Η νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα και στην Κρήτη κατά τον 20ο αιώνα-Ζ. Γκριβέλ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Πάρις Ασανάκης
για την Α’ Εκδοση

Αύγουστος του 2000 στο Πάνω Χωριό της Ελούντας. «Ησυχαστήριο» Μανώλη Φουντουλάκη. Στην αγαπημένη ταράτσα του πάνω σπιτιού, η αυλαία σηκώνεται και η παράσταση αρχίζει για άλλη μια φορά: η πράσινη θάλασσα των λιόδεντρων της Περιβόλας αγκαλιάζεται με την ήρεμη λεκάνη του Κόρφου όπου το γαλάζιο εναλλάσσεται με το χρυσαφί των πρώτων ακτινών του ήλιου- η καφετιά πινελιά του Πόρου με τους Μύλους και το Κανάλι κρατάει σαν κάβος το Νησί δεμένο στη στεριά, ενώ τα βλοσυρά βουνά της Σητείας προσπαθούν να κρατηθούν αμέτοχα στο βάθος του μοναδικού αυτού σκηνικού αλλά όλο σκύβουν και κρυφοκοιτάζουν. Οι αισθήσεις αφήνονται απερίσπαστες να απολαύσουν το θέαμα: η τύρβη και η ακαλαισθησία, νομοτελειακές συνέπειες της άναρχης εκμετάλλευσης ενός τόπου που άξιζε περισσότερο σεβασμό από τους ανθρώπους που ευεργέτησε, δείχνουν να περιορίζονται -προς το παρόν- στην άλωση του Σχίσματος και -πιο αργά αλλά δυστυχώς σταθερά- του Μαυρικιανού…

Δεν βλέπω την ώρα να ξεκινήσω τη λήψη του μόνου αποτελεσματικού αντίδοτου κατά της σωματικής και ψυχικής καταπόνησης μιας δύσκολης χρονιάς που πέρασε: την εξερεύνηση της ομορφιάς της Κρήτης που κρύβουν οι αμέτρητες γωνιές της, διανύοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα εκτός των συνήθων τουριστικών προορισμών- εναλλακτικά, όταν οι ρυθμοί γίνονται κουραστικοί για τα γυναικόπαιδα, την περιπλάνηση στα βιβλιοπωλεία του Άγιου Νικολάου προς άγραν εκδόσεων που αφορούν το Λασίθι και την Κρήτη και την καταβρόχθισή τους.

Δεν έχω ακόμη καλά-καλά προλάβει να πιώ την πρώτη ρακή όταν -τάχα μου αδιάφορα ο θείος Μανώλης αφήνει δίπλα μου ένα βιβλίο:

Η Νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα και στην Κρήτη κατά τον 20ο αιώνα
Στο εξώφυλλο του βιβλίου η δυτική πύλη του φρουρίου της Σπιναλόγκας, απέναντι από τον οικισμό Πλάκα, το έσχατο σημείο επαφής των εγκλείστων ασθενών με τον έξω κόσμο, «Lasciate ogni speranza, voi, ch’ entrate!». (Όσοι μπαίνετε αφήστε εδώ κάθε ελπίδα, Δάντη, Κόλαση ΙΙΙ, 1).

«Τί είναι αυτό θείε;»

«- Τίποτε παιδί μου. Είναι ένα βιβλίο που έγραψε ο φίλος μου ο Ζουλιέν αλλά είναι στα γαλλικά και δεν μπορώ να το διαβάσω.»

«- Μα δεν είναι οδοντίατρος ο φίλος σου; Γράφει και βιβλία;»

«- Είναι η διδακτορική του διατριβή. Είναι η ιστορία των χανσενικών στην Ελλάδα. Ξέρεις, ο Ζουλιέν πηγαίνει χρόνια στην «Αγία Βαρβάρα» και περιποιείται αφιλοκερδώς τα δόντια των αρρώστων. Στο βιβλίο αυτό έχει καταγράψει τις αφηγήσεις των αρρώστων για τη Σπιναλόγκα, για τις συνθήκες διαβίωσης τους. Και αναφέρει μέσα και τη «Ρεμουντακειάδα».»

«- Ρεμουντακειάδα;».

