
1ο Βραβείο στο λογοτεχνικό διαγωνισμό «Νίκος Καζαντζάκης»,
των Εκδόσεων Ραδάμανθυς
Δείτε εδώ το βιβλίο με όλα τα διηγήματα που διακρίθηκαν στο διαγωνισμό
Η Αλεξάνδρα Βελισσάρη είναι εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διηγήματά της έχουν διακριθεί και εκδοθεί σε συλλογικές εκδόσεις. Έλκει την καταγωγή της από την Αρκαδία.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗ – Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ
Ι
Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΖΕΠΠΟΣ ήταν καβατζωμένος εξηντάρης όταν ξαγνάντησε στα πατρικά χώματα. Δεκαετία του ΄80 τότε. Εποχή που η νεολαία της υπαίθρου αρμαθιαζόταν για να ξεβραστεί με τα λεωφορεία της γραμμής στην μεγάλη πολιτεία. Που ρίχνανε μαύρη πέτρα πίσω τους. Την πέτρα του αναθέματος. Που λογιαζόταν κουσούρι να ‘χουν σε χωριό τη ρίζα τους.
Σαν πρωτοφάνηκε στην αγορά του χωριού του ο Χριστόφορος, αχαμνός, με μια βαλίτζα στραπατσαρισμένη και έναν παναμά στο χέρι, σηκώθηκε σούσουρο. Εδώ όλοι λέγανε πώς να φύγουν κι ετούτος ‘δω ερχόταν να μείνει; Μια γύρα στους καφενέδες απορέσανε. Καραβοτσακισμένος τους φάνηκε, ξενομερίτης, τί να θέλει στα μέρη ετούτα τα κακορίζικα; Οι γηραιότεροι, που ξέρανε από πού ανακρατιούνται σόγια και συγγενήδες, είχανε ένας – ένας φύγει.
Δίχως να σταθεί, ν’ αργοπορήσει, πήρε γραμμή για τον Κοπιταΐικο μαχαλά. Με κόπο έκανε τον ανήφορο, με κόπο αναθυμήθηκε τα καλντερίμια. Ερημωμένες οι ρούγες, οι αυλόθυρες μανταλωμένες, τα παραθυρόφυλλα σφαλιστά. Το πατρικό του έστεκε ακόμη. Απορριγμένο σαν και τον ίδιο. Το παραστέκανε δυο μπουρνελιές, θαλλερές ακόμα. Έκανε έτσι, ζόρισε τη μπετούγια να σπάσει και δρασκέλισε μέσα. Ελούφαξε σαν σκύλος δαρμένος κι αμπαρώθηκε. Ρημαγμένα όλα. Τα πατώματα έχασκαν, το κουρασάνι των σοβάδων τριβόταν σαν αλεύρι αλεσμένο. Κάπου πήρε το μάτι του της γριάς το κονοστάσι. Οι νταντέλες του κρέμονταν ακόμη. Πήρε ο Χριστόφορος, σάρωσε, πάστρεψε. Με τον καιρό το ασβέστωσε, το μερεμέτιασε.
Με τους χωριανούς δεν ανακατευόταν, στους καφενέδες δεν κατέβαινε. Ούτε στην εκκλησία φάνηκε ποτέ για να λειτουργηθεί. Μονάχα μια φορά, μπήκε και κόλλησε κερί απολείτουργα. Του Σταυρού ήταν, θυμήθηκε τη μάνα του που κένταγε πρόσφορο και το πήγαινε του παπά. Μονάχος, αφηνότανε σε σεργιάνια μακρινά. Στα Μουρσιά, στου Κόκκα το βουνάκι, στην Περαμεριά. Τραβούσε ως πάνω, στον αυχένα του λοφίσκου, στο ξεψύχισμα του οικισμού, πίσω απ’ την εσχατιά του ακρινού μαχαλά, μετά το προσκυνητάρι του Αηλιά. Χανότανε στις αμασκάλες της ρεματιάς, εκεί που μόνο ζούδια διασουρίζανε. Τα πόδια του δουλεύανε ψυχόρμητα. Περισσότερο εγνώριζε ετούτα τα περάσματα παρά τα στενοσόκακα του οικισμού. Στεκότανε κατάγναντα και συλλογιότανε.
Κάποτε ο τόπος εδώ βούιζε από κόσμο. Απάνταγες φαμελιές με την αξίνα στον ώμο και τα λεχούδια στον κόρφο στο δρόμο για τα περβολάκια τους. Κουμαντάρανε τη γης τότε. Με τα φαγόψωμα και το καλαμπούρι. Γροικούσες κουβεντολόγι πίσω απ’ τις πατουλιές, πίσω απ’ τις συστάδες με τις φτέρες. Ήταν το πνευμόνι του οικισμού. Φιδοσερνότανε κι ο ποταμός, θεριεμένος κείνα τα χρόνια, πότιζε τα μποστάνια, έθρεφε τα γεννήματα, γύριζε τις φτερούγες των μύλων. Τέσσερις – πέντε μύλοι, φέρνανε οι ξωμάχοι το βιος τους πότε πανωγόμι στα μουλάρια, πότε ζαλιά. Μακρινοί απόηχοι της πρώτης του ζωής όλα τούτα, τώρα σαρκώνονταν ξανά για τον Χριστόφορο. Παίρνανε υπόσταση.
Κάποιες φορές, στα απογύρισματά του απ’ τις ράχες, αποσταμένος, ξεπέζευε πλάι στου Λώλη τις καρυδιές. Ποιος ήτανε ο Λώλης, δύσκολο να αναθυμηθεί πια κανείς. Πότε έζησε, πώς χάθηκε. Πάντως, στην πλαγιά εκείνη είχε κάποτε στην αράδα φυτέψει καρυδιές. Θεριεμένα τώρα τα δέντρα, κάθε χινόπωρο, γιόμωναν τον τόπο καρύδι. Δεν έβρισκε το ποδάρι πού να πατήσει.
Μαλακός καιρός. Δεν ανάσαινε από πουθενά, ίσα που ανατρίχιαζαν τα δέντρα. Έβγαινε ο Χριστόφορος στου Λώλη τις καρυδιές.
«Ώρα σου καλή, μπάρμπα».
Μαζευόταν όλο το χωριό και τρυγούσε το καρύδι της χρονιάς. Αντιχαιρετούσε νεύοντας αόριστα. Ήταν σιγομίλητος. Σαν παιδαρέλι που ντρεπόταν. Ο ήλιος στο γέρσιμό του, ώρα σπερνού. Παστρεύανε καρύδια, με το λιθάρι.
«Κόπιασε κι εσύ μαζί μας!».
