Η Λουκρέτσια ρωτούσε τον εαυτό της σαν τί να συνέβαινε στο Μαλτέζο απόψε και ξαγρυπνούσε εκεί απάνω από τη θάλασσα. Το γυναικείο της ένστικτο της έδωκε μια απάντηση και την άλλη μέρα φάνηκε πως δεν είχε άδικο. Το πρωί, ενώ ήταν μοναχή στο σπίτι και ξελέπιαζε λιθρινάκια για το μεσημέρι, είδε το Μαλτέζο να μπαίνει στην πόρτα. Ξαφνιάστηκε. Ήταν ώρα που οι άνδρες βρισκόντουσαν στη δουλειά τους.
Ο Μαλτέζος στάθηκε μπροστά της μ’ ένα πακέτο στο χέρι, άρχισε να της μιλά με τα ελληνομαλτέζικά του, σταματούσε σε κάθε φράση και άρχιζε αλλιώς, σα να μη μπορούσε να βρει εκείνο ακριβώς που ήθελε να της πει. Στο τέλος έπαψε, άπλωσε το χέρι και άφησε το πακέτο σε μια καρέκλα, κ’ έφυγε αμέσως προς τη αγορά. Η Λουκρέτσια πήγε στην πόρτα και τον είδε που πήγαινε τρέχοντας.
Πήρε τότε το πακέτο και το άνοιξε. Και βρήκε μέσα ένα μεγάλο κομμάτι μαλλοβάμβακο ύφασμα, κόκκινο με άσπρες ρίγες, και, μαζί, ένα άλλο, από μπατίστα κλαρωτή, που έφτανε το καθένα και περίσσευε για ένα φόρεμα. Μαζί, διπλωμένα σε άλλο χαρτί, ήταν κ’ ένα ζευγάρι γοβάκια με μεγάλες φανταχτερές αγκράφες, και μια μεγάλη χτένα για τα μαλλιά, από ταρταρούγα. Η νέα έκαμε το σταυρό της.
– Κύριε τω δυνάμεω!..
Τή ήταν τούτα; Και, καλά τα φορέματα και η χτένα-αυτά πήγε και τα πήρε από το εμπορικό. Αλλά τα γοβάκια; Πώς ήξερε τα μέτρα της; Τα πρόβαλε και της ερχόντουσαν ίσα-ίσα!
Έσπασε το κεφάλι της για να λύσει αυτό το μυστήριο και τόμαθε αργότερα από τον ίδιο. Την προηγούμενη μέρα, πρωί-πρωί, είχε παραφυλάξει την ώρα που έλειπαν ο Τραμπακέρας και τα παιδιά, και η Λουκρέτσια ήταν στη βρύση, μπήκε στη σταφιδαποθήκη και πήρε το ένα της παπούτσι από το μοναδικό γερό ζευγάρι που είχε για τις γιορτινές ημέρες, και το πήγε στον τσαγκάρη, και πάνω στα μέτρα του αγόρασε τα γοβάκια. Ύστερα ξαναγύρισε, μπήκε στου Τραμπακέρα, είπε στη Λουκρέτσια-άλλος κανείς δεν ήταν στο σπίτι-πως κάποια γειτόνισσα τη ζητάει στον πλαϊνό δρόμο, κι όταν έμεινε μόνος, έβαλε το φορεμένο παπούτσι στη θέση του.
Δεν έμεινε, φυσικά, καμιά αμφιβολία πια στη Λουκρέτσια για τις διαθέσεις του Μαλτέζου. Τί νάκανε όμως τώρα; Ναν το πει ή να μην το πει του πατέρα της; Της άρεσαν τα πράματα και ήθελε να βρει τρόπο να τα δικαιολογήσει. Και ζητώντας δικαιολογίες και για τον ίδιο τον εαυτό της, σκεπτόταν ότι είχε άδικο να κακοβάλει στην αρχή με το νου της για την προσφορά του Μαλτέζου, και ότι ο άνθρωπος της τα πήγε σα φίλος του πατέρα της και για τις τόσες περιποιήσεις που του είχε κάμει όταν ήταν άρρωστος.
Έκρυψε τα πράματα και δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Σε μερικές μέρες όμως δε μπορούσε πια να κρατηθεί κ’ έδωσε στη μοδίστρα το φόρεμα με τις ρίγες κι όταν το φόρεσε την Κυριακή, καθώς και τα γοβάκια, είπε στον πατέρα της κάτι διφορούμενα για την προέλευσή τους, κ’ εκείνος φαντάστηκε πως της τα χάρισε η νουνά της, που πάτα κάτι της έστελνε να φορέσει.
