ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΙΟΥΝΗΣ – ΑΝΤΑ

2ο Βραβείο στο λογοτεχνικό διαγωνισμό «Νίκος Καζαντζάκης», των Εκδόσεων Ραδάμανθυς

Ο Θανάσης Λιούνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της ανωτέρας σχολής δραματικής τέχνης «Διομήδης Φωτιάδης», όπου διδάχθηκε από σημαντικούς δασκάλους στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ασχολείται με την ηθοποιία, τη συγγραφή θεατρικών έργων, καθώς και με το θέατρο σκιών, ως ένας από τους πολλά υποσχόμενους νέους Καραγκιοζοπαίχτες της γενιάς του. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις όπως: «Υπηρέτης δύο αφεντάδων», «Λοκαντιέρα», σκηνοθεσία Έλενα Μιχαήλ, «Ο Καραγκιόζης προφήτης», του Ευγένιου Σπαθάρη, «Μαρίνος Κοντάρας» του Νίκου Αθερινού, «Ο χορός του έρωτα», του Κώστα Πρέκα), «Ιστορίες για αχρείους», του Ανδρέα Παπαδόπουλου, κ.α. Έχει γράψει έργα για το θέατρο, που έχουν παιχτεί με μεγάλη επιτυχία. Ενδεικτικά κάποια από αυτά είναι: «Κι εσείς για το γιατρό;», «Money εξ ουρανού», «Πρόβα τζενεράλε», «Ψε.Γα.Δι.», «Best seller», «Επόμενη στάση Ελλάδα», «Άριελ η μικρή γοργόνα», διασκευή για παιδική σκηνή,  και πολλά άλλα ακόμη…

Δείτε εδώ το βιβλίο με όλα τα θεατρικά που διακρίθηκαν στο διαγωνισμό

ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΙΟΥΝΗΣ – ΑΝΤΑ

ΕΡΩΤΑΣ: Από την πρώτη ανάσα του ως του καιρού τα βάθη,

ο άνθρωπος υπέκυπτε στου έρωτα τα πάθη.

Κι ειν’ τόσο επικίνδυνο και τόσο μέγα πάθος,

που λες το ψέμα αληθινό και το σωστό για λάθος.

Στη χώρα σας που έφτασα το έχετε ξεχάσει

κι αφήνετε σαν άνεμο το χρόνο να περάσει.

Βιάση στα πόδια, τρέξιμο κι ανείπωτες ελπίδες,

στα όνειρα αμπάρωμα, στα μάτια παρωπίδες.

Χάνεται η γεύση, η ζωή, ο ενθουσιασμός,

η καλοσύνη, η ψυχή και ο ρομαντισμός.

Οι μέρες είναι σκοτεινές κι οι νύχτες όλο φως,

ανούσιες λέξεις γίνονται ο φίλος κι ο αδερφός.

Σε τούτη την ταχύρρυθμη, γοργή ακινησία,

γίνεται στάχτη η έννοια και χάνεται η ουσία.

Έτσι κι εγώ έχω σκοπό το νου σας να σας κλέψω,

σε τόπο άλλο, μακρινό για να σας ταξιδέψω.

Να νιώσετε τον έρωτα, τη γνώση και τη λήθη

και πόσο απέχει η ζωή από το παραμύθι.

Του Βόλιου, του βασιλιά, τη χώρα ανταμώστε,

δεν είναι χώρα βάρβαρη, μην κάθεστε, σιμώστε.

Γλέντι μεγάλο θα γενεί σαν πέσει το σκοτάδι,

γιορτή που έχει οριστεί για σήμερα το βράδυ.

Το ζεύγος το βασιλικό, ετοιμασίες κάνει,

κι όλος ο κόσμος τραγουδά και τα καλά του βάνει.

Κι όλοι μαζί αναθυμούν πως ήταν τέτοια μέρα,

που η λαμπρή βασίλισσα γέννησε θυγατέρα.

Κι ήταν κορίτσι όμορφο, μικρό μωρό στην κούνια,

τη στόλιζαν με αρώματα, με μύρα και σαπούνια.

Λευκόχρυσος το δέρμα της, σκοτάδι στα μαλλιά της,

πορφύρα στα δυο χείλη της, σεισμός στο πέρασμά της.

Σμίξαν η μοίρα κι η ομορφιά, του Σατανά οι μαστόροι

και δώσαν χίλιες αρετές στη ζηλεμένη κόρη.

Κι όσο περνούσε ο καιρός, μέτρησε ως το δέκα

κι από κορίτσι έγινε στα ξαφνικά γυναίκα.

Μέσα στο χρόνο διάβηκε με ήλιο και με χιόνια,

για να αλλάξει σήμερα εικοσιένα χρόνια.

Από παντού πάνω στη γη, όλοι έρχονται στη χώρα,

κεφάτοι, χαμογελαστοί και κουβαλάνε δώρα.

Μαργαριτάρια, ασημικά, διαμάντια και ζαφείρια,

μεταξωτά υφάσματα, λουλούδια και μπακίρια.

Ρίζες, ρόδα, τριαντάφυλλα, κυκλάμινα κι ανθούς.

Χρυσελεφάντινα σκαριά που δεν τα πιάνει ο νους.

Κι από πολύ μακριά από δω, φίλος του βασιλιά μας,

στέλνει μπαξίσι δυο τρελούς να δέσουν στη χαρά μας.

Και βάλαν στοίχημα ακριβό, οι δύο, όποιος προφτάσει,

πρώτος την πριγκηπέσσα μας να κάνει να γελάσει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Χαρείτε τώρα κύριοι, γιατ’ ήρθε η στιγμή σας,

δύο τρελοί να υπηρετούν την κάθε προσταγή σας.

Εγώ είμαι ο Πανέμορφος…

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: …Κι εγώ ο Πανωραίος!

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Είμαι σοφός και φρόνιμος….

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: …Κι εγώ είμαι σπουδαίος!

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Στη χώρα σας που ήρθαμε, ν’ ανθίζουνε οι κήποι σας / και να ‘χουν τόση ομορφιά σαν κείνη της πριγκίπισσας.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Με γέλιο να διαγράφεται το κάθε καρδιοχτύπι σας

και να ‘χει χρώμα ροδαλό σαν κείνο της πριγκίπισσας.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Χαρά σε όλους φέρνουμε και διώχνουμε τη λύπη σας / να ‘ναι σαν το χαμόγελο εκείνο της πριγκίπισσας.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Λοιπόν για κείνη η γιορτή και οι ετοιμασίες,

οι άμαξες, οι μουσικές, τα τάματα, οι θυσίες.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Λοιπόν, για κείνη η γιορτή κι ο κόσμος άνω κάτω

και τρέχουνε σαν παλαβοί όλοι στο πριγκιπάτο.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Λοιπόν, για κείνη και εμείς που ήρθαμε σα δώρο,

με βάλανε σ’ ένα κουτί μ’ αυτόν εδώ το φλώρο.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Κοίταξε τη μουσούδα σου κι ύστερα λες για μένα,

που έχεις φάτσα γουρουνιού και λογικά χαμένα.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Τα λογικά μου είναι ορθά κι η γλώσσα μου ροδάνι,

σου βάζω και υπογραφή με πένα και μελάνι.

Κι αν θέλεις και απόδειξη, το λόγο μου ορέξου

και σαν ιππότης, κύριος, το στοίχημά μου δέξου.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Και ποιο είναι παρακαλώ το στοίχημα που κρίνει,

ποιος από μας αφεντικό και δούλος, ποιος θα γίνει;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Ένας θα φάει και θα πιεί κι ο άλλος θα κεράσει,

όποιος θα κάνει δεύτερος την κόρη να γελάσει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Αυτό ήταν το στοίχημα λοιπόν που περιμένω;

Τότε από δω και στο εξής, θα σε καλώ χαμένο.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Υποτιμάς την γλώσσα μου στην έμπνευση της τρέλας,

μα πρώτος θα γινώ εγώ το γέλιο της κοπέλας.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Εμπρός λοιπόν, να φύγουμε κι η μάχη ας αρχίσει

και ο πιο καλός – που θα ‘μαι εγώ – στο τέλος, ας κερδίσει.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Μόλις την δω από μακριά μύτη να ξεπροβάλει,

θα περπατώ πόδια ψηλά και κάτω το κεφάλι.

Θα πάω κοντά και θα της πω: “Γεια σου πριγκίπισσά μου!

Γεια σου πατέρα βασιλιά, γεια σου βασίλισσά μου”.

Κι ύστερα τούμπα τρομερή που κάτω θα με φτάσει,

έτσι που το γελάκι της στα χείλη της να σκάσει.

Γκριμάτσες, ιστορίες και ανόητα καμώματα,

με μένα θα γελάει μέχρι τα ξημερώματα.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Γιατί το γέλιο είναι ζωή και η ζωή γελοία

κι αν θες να ζήσεις σοβαρά, ρίξε το στα αστεία.

Δεν είναι ψέμα ο κόσμος μας, δεν είναι ούτε αλήθεια,

είναι μια φάρσα η ζωή που γίνεται συνήθεια.

Θρησκεία, όρκος, προσευχή και ιερό ευαγγέλιο,

αν ψάξεις μέσα στη ζωή, είναι μόνο το γέλιο.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Κόλπα θα κάνω τόσα πια, που από τη χαρά της,

πουγκί θ’ ανοίξει απλόχερα να δώσει τα λεφτά της.

Κι έτσι απ’ όλους τους τρελούς, απ’ όλο το σινάφι,

θα είμαι ο πιο πλούσιος, γεμάτος με χρυσάφι.

Θρησκεία το γέλιο όπως λες, μα δεν το κάνω ντύμα,

γιατί για μένα φίλε μου κυριαρχεί το χρήμα.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Κι η ευτυχία; Η χαρά; Το γέλιο των ανθρώπω;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Πιστά θα τα υπηρετώ, αρκεί να πιάνουν τόπο.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Μόνο γι’ αυτό θέλεις λοιπόν την κόρη να γελάσει;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Ναι και να είναι απλόχερη, αλλιώς ας το ξεχάσει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Μα εμείς σαν δώρο ήρθαμε…

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: …Για νέο μου το λες;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Και πριν να φύγουμ’ έδωσε ο αφέντης διαταγές.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Και ποιος εμπόδιο γίνεται καλέ μου φουκαρά,

να επωφεληθούμε τη δική τους τη χαρά;

Πήραμε κάποια αμοιβή να έρθουμε ως εδώ,

μα τώρα αδερφούλη μου αρχίζει το καλό.

Την όμορφη πριγκίπισσα όλοι την αγαπάνε

και για την κόρη ο μπαμπάς θα έκανε ό,τι να ‘ναι.

Σαν δει λοιπόν εμάς εκεί να την ευχαριστούμε,

αμέσως μέσα στα λεφτά και στη χλιδή θα μπούμε.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Θα είναι σαν απάτη, πια δε σκέφτεσαι το κρίμα;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Άσε τα συναισθήματα, να κυνηγάς το χρήμα.

Κυρίες, κύριοι ήρθαμε να φέρουμε εμπειρίες,

και έχουμε ένα σωρό να πούμε ιστορίες.

Ακούτε να γελάσετε να φύγει ο σεβντάς σας

κι αν θέλετε, να δώσετε λίγα απ’ τα λεφτά σας.

Ξέρω για έναν άρχοντα που ζούσε σ’ ένα σπίτι

κι είχε μια κόρη άσχημη με μια μεγάλη μύτη.

Να την παντρέψει ήθελε μα που να βρει αγόρι,

στρίβαν στο αντίθετο στενό σαν έβλεπαν την κόρη.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Απελπισμένος ο μπαμπάς σε μάγισσα πηγαίνει,

της λέει για την κόρη του, πως είναι καμωμένη.

Εκείνη τότε έκανε μάγια μεσ’ στο τσουκάλι,

ν’ αλλάξει, τρόπο έψαχνε, της κόρης το κεφάλι.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Βάτραχου πόδια έβαλε και μάτια σαλαμάνδρας,

πιο όμορφη να γίνει να βρεθεί και κάνας άνδρας.

Κέρατο έβαλε βοδιού και του φιδιού το αίμα

κι ανησυχούσε ο μπαμπάς, «Ρε, μπας και είναι ψέμα

Έκανε ξόρκια κι έλεγε λόγια χωρίς συνάφεια,

ως που σεισμός εγίνηκε και γκρέμισαν τα ράφια.

Έφτιαξε φίλτρο μαγικό που όποιος το δοκιμάσει,

για κείνη που θα πρωτοδεί τον ύπνο του θα χάσει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Η κόρη μόλις το ‘μαθε, πήρε χαρά μεγάλη

και έτρεξε το σχέδιο σ’ εφαρμογή να βάλει.

Ανέβηκε στον γάιδαρο και πήγε για την πόλη,

εκεί όπου μαζεύονταν νέοι και γέροι, όλοι.

Στο δρόμο που επήγαινε είδε ένα παλικάρι,

κάτω απ’ το δέντρο στάθηκε, ανάσα για να πάρει.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Η κόρη τότε σκέφτηκε: «Θα πάω να του μιλήσω,

νερό να δώσω για να πιεί, λίγο να τον δροσίσω».

Μα το φλασκί που κράταγε, νερό δεν είχε διόλου,

το φίλτρο είχε της μάγισσας, την κάλτσα του διαβόλου.

Το ήπιε ο νέος, ο άμοιρος, εσήκωσε το βλέμμα

κι αμέσως ερωτεύτηκε…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Είδες; Δεν ήταν ψέμα!

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Ψέμα δεν ήταν, μα αυτός αντί να αγαπήσει

και πάλι την κοπέλα αυτή, ούτε που να την φτύσει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Πάλι τον ενοχλούσε η ασχήμια της στη μούρη;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Όχι, αλλά αντίκρισε πρώτα το γαϊδούρι! (Γελάνε).

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Βοσκός πρόβατα έβγαλε να πάνε να βοσκήσουν,

χορτάρι να χορτάσουνε, νερό για να μεθύσουν.

Πήρε το τσοπανόσκυλο, πήρε και τη φλογέρα

και σιγοσφύριζε σκοπούς για να περάσει η μέρα.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Μα όταν ο ήλιος έφτασε πάνω απ’ το κεφάλι,

τα πρόβατα ιδρώνανε και νιώθανε μια ζάλη.

Η γούνα τους μεγάλωσε, ήρθε το καλοκαίρι,

κούρεμα χρειαζόντουσαν, ξυράφι και μπαρμπέρη.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Πήρε ο βοσκός τα σύνεργα κι αρχίζει να κουρεύει

και των προβάτων το μαλλί σε μια γωνιά μαζεύει.

Η μέρα όμως έφευγε κι αυτός πού να τελειώσει;

τα πρόβατα ήταν πολλά, κόντευε να νυχτώσει.

Γρήγορα πια τα κούρευε σε πλάτος και σε μήκος,

φοβόταν μην εμφανιστεί εκεί και κάνας λύκος.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Γέμισε ο τόπος με μαλλιά, έκοβε σαν τρελός,

ώσπου επιτέλους τέλειωσε και κάθισε ο βοσκός.

Χαλάρωσε, ήπιε νερό, λίγο να ανασάνει

κι ύστερα έβαλε ξανά τα ζώα μεσ’ τη στάνη.

Στο σπίτι του εγύρισε και στο κατώφλι μπαίνει

και την κυρά του αντίκρισε που ήταν θυμωμένη.

Του φώναζε, τον έβριζε, τον έλεγε χαϊβάνι

και πάνω στο κεφάλι του βάραγε το τηγάνι.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Όμως γιατί; Τι έκανε κι άξιζε τόσο ξύλο;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Γιατί πάνω στη φούρια του, κούρεψε και το σκύλο! (Γελάνε).

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Μια κι η κουβέντα το ‘φερε, παίρνω την ευκαιρία,

κάτσε να πούμε φίλε μου μια άλλη ιστορία.

Άκουσα ότι έγινε μεγάλο κωμειδύλλιο,

όχι μακριά, εδώ κοντά, σε όμορφο βασίλειο.

Βρέθηκε μπρος σε βασιλιά, άνθρωπος ιερέας,

κρασί του ζήτησε να πιει και για να φάει, κρέας.