Άλλο ένα βιβλίο κάνει την εμφάνισή του. Είναι το τελευταίο πράγμα που ήθελα εκείνη την ώρα. Επιστημονικά συγγράμματα και μάλιστα ιατρικού περιεχομένου; Ό,τι ακριβώς επιβάλλεται ν’ αποφεύγει ένας δικηγόρος πνιγμένος στα χαρτιά όλο το χρόνο, τις δυο αυτές εβδομάδες που μπορεί μετά βίας ν’ αποδράσει.

Θέλεις η λαχτάρα που συνέλαβα στο ύποπτα ήρεμο βλέμμα του θείου Μανώλη; Θέλεις η περιέργεια; Ό,τι κι αν ήταν, ένα ξεφύλλισμα ήταν αρκετό ώστε το όραμα των διακοπών που σχεδίαζα όλο το χρόνο να καταρρεύσει σε μια στιγμή: η ανάγνωση του βιβλίου του Ζουλιέν τελείωσε το απόγευμα της ίδιας ημέρας- ο «Αϊτός Χωρίς Φτερά», η αυτοβιογραφία του Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη, διαβάστηκε κι αυτή μονοκόρδι την επόμενη μέρα. Η λαχτάρα του θείου Μανώλη είχε γίνει πια και δική μου. Το βιβλίο του Ζουλιέν έπρεπε να μεταφραστεί στα ελληνικά! Και, αμέσως μετά, έπρεπε να εκδοθεί η «Ρεμουντακειάδα»!

Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Ο θείος Μανώλης, με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού που του έκαναν ένα πολυπόθητο ρεγάλο, επέβαλλε -ακόμη πιο- απόλυτη ησυχία στη γειτονιά του Πάνω Χωριού για να μπορώ να γράφω απερίσπαστος. Κάπως έτσι και μέχρι να τελειώσουν οι «διακοπές» ολοκληρώθηκε η μετάφραση του βασικού κειμένου.

Η επάνοδος στην Αθήνα και οι επαγγελματικές υποχρεώσεις που, λες και το έκαναν επίτηδες, ολοένα εντείνονταν, ανέκοψαν το φρενήρη ρυθμό της Ελούντας, με αποτέλεσμα οι τελευταίες αυτές γραμμές να γράφονται δυο χρόνια αργότερα από το ξεκίνημα, αυτή τη φορά στο Μαυρικιανό, με φόντο το δειλινό που προσθέτει τις δικές του πινελιές στον Κόρφο, το Νησί και τον Πόρο -και ομορφαίνει και αυτό ακόμη το Σχίσμα.

Τα δύο αυτά χρόνια που μεσολάβησαν, ωστόσο, μου έδωσαν την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά έναν πραγματικό Άνθρωπο, απ’ αυτούς που σπανίζουν στις μέρες μας, ένα σύγχρονο Σαμαρείτη, απ’ αυτούς που έχει θέσει αφειδώς στην υπηρεσία της ανθρωπότητας η γενέτειρα του Ερρίκου Ντινάν, ένα γνήσιο Φιλέλληνα, απ’ αυτούς που μας κάνουν να καμαρώνουμε που είμαστε Έλληνες, έναν ανιδιοτελή Φίλο, απ’ αυτούς που ο καθένας θα ήθελε ν’ αποκτήσει και να κρατήσει για πάντα: τον Ζουλιέν Γκριβέλ.

Ζουλιέν Γκριβέλ

Ο «Ιουλιανός», όπως του αρέσει να συστήνεται στα ελληνικά, συνέγραψε τη διατριβή του με την ίδια μεθοδικότητα, ανιδιοτέλεια και ευαισθησία που χαρακτηρίζουν την επαγγελματική του σταδιοδρομία, το φιλανθρωπικό του έργο και την προσωπική του ζωή. Η καθυστερημένη εξάλλου ολοκλήρωση του μεταφραστικού έργου έδωσε κα στον ίδιο την ευκαιρία να εμπλουτίσει το πρωτότυπο με την περιγραφή του ταξιδιού του στη Χίο, όπου λειτουργούσε «λωβοκομείο» από το Μεσαίωνα και στη Σάμο (βλ Επίμετρο).