Ξάκριζε στο πετροπέζουλο, βολευόταν σταυροπόδι. Χάιδευε τα λιθάρια να τον νοιώσουν. Να νοιώσουν τον γυρισμό του. Έβγαζε ένα μαυρομάνικο που φύλαγε με το προσφάι κι έσφαζε κι αυτός. Καταπράσινο το σαρκί απ’ έξω. Ξεσάρκωνε τα χλωρά καρύδια, ξεσάρκωνε και τον δικό του μέσα καρπό. Να ξελασκάρει απ’ τις θύμησες, να τινάξει τις Αμερικές, να καθαρίσει, να λυτρωθεί. Θυμότανε το ‘να, θυμότανε τ’ άλλο. Ξεσάρκωνε τα γινωμένα της ζωής του. Τα παλιά, τα πρωτινά, παιδί σαν ήτανε τότε. Και τα υστερότερα πια, που παλληκάρεψε και χνούδιασε το μούτρο του. Πριν τον αποφασίσει για φευγιό ο γέρος του. Τα κατοπινά να τα μουτζουρώσει, να πει δεν γίνηκαν ποτέ. Η πατούσα του στο «Πατρίς» πως ποτέ δεν πάτησε. Ν’ αλαργάρει απ’ την άναψη της ζωής, δεν άχνιζε πια ο μπουχός της. Να πάει παράμερα, να φτάξει ως το κουκούτσι της, να συγχωρέσει, να μερώσει. Ξεπέτσιαζε τον καρπό ως το άσπρο του, ανοιχτόκαρδα. Αναλογίστηκε μόχθους, πονέματα, βάσανα, κόπους που δεν ξεπλερωθήκανε. Την αγάπη του που στάθηκε άτυχη και δεν στέριωσε. Αυτό ήταν το ριζικό του. Κόποι, στερήσεις, ξενητειά. Τώρα πια πάνε όλα. Ξεθύμαναν.
Έναν καιρό, επέστρεφε απ’ τα Μουρσιά. Ζύγωνε των Ταξιαρχών, είχε ο καιρός τσουφώσει. Σούρουπο κρυερό. Ανεβασμένος στο φρύδι, βίγλιζε απ’ ένα ξάγναντο καρσί τα βουνά που μπλεδίζανε. Ξάφνου, πήρε να τον ζώνει ανεμοβρόχι και σύγκαιρα το γύρισε σε νεροποντή. Χοχλακίζανε οι λούμπες δώθε κείθε, τι να κάνει, χώθηκε σε κάτι χούνες ν’ απαγκιάσει. Νυχτώθηκε, δεν ήξερε πού πατάει. Εκ παραδρομής ζύγωσε στο καλύβι της Στράτως. Πατ, πιτ, ακούει ποδοβολή. Κοιτάει, όσο να ειπεί, πέσανε απάνω του τα μαντρόσκυλα της στάνης. Βαβίζανε δαιμονισμένα. Τον τραβάνε, του ξεσκίζουνε το μερί, πήγαινε το αίμα του τσαμπούνα. Βγαίνει η γρια-Στράτω αλαφιασμένη. Τα εχούγιαξε, πισωπατήσανε αυτά και τα μάντρωσε, ειδεμή θα τον ξαπλώνανε χάμω.
«Συμπάθα με», του λέει, «δεν ξεστρατίζει πια κανείς δώθε πάνω. Ζω έρμη, με τα κατσικοβέτουλα. Στο χωριό δεν ματακατέβηκα από τότε που ‘χασα τον μακαρίτη. Τα βράδια μονάχη σκιάζουμαι».
Τον έμπασε στο καλύβι να τον γιατροπορέψει. Τριζοβολάγανε τα κούτσουρα, ζεστοκοπήθηκε, στέγνωσε. Του ‘πλυνε την πληγή με νερό απ’ την κορίτα. Αλλοσούσουμη γρια. Την έβλεπε να γυρώρχεται γερτή, σβέλτη με κάτι παλιοτσούραπα στα ποδάρια. Να χαρχαλεύει σε μια κασέλα, να κορφολογεί βοτάνια και να τα ρίχνει στο τσουκάλι. Μια σύμπαε τη φωτιά να λαμπαδιάσει, μια αναμόχλευε με τη χουλιάρα. Άμα έκρινε πως ήρθε ώρα, γιόμισε ένα κιουπάκι από το βραστικό, έσκισε με τα δόντια ένα πανί σε λουρίδες και το μούλιασε. Πήρε να του πατικώνει την πληγή. Την φάσκιωσε σφιχτά να ανακοπεί το αίμα. Έπειτα την είδε να τανυέται να ξεσφίξει το δαχτυλίδι της, τόσο κρεατωμένο, γινωμένο σχεδόν ένα με τη σάρκα. Άμα το ξεσκάλωσε, του σταύρωσε τις φασκιές με το δαχτυλίδι και μουρμούρισε: «Κινήσανε οι Ανάργυροι και πάνε να περάσουνε της τρίχας το γιοφύρι – βρίσκουνε τον ποταμό και στέκει – κίνα ποταμέ, να σταθεί το αίμα!». Τρεις φορές. Τη μια μετά την άλλη.
Ο Χριστόφορος τινάχτηκε, σα να τον είχαν βιτσίσει. Είχε από παιδί να τ’ ακούσει αυτό, ήταν του αιμάτου το ξόρκι. Σαν να ‘σπασε του χρόνου το πιθάρι και να χύθηκαν κρουνελιαστά οι θύμησες. Ήρθε μπρος του το μαντηλωμένο πρόσωπο της μάνας του με την τριανταφυλλιά της μπόλια. Του ‘λεγε τα ίδια τούτα μαγεμένα λόγια της γητειάς. «Κίνα ποταμέ να σταθεί το αίμα!». Αναθυμήθηκε τα καλοκαίρια στο θέρο. Για μέρες να ‘ναι διαμοιρασμένοι ολόγυρα στη σπαρτιά, με τους καρπούς ψωμωμένους, να θερίζουνε και να λιχνίζουνε τα γεννήματα. Ο ήλιος έχυνε την πυράδα του κι ο Χριστόφορος, παιδαρέλι ολοτρύφερο, έβλεπε συχνά τη μύτη του ν’ ανοίγει και ν’ απολυέται καυτό το αίμα απ’ του μεσημεριού τη φλόγωση. Και τώρα, να, σα να ‘βλεπε ξανά τη μάνα του. Με την ίδια τριανταφυλλιά μπόλια που ‘χε κεφαλοδεμένη κι εκείνη την στερνή τους φορά, στον αποχωρισμό. Όταν, παλληκάρι αυτός, έφευγε να πάει να κάμει την τύχη του. Να γίνει Μπρούκλης.
Του ‘στρωσε ένα σάγισμα η γρια -Στράτω, να βγάλει όπως-όπως το βράδυ, όσο να χαράξει. Του ‘ψησε στην ανθρακιά και μια πήττα με λαψάνες ξερογιαχνιστές. Κι εκεί, λόγο τον λόγο, πρωτοξεκίνησε ο Χριστόφορος Ζέππος. Πιάσαν το στημόνι της κουβέντας κι υφαίνανε ως την κονταυγή. Ξεστόμιζε η γριά κουβέντες ανήκουστες, λέξεις που αντηχούσαν απ’ το βαθύ πηγάδι του χρόνου, που δεν είχε ξανακούσει πια ποτέ απ’ τα μικράτα του και δώθε. Στο κρώξιμο της κουκουβάγιας η γρια σταυροκοπήθηκε: «Σε καλό να μας έβγει η χουχουλούζα!».
