Στο Κατάκωλο εζούσε ένας Μαλτέζος.
Είχε έρθει ψαροναύτης σε μια μαλτέζικη ανεμότρατα, πούκανε τότε ταχτικά κάθε χρόνο αυτό το ταξίδι για ψάρεμα μαζί με τρείς άλλες, την εποχή των άφθονων μπαρμπουνιών, που τα παχαίνουν τα νερά του Αλφειού, τα ξεχυνόμενα στις αμμώδεις ακρογιαλιές της Ηλείας και της Ολυμπίας-κι απόμεινε εκεί.
Όταν έφτασε ο καιρός να ξαναγυρίσουν οι σύντροφοί του στη Μάλτα, αυτός ήταν πεσμένος στο κρεβάτι από βαριά αρρώστια-πνευμονία-σε μια μικρή μπαράκα, που βρισκόταν στο ύψωμα της ρίζας του μώλου. Δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει, αν και βρισκόταν τότε κάπως σε ανάρρωση. Αλλά την ημέρα που εκείνοι μπαρκάρανε, είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι, λογαριάζοντας την ώρα, κι από το παραθυράκι της μπαράκας κοίταζε προς το ανοιχτό πέλαγος, όπου έπλεαν οι τέσσερες μεγάλες βάρκες.
Όσες τις χτυπούσε ο άνεμος και τα κεραμιδιά πανιά τους έγερναν μπροστά, έμοιαζαν θαλασσοπούλια που εράμφιζαν το κύμα. Τις έβλεπε δύο ολόκληρες ώρες, όσο χρειάσθηκε για να εξαφανισθούν στον ορίζοντα. Και όταν το τελευταίο τους σημάδι χάθηκε κ’ έμεινε στην ήσυχη γαλάζια θάλασσα μόνο η ασημένια φειδωτή γραμμή του δρόμου τους, τα μάτια του ανθρώπου που απόμεινε πίσω βούρκωσαν.
Πρώτη φορά του έτυχε να βρεθεί μόνος, σε ξένη στεριά. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει στα νερά ξένων τόπων, στα παράλια της Μεσογείου, όπου αλητεύουν οι ψαρόβαρκες, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει καμιά νοσταλγία. Γιατί πατρίδα του ήταν κάθε βάρκα που δούλευε μαζί με άλλους συμπατριώτες του.
Και όμως, όταν έγινε καλά, δεν έφυγε από το Κατάκωλο. Ο ιδιοκτήτης της μπαράκας-ένας ζακυνθινός που είχε μαούνες-του ζήτησε να μείνει για λίγο καιρό για να του καλαφατίσει τις βάρκες, κ’ εκείνος πρόθυμα δέχθηκε από ευγνωμοσύνη. Ήταν καλός στη δουλειά του και ύστερα από το πρώτο εκείνο καλαφάτισμα άρχισε άλλες τέτοιες εργασίες. Κέρδιζε έτσι περισσότερα από όσα έβγαζε στις ψαρόβαρκες και, αναβάλλοντας κάθε τόσο την αναχώρησή του, όταν παρουσιαζόταν ευκαιρία να φύγει, συνήθισε στο τέλος τον τόπο.
Είχε κάνει άλλωστε στο μεταξύ και φίλους. Κοντά στη μπαράκα του, σε μια παλιά ερημωμένη σταφιδαποθήκη, έμενε ο Γεράσιμος ο Τραμπακέρας, ο κουτσός, ζακυνθινός κι αυτός, με τη φαμίλια του. Τέσσερα αγόρια κ’ ένα κορίτσι, τη Λουκρέτσια, μια κοπέλα θεόρατη, είκοσι χρονών απάνω-κάτω, με πρόσωπο μελαμψό, μάτια κάρβουνα αναμμένα, στόμα σκούρο, λίγο φρυγμένο, και κορμί, σφιχτοδεμένο, τριζάτο.