Κι έκατσε και αράδιασε τέρατα και σημεία,

τον παίρνανε στα σοβαρά, μα τα ‘λεγε στ’ αστεία.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Κατάρα, είπε, βασιλιά στη χώρα σου θα πέσει,

γι’ αυτό λοιπόν σκέψου σωστά, γρήγορα λάβε θέση.

Παρ’ το λαό σου στα βουνά, κρυφτείτε μεσ’ το δάσος

και τα ‘λεγε κανονικά, χωρίς ντροπή και θράσος.

Είπε, την νύχτα εκείνη καβαλάρης θα σιμώσει

και όποιον του αντισταθεί με μιας θα τον σκοτώσει.

Κι αυτός δε θα σκοτώνεται γιατ’ είναι ο Σατανάς

κι ούτε τον πιάνει προσευχή, όσο κι αν προσκυνάς.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ:

Κι έτσι στο δάσος πήγανε όλοι για να κρυφτούνε,

κανέναν να μη βρει κακό κι αποκεφαλιστούνε.

Μονάχα ο ιερέας μας απέμεινε κει, μόνος

κι όλη τη νύχτα είχε μπροστά, ατέλειωτος ο χρόνος.

Όλα τα σπίτια πέρασε και τ’ άδειασε ένα, ένα,

πράγμα αξίας πια εκεί δεν έμεινε κανένα.

Όσα και ότι έκλεψε σε αμάξι καταλήγει,

δίνει μία στα άλογα και όπου φύγει, φύγει.

Την άλλη μέρα ο βασιλιάς ούρλιαζε κι ωρυόταν

που έναν κλέφτη άκουσε και τον εμπιστευόταν. (Γελάνε).

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Κράτησε παύση και σιωπή φίλε μου αισθηματία,

γιατί φωνές να έρχονται ακούω απ’ την πλατεία.

Γιορτάζουν τα γενέθλια, στου δρόμου είναι τη μέση,

έρχονται προς το μέρος μας, φίλε μου λάβε θέση.

(Έρχεται ο Βόλιος έχοντας στο πλάι του την Άντα και τον Ίανο).

ΒΟΛΙΟΣ: Φίλοι μου σας ευχαριστώ που είσαστε κοντά μου,

μαζί για να γιορτάσουμε απόψε τη χαρά μου.

Τι πιο ωραίο στη ζωή από το φως της μέρας,

που ο άνδρας και ο σύζυγος βαφτίζεται πατέρας.

Και που ‘χει κόρη ζηλευτή, όμορφη θυγατέρα,

που με τα χείλη τα γλυκά  τόνε καλεί πατέρα.

Χίλιες χιλιάδες μουσικές, χίλιες χιλιάδες ήχοι,

χίλια τραγούδια μαγικά, χίλιες χιλιάδες στίχοι,

γλύκα δεν έχουνε καμιά σαν έχει η φωνή της

και είναι επιθυμία μου κάθε διαταγή της.

Για το παλάτι όλοι μπρος, πιστοί μου, ακολουθείτε,

Να ‘ρθετε να γλεντήσετε, να φάτε και να πιείτε.

Θέλω παντού να ακουστεί, όλοι τους να σιμώσουν,

ν’ αφήσουνε τα σπίτια τους και το παρόν να δώσουν.

Φίλοι και ξένοι και εχθροί, περαστικοί, διαβάτες,

τρελοί, αστείοι, ατρόμητοι, μάγοι και ακροβάτες,

μεσ’ το παλάτι σας καλώ να βγάλετε το άχτι

κι ας γίνει παρανάλωμα και κάρβουνο και στάχτη.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Πω! Πω! Χαρά ο βασιλιάς έχει τόση μεγάλη.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ποια είναι η κόρη αυτή εκεί με τα άπειρα κάλλη;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Ποια θες να είναι φίλε μου άλλη απ’ το παιδί του,

νόμιζες θα ‘χε δίπλα του καμιά απ’ τη δουλεψή του;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Αυτή είναι η πριγκίπισσα;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Έτσι δείχνουν τα συμβάντα. Αφού κάθεται δίπλα του…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Και τ’ όνομά της;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Άντα.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Κι αυτός ο νέος που κρατά και έχει στο πλευρό της;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Τ’ άλλο παιδί του βασιλιά κρατά, τον αδερφό της.

Μπρος, πάμε να πλουτίσουμε (Στον βασιλιά) Άξιε βασιλιά μου,

όταν θα χαίρεσαι εσύ και μένα είναι χαρά μου.

Η κόρη σου τα εκατό να φτάσει, να πατήσει,

αρχόντισσα να πορευτεί, βασίλισσα να ζήσει.

Κι εσύ που αυτόν τον άγγελο κοντά σου μεγαλώνεις,

δίπλα της να ‘σαι να κοιτάς και να την καμαρώνεις.

ΒΟΛΙΟΣ: Ξένε βαθιά σ’ ευχαριστώ, υγεία και σε σένα,

να ξέρεις κι εγώ στέργω, όσους νοιάζονται για μένα.

Όμως από πού έρχεσαι, πρώτη φορά σε είδα.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Δώρο για τα γενέθλια, του βασιλιά, του Μίδα.

Εκείνος ήταν κύρης μου κι είπε πρωτού με χάσει,

του Βόλιου την κόρη να την κάνεις να γελάσει.

Κι όλο τον κόσμο που ‘ναι κει και βρίσκεται κοντά της,

δώρο σε στέλνω με ευχές, για τα γενέθλιά της.

ΒΟΛΙΟΣ: Είσαι καλοδεχούμενος, πάρε κι αυτό το κάτι (Του δίνει χρήματα) / κι έλα η διασκέδαση να γίνεις στο παλάτι. (Φεύγουν).

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Η ευγνωμοσύνη μου άρχοντα για σένα θα ‘ναι αιώνια,

να κόβει μέρες ο Θεός και να σου δίνει χρόνια.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Δεν το πιστεύω, το ‘κανες. Σου ‘δωσε το πουγκί του.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Τον κάνω ό,τι θέλω, αφού βρήκα το κουμπί του.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Και ποιο ειν’ του Βόλιου το κουμπί, ποιος είναι ο τρόπος, ποιος;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Έμαθα ότι χάθηκε ο γελωτοποιός.

Κι έτσι το γέλιο για καιρό σίγουρα του ‘χει λείψει,

θα πάω εγώ κι αυτόματα τις πύλες θα ανοίξει.

Τη θέση αυτή που χήρεψε θα πάω να ζητήσω,

θα τόνε κάνω να γελά και θα τα κονομήσω.

Μα όλα εγώ θα σου τα πω, που ήρθαμε δεν ξέρεις;

Αν συνεχίσεις φίλε μου έτσι, θα υποφέρεις.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Εσύ είσαι που ξανοίγεσαι και τα μαθαίνεις όλα

κι όλοι στοιχεία σου δίνουνε σαν δένδρα φυλλοβόλα.

‘Γω δεν αφήνω άσκοπα την ώρα να περάσει,

μα πώς να κάνω σκέφτομαι τον άλλο να γελάσει.

Γι’ αυτό είναι που με στείλανε κι αυτόν τον τόπο βρήκα,

εσύ μονάχα έρχεσαι μόλις ακούς για προίκα.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Κι εγώ πονώ τον άνθρωπο και δε με σταματάει,

ούτε το χρήμα, ούτε κανείς, αν είναι να γελάει.

Μα πριν να πάω να τον δω και να με ανταμώσει,

μαθαίνω λίγα τάλαντα αν έχει να μου δώσει.

Αλλιώς γιατί να γίνομαι ράκος στις εκδηλώσεις;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Μα ήθελα να ξέρω τι ψυχή θα παραδώσεις.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Πολύ ακριβή, στα σίγουρα κι αμέριμνη θα πλέει,

εσένα όμως αδερφέ, άλλο είναι που σε καίει.

Απ’ όταν πρωταντίκρισες του βασιλιά την κόρη,

σου ταξιδεύει η καρδιά κι ο νους έβαλε πλώρη.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Σωστά διαβάζεις φίλε μου τη σκέψη και τα μάτια,

ο νους μου μέσα βρίσκεται, στη χώρα, στα παλάτια.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Κοίτα τον που ξανάνιωσε και τρέμει η καρδιά του,

μόλις στο νου του έφερε ο δούλος την κυρά του.

Αλήθεια, είναι όμορφη…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Αυτό της λες μονάχα;

Αν είχα χίλια γιασεμιά και χίλιους κήπους να ‘χα,

ποτέ δε θα ξεπέρναγαν την άγια ομορφιά της,

το γέλιο της, το δέρμα της, τα χείλη, τη ματιά της.

Πόθος βαθύς γεννήθηκε και πώς να καταρρίψω,

τον έρωτα τον ξαφνικό, για κείνη, να τον κρύψω.

Μα αλήθεια, τι να’ ναι αυτό, το ερμήνευσαν ακόμα,

που κάνει να ζεσταίνεται και να ριγεί το σώμα;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Πολλοί είναι που προσπάθησαν κι άλλοι θα προσπαθήσουν, του έρωτα την έννοια για να την εξηγήσουν.

Νέοι και γέροι και σοφοί, φτωχοί και πλούσιοι τόσο,

ζητούν να βρούνε γιατρικό στου έρωτα τη νόσο.

Αντίδοτο στη δύναμη που όλα τα τιθασεύει

κι όποιον θελήσει λογισμό κι όποια καρδιά την κλέβει.

Κολάζει κάθε άγιο, αγιάζει κάθε κρίμα,

ζεσταίνει όλες τις καρδιές και της ζωής το νήμα.

Όπως τον ήλιο που ξυπνά μετά από την μπόρα

και δίνει χρώμα στα χωριά και ευωδιά στη χώρα,

μεσ’ των ανθρώπων την ψυχή σαν μπει να καταλύσει,

κάνει τον γέρο νεαρό και τον νεκρό να ζήσει.

Κι όπως έρχεται η Άνοιξη και φεύγει ο Χειμώνας,

έρχεται και ο Έρωτας σαν νόμος και κανόνας.

Των βασιλιάδων βασιλιάς με σκήπτρο και με στέμμα,

μπαίνει μέσα στις σκέψεις σου, στις φλέβες σου, στο αίμα.

Θέλεις, δε θέλεις θ’ αγαπάς κι αγάπη θα θελήσεις,

το θέλημα τσ’ αγάπης σου να θέλεις ν’ αγαπήσεις.

Όλα φαίνονται εύκολα κι εύκολα θα πιστέψεις,

ότι για την αγάπη σου μπορείς να ταξιδέψεις,

στα πιο απάτητα βουνά με κρύο και με χιόνια,

για να βρεις κήπο μαγικό με δέντρα και με κλώνια.

Να μπεις βαθιά στη θάλασσα, σα διψασμένο ψάρι,

να φέρεις στην αγάπη σου λευκό μαργαριτάρι.

Αχ, Έρωτα ανήλεε και άπονε στο διάβα,

που καις του ανθρώπου την καρδιά σαν πυρωμένη λάβα,

ποιο μονοπάτι στόλισες, άραγε και ποια βήματα,

για να περάσει ο φίλος μου, ποια όρη και ποια κύματα;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Όποιος κι αν είναι ο δρόμος του, πρέπει να τον πατήσω, κι όπου ορίζει και γραφτεί εγώ να περπατήσω.

Γιατί βαθιά με χτύπησε του Έρωτα το βέλος

και είναι η μόνη η αρχή που πια δεν έχει τέλος.

Με μια ματιά σε φυλακή με κλείδωσε για πάντα,

σκλάβος και υπηρέτης σου, στην ομορφιά σου Άντα.

Όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού γίνανε ένα δέμα,

με φως στολίζουν και ζωή το άγιό της βλέμμα.

Το χρυσαφί του φεγγαριού, του ήλιου τα παλάτια,

του σύννεφου το απαλό κρύβει στα δυο της μάτια.

Ηφαίστειο είναι και φωτιά και καυτερό φιτίλι,

σα φλόγες κατακόκκινες είναι τα δυο της χείλη.

Το άλικο της κερασιάς, στη γεύση, στην αφή της,

ζωή να δίνει  και πνοή με το κάθε φιλί της.

Σα βράχος που η θάλασσα με κύματα αγκαλιάζει,

το σμιλεμένο της κορμί σαν άγαλμα φαντάζει.

Κι απ’ τα νερά που έρχονται από της γης τα άκρα,

γαλάζιο βάφει το αίμα της και το λευκό τη σάρκα.

Εκείνη είναι η μοίρα μου, αυτή το ριζικό μου

και να τη βγάλω δε μπορώ τώρα απ’ το μυαλό μου.

Γρήγορα, πάμε φίλε μου κι άλλο ας μην αργούμε,

κοντά της όσο γίνεται, να γίνει να βρεθούμε.

Θέλω για να την ξαναδώ, να μου γενεί συνήθεια,

να κλείσω την εικόνα της για πάντα μεσ’ τα στήθια.

Όλα θολά μου φαίνονται, φίλε ζητώ βοήθεια

και ψέμα αν είναι κι όνειρο, την αγαπώ στ’ αλήθεια.

(Φεύγουν. Ο Πανωραίος ακούει θόρυβο και κρύβεται να δει τι θα γίνει. Στο μέσο της ακόλουθης στιχομυθίας, εμφανίζεται κρυφά ο Ίανος και τους παρακολουθεί).

ΣΑΛΑΡΙΣ: Ήρθα από περιέργεια Χάρησε κι επιμένω,

πως προτιμούσα να σε δω στη φυλακή δεμένο.

Μα είπες πως έχεις σχέδιο και είναι ενδιαφέρον

κι ότι για το δικό μου μόνο νοιάζεσαι συμφέρον.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Σάλαρι, άρχοντα τρανέ, λυπήσου με και άκου,

σα φίλο κοίτα με ξανά, μη με χαλάς, του κάκου.

Πλάνο έχω και σχέδιο να βάλω μεσ’ το νου σου,

πως ν’ αποκτήσεις εύκολα τη χώρα του εχθρού σου.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Του Βόλιου;…

ΧΑΡΗΣΟΣ: Μα ναι… Αυτό δε θες αφέντη;

Αυτός που τώρα χαίρεται κι έχει μεγάλο γλέντι,

σε λίγο χρόνο όσα κρατά θα γίνουνε δικά σου

κι εκείνος θα σε προσκυνά, στα πόδια σου, μπροστά σου.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Χάρησε, πρόσεξε καλά και μη με δαιμονίζεις,

αν είναι λάσπη και βρωμιά όσα μιλάς κι ορίζεις,

άλλο καλός δε θα φανώ κι αν πάλι με προδώσεις,

την κρύα λάμα του σπαθιού στα σπλάχνα σου θα νιώσεις.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Τα περασμένα παρελθόν κι ό,τι σου έχω κάνει,

να στα πληρώσω με ζωή το ξέρω πως δε φτάνει.

Μα άκου το λόγο που θα πω πριν να με θανατώσεις

κι ύστερα όποια θες εσύ απόκριση να δώσεις.

Χρόνια εσύ κι ο Βόλιος έχετε διαμάχη,

δεν τέλειωσε ο πόλεμος, μα χάνετε στη μάχη.

Κι αφού η βία κι ο θυμός, λένε, δεν είναι λύσεις,

με δόλο και με πονηριά τη χώρα θα κερδίσεις.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Καθάρισε τα λόγια σου αν θέλεις το καλό σου

και χωρίς χρόνο περιττό πες μου το σχέδιό σου.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Όπως τη φλέβα σπάει η βελόνα του εμβόλιου,

ιός θανατερός θα μπω στη χώρα αυτή, του Βόλιου.

Την όμορφη την κόρη του μαζί μου αν παντρέψει,

ευθύς αμέσως βασιλιά και κύρη θα με στέψει.

Κι εγώ που θέλω και κορμί, μα και ζωή να σώσω,

για να σου φύγει ο θυμός, θα σου την παραδώσω.

Πρωτού προλάβει να σειστεί και να το καταλάβει

κι ο Βόλιος κι η χώρα του, θα’ ναι δικοί σου σκλάβοι.