Αλλ’ αυτή η ιστορία επιτάχυνε το μοιραίο γεγονός, προς το οποίο τραβούσε ο Μαλτέζος χωρίς να το καταλαβαίνει ακόμη. Γυναίκες τον είδαν που αγόραζε εκείνα τα πράματα, μυρίστηκαν κάτι, και, όταν σε λίγες ημέρες είδαν τη Λουκρέτσια με καινούργιο φόρεμα, με άσπρες και κόκκινες ρίγες, άρχισε η κακογλωσσιά: Ο Μαλτέζος ντένει και ποδένει την κόρη του Τραμπακέρα!
Το πράγμα έφτασε στ’ αυτιά του θείου της, του αδελφού της μάνας της, κ’ εκείνος έπιασε τον πατέρα της και του τα είπε.
Το Κατάκωλο εβούιξε πως ο Μαλτέζος έχει τη Λουκρέτσια.
Ο Τραμπακέρας την ίδια ώρα έτρεξε και βρήκε το Μαλτέζο και του ζήτησε να εξηγηθεί.
– Σ’ αγαπάω και σε τιμάω, Μαλτέζο, αλλά ετούτα, τζόγια μου, δεν είναι τίμια πράματα. Κι αν τόπραξες εσύ, απομοναχός σου κι από καλού, να μου το πεις και να τα πάρεις τα πράματά σου πίσω, να τα πας τσι πριμαντόνες. Κι α σου τα ζήτησε εκειά, τηνε σφάζω σαν την κότα!
Ο Μαλτέζος έμεινε απόπληκτος στην αρχή, σα να τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω σ’ ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Προσπάθησε να βρει λόγια να δικαιολογηθεί, αλλά δεν το κατόρθωσε. Δέκα λεπτά μιλούσε και ήταν σα να είχε το στόμα του χαλίκια. Ο άλλος δεν καταλάβαινε τίποτα.
– Πα να πει τόπραξες πενσάτο, για να με προσβάλεις, εμέ και τη φαμίλια μου;.. Ετούτο σου λέω: Για ένα ονόρε ζει ο φτωχός…
Ο Μαλτέζος τότε, ταραγμένος, με τη σύγχυση του τίμιου ανθρώπου που έκαμε μεγάλο κακό στον εγκάρδιο φίλο του και το αναγνωρίζει, επήρε τη μεγάλη απόφαση. Εζήτησε, με λίγα λόγια, απ’ τον Τραμπακέρα να του δώσει γυναίκα του τη Λουκρέτσια.
– Ετούτο είναι άλλος λόγος, είπ’ εκείνος. Να δούμε τί θα αποκριθεί κ’ εκειά.
Αλλ’ αυτή η πρόταση τον χαροποιούσε. Αγαπούσε τον Μαλτέζο. Ήξερε πως κοντά του δεν θα δυστυχούσε ποτέ η κόρη του, και, όπως φοβόταν για τη ζωή του, γιατί ύστερα από το κακό που τον είχε βρει ποτέ δεν ανέλαβε εντελώς-αδυνάτιζε ολοένα και περισσότερο, θες από την έλλειψη της καλής τροφής που του χρειαζόταν για να δυναμώσει ύστερα από την εγχείριση, θες από τις έγνοιες και από την πίκρα πως ξέπεσε, κι από αφέντης έγινε δούλος-, αν έκλεινε τα μάτια, όπως το είχε πει κιόλας στα παιδιά του, θα τους άφηνε έναν προστάτη πραγματικό στη θέση του.
Η Λουκρέτσια άκουσε το νέο με ψεύτικη έκπληξη, σα να μην είχε καταλάβει τίποτα ως τη στιγμή εκείνη για τις διαθέσεις του Μαλτέζου. Η αλήθεια είναι πως μια πρόταση γάμου δεν την περίμενε έτσι αμέσως-αμέσως. Ύστερα κατσούφιασε λίγο, δεν εφάνηκε πως της άρεσε και πολύ, αλλά ο πατέρας της τής μίλησε τόσο πειστικά και τόσο έδειχνε την επιθυμία του να γίνει το συνοικέσιο, ώστε συγκινήθηκε και δέχτηκε.
