Χριστίνα Βεριβάκη – Η ιστορία της ευχής

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ

heartsickness
Photo by Pixabay on Pexels.com

Έθαψε άλλον έναν. Τον έκλαψε. Όχι πολύ. Ήξερε ότι αυτός δεν ήθελε τα δάκρυα και τη λύπη. Δεν ήταν η επιθυμία του, πόσο μάλλον η επιλογή του. Όχι. Εκείνη δεν πέρασε ώρες πάνω από τα παγωμένα μάρμαρα. Δε θύμιασε κανένα μνήμα. Δεν ανακάλεσε καμία λήθη με κραυγές και προσευχές. Δεν άναψε τη φλόγα στο καντήλι. Το λάδι, δεν πυρπόλησε κανέναν αναστεναγμό. Το τριαντάφυλλο με την μαύρη κορδέλα κοσμούσε το δικό της δωμάτιο. Όχι. Ο θάνατος δεν αναστήθηκε. Αυτός ήταν ζωντανός. Περπατούσε και με τα χέρια του ανοιχτά φανέρωνε στον κόσμο τη χαρά και την ευδαιμονία. Όχι. Αυτός δεν ήταν νεκρός.

Εκείνη και Αυτός, κάποτε, συναντήθηκαν τυχαία σε ένα δρόμο που ήταν ανώμαλος, ανηφορικός, γεμάτος με μπόρες και ανέμους, με λάσπες και ομίχλη. Το περπάτημά τους ήταν αργό, ο νους τους σκεφτικός, μα το χαμόγελο, για τους περαστικούς ήταν πάντα γεμάτο και φωτεινό. Συναντήθηκαν σε μια στιγμή. Κανείς τους δεν ήξερε αν ήταν η κατάλληλη ώρα, μέρα, εποχή. Αν ήταν η κατάλληλη ζωή, για να ανταλλάξουν τις κοινές εμπειρίες. Οι κόρες των ματιών τους συναντήθηκαν για λίγο. Αγαπήθηκαν. Αντάλλαξαν το μυστικό στη σιωπή. Τα μάτια τους ήταν υπερφίαλα, όσο και αν προσπαθούσαν να κρυφτούν στο δήθεν και στην τελειότητα του τίποτα, που κουβαλούσαν οι ώμοι τους. Τα μάτια τους δεν μπορούσαν να ξεγελάσουν κανέναν. Ούτε Εκείνη, ούτε Αυτός, κανείς, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα δίχτυα της Αλήθειας.

Υπάρχουν φορές, που η Αλήθεια, φανερώνεται και αρχίζει να σε παρηγορεί τη στιγμή που το σκοτάδι έχει γίνει ο καλύτερος σου φίλος.   

Εκείνη, τον φοβήθηκε. Ήταν πολλά τα τραύματα που χόρευαν σάτυρους χορούς πάνω στο κορμί της. Δεν άφηναν την μνήμη να ξαποστάσει και να ιανθεί. Εκείνη δεν μπορούσε να δει καθαρά, να κρίνει, να διεκδικήσει, να μιλήσει…

Εκείνη, δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν Αυτός. Δεν τον ρώτησε για τις πληγές του, για τα όνειρά του, για τα παιδικά και νεανικά παιχνίδια και ατοπήματα, για τις επιλογές, τις διαπραγματεύσεις, τις συμφωνίες και τις αποφάσεις του. Εκείνη έφτιαχνε ιστορίες με το μυαλό της, που ήταν όμοιες με εκείνες που είχε ζήσει, διότι νόμιζε πως, έτσι είναι το παρελθόν και το παρόν του κάθε ανθρώπου. Ίδιο και απαράλλακτο. 

Εκείνη τον φοβήθηκε. Δεν τον πλησίασε. Τον χάιδεψε απαλά, από μακριά.

Εκείνος τρόμαξε με την όψη της. Σαγηνεύτηκε από την μπερδεμένη θέρμη και την ταυτόχρονη αποστασιοποίηση της. Δεν ήξερε πως κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανθρώπους, όντα, που μεταμορφώνονται σε νεφελώματα. Δεν ήξερε, ότι το κορμί της γεννούσε τα υπέρλαμπρα αστέρια που φωτίζουν το δρόμο κάθε χαμένου περιπατητή. Δεν ήταν η επιλογή του. Κανείς δεν ξέρει τι επιλέγει Αυτός. Ούτε Εκείνος γνωρίζει τις επιλογές του Εαυτού του.