Όλα τους τα υπάρχοντα, τα στρέμματα, η γη τους,

όλα τα εμπορεύματα, τα σπίτια, οι καρποί τους,

όλα δικά σου θα γενούν σε μια νύχτα μέσα,

μόλις θα γίνω πρίγκιπας δίπλα στην πριγκηπέσσα

ΣΑΛΑΡΙΣ: Μπορείς εσύ με πρίγκιπα να’ χεις ισοζυγία;

ΧΑΡΗΣΟΣ: Μπορώ, αν έχω αφέντη τη δική σου χορηγία.

Δώσε μου άλογο τρανό, περήφανο ελάφι,

μεταξωτά ενδύματα κι άρματα και χρυσάφι.

Δώρα πολλά και προσφορές, ζαφείρια που θαμπώνουν,

ασήμια, που και λογισμό και νου διαστρεβλώνουν.

Αν δει ένα τέτοιο προξενιό, διόλου δε θα διστάσει

ο Βόλιος, την κόρη του γι’ αυτά να θυσιάσει.

Κι όπως το είπαν οι παλιοί κι όπως ορίζει ο νόμος,

εγώ θα γίνω βασιλιάς και σ’ όλα κληρονόμος.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Μα όσο θα ζει ο Βόλιος, τίποτα δεν κρατάς,

μόνο αν βρει το θάνατο γίνεσαι βασιλιάς.

Τι μοίρα κρίνεις για αυτόν, Χάρησε αποκρίσου.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Εκείνος, άρχοντα τρανέ, είναι δουλειά δική σου.

Μετά το γάμο εύκολα τον έχω του χεριού μου,

να γίνει εισιτήριο αφέντη του φευγιού μου.

Στα πόδια και στα χέρια του, εκείνοι που με ξέρουνε,

θα βάλω να τον δέσουν και μπροστά σου να τον φέρουνε.

Σκέψου μονάχα τι τιμή και τι χαρά θα νιώσεις,

όταν με κοφτερό σπαθί εσύ τον θανατώσεις.

Κι αφού όσα του ανήκουνε θα σου ‘χω παραδώσει,

το χρέος μου για σένα θα το έχω ξεπληρώσει.

Ευθύς, θα φύγω μακριά σε άλλα μέρη ξένα

και δε θ’ ακούσεις πια ποτέ, ποτέ ξανά για μένα.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Ας γίνει όπως μίλησες, δε θα σε θανατώσω,

μα να το ξέρεις άλλο πια θάρρος δε θα σου δώσω.

Μου προκαλείς απέχθεια, θυμό και αηδία,

μονάχα και που σκέφτηκες αυτή την τραγωδία.

Θέλω όμως τον Βόλιο να τον κατατροπώσω,

γι’ αυτό και χρήμα κι αρωγή στην πλάνη σου θα δώσω.

Μα όταν τα χώματα αυτά θα γίνουνε δικά μου,

να μη σε ξαναδώ ποτέ στα μάτια μου, μπροστά μου.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Το λόγο μου έχεις άρχοντα, θα φύγω σαν τον κλέφτη,

μα…  δεν είμαστε μόνοι μας, έχουμε επισκέπτη.

Φρουροί, αμέσως πιάστε τον και δέστε του τα χέρια,

να μάθει πως πληρώνεται η τόση περιέργεια.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Ποιος είναι αυτός;

ΧΑΡΗΣΟΣ: Ο Ίανος, του Βόλιου ο γιός.

ΙΑΝΟΣ: Δε θα γλιτώσεις Χάρησε, ούτε κι εσύ…

ΧΑΡΗΣΟΣ: Σκασμός!

Θα ‘πρεπε να σε σκότωνα ευθύς μόλις σε είδα,

μα ίσως γίνεις βοηθός να στήσω την παγίδα.

Πάρτε τον, φυλακίστε τον, μα όχι να πονέσει,

στο γάμο το βασιλικό πρέπει να λάβει θέση.

Κλειστός να μείνει, μόνος του και άχνα να μη βγάνει,

αλλιώς η αδερφούλα του πρώτη θε να πεθάνει.

Κι όταν θα έρθει ο καιρός εκείνη την ημέρα,

που εγώ και η πριγκίπισσα θ’ αλλάξουμε τη βέρα,

κομψός να είσαι, να γελάς και να ‘σαι ευτυχισμένος,

αλλιώς θα νιώσεις την οργή και του σπαθιού το μένος.

Ως την ημέρα αυτή λοιπόν να μην ακούσω άχνα,

αν θες να μείνουν αβλαβή η καρδιά σου και τα σπλάχνα. (Φεύγουν).

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Θεούλη μου, η γιορτή αυτή άλλη τροπή θα πάρει,

μα ευτυχώς εμένα δε με πήρανε χαμπάρι.

Θα τρέξω από πίσω τους να δω που θα τον πάνε,

σ’ αυτόν που αρμόζουνε τιμές και να τον προσκυνάνε,

σα δούλο του φερόντουσαν. Βοήθεια θα του δώσω,

με τέχνη, δόλο κι έμπνευση θα τον ελευθερώσω. (Φεύγει).

ΑΝΤΑ: Κουράστηκα με τις φωνές ετούτη την ημέρα,

βγήκα έξω στη δημοσιά να πάρω λίγο αέρα.

Εδώ είναι όλα ήσυχα…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: … Άντα, βασίλισσά μου!

ΑΝΤΑ: Ποιος είναι αυτός που με καλεί;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ο δούλος σου κυρά μου.

ΑΝΤΑ: Δούλος; Δε σ’ έχω ξαναδεί, δε μου θυμίζεις κάτι.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Για σένα ήρθα. Σ’ έψαχνα, δεν είσαι στο παλάτι;

ΑΝΤΑ: Βγήκα για έναν περίπατο, λίγο να ηρεμίσω.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Μπορώ κι εγώ ο ταπεινός μαζί να περπατήσω;

ΑΝΤΑ: Έλα. Μα πες μου πρώτα να χαρείς, ποιο είναι το όνομά σου;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Πανέμορφος στο όνομα, μα άσχημος μπροστά σου.

ΑΝΤΑ: Και από πού ξεπρόβαλες, δεν είσαι από την πόλη.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Όπου με πάει η καρδιά είναι η ζωή μου όλη.

Δε ζω σε τόπο σταθερό, από γονιού τα χέρια,

μα έχω μια χώρα μαγική που βρίσκεται στ’ αστέρια.

ΑΝΤΑ: Είπες, μια χώρα μαγική;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Την έχω για αβάντα!

ΑΝΤΑ: Ακούγεται υπέροχο! Και πώς τη λένε;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Άντα!

ΑΝΤΑ: Άντα; Είναι περίεργο… Μα, έχει το όνομά μου!

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Δική σου είναι, την κρατάς κι όλα είναι…

ΑΝΤΑ: …Δικά μου;!

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Κάθε σοκάκι και οδός, κάθε μεριά και στράτα,

κάθε λιμάνι και βουνό, τα χόρτα και τα βάτα.

Τα σπίτια της, οι ποταμοί, τα πλάτη και τα μήκη,

κάθε γωνιά αυτής της γης σε σένανε ανήκει.

Όλα τα χρώματα του νου, λουλούδια είναι κι ανθίζουν,

όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού για σένανε φωτίζουν.

Και στον αέρα διάσπαρτα, χάδια, φιλιά πετάνε,

να σε χαϊδεύουν όπου πας, γλυκά να σε φιλάνε.

Κι όλοι οι κάτοικοι εκεί, άγγελοι είναι και ζούνε,

μόνο για να σ’ υπηρετούν και για να σ’ αγαπούνε.

Και μεσ’ σ’ αυτούς, πρώτος εγώ, μέγα καθήκον έχω,

την ομορφιά σου ν’ αγαπώ, να νιώθω, να προσέχω.

ΑΝΤΑ: Ωραία που θα ήτανε στη χώρα αυτή να ζούσα

κι όλες τις έννοιες τις βαριές, όλες να τις ξεχνούσα.

Μα είναι άραγε κοντά ή να ‘ναι μακριά μου;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Είναι κοντά!

ΑΝΤΑ: Πόσο κοντά;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Εδώ, μεσ’ στην καρδιά μου.

ΑΝΤΑ: Και πως μου ανήκει η χώρα αυτή, αφού είναι στην καρδιά σου.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Μα κι η καρδιά και το κορμί κι ο νους μου είναι δικά σου.

ΑΝΤΑ: Ευχαριστώ τα λόγια σου, σ’ ευχαριστώ στ’ αλήθεια,

μα τέτοια χώρα βρίσκεται μόνο στα παραμύθια.

Κι όμως θα ήθελα πολύ να τρέξω στα λιβάδια,

στη χώρα αυτή και τρέχοντας να με φιλούν τα χάδια.

Όμως γιατί δε με κοιτάς ποτέ σου μεσ’ στα μάτια;

Βρισκόμαστε στη δημοσιά και όχι στα παλάτια.

Δέχομαι την υπακοή και την ταπεινοσύνη,

μα.. σήκωσε το βλέμμα σου, σου έχω εμπιστοσύνη.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Βασίλισσά μου ακριβή, σαν σε κοιτάζω τόσα,

είναι που θέλω να σου πω, μα δένεται η γλώσσα.

ΑΝΤΑ: Λύσε τον κόμπο στο λαιμό και άλλο μην κομπιάζεις,

είναι ωραία όσα μιλάς, μ’ αρέσουν, με ησυχάζεις.

Μίλα λοιπόν, τι κάθεσαι μόνο και με κοιτάς;

Μέσα στα μάτια μου βαθιά τι ψάχνεις, τι ζητάς;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ψάχνω δυο λέξεις όμορφες, εύηχες και μεγάλες,

τέτοιες που να μην άκουσες ίδιες αλλά και άλλες.

Θέλω να βρω τη ρίμα τους, έτσι για να ταιριάξουν,

που όταν τις ακούσουνε τα μάτια σου να κλάψουν.

Προτάσεις να αρθρώσω με επίθετο και ρήμα,

για να σου φτιάξουνε γλυκό κι αγαπημένο ποίημα.

Να λέει πως κάποιος, κάποτε αγάπη σου ‘χε τόση,

που τέτοιο πράγμα στη ζωή δεν είχε ξανανιώσει.

Μα πως στην τέχνη του ποιητή εγώ να εμφυσήσω,

την ομορφιά σου σε χαρτί για να την ζωγραφίσω!

Δεν ξέρω να μιλάω σαν τους λόγιους ανθρώπους,

που έχουν γλώσσα μαγική κι εμφάνιση και τρόπους.

Εγώ το μόνο που μπορώ είναι να σ’ αγαπάω

κι όταν στον ώμο μου θα κλαις, μαζί σου να πονάω.

Να είσαι ο ίδιος ο Θεός στα μάτια τα δικά μου

και να ‘ναι η κάθε σου χαρά χίλιες φορές χαρά μου.

Να πραγματώσω δεν μπορώ κάποια μεγάλη χάρη

ή όσα κρύβεις όνειρα κάτω απ’ το μαξιλάρι.

Μα αν μου δώσεις άδεια εγώ να σε συντρέξω,

πάνω από τα σύννεφα μπορώ να ταξιδέψω.

Και να σου χτίσω μια ζωή με περισσή μαγεία,

με λίγα υλικά αγαθά κι άπειρη φαντασία.

..Μα λέξεις δεν μπορώ να βρω ποίημα για να αρχίσω,

μπορώ για την αγάπη μου μονάχα να μιλήσω.

Με λόγια που δε θα ηχούν ωραία μεσ’ στ’ αυτιά σου,

μα θα ‘ναι τόσο αληθινά όσο η ομορφιά σου.

Κι αν ψάξω λέξεις δύσκολες, εδώ ή και στα ξένα,

ποίημα δε θα φτιαχτεί ποτέ καλύτερο από σένα.

ΑΝΤΑ: Όμορφο δώρο μου ‘φερες για τα γενέθλιά μου…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Πιο όμορφο από σένανε δεν γίνεται κυρά μου.

ΑΝΤΑ: Μα γιατί θέλεις και ζητάς αγάπη να χαρίσω;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Είναι η μόνη αφορμή για μένανε να ζήσω.

ΑΝΤΑ: Σίγουρα ξέρεις να μιλάς με λόγια που μαγεύουν,

μα εκείνα είναι άυλα και στον αέρα φεύγουν.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Τότε με πράξη άφησε τα λόγια να σφραγίσω,

τα χείλη σου ευαγγέλιο με όρκο να φιλήσω. (Φιλιούνται).

ΑΝΤΑ: Όμως δεν είναι αυτό σωστό, εδώ στο φως της μέρας,

φοβάμαι μη μας δούνε και το μάθει ο πατέρας.

Γιατί θα ήταν προσβολή για μένα να φιλήσω.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ε, τότε δώσ’ μου το φιλί για να το πάρω πίσω! (Φιλιούνται).

ΑΝΤΑ: Γλυκό ‘ναι το φιλί; Πικρό; Δεν ξέρω ν’ απαντήσω.

Πρώτος εσύ με έκανες να θέλω να φιλήσω.

Με μάγεψαν τα λόγια σου και η καρδιά μου τόσο,

ζεστάθηκε και πρόσταξε φιλί για να σου δώσω.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Και πώς το πρωτοένιωσες γλυκό μου περιστέρι;

ΑΝΤΑ: Σα βελουδένιο άγγιγμα, σαν δροσερό αγέρι.

Ρίγος με διαπέρασε και τρέμει το κορμί μου,

έγινε πάθος ξαφνικό που λαχταρά η ψυχή μου.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Τόσο λοιπόν σημαντικό;

ΑΝΤΑ: ..Κι ακόμα παραπάνω,

το λογισμό μου έκλεψε και το μυαλό μου χάνω.

Οι άνδρες αδιαφορούν και δεν τους πολυνοιάζει,

μα της γυναίκας η ζωή σε μια στιγμή αλλάζει.

Την πρώτη εκείνη τη φορά, μοναδική, δική της,

που θα δεχτεί δειλά, δειλά να δώσει το φιλί της.

Άλλες είναι επιπόλαιο, άλλες φορές μοιραίο,

άλλες θα είναι βιαστικό, μα πάντοτε ωραίο.

Μια γυναίκα στη ζωή ποτέ της δεν ξεχνάει,

αυτόν που πρωτοφίλησε κι εκείνον π’ αγαπάει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Θα μ’ έχεις πάντα στο μυαλό, Άντα, βασίλισσά μου;

ΑΝΤΑ: Κι αν δεν το θέλω πια εγώ, το θέλει η καρδιά μου.

Κοντά μου θε να βρίσκεσαι όσο μακριά και να ‘σαι.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Χωρίς εσένα πουθενά, αυτό να το θυμάσαι.

ΑΝΤΑ: Μέλι στάζουν τα χείλη σου κι αγνή είν’ η ματιά σου

και νιώθω τόσο όμορφα που βρίσκομαι κοντά σου.

Είσαι καλός; Είσαι κακός; Ποια μοίρα με ορίζει;

Είσαι γαλάζιος ουρανός ή θάλασσα που αφρίζει;

Λόγια δε βρίσκω για να πω, μία ντροπή με πνίγει,

μα η ίδια σα ζεστή αγκαλιά μέσα της με τυλίγει.

Μίλα μου, έτσι αμήχανη που είμαι μη μ’ αφήσεις…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Τι θες να κάνω να χαρείς;

ΑΝΤΑ: Θέλω να με φιλήσεις. (Φιλιούνται).

Αχ, να μπορούσα να χαθώ και να ‘φευγα για πάντα,

μαζί σου να ταξίδευα στη χώρα σου την Άντα.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Όλους τους δρόμους αν μου πεις, για σένα τους ανοίγω!

ΑΝΤΑ: Μα είναι νόμος άγραφος και δεν μπορώ να φύγω.

Μια πριγκηπέσσα δεν μπορεί να κάνει ό,τι θελήσει,

μα ό,τι ο πατέρας της γι’ αυτήν αποφασίσει.