Βέβαια, άξιζε για καλύτερο-τόσοι την εκοίταζαν, ο Λούκας ο κλειδούχος του σιδηροδρόμου την τριγύριζε, αλλ’ εκτός που ήταν πεντάφτωχος, μ’ ένα μικρό μισθό, αν είχε στο νου του για στεφάνι θα της το έλεγε. Ήταν νέος και όμορφος, της άρεσε λιγάκι, αλλά ήταν για εργολαβία μονάχα, και στα τέτοια δεν είχε το νου της αυτή. Ποιόν θα έπαιρνε επιτέλους; Τον κόντε; Έτσι κι αλλιώς, ένας δουλευτής έπεφτε στο ριζικό της.
Δυο όρους είχε μοναχά για τον Μαλτέζο: να βγάλει το σκουλαρίκι που κρεμόταν στο αριστερό του αφτί, και να μην περπατεί ξυπόλητος και ξεσκούφωτος.
Το ίδιο βράδυ ο Μαλτέζος παρουσιάστηκε στου Τραμπακέρα περπατώντας δύσκολα με καινούργια παπούτσια, με μια σκούρα μάλλινη φανέλα και μ’ ένα κασκέτο στο κεφάλι, και χωρίς το σκουλαρίκι του. Στο τραπέζι ήταν και ο μπάρμπας της Λουκρέτσιας, με τη θεία της.
Ο λόγος εδόθηκε επίσημα στο πρώτο ποτήρι από τον Τραμπακέρα, με τα απλά τούτα λόγια:
– Να μας ζείστε, να γεράστε… και του Αβραάμ τα αγαθά!.. Και γλήγορα τα στεφανώματα, να φύγει και τούτη η έγνοια!
Ο Μαλτέζος, μόλις τα κατάφερε σ’ όλο το γεύμα να πει πέντε λόγια. Και όταν τραβήχτηκε γρήγορα στο τέλος, την ώρα που έφυγε και ο θείος της Λουκρέτσιας, επήγε κατ’ ευθείαν στη μπαράκα του με το κεφάλι σκυφτό, σχεδόν τρικλίζοντας, χωρίς να έχει πιεί, ζαλισμένος όπως ο ταπεινός άνθρωπος που του έτυχε μια ανέλπιστη ευτυχία.
Μου φαίνεται πως τον βλέπω ακόμη, όπως εγύριζε στη μακριά προκυμαία στο Κατάκωλο, ξυπόλητος-τα παπούτσια στάθηκε αδύνατο να τα συνηθίσει, μ’ όλη την επιμονή της γυναίκας του-, με το ανοιχτό βήμα των ναυτικών, ψηλός, με πλάτες τετράγωνες, με το πουκάμισο ανοιχτό το καλοκαίρι μπροστά στο δασύ του στήθος, με τα μανίκια του πουκαμίσου πάντα ανασηκωμένα ψηλά στα μπρούτζινα μπράτσα του-στο δεξί του χέρι ήταν ζωγραφισμένο με στιγματισμό ένα τρικάταρτο καράβι, με μια μικρή γοργόνα που στεκόταν αντίκρυ, μπροστά από την πλώρη του-, με τις πελώριες παλάμες του, με την πλατιά κόκκινη ζώνη του και το χιλιομπαλωμένο παντελόνι, που είχε γίνει μουσαμάς από τα κατράμια που άλειφε τα ύφαλα των καϊκιών.
Ήταν τότε σαραντάρης, με μαύρα φουντωτά γένια και μεγάλα φρύδια, που εξείχαν απάνω από τα κουκουλωτά μάτια του, με την τρύπα του δεξιού του αφτιού για το σκουλαρίκι, που τον ανάγκασε να το βγάλει η Λουκρέτσια. Ο σβέρκος του ήταν σα σκασμένο κεραμίδι.
Από τότε που παντρεύτηκε είχε πέσει στη δουλειά με τα μούτρα. Καλαφάτιζε, διόρθωνε παλιές βάρκες και καΐκια, μοναδικός σ’ αυτή τη δουλειά σ’ όλο το λιμάνι, έραβε πανιά, έκανε το μαουνιέρη στις μεγάλες φούριες των εγγλέζικών βαποριών, που ερχόντουσαν το Φθινόπωρο για τη σταφίδα. Εδούλευε ακατάπαυστα για να φτιάσει το νοικοκυριό του όπως άρεσε της Λουκρέτσιας, για να πηγαίνει στο σπίτι του ό, τι καλύτερο υπήρχε στη αγορά και για να βοηθάει και τον Τραμπακέρα, που, σιγά-σιγά, είχε γίνει πετσί και κόκκαλο, ανίκανος για εργασία.