Αναθυμήθηκε τον παππούλη του, που σταύρωνε το στήθος σαν άκουγε στριγκοπούλι να σκούζει. Θυμήθηκε το παιδί που ήταν κι εκείνος κάποτε. Κι ήρθανε κι άλλα βράδια στην αράδα που ο Χριστόφορος έπαιρνε ξανά τον δρόμο – δρόμο να βγει στης Στράτως το καλύβι. Δεν βαστιότανε. Γύρευε την μορφή της, την συντροφιά της, τον λόγο της, το καλαμπούρι της. Στάθηκε γι’ αυτόν παρηγοριά, ένας κόρφος μητρικός. Κι έτσι, ασύνειδα, σαν απογύρισε στο πατρικό του, κάποιο απ’ τα επόμενα βράδια, πώς έγινε κι έψαξε, ανέσυρε από κάπου μια εφημερίδα παλιά, ξέθωρη. Έσκισε μιαν ακρίτσα της και τρεμουλιαστά σημείωσε: «ψιμοδουλειές, γουβής, μηλιόρα, τζιρίτι, τσιφουρίλα, κοψοσφαϊσμένος, χοροστάσι, αποχαβρισμένος».
Λέξεις ανάκατες, μπερδεμένες, που θέριεψαν στο νου του, αναμοχλεμένες απ’ της γρια-Στράτως τις διηγήσεις. Εκείνη την νυχτιά, δεν μπόρεσε να καλύψει βλέφαρο. Με το φώτημα, νωρίς νωρίς βγήκε στην μπακαλοταβέρνα της Ερασμίας, πλαγινά στην εκκλησιά της Παναγίας. Και χώρια απ’ το ρύζι, τον καφέ και το μοσκοσάπουνο, ζήτησε κι ένα τετράδιο θαλασσί, απ’ αυτά με τις γραμμές. Τρεμούλιασε η φωνή του, δεν ήταν σχολιαρόπαιδο να γυρεύει τετράδιο, τον κόχεψε κι η κερά Ερασμία λοξά, με χείλια σμιχτά, πατημένα. Άμα πήρε το πακέτο του, ξεπόρτισε βιαστικά.
Στρώθηκε στη δουλειά, νύχτα με νύχτα. Οι καταγραφές του ξεκίνησαν άτσαλες, δειλές, ανακατωτές, δίχως σειρά, δίχως τάξη. Με τον καιρό γίνηκαν πιο τακτικές, συστηματικές. Πιο εντατικές. Ώσπου έφτασαν στο σύνορο της εμμονής. Και το ξεπέρασαν. Πήρε γραμμή όλα τα μαντριά, τα καλύβια, τους ξωμάχους. Ο νους του πια δεν έλεγε να ησυχάσει. Στο παραγώνι, στο πατρικό του, στην μπονιτσούλα του γέρου του, εκείνη την εσοχή που χώνεται βαθειά στον τοίχο, αράδιαζε ο Χριστόφορος Ζέππος τα θαλασσιά τετράδια. Πλήθαιναν οι καταγραφές, αγάλια – αγάλια αυγάταιναν και τα κιτάπια του. Και μάζευε όχι μονάχα λέξεις. Μα και ό,τι πρωτάκουστο κι ανείπωτο, φράσεις που σπάνευαν πια, στίχους, καλαμπούρια, κανακέματα, παραμαντέματα, ό,τι μπορούσε να περισώσει, να μαζέψει.
Απ’ την γρια Κανέλλα ξεσήκωσε το μοιρολόγι που σιγομουρμούραγε σαν του ‘βραζε κρασί με πετιμέζι για να φτιάξει τσουκαλόκαφτο. Απ’ τη Φώταινα την συμπεθεροφτιάχτρα έμαθε για τα ασημώματα και τα πρεπούμενα για τ’ αρρεβωνάδια και τα στεφανώματα, όλα όπως τα ορίζει τ’ αντέτι. Απ’ τον Αγγελετόγιαννη κατέγραψε λησμονημένα μοιρολόγια: «Ξημέρωσε η Ανατολή κι ερόδισε νη Δύση – πα ντα πουλάκια για βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση κι εσένα το κορμάκι σου δεν έναι να ξυμήσει». Απ’ τον Ανάστο τον Ροζή, τον κλαριντζή, έμαθε σωρό τα τραγούδια. Και το Κολοκοτρωναίικο που ‘πιασε ο Θανασούλιας ο τσομπάνος πάνω στο στανοτόπι του στην Ψηλή Ράχη, καθώς άρμεγε καθισμένος στο στρογκολίθι. Απ΄ τη Φωτούλα του Καράμπελα, που ‘χε βγει για νυχτόσκαρο στου Ζερντέ, άκουσε τα δίστιχα για του κούκου το ρούμπωμα, για το κούμπωμα του γαϊδάρου. Τα θαλασσιά τετράδια όλο και να στριμώχνονται στην μπονιτσούλα.
Οι μαχαλόμαγκες του χωριού τον ‘παίρναν στο ψιλό. «Σαλεμένος», λέγανε, «τι χαΐρι να κάμει; Πήγε έξω στην Αμερική, σουρτούκεψε κι αντίς να γυρίσει με τις κασέλες γιομάτες, γύρισε ξεβράκωτος σαν αλεπού μαδημένη». Τον είχαν για λωβό, γι’ αλαφροΐσκιωτο. Όπου γέρος, όπου τσαλαφός, όπου ερημίτης, ο Χριστόφορος Ζέππος το ‘βαζε στόχο να του πιάσει γνωριμιά. Να κονέψει κοντά του, να ζητιανέψει κουβέντες, ν’ αρμέξει στιγμές απ’ το παρελθόν, απ’ τη δική του τη ζωή ως παιδί, να ξαναζήσει στιγμές απ’ τα μικράτα του, να θυμηθεί τα γονικά του. Να ζήσει όσα έχασε. Να εξιλεωθεί για τον καιρό της ξενητειάς του. Τα χρόνια που έζησε ταπεινωμένος, παραρριγμένος, μοναχός. Που πάλευε να μάθει τα ξενικά κείθε πέρα κι ίσα που κατόρθωνε να τα λιανοσκοτώνει. Που πάσχιζε να στραγγαλίσει το χωριό μέσα του. Που ‘χυνε ποταμούς τα κλάματα ολονυχτίς. Κι άμα απάνταγε κανά κοντοπατριωτάκι και σμίγανε, στα κλεφτά ψελλίζανε μια δυο κουβέντες στη γλώσσα τους. Ενοχικά, με ντροπή. Ήθελε από όλα ετούτα να καθαριστεί.
Κάποτε, τ’ αποφάσισε. Το ‘νοιωθε πια πως οι μέρες του σωνόντουσαν. Γύρεψε να δει τον δάσκαλο του χωριού. Ρώτησε στην αγορά. Είχε πάρει ο καιρός να ζεσταίνει, μάλλιαζε η γης. Στην άκρη της δημοσιάς το ροϊδάμι των πουρναριώνε ρουσοκοκκινίζε. Τα παιδιά σκαρίζανε δειλά μετά τα κρύα του χειμώνα. Έφτασε στου Μισεμέλη το αλώνι, στο αχαμνό πλάτωμα, που λέγεται «του Κουρεμένου», εκεί καθότανε ο δάσκαλος. Δρασκέλισε το κατώφλι με τα τετράδια παραμάσκαλα, τυλιγμένα σε στρατσόχαρτο.