Και δεν μπορώ να παντρευτώ κάποιον κατώτερό μου,

παρά με έναν πρίγκιπα, να ‘χω αντάξιό μου.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Οι νόμοι είναι ανόητοι και να μην τους μετράς,

όταν εναντιώνονται στα θέλω της καρδιάς.

ΑΝΤΑ: Νόμο δεν παραβίασα ποτέ έξω από ένα.

Που την καρδιά μου άφησα κι αγάπησε…

ΦΩΝΗ ΒΟΛΙΟΥ: Κόρη μου!

ΑΝΤΑ: Έρχεται ο πατέρας μου, φύγε, για το καλό σου,

πάρε αυτό το φυλαχτό και κράτα το δικό σου

κι όρκο να πάρεις ιερό, σαν το κρατάς στο χέρι,

να γίνει λόγος κι αφορμή κοντά μου να σε φέρει.

Σημάδι και απόδειξη και πόθος που με καίει,

πως την καρδιά μου έκανες για σένανε να κλαίει.

Κι έτσι, από το πουθενά, χωρίς να καταλάβω,

υποταγμένη βρέθηκε, κυρία αυτή σε σκλάβο.

ΦΩΝΗ ΒΟΛΙΟΥ: Κόρη μου…

ΑΝΤΑ: Γρήγορα, σε παρακαλώ, να μη μας αντικρίσει

και με κακές υπόνοιες το νου να μην ποτίσει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Φεύγω, μα θα ‘ρθω να σε βρω και θα ξανάρθω πάλι,

να ταξιδέψω στη ματιά, στου γέλιου σου τη ζάλη.

Τη νύχτα στο μπαλκόνι σου θα ‘ρθω να σ’ ανταμώσω,

τιμή και χάδι και φιλί στα χείλη σου να δώσω.

ΑΝΤΑ: Μα ο δρόμος είναι άγνωστος, ποιος θα σου πει τα βήματα;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ο Έρωτας, που κάνει δυνατά όλα τ’ αδύνατα!

(Τη φιλάει και φεύγει. Έρχεται ο Βόλιος).

ΒΟΛΙΟΣ: Κόρη, μονάχη τι ζητάς και βρίσκεσαι εδώ πέρα;

ΑΝΤΑ: Ζαλίστηκα κι είπα να βγω να πάρω λίγο αέρα.

ΒΟΛΙΟΣ: Ζάλη κι εγώ αισθάνομαι, μα είναι χαρά, το ξέρω

κι έγινα ο ίδιος άγγελος μήνυμα να σου φέρω.

ΑΝΤΑ: Ποιο μήνυμα είναι αυτό που φέρνεις κύριέ μου;

ΒΟΛΙΟΣ: Ήρθε σπουδαίο προξενιό για σένα θησαυρέ μου.

Πρίγκιπας με ανάστημα, με ομορφιά, με πλούτη,

που έχει χρόνια και καιρούς να δει η γη ετούτη.

Γενναίος, γαλαζοαίματος, αντάξιος για ταίρι σου,

μεσ’ στο παλάτι ήρθε και μου ζήτησε το χέρι σου.

Ό,τι ζητούσα απ’ το Θεό πάντα στην προσευχή μου,

μου έφερε αυτός ο πρίγκιπας, που να ‘χει την ευχή μου.

Κόρη μου μήνυμα χαράς είναι, τόσο μεγάλο,

που την τιμή να σου το πει δεν άφησα σε άλλο.

Έτρεξα ο ίδιος να σε βρω, να στο ανακοινώσω,     

να περπατήσουμε μαζί και να σε παραδώσω.

ΑΝΤΑ: Κύριε και αφέντη μου, μόνη μου επιθυμία,

είναι να βλέπω να γελάς και να ‘χεις ευθυμία.

Κι απ’ τη δική μου τη χαρά, πόθος προηγουμένως,

να είσαι εσύ χαρούμενος, εσύ ευτυχισμένος.

Μα δεν μπορώ μεσ’ τη χαρά μαζί σου να συντρέξω,

γιατί τα λόγια που μιλάς δεν θέλω να πιστέψω.

ΒΟΛΙΟΣ: Τι θες μ’ αυτό ν’ αποκριθείς ευθύς τη γλώσσα λύσε,

γιατί όσα αποφάσισα Άντα μου τα αρνείσαι;

ΑΝΤΑ: Θέλω πολύ πατέρα μου όσα μου λες να κάμω,

όμως ακόμα είναι νωρίς, πολύ νωρίς για γάμο.

Δεν θέλω να απομακρυνθώ από την αγκαλιά σου,

με τι καρδιά, με τι μυαλό να φύγω μακριά σου;

Εσύ ‘σαι ο αφέντης μου, εσύ ο κύριός μου

κι είναι νωπό στη γεύση μου το γάλα της μητρός μου.

Άσε να φύγει ο καιρός πατέρα μου και πες,

πως κι η δική μου η χαρά είναι αυτό που θες.

Δώρο μεγάλο μου ‘κανες, κληρονομιά να έχω,

την κρίση σου και την πυγμή, να ξέρω, να προσέχω.

Πήρα την εξυπνάδα σου, πήρα την πονηριά σου,

Το ‘χω τιμή να με καλούν, κόρη να ‘μαι δικιά σου.

Εγώ ‘μαι το κορίτσι σου, θυμήσου τούτο μόνο,

με είδες να γίνομαι παιδί, είδες να μεγαλώνω.

Μα είναι ακόμα ο καιρός, μη βιάζεσαι, μην τρέχεις,

για όσο πιο πολύ μπορείς, στο πλάι σου να μ’ έχεις.

Κι άσε να βρω μονάχη μου μέσα απ’ τα όνειρά μου,

εκείνον που θα ορκιστώ να κάνω πρίγκιπά μου.

Μπροστά σου να’ ρθει να σταθεί, γιό σου για να τον στέψεις…

ΒΟΛΙΟΣ: Φαίνεται πόσο είσαι μικρή που λες αυτές τις λέξεις.

Άγραφος νόμος το ζητά, κόρη όποιος ορίζει,

εκείνος για το μέλλον της γαμπρό να διορίζει.

Κι αυτή μονάχα να πει «Ναι», με τάξη και ομόνοια,

έτσι οι γάμοι γίνονται απ’ τα παλιά τα χρόνια.

Όσες κι αν κληρονόμησες και αρετές και κρίσεις,

ακόμα είσαι ανώριμη στο νου ν’ αποφασίσεις.

Μα έχεις ώριμο κορμί και τώρα ειν’ ο καιρός σου,

να κάνεις οικογένεια, να’ χεις το σπιτικό σου.

Άλλες στην ηλικία σου τώρα είναι μητέρες,

έχουνε θαρραλέους γιους κι όμορφες θυγατέρες.

Κι όσο για τον ξενιτεμό, αυτό μην το φοβάσαι,

στο πλάι μου θα μείνετε, πάντα κοντά μου θα’ σαι.

Κι ο σύζυγός σου βασιλιάς θα γίνει στο πλευρό μου,

δικό του να ονομάζεται το κάθε τι δικό μου.

Ο νέος που σε ζήτησε γυναίκα να σε πάρει,

είναι ιππότης, πρίγκιπας, γενναίο παλικάρι.

Έναν ακόμα σύμμαχο θα έχουμε από τώρα,

όταν ξανά επιτεθεί του Σάλαρι η χώρα.

Κι αυτός ο αιώνιος πόλεμος τέλος καλό θα δώσει,

όταν τη χώρα ο εχθρός θα μου την παραδώσει.

Με του ανδρός σου το στρατό θα αυξηθούν οι κρίκοι

της δύναμης του Βόλιου και θα επέλθει η νίκη.

Κι ύστερα εσύ θα διοικείς στη χώρα του εχθρού μας,

βασίλισσα κι αρχόντισσα στο πλάι του γαμπρού μας.

ΑΝΤΑ: Στο όνομα της διχόνοιας θέλεις να με παντρέψεις

και της καρδιάς μου τα όνειρα ζητάς να καταστρέψεις.

Τιμή μου που είμαι κόρη σου μα και άνθρωπος λογιέμαι,

πως την αγάπη σου για με μετράς, αναρωτιέμαι.

Δώσε μου πίστη κι άσε με πρώτα να αγαπήσω,

μη νιώθω μόνη ύστερα και μη δυσαρεστήσω.

Κρίση έχω και βούληση και άλλες τόσες χάρες,

έρωτα αληθινό να βρω και να ‘ναι…

ΒΟΛΙΟΣ: …Σαχλαμάρες!

Μην τη ζωή σου σπαταλάς σε έρωτες κι αγάπες,

αισθήματα εφήμερα και φρούδες αυταπάτες.

Ο Έρωτας μοιάζει Θεός, αυτό είναι αλήθεια,

μα έρχεται ο χρόνος κι ο καιρός και γίνεται συνήθεια.

Χάνεται η μαγεία του κι ο ενθουσιασμός,

η αγάπη σκόνη γίνεται, ανία, κορεσμός.

Ο γάμος που σου δίνω εγώ σημαίνει ευτυχία,

ο έρωτας μονάχα οδηγεί στην αναρχία.

Κι ο νέος όπου σε ζητά είν’ όμορφος, ωραίος,

ν’ ακούσεις τον πατέρα σου κόρη μου έχεις χρέος.

Θα διάλεγα για σένανε κύρη και σύζυγό σου,

κάποιον που δε θα ήτανε για σένα αντάξιος σου;

Πρώτα έλα στ’ ανάκτορα για να τον εγνωρίσεις

κι ύστερα με αυθάδεια έλα να μου μιλήσεις.

ΑΝΤΑ: Δε θέλω να τον παντρευτώ…

ΒΟΛΙΟΣ: Άντα, με εκνευρίζεις!

ΑΝΤΑ: Γιατί την ευτυχία μου μονάχος την ορίζεις;

Γνώμη δεν έχω για να πω τι θέλω για να κάνω;

ΒΟΛΙΟΣ: Εσύ μπορεί να αγαπάς και έναν τσαρλατάνο!

Δε σκέφτεσαι, το βέβαιο, ότι θα επιτρέψω,

με δούλο ή κατώτερο εγώ να σε παντρέψω.

Ο άνδρας σου θα’ ναι ευγενής, πρίγκιπας και ιππότης,

όχι κανείς απ’ τους αστούς, ούτε απλός στρατιώτης.

ΑΝΤΑ: Πατέρα, αυτές τις σκέψεις σου πάρε φωτιά και κάψε,

τις αντιλήψεις τις παλιές βαθιά στο χώμα…

ΒΟΛΙΟΣ: Πάψε!

Ετούτη η ανυπακοή κι η ασέβεια που βγαίνει,

δεν είναι φυσιολογική, Άντα τι σου συμβαίνει;

Ποιο είναι αυτό το μυστικό που κρύβεις στην καρδιά σου;

ΑΝΤΑ: Μία αγάπη αντάξια κι ίση με τη δικιά σου.

ΒΟΛΙΟΣ: Αγάπη που δεν ξέρω εγώ; Ποιος είναι, μίλησε μου.

ΑΝΤΑ: Κάποιος που μέσα στην καρδιά έρωτα ξύπνησέ μου.

Κι είναι βαρύ συναίσθημα και μια φορά αν το νιώσεις,

θέλεις και σώμα και ψυχή σ’ αυτόν να παραδώσεις.

ΒΟΛΙΟΣ: Αλίμονο, ό,τι θα πεις ξέρω δε θα μ’ αρέσει.

ΑΝΤΑ: Άκουσε πρώτα να σου πω κι ύστερα πάρε θέση.

Ήρθε και με πλησίασε μ’ ευγένεια και χάρη

και μου μιλούσε καθαρά σαν το αγνό φεγγάρι.

Και άστραφτε το βλέμμα του και η καρδιά, το νιώθω,

γέννησε μέσα μου βαθιά του έρωτα τον πόθο.

Χωρίς πολλά κομπιάσματα, χρυσάφια και οντότητα,

μονάχα με χαμόγελο γαλήνη και αβρότητα.

Αυτά είναι που χρειάζεται και μια γυναίκα θέλει,

λέξεις που έχουν σεβασμό και λόγια από μέλι.

Αρκούν τα περισσότερα, λίγο μόνο ζητάει

κι όλη της δίνει την ψυχή σ’ εκείνον π’ αγαπάει.

ΒΟΛΙΟΣ: Μα ποιος είναι κορίτσι μου, πες μου γιατί θα σκάσω!

ΑΝΤΑ: Είναι ο τρελός που ήρθε να με κάνει να γελάσω.

Γέμισε τη ζωή μου με χαμόγελο και στίχο.

ΒΟΛΙΟΣ: Να δεις τι γέλιο θα’ χω εγώ έτσι και τον πετύχω.

Τρελή είσαι μου φαίνεται με τα καμώματά σου,

άκουσε Άντα, σύνελθε κι έλα στα λογικά σου.

Νόμιζες πως τον τίτλο που θα σου κληρονομήσω

σ’ έναν τρελό, τυχάρπαστο θέλω να τον αφήσω;

Και θες όλοι οι υπήκοοι που τώρα προσκυνάνε,

πίσω από την πλάτη μου να με περιγελάνε;

Ντροπή είναι του πατέρα σου να αρνηθείς τον νόμον

και πιο πολύ να αρνηθείς τους νόμους των προγόνων.

ΑΝΤΑ: Πατέρα είσαι βασιλιάς, έχεις την εξουσία,

τους νόμους να αλλάξεις, να μην έχει σημασία,

αν είναι πλούσιος ή φτωχός όποιος με αγαπήσει,

κάν’ το για μένα κύρη μου και άλλαξε την κρίση.

ΒΟΛΙΟΣ: Τους νόμους και την κρίση μου κανείς δεν τους αλλάζει

κι αν δε σ’ αρέσουν και τα δυο, λίγο αυτό με νοιάζει.

Φόρεσε ωραίο πρόσωπο, τις αντιρρήσεις κόψε,

ο γάμος είπα θα γενεί και θα γενεί απόψε.

ΑΝΤΑ: Απόψε; Τόσο σύντομα;!

ΒΟΛΙΟΣ: Δεν παίζουμε Άντα τώρα!

Στον πύργο ακολούθα με… Εμπρός λοιπόν… Προχώρα… (Φεύγει).

ΑΝΤΑ: Μοίρα κακιά τι μου φιλάς ακόμα να πληρώσω,

που ευχόμουνα και έλεγα πως όταν μεγαλώσω,

πρίγκιπας θα ‘ρθει να με βρει στο άσπρο του το άτι,

για τη ζωή μου σύντροφος, κύρης για το παλάτι.

Κι εγώ να γίνω σκλάβα του κι αγάπη να του δίνω,

γυναίκα και αρχόντισσα στο πλάι του να γίνω.

Κι όταν εκείνος έφτασε και μπήκε στη ζωή μου

και μ’ έκανε να ερωτευτώ και πήρε το φιλί μου,

έρχονται οι νόμοι κι οι Θεοί κι ο λόγος του πατέρα,

την πιο όμορφή μου στη ζωή να καταστρέψουν μέρα.

Κουτός όποιος τον έφτιαξε κι άδικος τέτοιος νόμος,

απ’ ό,τι ορίζει η καρδιά άλλος δεν είναι δρόμος.

Γιατ’ είναι ο νόμος της καρδιάς που εμένα με ορίζει

και μοναχά η σκέψη του δύναμη με γεμίζει.

Πανέμορφος στο όνομα, πεντάμορφη η ψυχή σου,

ορκίζομαι όπου κι αν πας να βρίσκομαι μαζί σου.

Αστέρι θα ‘μαι να διαβείς, το δρόμο σου μη χάσεις,

άνεμος να δροσίζεσαι, νερό να ξεδιψάσεις.

Ώσπου να φτάσει η στιγμή στου χρόνου την ανέμη,

στην αγκαλιά μου για να βρεις απάγκιο κι απανέμι.

(Φεύγει. Έρχεται ο Χάρησος με στρατιώτες και τον Πανωραίο με δεμένα χέρια).

ΧΑΡΗΣΟΣ: Φέρτε τον γρήγορα εδώ και πιάστε να φυλάτε,

μην τύχει και φανεί κανείς, αλλιώς να μη μιλάτε.