Ήταν μια οικογένεια πεντάφτωχη. Ο Τραμπακέρας, βαρκάρης από παιδί, είχε χάσει το πόδι του από ένα δυστύχημα στη δουλειά του. Όπως επήγε κάποτε με τη βάρκα, κατά τη συνήθειά του, να σκαρφαλώσει στο βαπόρι-την «Αντιγόνη» του Τζων, που ερχόταν από την Κυπαρισσία-πριν αράξει και πριν μπει στο μώλο, για να βρει επιβάτες, κ’ έριξε το σχοινί με το γάντζο και πιάσθηκε κ’ ανέβαινε, έπεσε από ψηλά ο κακομοίρης, γιατί ξέφυγε ο γάντζος από το κάγκελο του βαποριού, χτύπησε το γόνατό του στην πλώρη της βάρκας του και βρέθηκε στη θάλασσα. Τον τράβηξαν από τα νερά σε κακή κατάσταση και τον επήγαν στο σπίτι του απάνω σε σανίδα. Του έκαμαν διάφορα γιατροσόφια, που είχαν αποτέλεσμα να πρησθεί το πόδι του. Η γυναίκα του τον έταξε στον Άγιο Διονύσιο, αλλά ο χειρούργος, που τον έφεραν από τον Πύργο πολύ αργά, εδήλωσε πως, αν δεν του έκοβαν το πόδι, θα σάπιζε ολόκληρος. Τον μετέφεραν στην πόλη, στο νοσοκομείο, κ’ έπειτα από κάμποσο καιρό ο Τραμπακέρας ξαναγύρισε σπίτι του μ’ ένα πόδι και με δεκανίκια. Στο μακρό όμως διάστημα της νοσηλείας του η Τραμπακέραινα πέθανε απάνω στη γέννα και του άφησε ένα μωρό ακόμη.
Ο άνθρωπος είχε πια καταστραφεί. Τη βάρκα του την είχε πουλήσει, για να πληρωθεί ο χειρούργος και το νοσοκομείο, και πέρασαν μήνες που εζούσε, αυτός και τα παιδιά του, από το έλεος των γειτόνων. Δε μπορούσε πια να ξαναμπεί στις βάρκες και αναγκάστηκε να ζητήσει δουλειά στις σταφιδαποθήκες.
Κάρφωνε κασόνια. Αλλά, σακάτης άνθρωπος, τί δουλειά μπορούσε να κάνει; Το μεροκάματό του μόλις έφτανε για ψωμί. Ο σταφιδέμπορος που τον είχε στη δουλειά του τού ζήτησε τότε, για να ξαλαφρώσει από τα τόσα στόματα και από τις έγνοιες, τη Λουκρέτσια για υπηρέτρια.
Ο Τραμπακέρας, μόνο που δεν τον έβρισε. Αν ήταν σήμερα ένας σακατεμένος μεροκαματιάρης, είχε όμως το φιλότιμό του. Δεν θα πει πως μπορούσε να βάλει δούλα την κόρη του. Ούτε εκείνη θα ήθελε.
Η Λουκρέτσια κόντευε τότε στα δεκαεφτά, ήταν νόστιμη, ψηλή, και όπως είχε φουντώσει το κορμί της, φαινόταν μεγαλύτερη. Ένας ζακυνθινός με φιλότιμο, που είχε κι αυτός το δικό του μια φορά, δεν παραδίδει μια κοπέλα σε τέτοια ηλικία στα ξένα σπίτια, για να τη μαλάζουνε τα παιδιά των αφεντικών. Τη συμβουλή άλλωστε αυτή του έδωσε και ο γείτονάς του, ο Μαλτέζος, που είχε γίνει φίλος του και του είχε μείνει ο μόνος στους καιρούς εκείνους της δυστυχίας. Μια συμβουλή που την ελογάριαζε ο Τραμπακέρας περισσότερο από το κάθε τι, γιατί ο καλός εκείνος άνθρωπος τον εβοηθούσε πια ταχτικά από καιρό.