Ο Ελευθέριος Δελλίδης, ο διορισμένος δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο της Μυγδαλιάς, είχε καταγωγή απ’ την Φλώρινα. Τον δέχτηκε εγκάρδια. «Στάσου να φιλεφτούμε», του είπε. Έβγαλε το καφέμπρικο, έσιαξε το μπρίκι, περίμενε να πάρει βράση, το τράβηξε απ’ την φωτιά. Έβγαλε και γλυκό καρυδάκι σε πιατελάκι διάφανο. «Απ’ την πατρίδα μου είναι, απ΄ τα χεράκια της γυναίκας μου.» Φάνηκε άνθρωπος δεχτικός ο δάσκαλος. Δεν στραβομουτσούνιασε, μήτε τον κοίταζε ψαχουλευτά, μ’ όλο που θα φάνταζε μουσαφίρης παράταιρος στα μάτια του. Ο Χριστόφορος Ζέππος κοιτούσε χάμω. Δίσταζε. Δεν φτάνανε στο στόμα του οι λέξεις. Για μια στιγμή το μετάνοιωσε που τόλμησε κι έφτασε ως το κατώφλι του. Άφησε το πιατάκι στο μαρμάρινο τραπεζάκι, έγλειψε με πλαταγισμό τα χείλη, έσιαξε το μπρίκι, περίμενε να πάρει βράση, το τράβηξε απ’ την φωτιά. Έβγαλε και γλυκό καρυδάκι σε πιατελάκι διάφανο. «Απ’ την πατρίδα μου είναι, απ΄ τα χεράκια της γυναίκας μου». Φάνηκε άνθρωπος δεχτικός ο δάσκαλος. τα χείλη απ’ το σιρόπι και πήρε να κουτσομιλάει. Άτσαλα. Δίχως ειρμό.
«Να με συμπαθάς, δάσκαλε, που σου χτυπάω την πόρτα. Θα ‘χεις τις δουλειές σου, τα διαβάσματά σου. Δεν θέλω να σε χασομερήσω. Ξέρεις, εγώ είμαι απ’ τα μέρη εδώ, μα έλειπα μια ζωή. Ξενιτεμένος. Και το ‘χα καημό να γυρίσω πίσω. Αλλά βλέπω τώρα τόσον κόσμο, τόσα νέα παλληκάρια, πάνω στα καλά τους, να ‘χουνε μόνη έγνοια στον νου τους πώς θα δρομώσουν απ’ το χωριό. Μ’ έναν μπόγο και χάνονται. Λένε, άιντε να τελειώσω το σκολειό να φύγω από τούτον τον μαύρο τόπο. Μυρμηγκιάζουν κάθε Κυριακή απομεσήμερο δίπλα στον πλάτανο της πλατείας καρτερώντας το λεωφορείο της γραμμής για την Αθήνα. Θαρρεύουνε πως πάνε σε γιορτή, σε πανηγύρι. Καμαρώνουνε που φεύγουνε, τους γίνηκε φόρτωμα το χωριό τους, η ρίζα τους. Σηκώνουν φτερό, πάνε κι ούτε ξανακούγονται. Μα εγώ ξέρω καλά τί λογά είναι κι ετούτη η Αθήνα και οι Αθήνες όλες. Τις έζησα, βατσινώσανε το πετσί μου, την ψυχή μου. Δε λέω πως κι εδώ να μείνεις είν’ εύκολα. Μα σαν σε ξεριζώσουνε και σε ματαφυτέψουνε, ως που να φτάσουνε τα κλώνια σου, ως πού να φτάσουν οι ρίζες σου; Κι όποιος φεύγει, χάνεται, είναι σα να πεθαίνει. Γιατί και να ξανάρθει, δεν θα ‘ναι πια ίδιος. Σαν σαράκι σε τρώει η μεγάλη πολιτεία. Σιγοτρώει τα σωθικά. Ξεθεμελιώνει τα αγκωνάρια της ύπαρξής σου. Την αξιοπρέπεια. Την περηφάνεια. Την γλώσσα. Την γλώσσα που βύζαξες απ᾽ τα γονικά σου. Μετά τους συγγενείς και το χωριό που αφήνεις πίσω έρχεται και το ξερίζωμα της γλώσσας. Οι λέξεις έχουν σάρκα δική τους, κυρ δάσκαλε, έχουν αίμα και ψυχή. Ανασαίνουν απ’ την ανασαιμιά μας. Συμπάσχουν με τον καημό μας. Περνάνε απ’ τη ζωή μας και τ’ αχνάρια τους αλλάζουν. Βαστάνε τον πόνο μας, τον καημό, τη χαρά. Πεθαίνουν σαν πεθάνουμε κι εμείς, σαν δε μένει πια κανείς πίσω να τις μιλάει. Σαν φεύγουν και οι γεροντότεροι, χάνονται στη λησμονιά. Να, έχω για σένα, εδώ, τούτα τα τεφτέρια φερμένα. Είναι από το χέρι μου καμωμένα. Θαρρώ πως δεν πρέπει να χαθούν, ν’ απολησμονηθούν. Εδώ μέσα είναι ό,τι χάνεται για πάντα κάθε φορά που ένα νέο παλληκάρι δρομώνει απ’ το χωριό μας. Είναι οι λέξεις που αναστήσανε τις παλαιϊκές γενιές των ανθρώπων. Τα γονικά μας, τους προγόνους μας. Είναι τα νανουρίσματα που λέγανε οι μανάδες μας, τα τραγούδια που πιάνανε οι γερόντοι με το ποτήρι το κρασί στο χέρι, τα μοιρολόγια απά στο νεκροσέντουκο, οι κουβέντες της κάθε μέρας, η κάθε λέξη που χάδευε το καθετί γύρω… Δάσκαλε, εγώ δεν έμαθα πολλά γράμματα. Τα ‘παιρνα, όμως, μ’ αρέζανε. Θυμούμαι να κλέβω μισό δαχτυλάκι λάδι από τη μάνα μου για να διαβάζω τα βράδια μ΄ ένα παλιολυχναράκι, έναν τσιμπλή, εκεί στο χειμωνιάτικο, στο παραγώνι. Δεν πρόκαμα ν’ αποβγάλω το γυμνάσιο. Δεν ήμουν τυχερός. Έπρεπε να βοηθήσω τους δικούς μου. Μεγάλη φαμελιά ήμαστουν, πολλά τα στόματα, χρειαζόντανε χέρια. Σαν ήρθα σε ηλικία, με αποφάσισε για έξω ο γέρος μου. Άντρας θερίος, ως εκεί πάνω, μας εκεραύνωνε με τη φωνή του. Δεν εκοτάγαμε να κάνουμε αλλιώς. Μαύρα τα χρόνια τότε. Να ξεριζώνεις το ίδιο σου το σπλάχνο με σπαραγμό, και να το πετάς, να το αποδιώχνεις. Έτσι ήταν για μένανε η Αμερική, η ξενητειά. Ήταν και η παλιοκατάσταση τότες εδώ στα χωριά μας. Να ξεπαστρεύει αδερφός τον αδερφό για τα πολιτικά. Ήμαστουν σημαδεμένοι στο χωριό εμείς. Με διώξανε οι δικοί μου, να σώσουν αυτοί εμένα κι εγώ αυτούς. Φαρμακωμένος επήγα, φαρμακωμένος εγύρισα. Έπρε-πε να