Πρόλογος, εισαγωγή, μετάφραση: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΑΓΟΥΛΑΣ
Φωτογραφία στο εξώφυλλο: Ραφαήλ Σουλιώτης
Το θεατρικό έργο του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (14 Ιουλίου 1918 – 30 Ιουλίου 2007) έγινε αρχικά τηλεοπτική ταινία, Το σενάριο περιέχει πολλά αποσπάσματα από το A Dream Play του Strindberg. Η ταινία προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ των Καννών το 1984. Το έργο θεωρείται από πολλούς ως αυτοβιογραφικό, ενώ εστιάζει στις ψυχικές αλληλεπιδράσεις που εξελίσσονται ανάμεσα σε ηθοποιούς και σκηνοθέτη, στη διάρκεια προετοιμασίας ενός θεατρικού έργου.
Έτσι, επιδίδονται σ’ ένα παιγνίδι κυριαρχίας: από τη μία πλευρά, ο Βόγκλερ ισχυρίζεται ότι για να δημιουργηθεί η μαγεία στο θέατρο, θα πρέπει ο σκηνοθέτης να χειραγωγήσει τους ηθοποιούς και να αποδομήσει το κείμενο. Η διαρκής αυτοαναφορά του Μπέργκμαν μέσα από τον ρόλο του Βόγκλερ σκιαγραφεί το πρόταγμά του για τη θέση του σκηνοθέτη ως αυτού που πατρονάρει, χειρίζεται, ελέγχει και τελικά διαθέτει την ευχέρεια να αφήσει τον ηθοποιό εκτεθειμένο πάνω στη σκηνή. Από την άλλη πλευρά, η Άννα απαντά στις επικρίσεις του σκηνοθέτη με την επίκληση του συναισθήματος: όταν γυρνάει στο σπίτι, κλαίει από απελπισία. Ο Βόγκλερ συνεχίζει το δριμύ gaslighting, υποδεικνύοντάς της ότι πρέπει να σταματήσει να υποκρίνεται στην πραγματική ζωή, διότι αυτό απομειώνει τη ζωτικότητα που οφείλει να βγάλει πάνω στη σκηνή, με τη διαπίστωση ότι, όταν οι ηθοποιοί ανακαλούν εμπειρίες για να μπορέσουν να αποδώσουν τους χαρακτήρες που υποδύονται, τότε το θέατρο μετατρέπεται σ’ ένα πλαίσιο που καθιστά εύκολη την υποκριτική στην προσωπική ζωή. Το ερώτημα για το ποιος χειραγωγεί και ποιος χειραγωγείται ή αν αυτό γίνεται αμφίδρομα μένει επίσης ανοικτό.
«Άννα! Άκουσε τη σιωπή της σκηνής. Φέρε στον νου σου την πνευματική ενέργεια, όλα τα συναισθήματα, αυτά που νιώθεις και αυτά που υποδύεσαι, το γέλιο και την οργή και τα πάθη και ποιος ξέρει τι άλλο. Όλα αυτά βρίσκονται ακόμα εδώ, τα περικλείει ο χώρος και ζουν τη μυστική, αδιάπτωτη ζωή του. Κάποιες φορές τα ακούω, όχι, τα ακούω συχνά, κάποιες φορές νομίζω ότι τα βλέπω. Δαίμονες, άγγελοι, φαντάσματα, συνηθισμένοι άνθρωποι, ολοσχερώς απορροφημένοι στα δικά τους προβλήματα, αποστρέφουν το βλέμμα τους από εμάς, είναι στον δικό τους μυστικό κόσμο. Μερικές φορές μιλάμε ο ένας στον άλλον, αλλά μόνο παρεμπιπτόντως, από τύχη. Και τώρα φόρεσες αυτό το θαυμάσια ειρωνικό χαμόγελο».
Ο Χαράλαμπος Μαγουλάς γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία στην Αθήνα και Επιστήμες της Γλώσσας στη Γαλλία. Διδάσκει στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστήμιου Λευκωσίας.
ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ
Γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα, μεγάλωσε όμως στη Στοκχόλμη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλολογίας του πανεπιστημίου της πόλης άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία, πρώτα στο θέατρο και στη συνέχεια στον κινηματογράφο. Εργάστηκε στα σημαντικότερα θέατρα της Σουηδίας ανεβάζοντας έργα των Στρίντμπεργκ, Σαίξπηρ, Λουίτζι Πιραντέλο, Αλμπέρ Καμύ, Τένεσι Ουίλιαμς, Ζαν Ανούιγ, Μπέρτολντ Μπρεχτ, Άντον Τσέχοφ, αλλά και δικά του. Παράλληλα σκηνοθέτησε μεγάλο αριθμό ταινιών με σενάρια που έγραψε ο ίδιος, με τις οποίες αναδείχτηκε διεθνώς ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Κύρια θέματα των ταινιών του είναι η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον Θεό και η αμφισβήτηση του τελευταίου, η ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων και κυρίως των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά εγκαταλείπει τη χρήση συμβολισμών και αλληγοριών που κυριαρχούσαν σε παλαιότερες ταινίες του (Η Έβδομη Σφραγίδα, Άγριες φράουλες, Η τριλογία της Σιωπής) και περνά σε περισσότερο λιτές σκηνοθεσίες, ερευνώντας κυρίως τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει του εαυτό του.
