νέων, πιο φρόνιμο είναι να αντιληφθούμε επιτέλους ότι η δύναμη που τα εμψυχώνει βρίσκεται μέσα στον φέροντα οργανισμό της επιστήμης. Αλλιώς θα την πάθουμε κάποτε σαν τον μαθητευόμενο μάγο.
…η άγνοια, είναι ο θεματοφύλακας και σωτήρας του έθνους
Οι ευφυέστεροι εχθροί ενός ανθρωπινότερου κόσμου έχουν καταλάβει πως διαθέτουν κάποιο αποτελεσματικό και προσοδοφόρο μέσο: την εξαγορά των ατόμων που εκπροσωπούν την επιστημονική σκέψη με την ένταξή τους στα ποικίλα κυκλώματα του συστήματος, για να αποσβέσουν σιγά σιγά, με την καθημερινή τριβή, τις αρχικές ροπές με τις όποιες τροφοδοτήθηκαν.
Ωστόσο παρ’ όλες τις εκκαθαρίσεις και τους απορφανισμούς, κάποια μαγιά περισσεύει, κάποια υγιή στοιχεία διασώζονται. Όμως, ακόμη και στα πιο αλλοτριωμένα άτομα, δεν καταστρέφεται στο ακέραιο η φορά που έλαβαν από τη νομοθεσία της επιστήμης. Είναι ο λόγος που εξηγεί κάποιες χειρονομίες τους μπροστά στο δίλημμα ν’ αποφασίσουν το «μεγάλο, ναι ή το μεγάλο όχι». Αλλά ο κυριότερος όρος της προόδου, είναι ότι η σκυτάλη του φιλελεύθερου ερευνητικού πνεύματος, περνάει συνεχώς σε καινούρια αδιάφθορα χέρια, σε νέες και ανιδιοτελείς δυνάμεις, έτσι που να συντηρείται διαρκώς στο «μέγα σκότος» του κόσμου «ολίγο φως», που έλεγε ο Σολωμός. Γι’ αυτό μπορεί κανείς να οικτίρει εκείνους που προσπαθούν να κερδίσουν το στοίχημα της Ιστορίας, οσεσδήποτε προσωρινές νίκες και αν πετυχαίνουν. Το μέγιστο πού κατορθώνουν είναι να κατακτούν την ηροστράτεια δόξα ενός Χίτλερ ή ενός Μουσολίνι:
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράαινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν
τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους
δεν βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.
Τραυματισμένες ή λιπόθυμες σήμερα οι ηθικές αξίες, ανατυπωμένες ή όχι από τις εφθαρμένες πλάκες του Μωϋσή, κρατούν μια παράλογη δύναμη αντιστάσεως. Ο φόβος του Ντοστογιέφσκι ότι αν δεν υπάρχει θεός όλα επιτρέπονται, δεν βγαίνει δικαιωμένος. Οι πιο ουσιαστικές αξίες, εκείνες ακριβώς που αναγνωρίζουν την ισοτιμία των ανθρώπων, φαίνεται πως δεν τείνουν να εξαλειφθούν από τη συνείδησή τους. Μπορεί κανείς να τις αναγνωρίσει εύκολα στις ευαίσθητες επιφάνειες της σύγχρονης τέχνης, που οι ελπίδες και οι απελπισμοί της εκφράζουν την ύπαρξη τέτοιων ηθικών υποβάθρων. Κι όταν διαπιστώνουμε πως μια υπόθεση δεν την υποστηρίζει η τέχνη, μπορούμε να συμπεράνομε πως αυτή η υπόθεση δεν έχει ηθικά ερείσματα. Και δεν μπορεί να τη σώσει τελικά καμιά κατάργηση της τυπογραφίας ή αφυδάτωσή της, που είναι το ίδιο.
Ο Γάλλος ποιητής Πωλ Βαλερύ έλεγε κάποτε πως η ευρωπαϊκή πολιτική βρισκόταν πολύ κάτω από τη στάθμη του ευρωπαϊκού πνεύματος. Η σύνθεσή της σήμερα σε μεγαλύτερα μπλοκ, τον ίδιο χρόνο που και η επιστήμη έχει ευρύνει τους ορίζοντές της, κατέστησε το χάσμα ακόμη πιο βαθύ, μα συγχρόνως και πιο αδικαιολόγητο στις προωθημένες τουλάχιστον συνειδήσεις, πού τώρα είναι αριθμητικά σημαντικές. Κι αυτές μπορείς να τις φιμώσεις προσωρινά, αλλά δεν μπορείς να τις πείσεις. Είναι ο επαρκής λόγος γιατί τέτοιες «πολιτικές» (η λέξη με τις δύο της έννοιες), δεν αποκτούν ποτέ λαϊκή βάση.
… η ευτυχισμένη ηλιθιότητα
Το 1765, είκοσι τέσσερα χρόνια πριν από τη γαλλική επανάσταση, έναν ανώνυμο λίβελό του ο Βολταίρος, τον τιτλοφορούσε ειρωνικά: «Περί τού φοβερού κινδύνου της αναγνώσεως». Το κείμενό του το παρουσίαζε ως διακήρυξη του Γιουσούφ – Σεριμπί, ελέω Θεού μουφτή της Αγίας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο όποιος αναγκαζόταν να πάρει σκληρά μέτρα για να προστατέψει τους υπηκόους του από τα «ολέθρια αποτελέσματα της σατανικής εφεύρεσης της τυπογραφίας», υπεύθυνης για τη μετάδοση των στοχασμών που σκορπίζουν τα σκοτάδια της άγνοιας, ενώ η καημένη η άγνοια, είναι ο θεματοφύλακας και σωτήρας του έθνους (του Γιουσούφ κτλ.), γιατί το κρατά σε μια «ευτυχισμένη ηλιθιότητα».
Η Βολταιρική σάτιρα έβρισκε την καρδιά του στόχου, που δεν χανόταν με τη μετατόπισή του στο δυτικό άκρο της Ασίας. Μα και η ανωνυμία των λιβέλων του, δεν προστάτευε επαρκώς τον Βολταίρο, που εξαιτίας τους υπέστη πολλές διώξεις και εξορίστηκε από τον τόπο του αρκετές φορές.
Αλλά το πνεύμα του διαφωτισμού τελικά επικράτησε, παρ’ όλες τις ιερές συμμαχίες, που τροχοπεδούσαν ανώμαλα την Ιστορική εξέλιξη. Και μ’ αυτό προετοιμάστηκαν οι Έλληνες εκείνοι που ξεκίνησαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας του 1821. Με το φιλελεύθερο και ριζοτομικό πνεύμα, θρεμμένοι οι Έλληνες σπουδαστές που φοιτούσαν σκορπισμένοι στα διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης, συγκρότησαν τον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Ο Κάλβος μνημείωσε τη θυσία τους στην ομώνυμη ωδή του, μια από τις καλύτερες που έγραψε, ίσως επειδή ταυτιζόταν μαζί τους συναισθηματικά και πραγματικά.
*Ο Αλέξανδρος Αργυρίου (1921-2009) ήταν Έλληνας κριτικός λογοτεχνίας και ιστορικός. Το κείμενο δημοσιεύθηκε το 1973.