πράξω το χρέος μου. Μια ζωή το χρέος. Απέναντι στον πατέρα, στην μάνα, στ’ αδέρφια μου, στα θηλυκά του σπιτιού που προσμένανε το στεφάνι. Όλοι από μένα καρτεράγανε. Από μένα, το στερνοπούλι. Θυσία για όλους. Λέγανε θα πιαστώ κείθε πέρα. Θαρρούσανε πως κρεμόντανε απ’ τα δέντρα οι παράδες. Όλα απ’ το σαρκίο μου περάσανε. Και τον αδερφό μου, τον πολύ τον Γιάννη, εγώ να τον σπουδάξω. Που γίνηκε εισαγγελέας μεγάλος και τρανός με τον δικό μου τον ιδρώ και καμαρώνει κουστουμαρισμένος, να του μιλάνε με το σεις και με το σας και καμώνεται πως ούτε με γνωρίζει. Και τις αδερφάδες μου εγώ να τις προικήσω, αλλιώς δεν θα τις παίρνανε οι μορφονιοί που τις γυρέψανε νυφάδες απ’ τον πατέρα μου. Κι ο γέρος από μένα περίμενε να του στείλω για να ξεπληρώνει τα βερεσέδια του μεγαλομπακάλη, και για να στυλώνει το σπίτι μην πέσει και τους πλακώσει. Κι ο άλλος ο αδερφός μου, πάλι, ο σπουδαίος ντε, ο Παρασκευάς, που δόθηκε στις ιδέες κι είπε θ’ αλλάξει τον κόσμο, μον’ αργοσάπιζε πότε πίσω απ’ τα κάγκελα, πότε στα ξερονήσια, από μενα κι αυτός καρτέραγε τα φάκελα τα παραγεμισμένα με τους παράδες για να γλυκαίνει τους δεσμοφύλακες. Κι αν είδες εσύ να αλλάζει σε τίποτα αυτός ο κόσμος, κυρ δάσκαλε, άλλο τόσο το ‘δα κι εγώ. Σε κούρασα, όμως, με τα δικά μου. Να με συμπαθάς. Θα ‘χεις τις έγνοιες σου κι εσύ, άνθρωπος γραμματιζούμενος. Σχώρα με, δάσκαλε. Δεν ξέρω. Να, πάρε εδώ, αυτά έχω. Ό,τι είναι μέσα σε τούτα τα κιτάπια, μου φαίνεται πως δεν πρέπει να χαθεί. Συ ‘σαι, όμως, ο σπουδαγμένος, συ ξέρεις. Στ’ αφήνω κι εσύ ό,τι νομίζεις. Τουλάχιστον να ‘μαι ήσυχος πως είναι σε χέρια καλά. Στ’ αφήνω. Ένοιωσα πως αυτό ήταν το καθήκον μου. Αυτή η έρμη λέξη, το καθήκον, αυτή με στοίχειωσε. Για αυτό το καθήκον, απέναντι στους άλλους όλους πάντα, δεν φάνηκα πουθενά. Δεν είδα μια στάλα ζωή. Σε τίποτα. Την ακριβοδυχατέρα που αγάπησα και μ’ αγάπησε, η ζωή το θέλησε να μην την στεφανωθώ. Ήρθαν όλα ανάποδα. Ας είναι, ό,τι είπε η ζωή γίνηκε. Με φύλαξε απ’ άλλα ο Θεός. Έχω πια απ’ την πίκρα καθαριστεί, καταλαγιάσαν όλα. Οικογένεια δεν έκαμα, δεν άφηκα καταβολάδες, έμεινα μπεκιάρης. Πες πως ετούτα δω τα τετράδια είναι τα παιδιά που δεν αξιώθηκα να κάμω. Τα πόνεσα, ξενύχτησα πάνω τους με πόνο, με αγάπη, με καημό. Είναι από το αίμα μου καμωμένα. Στ’ αφήνω. Τα παραδίνω στην κρίση σου. Αν, πάλι, έχεις τη γνώμη πως όλα τούτα που μάζεψα δε φελλάνε, πράξε όπως νομίζεις εσύ. Εγώ, πάντως, φεύγω ήσυχος. Σ’ ευχαριστώ που μ’ άνοιξες την πόρτα. Σ’ ευχαριστώ που εστάθης και με άκουσες. Έχε γεια».Ο Ελευθέριος Δελλίδης κάμποσες ημέρες μετά βγήκε στους απάνω μαχαλάδες γυρεύοντας να μάθει πού κάθεται ο «Αμερικάνος». Έτσι τον ξέρανε όλοι. Ρώτησε, του δείξανε. Πήγε, χτύπησε την αυλόθυρα. Σαν φάνηκε ο Χριστόφορος, του ‘σφιξε το χέρι με θέρμη, δίχως μιλιά. Ήταν συγκινημένος. Τα ‘χε μελετήσει, του ‘πε, τα θαλασσιά τετράδια.
«Είναι θησαυρός αυτός που εμπιστεύτηκες στα χέρια μου, Χριστόφορε. Μόλις πήρα να διαβάζω, απ΄ τις πρώτες κιόλας αράδες, το ‘νιωσα βαθιά μέσα μου. Θέλει ψυχή αυτό το έργο που μοχθάς να φέρεις σε πέρας. Δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα. Να αναμετριέσαι με την γλώσσα. Ξέρεις, υπήρξε ένας άντρας τρανός, που έγραψε βιβλία σπουδαία, που όλοι μιλούν γι’ αυτά. Στα πέρατα του κόσμου έχουν φτάσει τα βιβλία του, ως την άκρια του κόσμου τον διαβάζουν, ξέρουν τ’ όνομά του. Και σε μέρη αλαργινά πολύ, ως και στην Κίνα ακόμη. Κι είναι δικός μας αυτός. Έλληνας, Κρητικός. Επέρασε καιρόν πολύ στη ζωή του, χρόνους πολλούς γυρίζοντας από χωριό σε χωριό, κει κάτω στην Κρήτη, από τσοπάνο σε τσοπάνο, από γριά σε γριά να κουβεντιάζει, να γροικάει, να μαζεύει λέξεις. Λέξεις παλιές, να, σαν κι εσένα τώρα. Λέξεις που μόνο οι γεροντότεροι αναθυμούνταν, λέξεις που βάσταγε η ρίζα τους ως και στων αρχαίων τα χρόνια. Λέξεις που σπάνευαν πια. Κι όσο πιο σπάνια μια λέξη, τόσο περισσότερο βάραινε η αξία της. Κι όχι μονάχα στην Κρήτη που ‘ταν η ιδιαίτερη πατρίδα του, μα και την Ελλάδα όλην ταξίδεψε, από τόπο σε τόπο, σε νησιά, σε βουνά, άγρυπνος, μην απολησμονηθεί τίποτα, μην πάει τίποτα χαμένο. Και δεν ήταν μόνος, είχε κι άλλους δικούς του μαζί. Όλοι μαχητές, σε μια σταυροφορία ιερή, θαρρείς. Για τη γλώσσα. Κι αυτή η γλώσσα, στάθηκε το προζύμι για να πλάσει τους ήρωες, τις ιστορίες του, να βγάλει στο χαρτί την ψυχή του. Να μιλήσει για της ζωής τα όμορφα, τα δύσκολα, τ’ αναιώνια.