Έξω απ’ την πόλη σ’ έφερα για να λογαριαστούμε,

με σένα άξεστε τρελέ, δυο λόγια για να πούμε.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Τι θέλεις πια και μου κρατάς τα χέρια μου δεμένα;

ΧΑΡΗΣΟΣ: Τι ξέρεις για τον Ίανο, τι άκουσες για μένα;

Γιατί τον ελευθέρωσες και που τον έχεις πάει;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Τον έριξα στη θάλασσα και τώρα κολυμπάει.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Μίλα στα σοβαρά τρελέ, μη μ’ εκνευρίζεις τόσο,

γιατί δεν είναι τίποτα για με να σε σκοτώσω.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Αν με σκοτώσεις φίλε μου, στο λέω να θυμάσαι,

τον Ίανο που έσωσα θα έχεις να φοβάσαι.

Βρίσκεται με ασφάλεια πολύ καλά κρυμμένος,

έτοιμος να επιτεθεί αλλά και μιλημένος.

Δε θα μιλήσει, δε θα πει τίποτα σε κανένα,

αρκεί να φύγεις άμεσα πολύ μακριά στα ξένα.

Φύγε όσο είναι νωρίς και μην ξαναγυρίσεις,

σ’ αυτήν τη γη το πόδι σου να μην ξαναπατήσεις.

Κι αν απερίσκεπτα εσύ τώρα με θανατώσεις,

χίλιες φορές πολύ πικρά μετά θα μετανιώσεις.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Βλέπω όλα τα σκέφτηκες πριν έρθεις να σε πιάσω,

μα ακόμα θα σε σκότωνα χωρίς εγώ να χάσω.

Άνθρωπος είσαι με μυαλό και τέχνη της πειθούς,

τύπους όπως εσένανε δεν γνώρισα πολλούς.

Γι’ αυτό θα μου ‘σαι χρήσιμος για κάθε κίνησή μου,

γιατί λοιπόν δεν έρχεσαι στο πλάι μου, μαζί μου;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Ακούτε κόσμε τι ζητά χωρίς ντροπή κι αισχύνη,

να ‘ρθώ εγώ στο μέρος σου δε θα το δεις να γίνει.

Μέτρα τα λόγια φίλε μου, έχε λίγη συνέπεια,

είμαι τρελός, είμαι φτωχός, μα έχω αξιοπρέπεια.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Όμως κοντά μου αν σταθείς θ’ αλλάξει η ζωή σου,

Θα ‘χεις ό,τι αναζητάς κρυφά στη προσευχή σου.

Τη χώρα άμα πάρω εγώ απ’ έξω δε θα μείνεις,

χέρι δεξί και στρατηγός στο πλάι μου θα γίνεις.

Πλούτη θα έχει και λεφτά, φτάνει η ζωή ετούτη,

θα γίνεις μέγας και τρανός…

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: …Συγγνώμη, είπες πλούτη;!

ΧΑΡΗΣΟΣ: Το είπα και ορκίζομαι κι υπογραφή σου βάζω,

Ό,τι θελήσεις κι όσα θες, τόσα εγώ σου τάζω.

Άσε τους άλλους να καούν, κοίτα τον εαυτό σου,

έλα μαζί μου φίλε μου, στο λέω για καλό σου.

Αφού σ’ ακούει ο Ίανος κι ό,τι του πεις θα πράξει,

πες πως τακτοποιήθηκε το θέμα κι είναι εντάξει.

Τίποτα εκείνος να μην πει, μονάχα να σιωπήσει,

το γάμο που ετοιμάζεται να γίνει, να αφήσει.

Κι ύστερα εσύ κι εγώ μαζί, άρχοντες θα μετράμε,

στα πλούτη και στα χρήματα μόνο θα κολυμπάμε.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Και ποια θα είναι η θέση μου σαν θα ‘μαι στο πλευρό σου;

ΧΑΡΗΣΟΣ: Όποιο αξίωμα ζητάς! Τι θέλεις;…

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: …Στρατηγός σου.

Εμένα εσύ θα διοικείς, μα εγώ όλους τους άλλους,

γυναίκες, άνδρες και παιδιά, μικρούς μα και μεγάλους.

Και μη βιαστείς να αρνηθείς αυτή μου εδώ τη λόξα,

εσύ θα είσαι ο βασιλιάς, εγώ θα ‘χω τη δόξα.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Βρες μου εσύ τον Ίανο και πες του να σωπάσει

κι αν θέλει ας γίνει συνεργός, πες του και δε θα χάσει.

Πήγαινε τώρα στρατηγέ και φέρε το στρατό μου,

αρματωμένοι συγγενείς στο γάμο το δικό μου.

Όλοι την παρουσία τους με τα σπαθιά να δώσουν,

το ανάκτορο του Βόλιου να το περικυκλώσουν.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Φεύγω να πράξω κύριε οσά ‘χεις μιλημένα,

μα θέλω κάτι ακόμα να ζητήσω από σένα.

Κανένας να μη μάθει εγώ ποιος είμαι και τι έκανα.

αν σε ρωτήσει ένας τρελός, πες του απλά πως.. πέθανα.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Ποιος να ρωτήσει; Ποιος τρελός;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Κάποιος που να μου μοιάζει,

εκείνος που τον έρωτα πάνω απ’ όλα βάζει.

Αυτός με τις ιδέες του θα είναι πάντα θύμα,

άσ’ τονα με τον έρωτα, θα πάρω εγώ το χρήμα.

Μ’ αφού έχει ήδη λαβωθεί από αυτή τη νόσο,

δε θέλω δεύτερη φορά εγώ να τον πληγώσω.

Ακόμα αυτός με θεωρεί και με λογιάζει φίλο,

εγώ όμως του θανάτου μου το μήνυμα θα στείλω.

Πέθανε εκείνος ο φτωχός, ο άμοιρος τρελός,

στη θέση του γεννήθηκε γενναίος στρατηγός.

Με πλούτη και με δόξα και με στρατό δικό του

κι ένα χαρέμι γυναικών να έχει στο πλευρό του.

Πάω λοιπόν και έρχομαι να πάρουμε τη νίκη,

να δούμε πια η χώρα αυτή σε ποιόν θε να ανήκει. (Φεύγει).

ΧΑΡΗΣΟΣ: Έφυγε, ώρα του καλή. Ωραίο δούλο πήρα,

ούτε στιγμή δε σκέφτηκε τι του φυλάσσει η μοίρα.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, χρήματα αν τους δώσεις,

μέχρι και τον πατέρα τους σ’ αφήνουν να σκοτώσεις.

Μα εγώ δεν εμπιστεύομαι ούτε τον εαυτό μου

κι ουδέποτε έναν τρελό θα ‘κανα στρατηγό μου.

Άσ’ τον τώρα να χαίρεται, μα αύριο θα κλαίει

κι όλους αυτούς τους κομπασμούς όπου μιλά και λέει,

θα τους χαράξω ο ίδιος εγώ, με αίμα θα τους γράφω,

όταν τον βάλω αιώνια να κείτεται στον τάφο.

(Έρχεται ο Σάλαρις).

ΣΑΛΑΡΙΣ: Χάρησε, εδώ βρίσκεσαι, ψάχνω όλη την πόλη.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Για σένα είναι η χάρη μου κι η ύπαρξή μου όλη.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Τις κολακείες άφησε το δόλο και το ψέμα

και δώσε μου αναφορά, γρήγορα, μπες στο θέμα.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Άδικα νεύρα κουβαλάς κύριε, άκουσέ με,

όλα πηγαίνουν κατ’ ευχήν άρχοντα, πίστεψέ με.

Απόψε κιόλας θα γενεί ο γάμος με την κόρη,

σήκωσε γιορτινά πανιά εμπρός και βάλε πλώρη.

Κι αφού τελέψει ο γάμος μας με δόξα και τιμές,

άρχισε αν θες αφέντη μου να δίνεις διαταγές.

Γιατί η χώρα τούτη εδώ θε να γενεί δική σου,

νίκης φόρα χαμόγελο, αρχίζει η εποχή σου.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Ο λόγος ο προφορικός είναι σαν ναρκοπέδιο,

μίλα με πράξεις  Χάρησε και πες μου για το σχέδιο.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Έστειλα κιόλας στρατηγό, γενναίο και πιστό σου,

να ηγηθεί στη χώρα σου, να φέρει το στρατό σου.

Εμείς, μαζί θα μείνουμε στου Βόλιου τα παλάτια,

να δεις να γίνομαι άρχοντας μπροστά στα δυο σου μάτια.

Κι ύστερα θα ‘χεις την τιμή απ’ αυτά να με λυτρώσεις,

όταν με το μαχαίρι σου τον Βόλιο σκοτώσεις.

Ευθύς θα γίνω βασιλιάς, ίσος και όμοιός του,

αφού στην οικογένεια θα βρίσκομαι σα γιος του.

Μετά θα μ’ απειλήσεις κι εγώ απλά θα ενδώσω,

τη χώρα μεσ’ στα χέρια σου, θα σου την παραδώσω.

Κι αφού θα είμαι ο βασιλιάς, η απόφαση δική μου,

δε θα ‘χουν λόγο, αντίλογο, ούτε οι αυλικοί μου.

Τότε ο στρατός σου θα φανεί, που είναι καλά κρυμμένος,

με δόρατα, με άρματα, άγριος κι ενωμένος.

Κι άσε τον ίδιο το στρατό, μόνος να αναλάβει,

να γίνουν όλοι οι κύριοι και οι κυρίες σκλάβοι.

Εσύ μονάχα φρόντισε και κέρδισε το χρόνο

και πήγαινε και κάθισε στου Βόλιου το θρόνο.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Αν γίνουν όλα όπως λες, θα ‘χεις την ευκαιρία,

στο άθλιο τομάρι σου να δώσω ελευθερία.

Το θρόνο όμως του Βόλιου αν τύχει και δεν πάρω,

άρτιο κι ολοζώντανο, να ξέρεις, θα σε γδάρω.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Λόγο κανένα δε θα βρεις, Σάλαρι ν’ αμφιβάλεις,

τέλος σ’ αυτές τις έννοιες και στο κακό να βάλεις.

Διπλός θα είσαι βασιλιάς, δυνάστης, παντοκράτορας,

Μίδας, αλάθητος, τρανός, Θεός και αυτοκράτορας.

Τα τείχη όλα θα γκρεμιστούν, σα να ‘ταν από άμμο,

ελάτε, πάμε αρχηγέ, θ’ αργήσουμε στο γάμο.

(Φεύγουν. Έρχεται ο Πανέμορφος).

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Γιατί χτυπάς τρελή καρδιά και σαν παιδί χορεύεις,

εσύ τον πόνο τον γεννάς, εσύ και τον γιατρεύεις.

Αιώνας είναι το λεπτό και η στιγμή είναι χρόνος,

πληγή η απουσία της κι αβάσταχτος ο πόνος.

Τον τραγουδάνε οι παλιοί, τον νοσταλγούν οι γέροι,

μα όσοι κι αν τον ερμήνευσαν, κανένας δεν τον ξέρει.

Ποιο είναι αυτό το αίσθημα που στην καρδιά φωλιάζει,

τη νύχτα δεν κοιμάσαι και σε τρώει το μαράζι.

Κι άλλοτε πάλι σε ξυπνά και νιώθεις σα χαμένος,

πετάς ψηλά στα σύννεφα κι είσαι ευτυχισμένος.

Εκείνη μόνο σκέφτομαι, μακριά της δεν αντέχω,

θέλω να τρέξω, να τη βρω, μα πρέπει να προσέχω.

Έχει πατέρα βασιλιά κι ενάντιος είναι ο νόμος,

να σμίξουνε ο δρόμος της και ο δικός μου δρόμος.

Μα δεν μπορώ απ’ το μυαλό τώρα να τήνε βγάλω,

μόνο εκείνη σκέφτομαι, μονάχα, τίποτα άλλο.

Μια στιγμή, για μια στιγμή ήταν στην αγκαλιά μου,

ένιωθε την ανάσα μου κι άκουγε την καρδιά μου.

Και είναι εκείνη η στιγμή που φαίνεται αιώνας,

ο χρόνος παύει να μετρά και φεύγει ο χειμώνας.

Δεν είναι ώρα, εποχή, ούτε το φως της μέρας,

χάνεται η φύση, το νερό, τα βράχια, ο αέρας.

Και μένεις μόνος σου γυμνός, μ’ αισθήματα ντυμένος,

στον ανυπότακτο ιστό του έρωτα δεμένος.

Ούτε ο νους στριφογυρνά, ούτε η ματιά αλλάσει,

μόνο η καρδιά τρελά χτυπά και νιώθεις πως θα σπάσει.

Έτσι παγώνει η στιγμή κι οι αισθήσεις σου παγώνουν,

δε βρέχονται στη θάλασσα, στο κρύο δεν κρυώνουν.

Μονάχα καίει το κορμί κι όλο το αίμα βράζει

και κόβονται τα πόδια μου όταν με αγκαλιάζει.

Δένεται κόμπος στο λαιμό, τα λόγια να σιωπήσουν

κι είναι χιλιάδες οι φωνές που θέλουν να μιλήσουν.

Κι όταν θα φτάσει ο χωρισμός, εκείνη να μισέψει,

σαν από όνειρο γλυκό ο νους θα επιστρέψει.

Γίνεται ανάμνηση θολή, σαν παραμύθι μοιάζει

κι ήδη σου λείπει τόσο που, σε τρώει το μαράζι.

Λύνεται ο κόμπος στο λαιμό, τα λόγια να διαλέξει,

όμως μου φτάνουν να τα πω όλα σε μία λέξη.

Άντα! Για άλλο τίποτα δε θέλω να μιλήσω.

Άντα θα πω πριν κοιμηθώ, Άντα όταν ξυπνήσω.

Όσα μου έγραψε η ζωή στο παρελθόν, αφήνω,

ό,τι που ξέρω κι έμαθα για μια στιγμή τα σβήνω.

Λευκό πανί, άσπρο χαρτί, του ονείρου ακροβάτης

και μια μελάνη κόκκινη να γράφει τ’ όνομά της.

Το πυρωμένο σίδερο αν τύχει να κρατήσεις,

πόνο θα νιώσεις, κάψιμο, μα όταν το αφήσεις,

ο πόνος φεύγει μακριά, χάνεται στο σκοτάδι,

μα όσο κι αν πάει μακριά, θα μείνει το σημάδι.

Έτσι χτυπά κι ο έρωτας και μένει μια για πάντα,

καυτό σημάδι στην καρδιά, να ψιθυρίζει Άντα.

Πουλί θα γίνω κι άνεμος να μπλέξω στα μαλλιά της,

με τα φτερά του έρωτα για να βρεθώ κοντά της.

(Έρχεται ο Έρωτας. Ο Πανέμορφος δεν τον βλέπει.

Σαν να μιλάει μόνος του).

ΕΡΩΤΑΣ: Κι είναι άραγε σίγουρο ή θα το μετανιώσεις,

όταν θα τρέξεις να την βρεις και να την ανταμώσεις;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Όσο είναι σίγουρα η γη από νερό και χώμα,

όσο ουρανός κι η θάλασσα έχουν γαλάζιο χρώμα,

ό,τι κι αν έχω θα ‘δινα για να την ανταμώσω

και τη ζωή μου αν χρειαστεί για χάρη της θα δώσω.

ΕΡΩΤΑΣ: Μεγάλα λόγια μου μιλάς, υπερβολές και πάθος,

μα η ζωή είναι γλυκιά, το ξέρεις κατά βάθος.

Δεν την χαρίζεις έτσι απλά, για δεν ξαναγυρίζει,

για σένα χάλασέ την, για άλλον δεν αξίζει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ζωή δεν ξέρω πια εγώ, τι ‘ναι και τι σημαίνει,

Άντα θα λέω τη ζωή και ό,τι μου συμβαίνει.

Πνοή από τα χείλη της παίρνω όταν με φιλάει,

για κείνη μεσ’ στις φλέβες μου το αίμα μου κυλάει.

ΕΡΩΤΑΣ: Έχω για σένα συμβουλή, τη σκέψη ν’ αντικρούσω.

