
Η ομάδα του 2018 του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας των Εκδόσεων Ραδάμανθυς, ολοκλήρωσε έναν από τους κύκλους δραστηριοτήτων της με μία «α΄σκηση» γύρω από την ταινία «Αναπαράσταση», του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Άνθρωποι της τέχνης, όπως ο Αγγελόπουλος δεν «φεύγουν» ποτέ από κοντά μας. Θέλουμε να τον φέρνουμε κοντά μας, αξιοποιώντας το έργο του μέσα από ζωντανές δράσεις, έτσι που πολλοί ακόμη άνθρωποι να το γνωρίσουν και να συνομιλήσουν με τις δημιουργίες του, έτσι που ακόμη περισσότεροι άνθρωποι να προβληματιστούν, να μπολιαστούν, να προβληματιστούν, να γονιμοποιήσουν ιδέες και προβληματισμούς, δίνοντας ώθηση στον τροχό της δικής τους δημιουργικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, το 2018 αλλά και το 2019, πραγματοποιήσαμε στο Εργαστήρι μια σειρά από βιωματικές ασκήσεις με θέμα την «Αναπαράσταση» και καταλήξαμε στην επιλογή ρόλων από τα μέλη της ομάδας, με βάσει τα πρόσωπα του έργου, δίνοντας φωνή στους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μισό αιώνα μετά.
Χρήστος Τσαντής, συντονιστής του εργαστηρίου
Ο Αγροφύλακας – 50 Χρόνια μετά την Αναπαράσταση
Γράφει η Ελευθερία Αποστολάκη
Σιγά, νυχτιάτικα! Θα μας πάρουνε χαμπάρι απ’ το σπίτι. Πού είναι το σκαπέτι. Με πήρες στο λαιμό σου, πουτάνα! Σκύλα! Τι έκανες; Δεν είσαι γυναίκα εσύ, θεριό είσαι και με έφαγες! Ποτέ σου δε χαμήλωσες τα μάτια. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ‘μπλεξα μαζί σου… Ποιος μωρέ, εγώ! Ο Χρηστάρας με τ’ όνομα, ο αγροφύλακας, που λύνω και δένω στο χωριό! Θυμάμαι που σκέφτηκα να στο πω πως δε θέλω να ανακατευτώ! Δε σου ‘φτανε άτιμη τούτος ο κακομοίρης; Αφού γύρισε. Δε γύρισε; Τι κι αν ήταν σακάτης; Για σένα δεν έκαψε τα πνευμόνια του στα εργοστάσια της Γερμανίας; Και σου ‘στελνε. Δε σου ‘στελνε; Ολόκληρο καπηλειό κρατούσες! Ποια άλλη στο χωριό ήταν καλύτερη από ‘σένα; Κι όμως. Δε σκιάχτηκες, δε ντράπηκες, δε λύγισες σαν τον είδες να΄ρχεται…
Το σχοινί; Πού το βρήκες, μωρή, το σχοινί εκείνη την ώρα; Ανάθεμά σε! Ρίχτο και αυτό μέσα να το κουκουλώσω. Στάζει ακόμα λάδι! Αχ, Τι ψυχή κουβαλάς; Ακούς εκεί να τον κόψουμε! Τον Κώστα μωρέ; Δε φτάνει που τον έπνιξες; Αλλά τι λέω; Εσύ ποτέ σου δε φοβήθηκες ούτε θεό ούτε άνθρωπο. Σκότωμα θες κακούργα! Τελείωσα. Τον πλάκωσα καλά. Ας φυτέψει κι από πάνω, μην ακουστεί μυρωδιά. Τα χέρια μου! Αίματα!!! Να πάρει! Ανάθεμά το για σκαπέτι. Να φύγω, να φύγω… Το καπέλο μου, μην το ξεχάσω…
Τρέξε, Χρήστο, τρέξε. Κάτω στο ποτάμι, να πλυθώ, να καθαρίσω! Τρέξε Χρήστο. Σε λίγο θα ξημερώσει… Μη με δει κανείς… Με πήρες στον λαιμό σου μάγισσα. Γρήγορα, άμα ξυπνήσουν χάθηκα. Γρήγορα στο νερό. Έμπλεξα … Μου κόβεται η ανάσα… Να πάρει γλιστρώ. Θα μου πέσει το καπέλο…
Να το, έφτασα. Θεέ μου, τι έκανα! Μου ‘ρχεται να ουρλιάξω… Κριματίστηκα! Για σένα Ελένη, για σένα μάτια μου! Για σένα σεβντά μου! Γιατί να σε δώσουνε σ’ άλλον; Τι μου ‘λειπε; Αχ Ελένη! Θυμάσαι; Από μικρά μαζί! Κρυφά τρυπώναμε στο μαγαζί και κλέβαμε από το μαγαζί σας λουκούμια. Τι κι αν ήταν στο ψηλότερο ράφι. Σε σήκωνα στους ώμους και τα ’φτανες, προτού να μας δει μάτι. Και μετά ραντεβού εδώ στο ποτάμι! Θαρρώ πως ακόμα μοσχοβολά ο κόρφος σου τριαντάφυλλο!
Ο πατέρας σου, όμως, ποτέ του δε με χώνεψε… «Μούλικο» με ανέβαζε, «μπαμπέση» με κατέβαζε! Και σε πάντρεψε , πριν γυρίσω από τον στρατό… με τον Κώστα, «τον φίλο», «τον αδελφό»! Με έπιασε το κίνημα και νομίζανε όλοι ότι έριξα μαύρη πέτρα. Όχι! Το χωριό δε μας χωρούσε και τους δυο! Εκείνος ξενιτεύτηκε για χρόνια. Τώρα όμως γύρισε. Άρρωστος, αλλά γύρισε. Γιατί γύρισε; Σκοτείνιασε, όταν με είδε κι έσκυψε το κεφάλι… Σου ‘πα να φύγουμε, Ελένη … Αρνήθηκες! Τα παιδιά σου, τα παιδιά μου, το χωριό…
Τρελαίνομαι! Δε θέλω να σε αγγίζει άλλος! Δε θέλω …
Να σε πάρω ήρθα, Ελένη, πριν γυρίσουν, πριν γυρίσει… Όμως γύρισε, μας είδε. Ξέσπασε. Σε χτύπησε, πήγε να σε πνίξει… Τον άρπαξα… Φώναξα… Ευτυχώς που βρήκες σχοινί στην κουζίνα. Γιατί δε φύγαμε, Ελένη; Τι κάναμε.
Τα χέρια μου πάγωσαν…
Θα πούμε ότι αυτός γύρισε στη Γερμανία. Κανείς δε θα τολμήσει ν’ ανοίξει το στόμα του. Θα ορκιστώ στα παιδιά μου… Πού είναι το καπέλο μου;
Ξημερώνει…