Να, αυτήν την ίδια γλώσσα βλέπω τώρα μέσα στα τετράδια που μου εμπιστεύθηκες να πασχίζεις κι εσύ, με παρόμοιο τρόπο, να περισώσεις από τη λησμονιά, από τα σκοτάδια του χρόνου. Έχω εδώ, για σένα, ένα βιβλίο γραμμένο απ’ το χέρι του, να σου τ’ αφήσω. Θα δεις μια γλώσσα ζωντανή, σπαρταριστή, γεμάτη χυμούς, γεμάτη καρπούς απ’ το δέντρο του λαού. Είναι μια ιστορία γεμάτη περιπέτειες, μισεμό, ξενιτειά, ταξίδια, καημό, χαρά, πόνο, γλέντι, γυναίκα, ελευθερία. Ίσως και να φέρνει λίγο και στη δική σου τη ζωή».
Του ‘πε, του ‘πε. Δεν σωνόντουσαν αυτά που του ‘λεγε. Ο Χριστόφορος Ζέππος τον άκουγε με μάτια υγρά. Στυλώθηκε η καρδιά του.
«Ώστε θα τα κρατήσεις τα τετράδια, δάσκαλε; Δεν είναι, να πεις, και του πεταμού, ε; Μεγάλη χαρά μου δίνεις, δάσκαλε, τώρα στο απογέρσιμο της ζωής μου».
Σαν είχε ξεμακρύνει ο δάσκαλος κι είδε την κεφαλή του να μαυρολογάει για μια τελευταία στιγμή, πριν χωνευτεί απ’ την κατηφοριά του δρόμου, έτριψε ο Χριστόφορος με τ’ ανάστροφο της απαλάμης του τα μάτια του, που ‘χαν θολώσει, και γύρισε το βλέμμα στο σοφραδάκι. Είδε το βιβλίο, το απιθωμένο απ’ του δασκάλου το χέρι. «Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσεια», διάβασε στην ράχη του.
Χύθηκε στην ψυχή του βάλσαμο από τις πρώτες κιόλας αράδες. Έπλεε στις σελίδες του σαν σε θάλασσα μερωμένη, δεχτική. Μίλαγαν στα σώψυχά του ετούτες οι λέξεις. Και πώς γίνηκε κι αυτός που ούτε το σχολειό δεν είχε καλά – καλά αποτελειώσει να μπορεί να διαβάζει ένα τόσο σπουδαίο βιβλίο; Μα, σάμπως, στοχαζόταν μέσα του, σάμπως έτσι δεν πρέπει να ‘ναι, οι τρανοί, οι σπουδαίοι, να μπορεί να τους καταλαβαίνει, να τους νοιώθει ο καθένας, δίχως να χρειάζεται άλλο τίποτα να ‘ναι, παρά μονάχα άνθρωπος;
Πολλά νυχτώματα ακολούθησαν, που βρήκανε σκυφτό στη σάλα του πατρικού του τον Χριστόφορο Ζέππο, μαζί με τον δάσκαλο, τα κεφάλια τους τσαμπιαστά γύρω στη λαμπίτσα. Με κοκκινέλι στη μποτίλια και λίγα αρμυρά στραγάλια στο πιατέλο. Να δουλεύουνε ως την κονταυγή, ώσπου να πάρει το σκοτάδι να φυραίνει από το γαλακτωμένο φως της μέρας. Τα τετράδια είχαν γεμίσει από σημειώσεις, καταγραφές, υλικό σκόρπιο. Ο Λευτέρης εστάθη με υπομονή και αγάπη, σαν δάσκαλος πάνω σε άγουρο μαθητούδι, δίνοντας ορμήνειες. Ζυμώνανε και ξαναζυμώνανε το συναγμένο υλικό. Πασχίζανε να το βάλουνε στη σειρά. Χώρια οι γητειές, τα ξόρκια, τα σταυρώματα, οι ξεβασκαμοί. Χώρια τα νανουρίσματα, τα παραμαντέματα, τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα, τα ταχταρίσματα. Χώρια τα τραγούδια: νυφιάτικα, τραπεζίτικα, μοιρολόγια, περιγελαστικά, κλέφτικα, του μισεμού, της ξενητειάς. Χώρια οι λέξεις. Της φύσης, του σπιτιού, του χωραφιού, του θερισμού, της στάνης, του τραπεζώματος, του στεφανώματος, του γλεντιού, της γέννησης, του θανάτου, του αργαλειού, του τρύγου.
Λαχταράγανε να σμίξουνε, μετά το σχολειό του ο δάσκαλος, για να πιάσουνε δουλειά. Σκυφτοί πάνω στ’ απλωμένα τεφτέρια του Χριστόφορου. Με σπίθα που αχνοπετάριζε στα μάτια μέριαζε ο δάσκαλος λέξεις. «Τσάρκος, ζαρτσερό, κούτουλας, ρεντζεληστά, μπιλιανίζω, παραγγολή, τεμπιχιάζω, λουρώνω, θεμωνιάζω». Να τον ρωτά με προσμονή και δίψα: τι λογής ειν’ τούτη η λέξη, τι σημαίνει, πότε τη λέτε στα μέρη σας; Αναγαλλιασμένος ο Χριστόφορος, με χαρά ανεβάσταγη, να σπάσει η καρδιά του. Ασπούδαχτος αυτός, μα να που ο δάσκαλος, ο γραμματιζούμενος, έβρισκε πως άξιζαν τα γραψίματά του. Ήφερνε και δικά του κιτάπια ο δάσκαλος. Κι όλο τα ξεφύλλιζε κι όλα χανότανε μέσα σε δαύτα.
«Ξέρεις, Χριστόφορε, η γλώσσα μας, είναι σαν ένα κεφαλόβρυσο που αναβλύζει δίχως διακοπή απ’ τα αρχαία χρόνια. Απ’ τον παλαιό τον Όμηρο, αλλά και πριν απ’ αυτόν. Απ’ το ίδιο νερό πίνουμε κι εμείς σήμερα. Κι αυτό φαίνεται παντού. Το βλέπω καθαρά και στο δικό σου υλικό. Σαν σκύψεις απάνω στους μεγάλους δασκάλους του πνεύματος και της γλώσσας, βλέπεις το ίδιο αυτό κεφαλόβρυσο που ακόμα κελαρύζει ασυγκράτητο και μας ξεδιψά. Ο Καζαντζάκης, που σου ‘δωσα να γνωρίσεις απ’ την «Οδύσεια», ήταν από αυτούς τους μεγάλους ποιητές. Έχει στον βίο μου σταθεί μεγάλη παρηγοριά και συνοδοιπόρος διαρκής. Μα, πρώτα απ’ όλα, δάσκαλος. Μελέτησα τη γλώσσα μας έχοντας τα έργα του σαν φάρο στη ζωή μου.