Θες ή δε θες να σου την πω;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Θέλω. Να την ακούσω.

ΕΡΩΤΑΣ: Αν θέλεις το καλό σου, άνεμος τώρα γίνε.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Αν θέλω το δικό της;…

ΕΡΩΤΑΣ: Τότε κοντά της μείνε.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Έτσι θα γίνει το λοιπόν και δεν αλλάζω γνώμη,

δε σταματώ σ’ εμπόδια, δε με κρατούν οι νόμοι.

Μόνο εκείνη σκέφτομαι, μόνο γι’ αυτήν ελπίζω,

μόνο για κείνη τραγουδώ, για κείνη θα σφυρίζω.

ΕΡΩΤΑΣ: Κι άμα σου δώσω μια ευχή; Να ‘χεις ό,τι ζητήσεις.

Ό,τι πολύ λαχτάρησες ευθύς να αποχτήσεις.

Δόξα και πλούτη κι όνομα, κύρος και εξουσία,

δρόμους με ροδοπέταλα, νιότη κι αθανασία.

Όλοι τριγύρω να γερνούν κι εσύ να μένεις νέος,

όλοι να είναι άρρωστοι κι εσύ να ‘σαι ακμαίος.

Να ‘χεις μαχαίρι και ψωμί, να παίρνεις αποφάσεις,

αρκεί μόνο την Άντα σου για πάντα να ξεχάσεις.

Κι αντί γι’ αυτήν, χίλιες εγώ γυναίκες σου χαρίζω

κι όλα του κόσμου τ’ αγαθά το σπίτι σου γεμίζω.

Τώρα είν’ ενθουσιασμός, γρήγορα θα περάσει,

θα φύγει ο χρόνος κι ο καιρός κι εκείνη θα γεράσει.

Θα ‘ρθει εκείνη η εποχή που πια δε θα σ’ αρέσει

κι ο νους σου δε θα το μπορεί άλλο να το χωρέσει,

πως άφησες τον έρωτα, τα νιάτα και τη μέθη,

σε μια γυναίκα μοναχά το νήμα να σου γνέθει.

Μην το βιαστείς και σκέψου το, μπορείς να ‘χεις τα πάντα,

μ’ ένα μικρό αντάλλαγμα, να αρνηθείς την Άντα.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Αρνιέται η μάνα το παιδί; Ζει στην ξηρά το ψάρι;

Βγήκε ήλιος μεσάνυχτα και μέρα το φεγγάρι;

Όπως δεν είναι η σκιά όταν δεν έχει φως,

έτσι κι εγώ χωρίς αυτήν αισθάνομαι μισός.

Κι αν μια ευχή μπορώ να πω κι αληθινή να βγαίνει,

μια θα ήταν μοναχά…   Να είναι ευτυχισμένη.

(Παύση. Ο Έρωτας φεύγει. Ο Πανέμορφος ξυπνάει σαν από όνειρο. Κοιτάει γύρω του).

Σάλεψε ο νους και η ψυχή κι όλες μου οι αισθήσεις,

μόνος λέω τα λόγια μου, μόνος τις αποκρίσεις.  

Πόνος βαρύς ο έρωτας και πώς να τον δαμάσω,

την ευτυχία που κρατώ θέλω να τη μοιράσω.

Ας ήτανε στο πλάι μου εδώ κι ο Πανωραίος,

μαζί για να βαστάξουμε του έρωτα το χρέος.

Φόβο μη νιώσω και ντροπή όταν θα της μιλήσω,

πως όσο εκείνη αγαπώ δε θα ξαναγαπήσω.

Κι άμα εκείνη μ’ αρνηθεί με λόγο σα μαχαίρι,

κάλλιο να έχω δίπλα μου του φίλου μου το χέρι.

Γιατί το ξέρω πως αυτός ποτέ δε θα προδώσει

και τον πιστό του σύντροφο δε θέλει να πληγώσει.

Η μόνη εκείνη αρετή, χωρίς αμφιβολία,

μια λέξη μόνο είναι μικρή και λέγεται φιλία.

Άγραφη είναι υπόσχεση που δε θα την ξεχάσεις,

στο όνομά της στοίχημα βάλε και δε θα χάσεις.

Σαν της μητέρας αγκαλιά, στη ζεστασιά της κάτσε,

πιο ασφαλής να πορευτείς…

ΙΑΝΟΣ: …Ακίνητος παλιάτσε!

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ποιος είναι αυτός που αναιδώς τις σκέψεις μου τις κλέβει / και μ’ ένα κοφτερό σπαθί εμένα σημαδεύει;

ΙΑΝΟΣ: Εκείνος που απαλλαγή θα δώσει στη ζωή σου,

εμπρός λοιπόν, γονάτισε και πες την προσευχή σου.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Γενναίος είσαι πιότερο από τα άλλα τ’ αγόρια,

μα πες μου όμως, ποιος εσύ και ποια η κατηγόρια;

ΙΑΝΟΣ: Ίανος ξέρε είναι αυτός οπού θα σε σκοτώσει

κι όποιο ακόμα άτομο το βασιλιά προδώσει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Το βασιλιά να πρόδωσα;! Μα μ’ έχει σύμμαχό του,

νοιάζομαι το συμφέρον του, πονώ για το καλό του.

Ποια νόηση φαρμακερή σου ‘δωσε αυτή τη σκέψη;

ΙΑΝΟΣ: Ο φίλος σου, που μοιάζετε, μου την έχει φυτέψει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ο φίλος μου;! Τον γνώρισες; Πού είναι και τι κάνει;

ΙΑΝΟΣ: Προς το παρόν είναι καλά, μα όμως θα πεθάνει.

Και σένανε και κείνον θα σας φάει το σκοτάδι,

αιώνια να σέρνεστε, σαν τα σκυλιά, στον Άδη.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Εσύ, αγόρι αμούστακο, για φόνο ετοιμάζεις,

δεν το γνωρίζεις το σπαθί…

ΙΑΝΟΣ: …Για δε με δοκιμάζεις;!

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Κράτα μακριά τη μάνητα, στη θήκη το σπαθί σου

και πες μου για το βάσανο που ορίζει την οργή σου.

ΙΑΝΟΣ: Ο φίλος σου ο άτιμος, έκανε συμφωνία,

χωρίς να έχει ενοχή, ήθος ή αγωνία,

με τον εχθρό της χώρας μας και στη δική του χώρα,

έχει τον τίτλο στρατηγού κι εξουσιάζει τώρα.

Πρώτα με ελευθέρωσε κι ήτανε στο πλευρό μου

κι αλήθεια τον λογάριαζα φίλο και σύμμαχό μου.

Μα ύστερα ο Χάρησος του άλλαξε πορεία

κι αυτός βεβαίως άρπαξε ευθύς την ευκαιρία.

Σ’ ένα λεπτό με πρόδωσε και πήγε με τους άλλους,

γιατί του τάξανε χρυσό και θησαυρούς μεγάλους.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Τάξανε είπες θησαυρούς;

ΙΑΝΟΣ: Και δόξα κι αξιώματα.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Βρήκανε και του ρίξανε τα πιο καλά δολώματα.

ΙΑΝΟΣ: Κι ότι ήμασταν έτοιμοι να τους εκδικηθούμε,

τώρα στην περιφρόνηση και τη σκλαβιά θα ζούμε.

Μα όσο περνά απ’ το χέρι μου το μάτι δε θα κλείσω

και τη χαμένη μας τιμή θα τήνε πάρω πίσω.

Με αίμα και με θάνατο θε να ξεσπάσει η μπόρα,

του Βόλιου να λογίζεται ετούτη εδώ η χώρα.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ίανε, σε δικαιολογώ και νιώθω το θυμό σου

και να το ξέρεις πως εγώ θα είμαι στο πλευρό σου.

ΙΑΝΟΣ: Έτσι κι ο άλλος έλεγε, μα μου ‘παιξε παιχνίδι.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Δε θέλω σχέση να ‘χω πια καμιά μ’ αυτό το φίδι.

Φίλος σου λέει, παιδικός, μαζί σου να γερνάει,

μα μόλις είδε τα λεφτά την πλάτη σου γυρνάει.

Ανάθεμα την ώρα που σα φίλο τον φιλούσα,

του έδινα το χέρι μου, στα μάτια τον κοιτούσα.

Σχολείο μαζί γνωρίσαμε, τον κόσμο των γραμμάτων,

το χρόνο που περάσαμε κι αυτόν ανάθεμά τον.

Δίχως να νιώσει την ντροπή, χωρίς καθόλου αξία,

μου χάραξε στο στήθος μου τη λέξη προδοσία.

ΙΑΝΟΣ: Το μένος σου και η οργή που έχεις μεσ’ στα στήθια,

μου φανερώνουν πως εσύ, μάλλον μου λες αλήθεια.

Κι ο καημός που κουβαλάς, μαζί με το θυμό σου,

με κάνουνε και σκέφτομαι να γίνω έμπιστός σου.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Έχεις ευγενική καρδιά…

ΙΑΝΟΣ: …Που είναι πληγωμένη,

Απ’ το φαρμάκι της ψευτιάς και εύκολα δεν βγαίνει.

Πώς να πιστέψω κάποιον και να δώσω ευκαιρία,

όταν της προδοσίας ένιωσα την εμπειρία;

Άκου λοιπόν τη σκέψη και το λόγο που σου φέρνω,

αν με προδώσεις και εσύ…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: …Όρκο βαρύ σου παίρνω.

Ό,τι στον κόσμο αγαπώ κι ό,τι έχω και δεν έχω,

Ό,τι φυλάω και πονώ, φροντίζω και προσέχω,

άμα με ψέμα σου φερθώ κι άμα σε παρατήσω,

στάχτη να γίνουν όλα ευθύς και σαν κερί να σβήσω.

Κι αλήθεια, δεν ποθώ αλλιώς, σε θέλω στο πλευρό μου,

να γίνουμε οικογένεια, να σ’ έχω αδερφό μου.

ΙΑΝΟΣ: Λόγια περίεργα μιλάς, μα όμως σε πιστεύω

και από φίλο ή εχθρό, για φίλο σε διαλέγω.

Μα δεν μπορεί συγγένεια να ‘χουμε, συλλογίσου…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Θε να μπορέσει όταν, παντρευτώ την αδερφή σου.

ΙΑΝΟΣ: Ώστε αυτός για σένανε ήτανε ο σκοπός,

να γίνεις πρώτα φίλος μου και ύστερα γαμπρός.

Πάνω που σ’ εμπιστεύτηκα και πίστεψα σε σένα,

πως έχεις χέρια αδειανά και μάτια προδομένα,

χωρίς αισχύνη και ντροπή στα στήθια σου να νιώσεις,

λογάριαζες μια μαχαιριά πισώπλατη να δώσεις.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Φίλος σου, σου ορκίστηκα και δεν το παίρνω πίσω,

χωρίς βιασύνη αδελφέ, άσε να εξηγήσω.

ΙΑΝΟΣ: Να εξηγήσεις;   Άλλο τι, κακούργε, θα σκεφτείς;

Με ποιο κόλπο και τέχνασμα θα μ’ εκμεταλλευτείς;

Καλά τη λέει ο λαός αυτήν την παροιμία,

που κρύβει λόγο ακριβό και γνώση και σοφία

κι όπως ο άλλος έκανε, έτσι κι εσύ κινείσαι,

δείξε μου το φίλο σου για να σου πω ποιος είσαι.

Για μια φορά αν πεις ψέματα, σου γίνεται συνήθεια,

την αδερφή μου μη ζητάς…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: …Την αγαπώ, στ’ αλήθεια!

ΙΑΝΟΣ: Ξέρεις εσύ τι λέγεται κι αγάπη τι σημαίνει;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ξέρω πως έχω μια καρδιά που χώρια της πεθαίνει.

Λίγη είν’ η ώρα κι ο καιρός που ήμουνα κοντά της

και πως η θλίψη με χτυπά σαν είμαι μακριά της.

Κάθε λεπτό χωρίς αυτήν, φαντάζει να ‘ναι χρόνος

κι όλο μου λείπει πιο πολύ και όλο νιώθω μόνος.

ΙΑΝΟΣ: Θέλεις να πεις, της μίλησες; Ξέρεις την αδερφή μου;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ευθύς την ερωτεύτηκα με όλο το κορμί μου.

Ξέρω πως είμαι ανάξιος, πως δεν είμαι ιππότης,

μα μην ξεχνάς τον Χάρησο κι αυτός είναι προδότης.

Σε γάμο, ξέρω, δεν μπορώ εγώ να τη ζητήσω,

μα τέτοιο λάθος τραγικό να γίνει δε θ’ αφήσω.

Ας δώσουμε το λόγο μας στ’ όνομα της αγάπης,

που νιώθουμε κι οι δυο γι’ αυτήν και για τα γονικά της,

εμπόδιο να γίνουμε, λάσπη, νερό στην άμμο,

να πάμε να χαλάσουμε αυτόν εδώ το γάμο.

Κι όταν η αλήθεια θα φανεί, όπως συμβαίνει πάντα,

πόσο θα νιώσει όμορφα, η αδερφή σου Άντα.

ΙΑΝΟΣ: Βλέπω στο βλέμμα σου ψυχή και φως, μα και οδύνη

κι έχεις φεγγάρι πρόσωπο όταν μιλάς για κείνη.

Αληθινά την αγαπάς, το βλέπω και το νιώθω,

χίλιες χιλιάδες ποταμοί δε σβήνουν τέτοιο πόθο.

Φίλο σε ορίζω κι αδερφό, μα ας πάμε ν’ ανταμώσουμε,

γρήγορα για να ‘ρθεί στρατός, τη χώρα για να σώσουμε.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Θόρυβο ακούω και βοή κι όλο κοντοζυγώνει,

έρχεται η Άντα στα λευκά ντυμένη, σαν το χιόνι.

Και γύρω της όχλος πολύς, γλεντά τον ερχομό της,

μα ποιος είναι που την κρατά και είναι στο πλευρό της;

ΙΑΝΟΣ: Αυτός είναι ο Χάρησος, που σου ‘πα, ο εχθρός,

στην αδερφή μου στέκεται, στο πλάι της, γαμπρός.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Γαμπρός; Πώς είναι δυνατόν για άντρα αυτόν να πάρει;

ΙΑΝΟΣ: Έπεισε τον πατέρα μας πως είναι παλικάρι.

Ήρθε με δώρα, με λεφτά, με άνθη και με ζώα,

κατάρεψε τα άγια, κόλασε τα αθώα.

Σαν πρίγκιπας εφάνηκε, γενναίος και ιππότης,

στο γάμο σύζυγος πιστός, στον πόλεμο στρατιώτης,

Άξιος να γίνει βασιλιάς, με χάρες, με αστέρι,

ζήτησε απ’ τον πατέρα μου της αδερφή το χέρι.

Νόμους παλιούς υπηρετεί και έχει για κριτήριο,

αρκεί κάποιος να’ χει λεφτά κι ας είναι δηλητήριο.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Έχω ακούσει για αυτούς, τους νόμους δίχως σώμα

κι αν κρίνω απ’ όσα μου ‘χουν πει, γάμος δεν είναι ακόμα.

Πρώτα το ζεύγος το γυρνούν γύρω από την πόλη,

όλος ο κόσμος να το δει και να χαρούνε όλοι

κι ύστερα στο παλάτι παν, το γάμο να τελέψουν

και τον καινούριο βασιλιά επίσημα να στέψουν.

Αυτό σημαίνει Ίανε, πως είναι ακόμα χρόνος,

ο γάμος να εμποδιστεί και να σωθεί ο θρόνος.

Μα βλέπω πλησιάζουνε, Ίανε τώρα βιάσου

και το σπαθί σου τράβηξε, για μάχη ετοιμάσου.

(Έρχονται ο Βόλιος και η Άντα με τον Χάρησο. Πίσω τους ο Σάλαρις καλυμμένος με μανδύα για να μην τον καταλάβουν. Κόσμος τους ακολουθεί).