Τα χρήματα που κέρδιζε ο Μαλτέζος, τα ξόδευε, τα περισσότερα, στο σπίτι του κουτσού. Η Λουκρέτσια, όταν ήταν άρρωστος, τον είχε περιποιηθεί, και τα μικρά αδέρφια της εμπαινοβγαίναν στη μπαράκα του. Τα έστελνε σε μικρά θελήματα και η συντροφιά τους τον έκανε να μάθει τις πρώτες ελληνικές λέξεις. Οι μαλτέζικες ανεμότρατες ξαναγύρισαν σε κάμποσους μήνες, αλλά ο Μαλτέζος δεν έφυγε μαζί τους. Οι παλιοί του σύντροφοι ήθελαν να τον πάρουν, κ’ εκείνος ο ίδιος τόλεγε πως τους περίμενε για να φύγει, αλλά όταν έφτασε η ώρα ν’ αποφασίσει, προτίμησε να μείνει. Είχε συμβουλευτεί και τον Τραμπακέρα, αλλά με τρόπο, σα να τόθελε να μείνει και να ζητούσε να τον ενισχύσουν στην ενδιάθετή του επιθυμία.
– Γυναίκα, παιδιά να σε περιμένουνε, δεν έχεις. Πατέρα, μάνα, ούτε, του απάντησε εκείνος. Τί να κάνεις να πας; Για να σε τρώει η άρμη και το πέλαγο; Εδώ καλά δουλεύεις, καλά τρως. Σε γνωρίσαμε και μείς, και σε θέλουμε.
Από τότε ήρθε σε στενότερη επικοινωνία με την οικογένεια του Τραμπακέρα. Συχνά στις γιορτές έτρωγε στου φίλου του, πηγαίνοντας τάχα το δικό του, αλλά φροντίζοντας πάντα να φέρνει όσο μπορούσε περισσότερα τρόφιμα. Ψάρευε με τη μικρή βάρκα που του άφηνε ο κύριος της μπαράκας, έχοντας μαζί του τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του Τραμπακέρα, και τους έδινε για το σπίτι όλα σχεδόν τα ψάρια που έπιανε.
Φαινόταν τώρα πιο ευχαριστημένος από πρώτα, μιλούσε κάπως περισσότερο με τα λίγα Ελληνικά που είχε μάθει. Και κάποτε, ύστερα από ένα φαγοπότι στη γιορτή του Τραμπακέρα, τον άκουσαν πρώτη φορά να τραγουδεί, όταν εγύρισε τη νύχτα στη μπαράκα του. Μια ολόκληρη ώρα επαναλάμβανε ένα τραγούδι του τόπου του, που το έκανε μονότονο και γελοίο η ασυνήθιστη σε τέτοια βαριά και παράτονη φωνή του.
– Ο Μαλτέζος άρχισε τσι ρομαντζίες, είπε η Λουκρέτσια, κ’ έμπηξε τα γέλια.
Το όνομά του ήταν Τζοβάνης, αλλά τον έλεγαν Μαλτέζο.
Τα παιδιά του Τραμπακέρα άρχισαν να κοροϊδεύουν και να επαναλαμβάνουν κωμικά το τραγούδι του. Ο πατέρας τους τα μάλωσε.
– Τί τονε κογενάρετε τον άνθρωπο; Αυτούνος είναι πίλιο συγγενής μας κι από τσου μπαρμπάδες σας. Α σφαλίσω τα μάτια, μουρέ διαόλοι, καμιά ώρα, ο Μαλτέζος θα σταθεί πατέρας σας.
– Δεν τονε κογενάρουμε, είπε η Λουκρέτσια.
– Τ’ αφτιά μου τάχω για μόμπιλο; είπε ο Τραμπακέρας.
– Μα τον Άγιο, σου λέω, δεν είπαμε τίποτσι!, διαμαρτυρήθηκε η Λουκρέτσια.