Τώρα, στα δικά σου τεφτέρια, Χριστόφορε, βρήκα υλικό που ‘ρχεται και δένει μ’ αυτό του Καζαντζάκη. Απαντάω αρμαθιές από λέξεις της Γορτυνίας ολόιδιες μέσα στις σελίδες τις καζαντζακικές. Να, βλέπω εδώ τον «οβορό» που λες, το «γαλαύτρες», το «στρογκολίθι» απ’ την ζωή των βοσκών. Ακόμα την «νάκα» και τα «σπαργανούδια» του μωρού. Μα, και το «μαρκαλάω» που λέτε για τα ζωντανά, το ‘χει και ο Καζαντζάκης, ονοματίζει το κριάρι «ο μάρκαλος». Το «παραμαντέματα», επίσης, είναι ίδιο, τα αινίγματα που λέμε. Κι άλλες, βέβαια, λέξεις με διαφορετικές παραλλαγές για το ίδιο πράγμα. Να, ας πάρουμε την λέξη «τσίτσα» που λέτε, Χριστόφορε. Ο ποιητής μας, ο Καζαντζάκης, την λέει στα έργα του «φλάσκα», «τσιότρα», «πλόσκα». Ξέρεις, έφτιαχνε και λέξεις δικές του, όπως για το «ουράνιο τόξο» έφτιαξε τη λέξη «ουρανοδόξαρο». Εσείς πώς το λέτε, εδώ στην Γορτυνία;»
«Θυμούμαι την γιαγιά μου, το ‘λεγε ‘της καλογριάς το ζουνάρι».
«Αυτό σημαίνει πλούτος, Χριστόφορε. Ο πλούτος του λαού μας. Το «ανακούρκουδα» που έχεις στα γραπτά σου, το ‘λεγε ίδιο κι ο ποιητής, το ‘λεγε ακόμα «κουκουβιστά». Βέβαια! Είναι η «πρόχνυ καθεζομένη Περσεφόνη», που λέει στο Ι της Ιλιάδας ο Όμηρος. Το πεζουλάκι, το τουράκι που λέτε εσείς, το λέει μεντέρι ο Καζαντζάκης. Τον ‘ανόητο’, που εδώ τον ονομάζετε ‘μπανταβό’, ο Καζαντζάκης τον λέει “παραζούβαλο”, ‘ζεβζέκη’, ‘σερσέμη’ κι ένα σωρό άλλα. Το ‘τσεμπέρι’ των γυναικών, επίσης, είναι ίδιο και στον Καζαντζάκη. Βέβαια, υπάρχουν κι άλλες εκδοχές. Το λέει ‘κεφαλόδεση’, ‘μπόλια’, ‘μπολίδα’. Κάπου αλλού είδα το ‘ανακλαρίζεται’ που έχεις καταγράψει. Είναι ίδιο, απαντάται βέβαια και ως ‘αποταυρίζεται’ στον ποιητή μας. Μα, δε μου λες, βρε Χριστόφορε, ο ‘χουχουλόγιωργας’, που αναφέρεις, ποιός, στο καλό, είναι; Πουθενά δεν το’ χω ξαναπαντήσει!»
«Α, ο χουχουλόγιωργας! Τον γκιώνη λέμε έτσι».
«Χα, χα, μα τον Θεό, αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα! Ο Καζαντζάκης αναφέρει ως βαλμά τον γκιώνη στην Οδύσειά του! Αχ, και να ‘ξερες τi θησαυρό έχεις συλλέξει εδώ, Χριστόφορε! Δε μου λες, ματαράτσια, ποια είναι;»
«Έτσι λέμε, δάσκαλε, τα στρωσίδια του κρεβατιού, τα απλάδια τα κεντητά που στρώνουν οι κυράδες».
«Μάλιστα, δηλαδή η κρεβατόστρωση που λέει ο ποιητής. Kαι το τσάμπουρο, Χριστόφορε, τi είναι;»
«Τσάμπουρα είναι ό,τι μένει στον ληνό μετά το πάτημα των σταφυλιών».
«Τα στράφυλα, λοιπόν, τα αποτρυγίδια, του Καζαντζάκη. Και το «μπουχλώνω» που γράφεις εδώ, ο ποιητής μας το λέει «αθαλώνω», καπνίζω δηλαδή. Ένα άλλο που με εντυπωσίασε, είναι η σφαγολακκιά του λαιμού που λέτε εδώ στη Γορτυνία κι ο ποιητής την διασώζει ως σφαγαριά. Αμ, το άλλο, πάλι – τi να πρωτοπώ, βρε Χριστόφορε – το κλειδοκόκκαλο ψηλά στο στέρνο που λέει ο ποιητής, εσείς το ονομάζετε σιδεροστιά. Φαντάσου! Μα, στάσου, κουρκουσούρη ποιόν λέτε; Τι παράξενη λέξη και τούτη!».
«Λέμε έτσι τον κουτσομπόλη».
«Α, ώστε είναι ο κλωθοσούρτης που λέει ο ποιητής. Μάλιστα! Και η τσούπα που λέτε είναι, ασφαλώς, η κόρη, η κοπέλα – καλά, αυτό τόσα χρόνια εδώ, το ‘χω πια μάθει. Είναι η κορασοπούλα στον Καζαντζάκη. Και το «συμπάω» που έχετε για την φωτιά, συναντάται στον Καζαντζάκη ως «συδαυλώ» ή «αναδαυλώ». Ξέρεις, ετούτο έχει τη ρίζα του στ’ αρχαία ελληνικά. Και το άλλο που βρήκα, ε, αυτό πια σ’ αφήνει άφωνο! Η Μπαμπούσω σας, που μ’ αυτήν τρομάζετε τα μικρά παιδιά, ο Καζαντζάκης την λέει η Μπαμπούλα. Αυτή, που λες, είναι η Έμπουσα που λέγανε οι αρχαίοι μας. Όλοι, Χριστόφορε, απ’ την ίδια πηγή σκύβουμε και πίνουμε. Βλέπεις πως όσο κι αν διαβαίνουν οι αιώνες, ο λαός μας πορεύεται μιλώντας την ίδια πάντα γλώσσα. Μπορεί να αλλάζει στην επιφάνεια, μα, αν λίγο ξύσεις την φλούδα, από κάτω έχει μείνει απαράλλαχτη».
«Μεγάλη η τύχη μου, δάσκαλε, καλώς που σε ηύρα! Τέτοιος δάσκαλος, σαν εσένα, δεν θα ‘χει ματαπεράσει απ’ τα μέρη μας. Θαρρώ πως όλα τούτα που διαβάζεις, σε κατέχουν, ζούνε μέσα σου. Μα πώς κι εσύ, τέτοιος άνθρωπος, με τόσα διαβάσματα έπεσες εδώ σε τούτα τα καταράχια;»
«Η τύχη και η τιμή είναι όλη δική μου, Χριστόφορε! Να βρίσκομαι ‘δω κοντά σας. Να αφουγκράζομαι τη γνήσια ανασαιμιά του λαού, να ψηλαφώ ανάγλυφη την συνέχεια της γλώσσας. Έχεις, Χριστόφορε, ξεκινήσει, δίχως να το ‘χεις καταλάβει, ένα διάλογο βαθύ με την γλώσσα, με τον Καζαντζάκη. Μα, για πες μου τώρα κάτι άλλο. Η αρυά που είδα να λες κάπου, βελανιδιά δεν είναι;»
«Η αρυά, ναι, είδος βελανιδιάς είναι. Απ’ τον πατέρα μου το θυμούμαι. Αλλιώς, εμείς στα κοντοχώρια εδώ, την λέμε και γλατζινιά. Από κει ανακρατεί και η δεύτερη ονομασία του χωριού μας, Γλανιτσιά».
