Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη «Τα δυο πουγκιά»
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη, «Τα δυο πουγκιά», καλύπτει χρονικά την περίοδο από τις αρχές του 20ου αιώνα, έως και τη δεκαετία του ’70 περίπου. Μεγάλο τμήμα του βιβλίου αφορά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση στην Κρήτη. Αποσπάσματα που έχουμε δημοσιεύσει κατά καιρούς, όπως ο σατιρικός διάλογος Χίτλερ-Γκαίρινγκ , το δραματικό «μνημόσυνο στο Μάλεμε», αλλά και το σημερινό τμήμα του έργου, για τη Μάχη της Κρήτης, αποτελούν υλικό που μπορεί εύκολα να δραματοποιηθεί και να αξιοποιηθεί σε σχολεία και εκδηλώσεις σχετικές με τη Μάχη και την Αντίσταση στους Ναζί, όπως μπορεί να διαπιστώσει και ο αναγνώστης.
Χρήστος Τσαντής
Γιώργος Ηλιάδης – Τα δυο πουγκιά, (Εκδόσεις Ραδάμανθυς)
…Ένα πρωινό του Μάη σκοτείνιασε ο ουρανός στην Κρήτη. Κάποιοι απ’ τους κατοίκους πίστεψαν πως θα ξεσπούσε μπόρα. Άλλοι φοβήθηκαν πως έρχονται ακρίδες που θα ρημάζαν τα σπαρτά, κι άλλοι, πιο καθησυχαστικοί, έλεγαν ότι πρόκειται για αποδημητικά πουλιά. Ορισμένοι θαύμαζαν τη μεγαλοπρέπεια με την οποία έπεφταν οι «ομπρέλες» από τον ουρανό κι είχαν πια σιγουρευτεί πως οι «ομπρέλες» ήταν που σκοτείνιασαν τον ήλιο.
«Ωραίο θέαμα», μονολογούσε κάποιος.
«Από πού λες να έρχονται;»
«Ποιος τις αμόλησε;»
«Μωρέ εσύ, βλέπω πως κουβαλούν ανθρώπους».
«Μουσαφιραίοι έρχονται γυναίκα! Φέρε τη ρακή να τους τρατάρουμε».
Μα σαν πλησίασαν περισσότερο οι «ομπρέλες», κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν: «Αυτοί μωρέ έρχονται για να κάμουνε πόλεμο. Δε θωρείς τα ντουφέκια και τα αυτόματα που κουβαλούνε; Δεν είναι μουσαφιραίοι. Γυναίκα, άσε τη ρακή και πιάσε τη διχάλα που έχουμε για το σανό του γαϊδάρου. Μανωλιό, άμε καμάρι μου να φέρεις τον τσιφτέ[1] του μακαρίτη του παππού σου».
«Δουλεύει μωρέ πατέρα;»
«Φέρ’ τον πρώτα κι ύστερα βλέπουμε. Κάνε γρήγορα να προκάνουμε. Έλα επαέ… ξάμωσε[2] ψηλά και βάρα! Τονέ βλέπεις τον κερατά;»
«Ποιον απ’ όλους μωρέ πατέρα, πολλούς βλέπω να κατεβαίνουν».
«Βάρα μωρέ… κι όποιον πετύχεις».
«Μα δεν ξέρω μωρέ πατέρα να ξαμόνω… δεν μου έχεις δείξει».
«Φέρτο επαέ και ξάνοιξε[3] καλά. Μια φορά θα σου δείξω κι ύστερα ξάσου. Κοίτα μόνο να μην πάνε χαμένα τα φυσέκια γιατί δεν έχουμε πολλά. Διάλε[4] την τύχη μου και τ’ αρθριτικά! Ξαναπάρε τον τσιφτέ και τράβα αυτό το διάολο που το λένε σκαντάλη. Τράβα τη μωρέ γρήγορα, γιατί ετοιμάζεται να μας σκοτώσει ετούτος που έφτασε με την ομπρέλα. Μπράβο αντράκι μου! Αυτός επήγε στο διάολο. Βάρα τον άλλον που πλησιάζει. Πάει κι αυτός! Σίμωσε να σου δώσω ένα φιλί στο κούτελο… Γυναίκα, φέρε γρήγορα τη διχάλα, γιατί τελειώσανε τα φυσέκια… Ήντα διάολο να την κάνω που δεν μπορώ να την κρατήσω από τα αρθριτικά μου… Βάστα την εσύ κι εγώ θα διατάζω… Όρμα σε τούτονε».