ΒΟΛΙΟΣ: Ίανε, σε έψαχνα, εδώ έξω τι γυρεύεις;

Η χώρα όλη είναι μαζί, εσύ που ταξιδεύεις;

ΙΑΝΟΣ: Πατέρα, σε γελάσανε, άλλο μην προχωρήσεις

και να γενεί ο σημερινός ο γάμος μην αφήσεις.

Λυπάμαι που η Άνοιξη θε να γενεί Χειμώνας,

μάθετε όλοι, ο γαμπρός, είναι απατεώνας.

ΒΟΛΙΟΣ: Απατεώνας;! Μα τι λες; Τι τρέλα σ’ έχει πιάσει;

ΙΑΝΟΣ: Με ξένο χρήμα και χρυσό σε έχει ξεγελάσει.

Συμμάχησε με τον εχθρό, τον Σάλαρι, πατέρα,

σχεδίαζαν να πάρουνε τη χώρα αυτή τη μέρα.

Παρίστανε τον πρίγκιπα, μα όλα ήταν ψέμα,

αυτόν μόνο τον ένοιαζε του βασιλιά το στέμμα.

Κι όταν θα το κατάφερνε, χωρίς να χάσει ώρα,

θα έδινε σαν κέρασμα στο Σάλαρι τη χώρα.

Κι ύστερα αυτός θα έφευγε μακριά για να γλιτώσει,

το άτιμο κορμί του απ’ το θάνατο να σώσει.

ΒΟΛΙΟΣ: Γιε μου, αν έχεις άδικο, τι κάνεις συλλογίσου,

όμως εσύ για δε μιλάς, Χάρησε, εξηγήσου.

ΣΑΛΑΡΙΣ: (Φανερώνεται). Αφού το φτάσαμε ως εδώ και πια δεν πάει πίσω / άσε σε μένα τη χαρά, φίλε, να εξηγήσω.

ΒΟΛΙΟΣ: Σάλαρι, εδώ πώς βρέθηκες, τι κόλπο ετοιμάζεις;

Σε διατάζω να μου πεις γιατί…

ΣΑΛΑΡΙΣ: …Με διατάζεις;!

ΒΟΛΙΟΣ: Ναι, βρίσκεσαι στη χώρα μου, εδώ εγώ μιλάω!

ΣΑΛΑΡΙΣ: Στ’ αλήθεια άρχοντα Βόλιε, με κάνεις να γελάω.

Μάθε όμως πως η χώρα σου η τρανή και τιμημένη,

βρίσκεται αβοήθητη και περικυκλωμένη.

Αν έκανες τον Χάρησο γαμπρό σου και παιδί σου,

γνώμη μπορεί να άλλαζε και να ‘μενε μαζί σου.

Μ’ έχει προδώσει μια φορά, γιατί όχι κι άλλη μια,

πίστη σε τέτοια άτομα δεν δίνω εγώ καμία.

Μα όμως με βοήθησε η δόλια του η σκέψη

κι όσο εσείς ‘τοιμάζατε το γάμο και τη στέψη,

χίλιες χιλιάδες άτομα, στρατό μου έχω βάλει,

όταν ζητήσω και το πω, τη χώρα να προσβάλει.

Κοίταξε τους δικούς σου που εδώ ‘ναι μαζεμένοι,

χωρίς όπλα και άρματα και όλοι μεθυσμένοι.

Μεθύσανε απ’ τη χαρά, πίνουν στο βασιλιά τους,

αφήσανε τα υπάρχοντα, κλείσαν τα σπιτικά τους.

Και να ‘στε τώρα όλοι εδώ, για μια χαρά, μια πλάκα,

σαν πεινασμένοι ποντικοί πιαστήκατε στη φάκα.

Με μια μου λέξη ο στρατός έρχεται σαν αγέλη

και με μια άλλη θα ριχτεί και θα σκορπίσει βέλη.

Μα δε χρειάζεται ως εκεί το θέμα αυτό να φτάσει,

άσε την πόζα την τρανή, του βασιλιά τη στάση

κι αν θέλεις πάλι αύριο μέρα και φως να δεις,

εδώ, μπροστά μου Βόλιε, τώρα να υποκλιθείς.

ΒΟΛΙΟΣ: Αυτό δε θα γενεί ποτέ και βαλ’ το στο μυαλό σου,

δε θα με κάνεις δούλο σου και υποτακτικό σου.

Κι όσο για σένα Χάρησε, κέρδισες το παιχνίδι,

μα δε θα ζήσεις να χαρείς καταραμένο φίδι.

Γελιέστε αν νομίζετε ότι θα κάνω πίσω

και μόνος μου αν βρέθηκα, μόνος θα πολεμήσω.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Κι εγώ κοντά σου κύριε, στη νύχτα και στη μέρα.

ΙΑΝΟΣ: Κι εγώ μαζί σου σεβαστέ και άξιε πατέρα.

Δικός σου κι όλος ο λαός κι ας έχουνε μεθύσει,

αν πολεμάς για λευτεριά, σου βγαίνει απ’ τη φύση.

Και αψηφάς τον κίνδυνο, δε λογαριάζεις πράξεις,

το κρίμα και το άδικο μονάχα να πατάξεις.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Ανόητοι, ρομαντικοί, πως μένετε πιστοί,

σε βασιλιά που κρέμεται από λεπτή κλωστή;

Όσοι μαζί μου έρθετε θα ‘χετε ελευθερία,

πολύ καλύτερη ζωή, καινούρια ευκαιρία.

Κι αν το καλό σας θέλετε, όλοι μεταμελείστε

και τον καινούριο βασιλιά ελάτε, προσκυνείστε.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Τρανέ, μεγάλε βασιλιά, πρώτος θα προσκυνήσω

και όλους με την πράξη μου θα τους παρακινήσω.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Μ’ αηδιάζεις Χάρησε, μου προκαλείς τη φρίκη,

να έρπεις και να σέρνεσαι χάμω, σαν το σκουλήκι.

Παιχνίδι έπαιξες σωστό όμως απ’ τη μεριά σου,

γι’ αυτό σου βγάζω τα δεσμά, έχεις τη λευτεριά σου.

Μα κοίτα, φύγε μακριά και μην ξαναγυρίσεις,

γιατί σαν άτιμος εχθρός, κακός θα μαρτυρήσεις.

Και τώρα άρχοντα Βόλιε, γυρίζουμε στο θέμα σου.

Εμπρός, μπροστά γονάτισε και δώσε μου το στέμμα σου.

ΒΟΛΙΟΣ: Ποτέ δε θα το κάνω αυτό με όσα κι αν μου κάνεις.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Τότε άρχοντα Βόλιε, ’τοιμάσου να πεθάνεις.

Μα πρώτα θέλω μια τιμή και δώρο να σου δώσω

κι ο ίδιος ύστερα, εγώ, θε να σε θανατώσω.

Πισθάγκωνα τα χέρια σου θα δέσω και μαζί μου,

δες πως θα γίνει Βόλιε η χώρα σου δική μου.

Μπροστά στα μάτια σου να δεις κι ο νους σου να το λάβει,

πως οι δικοί σου θα γενούν υπήκοοί μου, σκλάβοι.

Φρουροί, αμέσως τρέξατε, ιππείς, τοξότες, όλοι,

μπείτε να καταλάβετε και να παρθεί η πόλη.

(Οι φρουροί μένουν ακίνητοι).

Εμπρός λοιπόν, επίθεση! Γιατί δεν υπακούτε;

Σας διατάζει ο βασιλιάς, φρουροί μου, δεν ακούτε;

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ:

(Εμφανίζεται πίσω από τους στρατιώτες).

Φρουροί σου, ας γελάσω! Κι εγώ τι ρόλο έχω;

Ο Χάρησος με έβαλε το λόχο να προσέχω.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Μα είσαι δικός μου υπήκοος, σε μένα δουλευτής,

εγώ δίνω διαταγές κι εσύ τις εκτελείς.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Μπροστά μου εμφανίζεσαι ενώ το ξέρεις ότι,

με πούλησες για χρήματα, παλιάνθρωπε, προδότη!

Σε γνώριζα για άντρα με τιμή και με αξίες

και τώρα με ταπείνωσες…

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: …Θα πεις κι άλλες βλακείες;!

Αχρείε φιλαράκο μου, έχεις μεγάλο στόμα,

μα από μυαλό αδερφάκι μου κάρβουνο καις ακόμα.

Όταν μας πιάσαν και τους δυο, τον Ίανο και μένα,

λόγο να μείνω ζωντανός, δεν είχανε κανένα.

Εκείνος γιος του βασιλιά, τον θέλανε να ζήσει,

υπόνοιες ο ξαφνικός χαμός να μην κινήσει.

Μα εγώ είμαι άνθρωπος απλός, χωρίς πανί ιστίο,

μπορούσε να με σκότωνε για πλάκα, για αστείο.

Και τόσο είναι η ζωή γλυκιά κι ας έχει τόσα βάσανα,

Θα ‘ρθει η μέρα που θα πεις: «Θεούλη μου, ανάσανα!».

Και τότε όλοι οι κόποι σου και όλες οι ευχές σου,

πράξεις θα γίνουνε με μιας και θα ‘ναι όλες δικές σου.

Λοιπόν για μένα τότε εμφανίστηκε η ώρα,

που η μοίρα και η τύχη μου, μου φέρανε τα δώρα.

Μικρός είμαι για θάνατο, δεν είμαι κάνας γέρος,

γι’ αυτό και πήγα να ταχτώ με του εχθρού το μέρος.

Δεν είναι όπως φαίνονται όλα, μην το ξεχνάτε

κι όποιος τα ξέρει όλα λέει, ύπνο βαθύ κοιμάται.

Γιατί η ζωή είναι τέλεια κι αν θέλεις να τη ζήσεις,

φροντίζεις να δημιουργείς όμορφες αναμνήσεις.

Το χρήμα ήταν νόμιζα η ζωή μου και το πάθος,

μα να που αποδείχθηκε πως είχα κάνει λάθος.

Όσους κι αν έχεις θησαυρούς, όση κι αν έχεις λεία,

τίποτα πιο σημαντικό δεν είναι απ’ τη φιλία.

Κι όσο κι αν ήταν δέλεαρ να ζήσω μεσ’ στα πλούτη,

το να προδώσω μια καλή φιλία σαν ετούτη,

ποτέ δεν θα το έκανα, ορκίζομαι στο φως μου

κι ας μου δίναν τα χρήματα ολάκερου του κόσμου.

Ανόητοι όσοι βιάζονται και δε σκέφτονται πρώτα,

ότι λιοντάρι είναι κανείς κι ας μοιάζει με την κότα.

Προδότη δε με λέγατε; Λοιπόν κι εγώ προδίδω!

Και στους πιστούς τους άνδρες μου διαταγή τους δίδω.

Στρέψτε τα τόξα φίλοι μου, σηκώστε τα σπαθιά σας,

προς τη μεριά του Σάλαρι, του πρώην βασιλιά σας.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Σε μένα; Σκύλε άπιστε, χάσου από εμπρός μου.

Τους τάζεις εναντίον μου; Αυτός είναι ο λαός μου.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Άνθρωποι είναι, ξεχωριστοί, έχουν δικιά τους γνώμη,

μα τόσα χρόνια βασιλιάς δεν το ‘μαθες ακόμη;

Άνθρωποι που για άρχοντα έχουνε δολοφόνο,

που κάνει δόλια σχέδια να πάρει κι άλλο θρόνο.

Κι η ματαιοδοξία τον τυφλώνει σαν τυφώνας

κι αφήνει να τον οδηγεί ένας απατεώνας.

Είδανε και κατάλαβαν πως έχουν βασιλιά τους,

κάποιον που θα θυσίαζε κι αυτούς και τα παιδιά τους,

μονάχα για τη νίκη του και για την περηφάνια,

να έχει δόξα τρομερή και δάφνες και στεφάνια.

Κι έτσι αποφασίσανε, όσο είναι καιρός,

το φέρσιμο, το άδικο, να σταματήσουν…

ΣΑΛΑΡΙΣ: …Πώς; Πλύση τους έκανες στο νου να γίνουνε εχθροί μου,

εκείνοι που ήταν άλλοτε πιστοί υπήκοοί μου.

Δε με φοβούν τα λόγια σου και κάτω δεν το βάζω,

εμπρός φρουροί, σκοτώστε τον, τώρα, σας διατάζω.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Φωνές και διατάγματα Σάλαρι να ξεχάσεις,

καλά θα κάνεις από δω και πέρα να σωπάσεις.

Γύρισε στο παλάτι σου άρχοντα και πορεύσου,

στο θρόνο που σου κλήρωσε και κάθισε και σκέψου.

Κι άνοιξε το κεφάλι σου, να καταλάβεις πως

και βασιλιάς να είσαι, κυβερνάει ο λαός.

ΣΑΛΑΡΙΣ: (Τινάζει το σπαθί του).

Ιδού΄ναι η απάντηση, ιδού το πώς πορεύομαι,

μπορεί εσύ να΄ ‘σαι τρελός μα εγώ δεν αστειεύομαι.

Δεν έχεις μόνο ασέβεια, μα και μεγάλο στόμα,

μα τόσα χρόνια σαν τρελός, δεν το ‘μαθες ακόμα;

Κανείς δεν πάει σε βασιλιά, κόντρα στη βούλησή του,

γιατί εκείνος απαντά μόνο με το σπαθί του.

(Πάει να τον μαχαιρώσει, ο Πανωραίος του αρπάζει το σπαθί γελώντας γύρω γύρω, σαν παιδί. Στέκεται μπροστά στον Σάλαρι).

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Μπα, δε μου κάνει το σπαθί, φαίνεται είναι σκάρτο,

στο δίνω πίσω κύριε, εάν το θέλεις πάρ΄το.

(Ο Χάρησος πάει και μαχαιρώνει δυνατά τον Πανωραίο στην πλάτη).

ΧΑΡΗΣΟΣ: Στον Άδη αν θες συνέχισε εκεί και φιλοσόφα,

μα τώρα πιάσε μια γωνιά και πέθανε και ψόφα.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Πανωραίε! Φίλε μου, καλέ… Όχι, μη μου πεθάνεις.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Στάσου στο ύψος σου μικρέ, σα γυναικούλα κάνεις.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Άσε τ’ αστεία φίλε μου κι ανάμενε, θα τρέξω,

ρίζες και βότανα να βρω, να ‘ρθω να σε γιατρέψω.

ΠΑΝΩΡΑΙΟΣ: Αστείο είναι η ζωή κι ο θάνατος αστείο,

στης μοίρας μας την θάλασσα, βάρκα χωρίς ιστίο.

Γέλα και ζήσε φίλε μου κι όλα αμελητέα,

δεν ξέρεις πια ημέρα σου θα ‘ναι η τελευταία.

Μην κλάψεις και μην πικραθείς κι εγώ θα είμαι εντάξει,

με ήσυχη συνείδηση η ψυχή μου θα πετάξει.

Πες ότι ήτανε γραφτό, πως ήτανε ατύχημα,

ξύπνιος να μείνεις στη ζωή και κέρδισε το στοίχημα.

Κι ως η καρδιά σου επιθυμεί και όπως αγαπάει,

κάνε μας την πριγκίπισσα για χρόνια να γελάει.

Φεύγω, σ’ ΄αφήνω μόνο σου, μα όμως μη φοβάσαι

και κάπου, κάπου, μην ξεχνάς, φίλε, να με θυμάσαι. (Ξεψυχάει).

ΣΑΛΑΡΙΣ: Ο φίλος σου με θύμωσε κι οργή νιώθω ακόμα,

που αράδιαζε τις προσβολές κι είχε μεγάλο στόμα.

Μα αλήθεια, παραδέχομαι πως ήταν παλικάρι

και θα ‘ταν άξιος στρατηγός με θάρρος και καμάρι.

ΒΟΛΙΟΣ: Σάλαρι, φτάνει ως εδώ, ο πόλεμος κι η μάχη,

καιρός είναι να μάθουμε ποιο τέλος θέλει να ‘χει,

η έχθρα που τόσον καιρό φέρνει την τρικυμία,

αντίπαλο σε προκαλώ για μια μονομαχία.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Τρελός θα είσαι Βόλιε χωρίς αμφιβολία

και είναι ό,τι ζήτησες μεγάλη αμαρτία.