Από το 1970 και μετά γύρισε τις ταινίες Η επαφή (1970), Κραυγές και ψίθυροι (1972), Πρόσωπο με πρόσωπο (1976), Το αβγό του φιδιού (1977), Φθινοπωρινή σονάτα (1978) και Οι μαριονέτες (1980). Σε αντίθεση με άλλους μεγάλους σκηνοθέτες που τήρησαν αρνητική στάση απέναντι στην τηλεόραση, σκηνοθέτησε πολλές τηλεοπτικές διασκευές θεατρικών έργων, αλλά και σειρές ή ταινίες για την τηλεόραση που μεταφέρθηκαν και στον κινηματογράφο, συχνά σε συντομότερες εκδοχές, όπως Σκηνές από έναν γάμο (1973), Ο μαγεμένος αυλός (1974), το ντοκιμαντέρ Οι άνθρωποι του Φάρο (1979), το αυτοβιογραφικό Φάνι και Αλέξανδρος (1983), που απέσπασε πολλά βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων και Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1984, και το Μετά την πρόβα (1984). Μετά το γύρισμα της τελευταίας του ταινίας, συνέχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία στο θέατρο και με τη συγγραφή σεναρίων, κάποια από τα οποία γυρίστηκαν ταινίες, όπως Οι καλύτερες προθέσεις (1991) του Μπιλ Άουγκουστ και Το παιδί της Κυριακής (1992) του γιου του Ντάνιελ Μπέργκμαν. Το 1987 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο Η μαγική κάμερα και το 1990 μια συλλογή από σκέψεις του με τον τίτλο Εικόνες. Για το συνολικό του έργο έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, όπως το Μεγάλο Χρυσό Παράσημο της Σουηδικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών (1977), το Βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (1987), το Ειδικό Βραβείο Φελίξ (1988) και το Βραβείο Ζόνινγκ του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης (1989). Επίσης, από το 1978 έχει θεσμοθετηθεί κινηματογραφικό βραβείο με το όνομά του από το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.
Πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007.
Δείτε ΕΔΩ για παραγγελίες του βιβλίου
ή καλέστε στο 6983091058
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ
Το θεατρικό έργο «Μετά την πρόβα» ανεβαίνει στο θέατρο Θησείον, στην Αθήνα, από 14 Φεβρουαρίου έως 4 Απριλίου
Μετάφραση: Χαράλαμπος Μαγουλάς
Σκηνοθεσία/Δραματουργική επεξεργασία: Βαλάντης Φράγκος
Ηθοποιοί: Ιερώνυμος Καλετσάνος, Ελένη Ζαραφίδου,
Σκηνικό: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Φωτισμοί: Ναυσικά Χριστοδουλάκου
Κοστούμια: the 3rd person theater group
Φωτογραφίες πρόβας: Ραφαήλ Σουλιώτης
Υπόθεση έργου
Ο απαιτητικός σκηνοθέτης του θεάτρου, Χένρικ Βόγκλερ, μένει συχνά μετά την πρόβα για να σκεφτεί και να σχεδιάσει. Μια μέρα, η Άννα επιστρέφει, φαινομενικά ψάχνοντας για ένα βραχιόλι. Είναι η πρωταγωνίστρια στη νέα του παραγωγή του Ονειροδράματος του Στρίντμπεργκ. Μιλάει για το μίσος της για τη μητέρα της (τώρα νεκρή), μια αλκοολική ηθοποιό που ήταν το αστέρι και η ερωμένη του Βόγκλερ. Ο Βόγκλερ πέφτει σε μια ονειροπόληση, θυμάται τη μέρα που η μητέρα της Άννας, η Ράκελ, ήρθε μετά την πρόβα για να τον παρακαλέσει να έρθει στο διαμέρισμά της……..
Το έργο του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, “Μετά την πρόβα” τοποθετείται χρονικά ανάμεσα σε μια πρόβα που έχει τελειώσει και σε μια πρεμιέρα παράστασης, που δεν έχει ακόμη γίνει. Είναι ο μεταιχμιακός τόπος , όπου όλα μπορούν ακόμα να αιωρούνται, είναι η κατάσταση, όπου το φανταστικό “τείνει” να είναι αληθινό, αλλά ακόμη δεν είναι. Οι τρεις ήρωες δέσμιοι της εικόνας τους από το παρελθόν δεν παλεύουν να την αποτινάξουν αλλά εμμένουν και βυθίζονται σε αυτή μέχρι που ασφυκτιούν και καταστρέφονται.
Ο Μπέργκμαν όπως ο Στρίντμπεργκ και ο Ίψεν, βασίζει και παρουσιάζει ένα δράμα πάνω στην κληρονομικότητα. Πάνω σε αυτά που περνάνε από γενιά σε γενιά, από πατέρα σε παιδί και φτιάχνει χαρακτήρες σχεδόν αταβιστικούς. Κατειλημμένους από γεγονότα του παρελθόντος που δεν τους ανήκουν αλλά τους καθορίζουν απόλυτα. Ως αποτέλεσμα οι σχέσεις που δημιουργούνται έχουν αποκλειστικά το χαρακτήρα της εξάρτησης.
Η παράσταση βασίζεται στην απόπειρα των ηρώων να αλλάξουν και να αντισταθούν στην εικόνα τους μέσω των αντικατοπτρισμών. Οι ήρωες προπονούνται / προβάρουν την πολυπόθητη αλλαγή τους προς μια φωτεινή πορεία και κατεύθυνση. Αλλάζουν ρόλους και προσπαθούν να εκφραστούν ώστε να γιατρέψουν τις πληγές τους. Διαπραγματεύονται τον δοσμένο ρόλο. Έτσι ώστε να παίξουν κάτι πιο καθαρό και ολοκληρωμένο.