Είχε φύγει από τη μπαράκα του και είχε νοικιάσει ένα ισόγειο κοντά στα Σκαλάκια, όπως έλεγαν τη μεγάλη πέτρινη σκάλα που ανεβαίνει από το Κάτω Κατάκωλο στο Απάνω. Σ’ ένα δωμάτιο αυτού του σπιτιού είχε κουβαληθεί κι ο Τραμπακέρας με τ’ άλλα του παιδιά.
Στην αρχή η νέα οικογένεια πήγαινε ήσυχα. Αλλά η Λουκρέτσια ήταν πολύ νέα και πολύ καλοκαμωμένη κ’ ελαφρόμυαλη για ναν της φτάσει ο κακομοίρης ο Μαλτέζος, που δεν ήξερε άλλο παρά να είναι κουβαλητής και που ποτέ του δε μπόρεσε να ξεμάθει τη μαλτέζικη προφορά και μιλούσε τσάτρα-πάτρα τα ελληνικά, και που στάθηκε αδύνατο να υποφέρει το παπούτσι στο πόδι του το ελεύθερο σ’ όλη του τη ζωή.
Ο Λούκας ο κλειδούχος άρχισε πάλι να την τριγυρίζει. Έκανε καντάδες όξω από τα παράθυρά της, τής παρέγγελνε με μια γριά της γειτονιάς πως ο Μαλτέζος που του την πήρε, τον καιρό που ήταν έτοιμος αυτός να τη ζητήσει από τον πατέρα της, θα του το πληρώσει, ότι την λυπάται γιατί έχει στο πλευρό της αυτό το σκυλόψαρο, τον παλιομαλτέζο, που μυρίζει ψαρίλα και κατράμι ο τόπος όπου σταθεί και ότι, αν το έφερνε η μοίρα, αυτός θα ήταν πρόθυμος όχι μόνο για στεφάνι, παρά για να την κάνει κυρά και βασίλισσα. Είχε τα μέσα, λέει, στο νέο διευθυντή του σιδηροδρόμου και γρήγορα θα τον έκαναν υποσταθμάρχη-και, έχει ο θεός.
Η Λουκρέτσια στην αρχή έκανε πως δεν ήθελε να ακούσει τίποτα, αλλά στο τέλος άρχισε να φέρνει επίτηδες την κουβέντα στη γριά που μιλούσε με το Λούκα, για να της προκαλεί περισσότερα εκ μέρους του.
Ήταν τίμια γυναίκα-να μην περιμένει τίποτα ο Λούκας. Μα αν τον πήρε θεληματικά της τον Μαλτέζο, η καρδιά της το ξέρει. Ήτανε της μοίρας της, τόθελε και ο πατέρας της, στη δυστυχία που ζούσανε, κι αυτή τόκανε για ν’ αναστήσει τ’ αδέρφια της. Έκλεισε τα μάτια της και τον πήρε. Τώρα, πάει!
Και με τα τριγυρίσματα και τις καντάδες του Λούκα, που δεν σταματούσαν, της εμπήκε πια οριστικά στο μυαλό και δεν της έφευγε ούτε μια στιγμή, η ιδέα πως θυσιάστηκε, πως ο Μαλτέζος εκμεταλλεύτηκε τη φτώχεια τους για να μπει στο σπίτι τους. Άρχισε να της φαίνεται γελοίος, ενόμιζε πως την κορόιδευαν κι αυτή γιατί τον είχε άντρα. Αχ, γιατί να είναι έτσι ο κόσμος και να χαραμίζονται οι κοπέλες; Ο Λούκας τραγουδούσε απόξω με την παρέα του, περασμένα μεσάνυχτα, ο καημός της τον έδερνε, κι ο άλλος, ο παλιόφραγκος, ερουχάλιζε πλάι στο προσκεφάλι της. Πώς να κοιμηθεί έτσι μια γυναίκα; Έτσι είναι που πέφτουνε μερικές στην αμαρτία-και καμιά να μη λέει μεγάλο λόγο.
(Από την «Ανθολογία της νεοελληνικής γραμματείας. Τόμος 40ς. Το διήγημα από τις αρχές του στον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας» του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη. Αθήνα: Εκδόσεις Τα Νέα Ελληνικά).