«Πού να τονέ καρφώσω; Θα του την παίξω στο λαιμό για να τονέ ξεκάνω τον κερατά».
«Όχι μωρέ γυναίκα. Στα πισινά χτύπα, να τον πιάσουμε αιχμάλωτο και να τον ανακρίνουμε».
«Κουβέντες θες μωρέ με τον κερατά;»
«Όχι μωρέ γυναίκα… δεν θέλω κουβέντες… να τονέ ρωτήσω θέλω».
«Ήντα διάτανο θα τονέ ρωτήξεις;»
«Να μάθω θέλω… ήντα γυρεύει επαέ; Να γιαγίρει στην πατρίδα του, στη γυναίκα του και στα κοπέλια του, γιατί αυτό το μέρος δεν είναι δικό του».
«Άσε να του τη χώσω στο λαιμό για να ’μαι σίγουρη και πιάνουμε αιχμάλωτο τον επόμενο».
Στο διπλανό χωριό, ο κυρ Βαγγέλης πήγαινε την αίγα για βοσκή. Ογδοντάρης πια και τα μάτια του είχαν προ πολλού προδώσει την αποστολή τους. Ο γιατρός προσπάθησε να του φορέσει γυαλιά, μα αυτό στάθηκε αδύνατο.
«Εμένα μωρέ ο πατέρας μου επόθανε 110 χρονώ και μέχρι τα τελευταία πέρναγε με τη μία την κλωστή στη βελόνα κι απόκιας την έδινε στην αδελφή μου να του μπαλώνει τα σώβρακα. Δεν θα ντροπιάσω εγώ τη μνήμη του με τούτα τα γυαλικά που θες να βάλω».
Σκόνταφτε, μα δόξα τω Θεώ σηκωνόταν στα γρήγορα, ξεσκόνιζε τα ρούχα του κι έριχνε καμιά ματιά γύρω του μήπως τον είχε δει κανένας να πέφτει. Δύσκολα διέκρινε το ένα πράγμα από το άλλο, όμως καταλάβαινε στο περίπου τι έβλεπε. Καθώς έδενε λοιπόν την αίγα του, έκατσε σε μια πέτρα κι άφησε δίπλα τον τσιφτέ του που εκτελούσε χρέη μπαστούνας. Το όπλο, οι προγονοί του, το είχαν πάντα μαζί τους για να διώχνουν τους Τούρκους ή κανέναν κλέφτη.
Ο κυρ Βαγγέλης κουβαλούσε τον τσιφτέ από συνήθεια ή όπως έλεγε: «για να παίρνει αέρα το όπλο, να μην κάθεται μοναχό του στο σπίτι». Έβγαλε το τσακουμάκι κι άναψε το ένα από τα δυο τσιγάρα που ήταν κρυμμένα στην τσέπη του γιλέκου του. Κάπνιζε κρυφά για να αποφεύγει τη γκρίνια της κόρης και της γυναίκας του. Δυο κάπνιζε άμα πήγαινε την αίγα για βοσκή και άλλα δυο το απόγευμα στο καφενείο.
Τότε, άμα μύριζε τσιγαρίλα, έριχνε το φταίξιμο στο ντουμάνι του καφενέ. Ήταν θρήσκος άνθρωπος κι όλο σταυροκοπιόταν, όταν δεν βλαστημούσε. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, συνήθιζε να σηκώνει το κεφάλι προς τον ουρανό και να προσεύχεται ευχαριστώντας τον Ύψιστο για τα χρόνια που του έδινε. Αυτό έκανε και τη στιγμή που έπεφταν οι Γερμανοί με τα αλεξίπτωτα. Είδε κάτι να πέφτει από τον ουρανό, μα δεν μπορούσε να διακρίνει καλά.
«Λες να είναι άγγελος;» αναρωτήθηκε. «Μπα! Για αετός μου φαίνεται. Α! Όλα κι όλα! Δε θα τον αφήσω εγώ να μου πάρει την αίγα. Θα τον πυροβολήσω», είπε κι αφού σιγουρεύτηκε πως ήταν αετός, του έριξε. Σύντομα όμως κατάλαβε πως ο ουρανός είχε γεμίσει αετούς. Έριχνε ο κυρ Βαγγέλης και οι «αετοί» σωριάζονταν στο χώμα ο ένας μετά τον άλλο. Αφού είδε πως οι αετοί πολλαπλασιάζονταν, άρχισε να τρέχει κατά το σπίτι.