Είχε πράγματι μετανιώσει γιατί τον είχε κοροϊδέψει στην αρχή. Ήτανε σε θέση να ξέρει πόσο καλός εστάθηκε στην οικογένειά τους, και περισσότερο μάλιστα σ’ αυτή την ίδια, ο Μαλτέζος. Και ανάγκασε τα μικρά, που εξακολουθούσαν τις κοροϊδίες με μουρμουρητά μεταξύ τους, με πνιχτά από το φόβο του πατέρα χάχανα, να πάψουν εντελώς. Εκείνος τραγουδούσε ακόμη σιγότερα τώρα, αλλά τόσο καθαρά ερχόταν η φωνή του, που η Λουκρέτσια, ύστερα από κάμποση ώρα, αφού ο πατέρας της και τ’ αδέρφια της έπεσαν να κοιμηθούν, σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο να ιδεί που στεκόταν και τραγούδαγε ο Μαλτέζος. Τον είδε να κάθεται σε μια μεγάλη πέτρα όξω από τη μπαράκα του, με το κεφάλι γυρισμένο στη θάλασσα.
Η Λουκρέτσια τόβρισκε περίεργο. Ένας άνθρωπος που και στην κουβέντα του ήταν δύσκολος-τα λόγια του έβγαιναν πάντα με το αγκίστρι, όχι μόνο δεν ήξερε καλά τη γλώσσα και δεν είχε μπορέσει να μάθει ούτε μια ελληνική λέξη σωστή, αλλά γιατί ήταν έτσι από φυσικό του (ο άνθρωπος φαίνεται..)-πώς τραγουδούσε απόψε; Είχε πιεί περισσότερο; Αλλά και άλλοτε είχε πιεί το ίδιο.
Η Λουκρέτσια έπεσε στο κρεβάτι της αλλά δεν κοιμήθηκε. Το τραγούδι έξω εξακολουθούσε. Τότε, για να ιδεί τί θα κάνει ο Μαλτέζος, ξαναπήγε και άνοιξε το παράθυρο, και το χτύπησε δυνατά.
Ο Μαλτέζος σηκώθηκε αμέσως από την πέτρα και φώναξε:
– Μπόνα νότε, Τραμπακέρα!
Δεν είχε καταλάβει πως ήταν η Λουκρέτσια κ’ εκαληνύχτιζε το φίλο του, που αυτή την ώρα ροχάλιζε και ούτε μπορούσε να ακούσει τίποτε.
Μπόνα νότε, του αποκρίθηκε εκείνη με τη μουσική φωνή της, και τράβηξε τα φύλλα του παράθυρου, σα να τάκλεινε-αλλά τάφησε μισάνοιχτα.
Τότε ο Μαλτέζος, που επήγαινε να μπει στην πόρτα του, στάθηκε, έκαμε τρία βήματα προς τα κάτω, προς τη σταφιδαποθήκη, με το πρόσωπο προς το παραθύρι, σταμάτησε, εγύρισε το κεφάλι του προς όλες τις πλευρές του κτιρίου, σα να ήθελε να δει αν θα φανεί κάποιος, έμεινε εκεί πέντε λεπτά και ύστερα ξαναγύρισε απάνω και στάθηκε έξω από τη μπαράκα του με το κεφάλι σκυφτό. Σε λίγο εκάθησε πάνω στην πέτρα, με τους αγκώνες στα γόνατα και το κεφάλι χωμένο στις παλάμες. Ακούστηκε ένας ήχος σα μικρό μουγκρητό. Ο Μαλτέζος είχε στενάξει.
Η Λουκρέτσια παραμόνευε μέσα από το παράθυρο. Ο Μαλτέζος τώρα σφύριζε το σκοπό του πρώτου τραγουδιού. Φαινόταν η σιλουέτα του, καθώς ξεκοβόταν σκοτεινή στη διάστερη νύχτα, απάνω στο ύψωμα. Και όπως καθόταν στη μεγάλη πέτρα, μπροστά στη μικρή μπαράκα, απάνω από το μώλο που χανόταν η γραμμή του στο φεγγερό πέλαγος, φάνταζε σαν ένα πελώριο στοιχειό, που είχε βγει εκεί από το κύμα, και καμάρωνε τη θάλασσα, και μιλούσε μαζί της, κ’ εκείνη του απαντούσε με τη βαθιά της ανάσα.
(Από την «Ανθολογία της νεοελληνικής γραμματείας. Τόμος 4ος. Το διήγημα από τις αρχές του στον 190 αιώνα ως τις μέρες μας». Αθήνα, Εκδόσεις: Τα Νέα Ελληνικά).