Από τις πρώτες κιόλας γραμμές γίνεται φανερό ότι σκοπός του έργου δεν είναι, όπως συνηθίζεται με την εκπόνηση μιας διατριβής, η απαρχή μιας ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας -πράγμα που θα άφηνε εντελώς αδιάφορο τον κοινό ή μη μυημένο στην ιατρική αναγνώστη.

Αντίθετα πρόκειται για μια «κατάθεση ψυχής», για την κοινολόγηση της συσσωρευμένης πείρας μιας ζωής: για την καταγραφή της ιστορικής διαδρομής και το ψυχογράφημα μιας κοινότητας, όπως την βίωσε μέσα από τη μακρόχρονη και μοναδική αυτή σχέση του με τους Έλληνες χανσενικούς, τα μέλη της οποίας αποτέλεσαν στην πλειοψηφία τους αντικείμενο μοναδικής στα χρονικά -και ευχόμαστε ανεπανάληπτης στο μέλλον- εκδήλωσης κοινωνικής προκατάληψης και ιδιόμορφης μισαλλοδοξίας.

Η προκατάληψη αυτή και η μισαλλοδοξία, απόρροια μιας δεισιδαιμονίας που καλλιέργησαν επί αιώνες τα αποκρουστικά συμπτώματα της ασθένειας, αφενός, και, αφετέρου, η άγνοια του τρόπου μετάδοσης (μέχρι ν’ ανακαλυφθεί στα τέλη του 19ου αιώνα ο «βάκιλος του Χάνσεν») και της αιτιολογίας της (που παραμένει άγνωστη μέχρι και σήμερα) έφθασε στο αποκορύφωμά της στην Ελλάδα με την εφαρμογή της μεθόδου της «προσαγωγής» -σύλληψης ουσιαστικά- και του εγκλεισμού των «λεπρών», «λουβιάρηδων» ή «μισκίνηδων» στο νησί της Σπιναλόγκας που διήρκεσε 50 χρόνια.

Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτο το γεγονός, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης συγκριτικής μελέτης, ότι η μέθοδος αυτή ακολουθήθηκε από τους Έλληνες «εθνοσωτήρες», αρχικά από τη δικτατορία του Μεταξά για να γενικευθεί μετά το τέλος του Εμφυλίου, και για την απομόνωση των ιδεολογικά «λεπρών» στα ξερονήσια της Γυάρου, της Μακρονήσου, του Αη-Στράτη…

Από την άλλη πλευρά όμως είναι επίσης εντυπωσιακή η συγκομιδή των ευρημάτων του συγγραφέα από την ερευνά του στις ελληνικές πηγές. Τη συλλογή της νομοθεσίας θα την ζήλευε και νομικός: από τα πρώτα νομοθετήματα της Κρητικής Πολιτείας μέχρι και τον τελευταίο νόμο 1137/1981.

Από τις ιατρικές πηγές εξάλλου «ανέσκαψε» δημοσιεύσεις του χρονολογούνται από το 1933, το 1939, το 1948 -εποχές που τις χαρακτηρίζουν η σύγκλιση των απόψεων του ιατρικού κόσμου και της ελληνικής κοινής γνώμης ως προς την απομόνωση, ιατρική και κοινωνική, των χανσενικών. Έχοντας στη διάθεσή μου και τις πηγές αυτές, προσπάθησα να εμβαθύνω στην επεξεργασία τους με το μάτι του Έλληνα μη ιατρού αλλά, φευ, νομομαθούς- ερευνητή, κάνοντας πιο εκτενείς παραπομπές στο περιεχόμενο τους όπου το έκρινα ενδιαφέρον, χωρίς ωστόσο να παρέμβω στο πρωτότυπο κυρίως κείμενο. Για το λόγο αυτό προτίμησα να κρατήσω τις παραπομπές σε κάθε σελίδα αντί να μεταφερθούν στο τέλος του κειμένου, έτσι ώστε να είναι πιο άμεση η αναδρομή στα πρόσθετα αυτά πληροφοριακά στοιχεία και σχόλια, ζητώντας την κατανόηση όσων τυχόν θα κουράσει η διάταξη αυτή. Τα αποσπάσματα εξάλλου από τις εφημερίδες πανελλήνιας και κρητικής κυκλοφορίας της δεκαετίας του ’50, της εποχής κατά την οποία «η λέπρα νικήθηκε, έμεινε όμως ο λεπρός», είναι ενδεικτικά της έλλειψης ενημέρωσης και αντανακλαστικών τόσο των αρμοδίων όσο και της κοινής γνώμης (πανελλήνιας και τοπικής) -δεινά που εξακολουθούν να ταλανίζουν τον τόπο σε σχέση με όλα τα καίρια ζητήματα.