«Μαριώ», φώναζε, «τρέχα γρήγορα στο αχούρι να σωθείς. Φώναξε και του Αγαθοκλή να βάλει κι αυτός στο αχούρι την προβατίνα και τις κότες. Αγαθοκλή…» ούρλιαζε, «κρύψε κακομοίρη μου τα οζά[5] να μην τ’ αρπάξουν οι αετοί».
«Ποιοι αετοί καημένε Βαγγέλη; Φυλάξου να μη σε βρουν οι σφαίρες», του φώναξε ο Αγαθοκλής.
Η γυναίκα του βγήκε με τον τσιφτέ στα χέρια και πήγε να πατήσει τη σκανδάλη, μα τ’ όπλο δε δούλευε. Ένας Γερμανός που είχε πέσει νωρίτερα, πλησίασε από τον αχυρώνα αλλά για κακή του τύχη, έφαγε δυο τσινιές[6] απ’ το γάιδαρο και ξαπλώθηκε κάτω. Το νέο έκανε γρήγορα το γύρο του νησιού και πολλοί υποστήριζαν πως αν το νησί διέθετε καμιά πενηνταριά γαϊδάρους σαν κι αυτόν, η Κρήτη δεν θα είχε υποδουλωθεί.
Αν οι Εγγλέζοι διοικητές και η ελληνική κυβέρνηση δεν είχαν δείξει εγκληματική αδιαφορία για την άμυνα του νησιού, η Κρήτη δύσκολα θα μπορούσε να πατηθεί από τους Γερμανούς, τουλάχιστον όχι μέσα στον Μάιο του 1941. Οι Άγγλοι δεν έδωσαν την αναγκαία σημασία στην άμυνα του νησιού, γι’ αυτό όταν οι Γερμανοί επιτεθήκανε με σχεδόν 1300 αεροπλάνα κάθε τύπου, εκείνοι είχαν να αντιπαρατάξουν καμμιά τριανταριά, από τα οποία τα μισά μόνο ήταν ικανά. Η ελληνική κυβέρνηση, από την άλλη πλευρά, που ήταν καθήκον της να προστατέψει τα πάτρια εδάφη, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Από φόβο για τα δημοκρατικά αισθήματα των Κρητικών, οι οποίοι είχαν ορθώσει το ανάστημά τους απέναντι στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δεν διέθεσε ούτε ένα τουφέκι στους πολίτες που ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν κι έστειλε μακριά την 5η Μεραρχία Κρήτης η οποία διέθετε κοντά στους 10.000 εξοπλισμένους κι ετοιμοπόλεμους άνδρες. Έτσι, το νησί στάθηκε γυμνό από εφόδια και έμψυχο υλικό απέναντι στην γερμανική λαίλαπα.
Οι πολίτες έσπασαν σε κάποιες περιπτώσεις τις αποθήκες και πήραν οπλισμό, ενώ όσοι μπορούσαν βρήκαν πεπαλαιωμένα τουφέκια των προγόνων τους και αγωνιστήκανε. Μα δεν ήταν μόνο οι ντόπιοι που παλέψαν αχρηστεύοντας το φοβερό όπλο των αλεξιπτωτιστών. Ήταν οι χωροφύλακες, οι Ευέλπιδες, μα και Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, Κύπριοι, Εγγλέζοι, που στάθηκαν μαζί σ’ αυτόν τον άνισο αγώνα…
©Γιώργος Ηλιάδης & Εκδόσεις Ραδάμανθυς
[1] Δίκαννο κυνηγετικό όπλο.
[2] Σημάδεψε.
[3] Κοίταξε.
[4] Επιφώνημα βρισιάς.
[5] Τα ζώα.
[6] Κλωτσιές.
Για παραγγελίες του βιβλίου συμπληρώστε τη φόρμα επικοινωνίας ή καλέστε στο 6983091058
Τιμή βιβλίου σε προσφορά: τώρα 12,90 (περιέχει και το ΦΠΑ)
- Αγορά με αντικαταβολή: κόστος αποστολής 3,00 (για το Νομό Χανίων), 4,00 (για Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Λασίθι), 5,00 (για την Ελλάδα, εκτός Κρήτης).
- Αγορά με εξόφληση μέσω τράπεζας: κόστος αποστολής 2,00 ευρώ.
[Λογαριασμός κατάθεσης]
–Εθνική: 489/006615-04
και IBAN GR95 0110 4890 0000 4890 0661 504
One thought