Αυτός δεν της είπε ποτέ ποιος ήταν κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Ποτέ δεν της είπε ποιο ρόλο υιοθετούσε στο Κενό του Νου του. Αυτός δεν ήξερε. Αυτός χρησιμοποιούσε την ομίχλη. Θόλωνε τις λέξεις, τις εμπειρίες, τα βλέμματα, την αλήθεια. Θόλωνε τα αγγίγματα. Φρόντιζε με το χάδι του πότε Εκείνη, πότε κάποιον άλλον…

Άλλον Άνθρωπο που δεν είχε γένος, ρίζα, όραση και δυνατότητα επιλογής. Αυτός αγκάλιαζε σφιχτά τον Άνεμο και χόρευε μαζί του. Αυτός, έκρυβε επιμελώς, το παρελθόν του, το παρόν, το μέλλον των φαντασιώσεων του.

Άραγε, ποιος είσαι;

Εκείνη αναρωτήθηκε πολλές φορές για την παρουσία που ήταν απουσία. Εκείνη ήξερε πως ήταν και αυτός ένας ολοφώτιστος αστερισμός, που γλίστρησε βίαια από τον στροβιλισμό του δικού του νεφελώματος.

Άραγε, ποιος είσαι;

Εκείνη άκουγε όσα της έλεγε, έβλεπε όσα της φανέρωνε.

Εκείνη ήξερε πως το ψέμα είχε γίνει ένα με την ομίχλη.

Εκείνος συνέχιζε να πλάθει την πλάνη και να περπατάει πάνω σε σύννεφα που ήταν φορτωμένα με βροχή. Αυτός έπρεπε να ξεφύγει από το αβέβαιο μέλλον Εκείνης. Μα η σαγήνη της είχε μια δύναμη μαγική στην οποία δεν μπορούσε να αντισταθεί.

Εκείνος, ένα μονάχα ήξερε για Αυτόν. Η ασφάλεια της μυθοπλασίας του ήταν η σωτηρία του ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε μέχρι που συνάντησε Εκείνη σε μια στιγμή, πιθανόν ακατάλληλη, σ’ έναν δρόμο ανώμαλο, που μάλλον είχε ένα σκοτεινό αδιέξοδο.

Εκείνη τον παρατηρεί. Παρατηρεί τις δράσεις και τις αντιδράσεις του, τις πράξεις και την απραξία του, ακούει τα λόγια και τη σιωπή του, παρατηρεί τα χέρια του και όσους ακουμπά, χαϊδεύει και αγκαλιάζει. Παρατηρεί το κρυφτό και το φανερό λεπτό της ώρα που διαθέτει σε Εκείνην και σ’ Αυτόν και στους Άλλους. Παρατηρεί το χορό του με τον άνεμο και τη σκιά του.

Εκείνη παρατηρεί την ομίχλη που αφήνει πίσω του μετά από κάθε αναστεναγμό του. Παρατηρεί την ταχύτητά του. Αυτός, τρέχει να προλάβει. Παραμένει άγνωστος ο τελικός του προορισμός και σκοπός. Απλά τρέχει, για να προλάβει.

Εκείνη παρατηρεί και αποφασίζει να φύγει. Δεν έχει να του δώσει πλούτη, κάστρα, δύναμη, αυτοπροσδιορισμό και εξουσία. Ίσως αυτά να ονειρεύεται Αυτός. Ίσως για αυτά, να τρέχει και να συνεχίζει να τρέχει. Άραγε, κατέκτησε κάτι απ’ όλα αυτά;

Εκείνη φεύγει κρατώντας στα χέρια της τη χρυσόσκονη και τα θαύματα που αρνήθηκε να λάβει, Αυτός. Ναι. Υπάρχουν θαύματα που φωλιάζουν στα χέρια μας. Υπάρχουν εκείνα τα θαύματα που είναι ικανά να ζωντανέψουν τους νεκρούς και να αναστήσουν τις ψυχές που αιμορραγούν από πάθη και λάθη.