Από το 1949, οπότε γενικεύεται διεθνώς η εφαρμογή της θεραπείας για την καταπολέμηση της νόσου, το θεσμικό πλαίσιο της ουσιαστικής κοινωνικής επανένταξης των χανσενικών υιοθετείται στην Ελλάδα το 1981 (!) -όταν η συντριπτική πλειοψηφία όσων την χρειάζονταν έχει απλά πεθάνει…

Από το 1949, οπότε μια νέα ζωή ανατέλλει για τους χανσενικούς απανταχού της γης, οι έγκλειστοι της Σπιναλόγκας θα απελευθερωθούν μόνο μετά από οκτώ (8) ολόκληρα χρόνια συνεχούς αγώνα ευαισθητοποίησης των αρμο-δίων και της κοινής γνώμης!

Και από το 1957, όταν η Σπιναλόγκα ερημώνει ύστερα από 400 χρόνια συνεχούς ανθρώπινης παρουσίας, εκούσιας ή ακούσιας, οι ψυχές όσων δυστυχισμένων άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή θα περιμένουν την ανάπαυσή τους επί τριάντα (30) χρόνια!

Τόσο διάστημα χρειάστηκε ώστε, με την ευκαιρία της τρίτης φάσης αναστήλωσης της άλλοτε απόρθητης πόλης-φρουρίου, να απαλειφθεί το επαίσχυντο εκείνο θέαμα, με τις πλάκες του νεκροταφείου να χάσκουν ορθάνοικτες και οστά των νεκρών να μένουν εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες και στην περιέργεια των περαστικών, διασύροντας την Ελλάδα ανά την υφήλιο…

Πέρα δε από την επιστημονική αξία του έργου, πιστεύω ότι αυτό που το κάνει σπάνιο για το είδος του είναι τα λογοτεχνικά στοιχεία που περιέχει. Η επιβαλλόμενη από τη φύση του συγγράμματος αντικειμενικότητα και λιτότητα του λόγου αναγκάστηκε επανειλημμένα να υποκύψει, προς τέρψη του απλού αναγνώστη, στη συναισθηματική φόρτιση ενός ανθρώπου που διηγείται ένα μέρος από τη ζωή του, στην αναγκαία ρομαντική προδιάθεση ενός πιστού οπαδού του Ραούλ Φολλερώ.

Επαμεινώνδας ΡεμουντάκηςΔεν μπορούν εξάλλου να περάσουν απαρατήρητες οι εκτενείς αναφορές στο αδημοσίευτο βιβλίο του Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη, «Αϊτός Χωρίς Φτερά». Η συναρπαστική αυτοβιογραφία του επί σειρά ετών Προέδρου της Αδελφότητας των Χανσενικών, την οποία υπαγόρευσε στο θείο Μανώλη πριν πεθάνει καθώς ο ίδιος είχε τυφλωθεί από την αρρώστια, δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο από τους λίγους εκείνους που είχαν την ευκαιοία να την διαβάσουν από φωτοαντίγραφα του πρόχειρα δακτυλογραφημένου κειμένου.

Ελπίζουμε σύντομα να ξεπεραστούν τα τεχνικά προβλήματα και να τεθεί επιτέλους σε κυκλοφορία σύμφωνα με την επιθυμία του, όπως την εκφράζει στο συγκλονιστικό του επίλογο.