Ξέρεις καλά πως κι οι Θεοί δε θα το επιτρέψουν,

δυο βασιλιάδες μόνοι τους σε μάχη να παλέψουν.

ΒΟΛΙΟΣ: Ξέρω τους νόμους των Θεών, τα ήθη των προγόνων,

μ’ ευλάβεια τα σέβομαι στο πέρασμα των χρόνων.

Μα η πρόταση που σου ‘κανα ήταν για έναν δικό σου,

πολεμιστή της χώρας σου, πρωτοπαλίκαρό σου.

Έναν εσύ κι έναν εγώ να βάλουμε στη μέση

και των χωρών μας η τιμή απάνω τους να πέσει.

Κι όποιος από αυτούς τους δυο στη μάχη θα τελειώσει,

ο βασιλιάς του άμεσα τη γη να παραδώσει.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Λόγια σοφά εμίλησες κι η μοίρα θε να κρίνει,

ποιος νικημένος θα βρεθεί, ποιος βασιλιάς θα γίνει.

Ακούστε όλοι το λοιπόν και μάρτυρες γινείτε,

δίκαια κι αμερόληπτα τη μάχη τούτη δείτε.

Απ’ τη μεριά μου Βόλιε, πολεμιστή θα πάρω,

άνδρα που ο ίδιος θα ’θελα, στ’ αλήθεια, να τον γδάρω.

Γιατί είναι ψεύτης, άκαρδος κι υποκριτής μεγάλος,

όμως δουλεύει το σπαθί όσο κανένας άλλος.

Κι ο φόβος που θα έχει για να σώσει τη ζωή του,

κάνει διπλή την άμυνα και φλόγα το σπαθί του.

Χάρησε, βγες και πάλεψε για μένα κι αν κερδίσεις,

θα διαγραφεί το χρέος σου και πλούσια θα ζήσεις.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Διαταγή ο λόγος σου για μένα άρχοντά μου,

κανείς δεν μένει ζωντανός σαν θα βρεθεί μπροστά μου.

ΒΟΛΙΟΣ: Χιλιάδες άνδρες διοικώ, με σθένος και με θάρρος,

που άξια θα σηκώνανε της χώρας τους το βάρος.

Μα στου θανάτου τ’ όνομα ο φόβος οργιάζει

και το ανήμερο θεριό, το κάνει και κομπάζει.

Κι όταν η γλύκα της ζωής στη μάχη πάει να σβήσει,

ίσως να ρίξει το σπαθί, ίσως πισωπατήσει.

Μα είναι και μια δύναμη που στην καρδιά κοιμάται,

δεν παρατάει τον πόλεμο, θάνατο δε φοβάται.

Και κάνει τον πολεμιστή αϊτό για να πετάει,

για να μην πάθει τίποτα εκείνη π’ αγαπάει.

Έλα μπροστά Πανέμορφε και το σπαθί σου τράβα,

η κόρη μου, που αγαπάς, ποτέ μη γίνει σκλάβα.

Μην πολεμήσεις για ζωή, για έρωτα πολέμα,

η Άντα είναι βασίλισσα και πρέπει να ‘χει στέμμα.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Βασίλισσα δύο φορές θα είναι άρχοντά μου,

μια στη χώρα του εχθρού και μια στην καρδιά μου.

Για κείνη είμαι έτοιμος χίλιους να πολεμήσω,

μα και τον φίλο άτιμο δεν θα τον παρατήσω.

Κι από αυτόν που πρόωρα τον έστειλε στο Χάρο,

για τη χαμένη του ζωή εκδίκηση να πάρω.

ΒΟΛΙΟΣ: Άλλος καιρός ας μη χαθεί, εμπρός λάβετε θέση,

ποιος θα κοιτά τον ουρανό και ποιος στη γη θα πέσει.

Η μοίρα είναι που θα το πει και που θα δώσει κρίση,

ό,τι προστάξει θα γενεί κι ό,τι αποφασίσει.

(Αρχίζουν να μονομαχούν).

ΧΑΡΗΣΟΣ: Όσα η μοίρα έγραψε κι ακόμα όσα θέλει,

δεν πρόκειται να νικηθώ από ένα παιδαρέλι.

Στάσου στα πόδια σου γερά και τράβα το σπαθί σου

ή μήπως θες καλύτερα να πεις την προσευχή σου;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Μάλλον εσύ θα έπρεπε την προσευχή να κάνεις

κι ίσως λάβεις συγχώρεση λίγο πριν να πεθάνεις.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Μεγάλα λόγια έλεγε κι ο φίλος σου και πάει.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Να υπερηφανεύεσαι γι’ αυτό δε σε τιμάει.

Πισώπλατα τον κάρφωσες χωρίς λόγο κανένα.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Αν χρειαζόταν θα ‘κανα το ίδιο και με σένα.

Μα απ’ ό,τι βλέπω πολεμάς με θάρρος και πεποίθηση.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Για το κακό που έκανες θέλω να πάρω εκδίκηση.

Νόμιζες ατιμώρητη πώς θ’ άφηνα την πράξη;

ΧΑΡΗΣΟΣ: Όταν σου πάρω τη ζωή, να δω αν θα σε νοιάξει.

Εγώ δεν αστειεύομαι, το ξέρεις, παραδώσου.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Ζήτα μου τώρα έλεος αν θες να ‘χεις το φως σου.

Μα αλήθεια, σαν κι εσένανε, άνθρωπος δεν αξίζει.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Έβγαλε δόντια το παιδί και τον μεγάλο βρίζει.

Ποιος είναι εκείνος που θα πει ποιος πρέπει ν’ ανασαίνει;

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Εκείνος που τον ήλιο ν’ ανατείλει περιμένει.

Κι όχι αυτός που ύπουλα κινείται στο σκοτάδι.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Μόνο που εγώ θα ζω στη γη, εσύ θα πας στον Άδη.

Και θα ‘χεις χώμα για κορμί και μάρμαρο για τάφο.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Δε θα προλάβεις να το δεις αυτό, στο υπογράφω.

Φεγγάρι απόψε δε θα βγει για σένα, θα κοιμάσαι.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Λόγια ατρόμητα μιλάς, μα μέσα σου φοβάσαι.

Του λιονταριού έχεις καρδιά όμως καθόλου γνώση.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Εγώ μ’ εκείνη σκέφτομαι κι ας την έχουν ματώσει.

Για όσους κι όποια αγαπώ γίνομαι προστασία.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Ανόητος ρομαντισμός, του έρωτα η θυσία.

Το μόνο που είναι στη ζωή, είναι ο εαυτός σου.

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: Να σ’ αγαπούν και ν’ αγαπάς είν’ ο προορισμός σου.

Γι’ αυτό αξίζει η ζωή κι έτσι θα ευτυχίσεις.

ΧΑΡΗΣΟΣ: Αν ζούσες θα το μάθαινες, μα όμως δε θα ζήσεις.

(Ακολουθεί μια πιο δυνατή μονομαχία, ώσπου ο Πανέμορφος διώχνει μακριά το σπαθί του Χάρησου. Ο Πανέμορφος στέκεται μπροστά του και τον σημαδεύει έτοιμος να τον σκοτώσει).

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ:

Ανούσιος ο πόλεμος, υπάρχει όμως κάτι,

που αξίζει για να πολεμάς και λέγεται αγάπη.

Κι αν είναι η αγάπη αληθινή και το σπαθί κρατήσει,

ούτε ο ίδιος ο Θεός μπορεί να την νικήσει.

(Ο Χάρησος γονατίζει ηττημένος. Ο Πανέμορφος συνεχίζει να τον σημαδεύει και να τον κοιτάει).

ΒΟΛΙΟΣ: Σάλαρι, όπως φαίνεται, έχασες την τιμή σου.

Μα γιατί στέκεσαι βουβός, πες κάτι, αποκρίσου.

ΣΑΛΑΡΙΣ: Δε θα μιλήσω Βόλιε και λόγο δε θα βγάλω,

γιατί μου χάρισες ντροπή και καημό μεγάλο.

Πάντα ήμουνα έντιμος και έντιμος θα ζήσω

και ό,τι υποσχέθηκα δεν θα το πάρω πίσω.

Σοφή έκανες εκλογή, κράτησες την τιμή σου

και στο εξής η χώρα μου θα λέγεται δική σου.

Κύρης εσύ και βασιλιάς στη μέχρι τώρα γη μου,

δικοί σου κι οι υπήκοοι που ήτανε δικοί μου.

ΒΟΛΙΟΣ: Η μοίρα με αξίωσε να ‘χω για πεπρωμένο,

ότι θα μ’ έκανε στη γη πλήρη κι ευτυχισμένο.

Όχι μονάχα νίκησα τον αιώνιο εχθρό μου,

μα και τον ήρωα αυτόν θα τόνε κάνω γιο μου.

Για γάμο ξεκινήσαμε και γάμος θε να γίνει,

εκτός αν το μετάνιωσε και δεν τον θέλει εκείνη.

Κόρη μου, εσύ τι απαντάς, σ’ αυτούς που σε κοιτάνε;

ΑΝΤΑ: Μετά από σένα κύρης μου, εκείνος θέλω να ‘ναι.

ΒΟΛΙΟΣ: Αφού εσύ το επιθυμείς ζωή μου και χαρά μου,

έτσι θα γίνει. Νεαρέ, πλησίασε κοντά μου.

(Ο Πανέμορφος γυρίζει και πάει προς τον Βόλιο. Ο Χάρησος βγάζει ένα κρυφό μαχαίρι, τινάζεται και τον μαχαιρώνει πισώπλατα).

ΧΑΡΗΣΟΣ: Ζητάτε όσο θέλετε η καλοσύνη να άρχει,

μα το κακό στον άνθρωπο για πάντα θα υπάρχει.

(Φεύγει τρέχοντας).

ΒΟΛΙΟΣ: Πιάστε τον, κυνηγήστε τον, εμπρός, πρωτού το σκάσει,

τρέξτε όλοι ξωπίσω του, στα σύνορα μη φτάσει.

(Φεύγουν όλοι εκτός από την Άντα, που πάει κοντά στον Πανέμορφο και τον παίρνει στη αγκαλιά της).

ΑΝΤΑ: (Κλαίγοντας).

Κύρη μου, άντρα, σύζυγε, μονάχη που μ’ αφήνεις;

Μοίρα το δηλητήριο να πιω τι μου το δίνεις;

Πάντα υπηρετούσα τις δικές σου διαταγές,

τώρα γιατί με πολεμάς…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: … Αγάπη μου μην κλαις.

ΑΝΤΑ: Πώς να αντέξω να σκεφτώ, η παιδική καρδιά μου,

είπα πως ερωτεύθηκε, πως ήρθε η σειρά μου.

Μα τώρα φεύγεις άξαφνα, μείνε, αγάπησέ με,

έλα να ζήσουμε μαζί, για πάντα…

ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ: …Φίλησέ με. (Φιλιούνται).

Χίλιους θανάτους θ’ άντεχα για σένανε να ζήσω,

παρά μια αθάνατη ζωή χωρίς να σε φιλήσω. (Ξεψυχάει).

ΑΝΤΑ: (Κλαίγοντας).

Όχι! Μην ξεψυχάς αγάπη μου, τα μάτια σου μην κλείνεις,

κράτα το χέρι μου σφιχτά, μονάχη μη μ’ αφήνεις.

Μίλα μου λόγια μαγικά, κάνε με να πετάξω,

πες μου πως δε θα μ’ έκανες για τίποτα να κλάψω.

Είναι η καρδιά του κοριτσιού που μέσα μου χτυπάει,

ενθουσιάζεται πολύ, μα μια φορά αγαπάει.

Κι ό,τι εγώ αγάπησα το όνομά σου έχει,

τη σκέψη μου την έβαλα φρουρό να σε προσέχει.

Σήκω να φύγουμε μακριά, οι δυο μας, να χαθούμε

και σαν την πρώτη τη φορά ξανά ν’ αγαπηθούμε.

Έτσι να σε κρατώ, σφιχτά, σαν θα ‘ρχεσαι κοντά μου,

για να μου φτιάχνεις κόσμους που θα έχουν τ’ όνομά μου.

Για να σε βλέπω να γελάς και να γελώ μαζί σου,

να σε γεμίζω με φιλιά, να γίνομαι δική σου.

Χίλιες φορές του κοριτσιού το σώμα αν αμαρτήσει,

γυναίκα ονομάζεται μονάχα αν αγαπήσει.

Και ξέρει πως είναι καιρός, πως έφτασε η μέρα,

να βαφτιστεί νοικοκυρά, σύζυγος και μητέρα.

Κι ύστερα νιώθει ευτυχής κι όλο γελά η ψυχή της,

γιατί βρήκε το νόημα π’ έψαχνε στη ζωή της.

Για μένα αυτό είσαι εσύ και όλα όσα κάνεις,

κράτησε σε παρακαλώ, μη φύγεις, μην πεθάνεις.

Μία φορά αγάπησα, άλλη δε θ’ αγαπήσω,

δε γνώρισα τον έρωτα κι ούτε θα τον γνωρίσω.

Τον πόνο θα ‘χω σύντροφο κι άδεια την αγκαλιά μου,

δάκρυ καυτό στα μάτια μου και μαύρο στη καρδιά μου.

Δε θα φοβάμαι πια κακό, μακριά μου να μην πάθεις,

πόσο πολύ σ’ αγάπησα, ποτέ δε θα το μάθεις.

Τώρα θα πας στον ουρανό και θα γενείς αστέρι,

μα, τι ‘ναι τούτο που σφιχτά κρατάς μέσα στο χέρι;

(Ανοίγει το χέρι του και βρίσκει μέσα το φυλαχτό που του είχε δώσει. Το βλέπει, τον αγκαλιάζει πιο σφιχτά και κλαίει δυνατά, με λυγμούς. Σιγά σιγά, επιστρέφουν όλοι).

ΒΟΛΙΟΣ: Δείξε κουράγιο κόρη μου κι ο Χάρησος επιάστηκε

και δίχως σκέψη δεύτερη, από κλαρί κρεμάστηκε.

Στα όρνια έγινε έρμαιο το σάπιο του κουφάρι,

μα όμως ο Πανέμορφος ήτανε παλικάρι.

Ταφή θα γίνει με τιμές και με κλαδί ελιάς,

μπορεί τρελός να έμοιαζε, μα ήταν βασιλιάς.

Και θ’ άξιζε στο πλάι σου να στέκει σύζυγός σου,

άντρας σου μέσα στη ζωή, φίλος και σύντροφός σου.

ΑΝΤΑ: Πατέρα, πρώτη μου φορά θέλω να σου μιλήσω,

σα μια γυναίκα ώριμη και χάρη να ζητήσω.

Οι δύο χώρες τώρα πια ενώθηκαν για πάντα,

ετούτη, την καινούρια γη, ονόμασέ την Άντα.

Να γίνει χώρα μαγική και των αγγέλων σμήνος

και όλοι να χαμογελούν, ως ήθελε εκείνος.

ΕΡΩΤΑΣ: Λέξη ξανά δεν έβγαλε απ’ το πικρό της στόμα,

μέσα στον πύργο κλείστηκε κι εκεί βρίσκεται ακόμα.

Το πιο ψηλό δωμάτιο έκανε κάμαρά της,

να ‘ναι κοντά στον ουρανό, να έρχεται κοντά της,

αυτός που μόνο αγάπησε, εκείνος που αγαπάει,

κοιτάει τ’ αστέρια εκεί ψηλά συχνά και του γελάει.

Και κάθε μέρα σαν κι αυτή, ό,τι εποχή κι αν τρέχει,

σύννεφα βγάζει ο ουρανός κι όλη τη μέρα βρέχει.

Όμως δεν είναι τ’ ουρανού οι στάλες, της βροχής,

τα δάκριά της είναι και η πίκρα της ψυχής.

Τέλος καλό δεν έχουνε όλα τα παραμύθια,

μα θα ‘χει όμως η ζωή αν αγαπάς στ’ αλήθεια.

Ο πόνος θα γενεί χαρά, μέρα θα γίνει η νύχτα,

αν αγαπάς και αν γελάς. Φίλοι μου, καληνύχτα.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s