Τα μάτια τους συναντιούνται, ίσως, για τελευταία φορά. Οι ψυχές τους δίνουν ένα μυστικό ραντεβού στο σημείο μηδέν. Σ’ έναν τόπο που κανένας κόσμος δεν είναι φτιαγμένος, που δεν υπάρχουν φθαρτά υλικά, φυλακές, εντολές και ενοχές. Δίνουν ραντεβού στο σημείο μηδέν που θα αγκαλιάζονται γυμνοί και ανενόχλητοι, από όλα τα επίκτητα και περιττά, για να ξεγελάσουν την μοίρα, την ιστορία και τους ανθρώπους.

Μοναδικό αξεσουάρ που θα στολίζει την υπέρτατη αγκαλιά θα είναι μονάχα η Αλήθεια τους.

Εκείνη έφυγε για τη σιωπή.

Αυτός συνεχίζει να χορεύει έναν ξέφρενο χορό αγκαλιά με τον άνεμο, πάνω στα σύννεφα που είναι γεμάτα βροχή. Δεν μιλά, δεν κοιτάει, δεν αποχαιρετά. Πότε πότε τραγουδάει ένα αυτοσχέδιο μοιρολόγι.

Εκείνοι εύχονται η παράξενη ιστορία τους, να ήταν εντελώς διαφορετική.

Εγώ τους εύχομαι να συναντηθούν ξανά έχοντας πρωτίστως αντικρίσει τον Ήλιο. Οι ψυχές τους να έχουν φωτιστεί με δύναμη. Όπλο τους να είναι η απογυμνωμένη αλήθεια που θα αφοπλίζει και τον πιο έμπειρο πολεμιστή. Εγώ τους εύχομαι να ζήσουν την αγάπη που γεννήθηκε με το δικό τους ονοματεπώνυμο. Τους εύχομαι να σταθούν όρθιοι στο σημείο μηδέν, να χτίσουν την ομορφιά με την αγκαλιά, το φιλί και τον έρωτά τους. Τους εύχομαι να κερδίσουν το Για Πάντα. Την Αιωνιότητα.  

Και κάπως έτσι τελειώνει εδώ αυτή η παράξενη ιστορία. Ένας άνθρωπος έχασε από φόβο και πείσμα έναν άλλον άνθρωπο. Και κάπως έτσι, δεν ειπώθηκαν σ’ αγαπώ, δεν έγιναν ταξίδια στον κόσμο, δεν κατακτήθηκαν τα κοινά όνειρα, δεν αναπαύτηκε το κορμί στα ζεστά σεντόνια. Οι ψυχές δεν γαλήνεψαν και οι αγκαλιές δεν ζεστάθηκαν με αγάπη και ειλικρίνεια. Και κάπως έτσι κάποιοι άνθρωποι κουβαλούσαν ένα τεράστιο βάρος στο στήθος. Και κάπως έτσι άρχισαν να δίνουν συμβουλές και ευχές στους άλλους ανθρώπους. Και κάπως έτσι σε μέρες επίσημες, αργίες, σε γιορτές και μέρες που είναι ιδιαίτερες και ιστορικές οι άνθρωποι που είχαν ένα βάρος στην καρδιά άρχισαν να εύχονται για τους άλλους ανθρώπους, χρόνια πολλά, με αγάπη, με έρωτα, με ευδαιμονία, γαλήνη και υγεία, σ’ όλον τον κόσμο.

Και κάπως έτσι οι ευχές των ανθρώπων που έχασαν κάποιες μάχες αποκτούν νόημα. Αν θες, έχουν βαρύνουσα σημασία.

Με λόγια απλά και λίγα εκείνοι οι άνθρωποι με το βάρος της καρδιάς σου λένε να αποκτήσεις όσα εκείνοι επιθυμούν να έχουν.

Και κάπως έτσι, ενδεχομένως, να προκύπτει η Ιστορία της Ευχής.

Από δυο ανθρώπους που φοβήθηκαν να είναι απλόχεροι και γενναίοι μεταξύ τους.

Χρόνια πολλά, με αγάπη, με έρωτα, με ευδαιμονία, γαλήνη και υγεία, σ’ όλον τον Κόσμο.

Χαρούμενο το 2022.

Χριστίνα Βεριβάκη

Χανιά, 30/12/2021.   

Σχολιάστε