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα-πρόλογο ενός δείγματος ανθρώπινης γραφής σ’ έναν κόσμο που «στιγματίζουν» η έλλειψη ευαισθησίας, ο ατομισμός και η ιδιοτέλεια όσο ποτέ άλλοτε, μιας αναφοράς σε καταστάσεις του παρελθόντος που όμως εύκολα μπορούν να γίνουν τόσο επίκαιρες όσο ποτέ, θα ήθελα να θυμίσω τα λόγια του Κυρίου Ρεμουντάκη:

«Πιστεύω ακράδαντα πως κάποια μέρα, όταν ο ανθρωπισμός θα επικρατήσει πάνω στη γη, η δικαιοσύνη θα αποδοθεί επανορθώνοντας τις θανάσιμες παραλείψεις και πράξεις των ανθρώπων, ηθελημένες ή αθέλητες. Και τότε, όπως οι αληθινοί και τίμιοι άνθρωποι πηγαίνουν στο Νταχάου-Άουσβιτς κ.λπ., και γονατίζουν και με τα δάκρυα τους προσπαθούν να ξεπλύνουν τη ντροπή για ό,τι έγινε εκεί, το ίδιο θα γίνει και στο μικρό νησάκι της Σπιναλόγκας, που το καθαγίασαν αφανείς μάρτυρες και ήρωες – οι δυστυχισμένοι Χανσενικοί.»

Έχοντας την τύχη να παρακολουθώ και να ενημερώνομαι «εκ των ένδον» για τις εργασίες αποκατάστασης της ενετικής αρχιτεκτονικής της Σπιναλόγκας και την προοδευτική ευόδωση των προσπαθειών για την ανάδειξή της ως ενός από τους σπουδαιότερους αρχαιολογικούς χώρους της Κρήτης και της Ελλάδας, έχοντας διαπιστώσει προσωπικά το μεράκι των ανθρώπων που εργάστηκαν για το σκοπό αυτό, πιστεύω και εγώ ακράδαντα ότι η Σπιναλόγκα διαθέτει πλέον όλα τα εχέγγυα για να καθιερωθεί ως κορυφαίο μνημείο αρχιτεκτονικής και χώρος διαχρονικής παραγωγής πολιτισμού διεθνών προδιαγραφών.

Η ανάπλασή της αυτή, ωστόσο, δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη προτού δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε το όραμα του Επ. Ρεμουντάκη και, δι’ αυτού, όλων των θυμάτων της ακραίας αυτής εκδήλωσης κοινωνικού φασισμού, να γίνει πραγματικότητα.

Το χρέος αυτό βαρύνει ιδιαίτερα τους Φορείς και τους Πολίτες της Πλάκας, της Ελούντας και του Αγίου Νικολάου. Ας μη λησμονούμε ότι, πέραν όλων των άλλων, το δράμα που εκτυλίχθηκε την προηγούμενη 50ετία στη Σπιναλόγκα καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της σύγχρονης ιστορίας, κοινωνιολογίας και οικονομίας της περιοχής, προτού ενσκήψει ο Τουρισμός, στο βωμό των κακώς νοούμενων συμφερόντων του οποίου θυσιάζεται κάθε μέρα ο σεβασμός στην παράδοση, στη μνήμη, στο περιβάλλον, στην αισθητική. Η ανέγερση ενός μνημείου, η ανάπλαση της πάλης για επιβίωση την εποχή εκείνη του πόνου με την κατάλληλη διαμόρφωση ενός από τα ήδη αναστηλωμένα κτίσματα, θ’ αποτελούσαν ελάχιστο φόρο τιμής και σύμβολο κοινωνικής εγρήγορσης.

Τέλος, αφού ευχαριστήσω το Δήμο Αγίου Νικολάου και την Κοινοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης Ελούντας (Κ.ΕΠ.ΑΝ.ΕΛ.) για την έκδοση του βιβλίου και ιδιαίτερα τον Αντιδήμαρχο και Φίλο Μανώλη Πετράκη για τη συμπαράσταση και την ενθάρρυνση που επέδειξε στην πρωτοβουλία αυτή από την πρώτη στιγμή, δεν μπορώ παρά ν’ αφιερώσω το έργο αυτό, όπως άλλωστε και ο συγγραφέας του πρωτοτύπου, στον Μανώλη τον Φουντουλάκη. Σε αυτόν που αποτελεί ζωντανό παράδειγμα καρτερικότητας και θετικής αντιμετώπισης της ζωής, για εμένα το λιγόψυχο, σε αυτόν που μ’ έκανε ν’ αγαπήσω την Ελούντα, εμένα τον ξενομπάτη.

Επάνω Ελούντα 2000 – Μαυρικιανό 2002

Βιβλιοθήκη «Μανώλης Φουντουλάκης»

Σπιναλόγκα

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s