«Να μου ζήσεις, βρε Χριστόφορε! Και βάλε με τον νου σου, πως η βελανιδιά αυτή λέγεται έτσι απ’ των αρχαίων τα χρόνια, την αναφέρει ακριβώς έτσι ο Θεόφραστος. Είναι η δρυς η αρία. Κι έπειτα την βρίσκουμε ίδια στον Παπαδιαμάντη. Αργότερα στον Καζαντζάκη. Το ίδιο ακριβώς, αρυά. Και τώρα, να, βλέπω πως ακόμα έτσι λέγεται εδώ στη Γορτυνία. Σαν να μην έσταξε ούτε σταγόνα απ’ του χρόνου το λεβέτι».
Κάτι τέτοιες στιγμές, ο δάσκαλος χανότανε μες στις σκέψεις του, μες στα κιτάπια του, με τη μύτη του χωμένη στα χαρτιά. Μονολογούσε. Σαν να συναπαντιότανε πρόσωπο με πρόσωπο με όλους αυτούς τους σπουδαίους που ανακάτωνε στα λόγια του, αρχαίους και νέους και να ‘στηνε μ’ αυτούς ψιλή κουβέντα, σαν να ‘ταν φίλοι γκαρδιακοί. Να κουβεντιάζουν πότε για το ένα, πότε για το άλλο. Άμα άνοιγε ο ασκός του παρελθόντος, τον συνέπαιρνε, τον ταρακουνούσε σύγκορμο, τον έσουρνε σε τόπους αλαργινούς. Τότε ο Χριστόφορος σιωπούσε. Με καρτερικότητα και σεβασμό, ίσως και με τρόμο, περίμενε να δει τον δάσκαλο να ξαναγυρνάει κοντά του.
Το καλοκαίρι μπήκε. Στην πλατεία, μπροστά απ’ την εκκλησία της Παναγίας παίρνανε να στοιβάζουνε αγκαλιές – αγκαλιές τις αφάνες για τις φωτιές του Ριγανά. Ο Χριστόφορος με τον Λευτέρη σφίξανε τα χέρια με θέρμη κι αποχαιρετιστήκανε με συγκίνηση. Είχε φτάσει η ώρα της θερινής παύσης του σχολείου. Ο δάσκαλος θ’ ανέβαινε στην πατρίδα του να ξεκαλοκαιριάσει με τη φαμελιά του. Είχε να τους ανταμώσει μήνες ολάκερους. Δώσανε υποσχέσεις για τον Σεπτέμβρη, σαν θα σμίγανε πάλι. Είχανε πια δεθεί οι ζωές τους για καλά, είπε ο δάσκαλος. Είχανε δρόμο μπροστά τους για να πορευτούνε παρέα σ’ ένα έργο κοινό που θα τους ενώνει πάντα.
Ο Χριστόφορος Ζέππος δεν έλεγε να αλαργάρει από την άναψη της εργασίας του. Είχε πια δομήσει την κάθε μέρα του με σθένος, οι λογισμοί του είχαν λαγαρίσει. Με νέα ζέση. Αναθάρρεψε, σα να ξεφοβόταν σιγά-σιγά την ζωή. Είχε ένα χρέος, δικό του όμως τούτη τη φορά, όχι απ’ τους άλλους ορισμένο. Έβγαινε με μερωμένο βλέμμα στα σεργιάνια του. Λεύτερος. Κι όσο έπαιρνε να μεστώνει το καλοκαίρι, τόσο πλάταινε τον κύκλο του. Έβγαινε στα κοντοχώρια όλα, μια γύρα παραέξω. Λημέρησε σε στάνες. Σε ράχες με τσοπάνηδες. Ξημερώθηκε με τσούρμο νοματαίους σε ξέλασες, βγαίνοντας αχάραγα για βοτάνισμα στα γεννήματα, για ξεφύλλισμα καλαμποκιού. Τσούζοντα η κάψα στο κεραμιδοκάμινο του Μπαρουνόδημου, στου Πάλμα. Στο χάνι του Ντρούλια, στις Τρούπες. Στο μοναστήρι της Γοργοεπηκόου, στου Λάλουκα το τσιούμπι, όπου του ετοίμασαν και δικό του κελλί, για όσο κόνεψε κει, βαστώντας σημειώσεις απ’ τους καλογέρους. Βρόντηξε την πόρτα σε ξωκκλήσια. Γύρεψε γριές κατοχρονίτισσες. Μαμές, παπάδες, κεντήστρες, χήρες, λευκάστρες, πραματευτάδες. Ώσπου, η ώρα η στερνή ήρθε και για τον Χριστόφορο. Όπως ακριβώς την ένοιωθε μέσα του να ζυγώνει όλον τον τελευταίον καιρό. Τον βάρεσε ‘κειδά που ‘χε απαγκιάσει ένα σούρουπο μετά το πέσιμο του ήλιου. Έπεσε ανάσκελος και παρέδωκε ψυχή. Τον βρήκανε ταχιά, μαργωμένον. Με ένα θαλασσί τετράδιο κι ένα βιβλίο παραμάσκαλα. Στο κυπαρισσί του εξώφυλλο ήσαν με μαύρο μελάνι τυπωμένα τα γράμματα: «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά – Νίκου Καζαντζάκη». Αποκαλόκαιρο. Τότε που ‘παιρνε να γουρμαίνει η σταφίδα.
Η Βγενιά η Κουτσοδημητρού, γειτόνισσά του απ’ το καρσινό δίπατο, ήταν η μόνη που, χώρια απ’ τα κουτσούβελά της, είχε και την έγνοια την δική του. Εκείνη του άφηνε στο κεφαλόσκαλο από ένα καρβελάκι όταν ζύμωνε ή κανένα αυγό πουλακιδίσιο. Άμα άδειαζε, του ζεμάταγε και τις φανέλες. Εκείνη του πήγε γαλόπηττα και χλωρό τυρί, άμα ζύγωσε Λαμπρή, μη μείνει ξερός κι αδράπανος χρονιάρα μέρα. Κι ήταν αυτή που τον έπλυνε και τον στόλισε για την νεκροκάσα. Αυτή που τον εφρόντισε, με τα συλλείτουργα και τα σιτάρια του στο ξόδι. Όλα κατά πώς τα ορίζει η τάξη. Για καιρό του γέμιζε με λαδάκι το καντήλι, το άναβε, θύμιαζε και δυο τρία δάκρυα μοσχολίβανο στο κεραμίδι. Πάνω στον λόφο των Αγιαποστόλων. Με το χωριό όλο κατάγναντα.
Μα τα ‘φερε έτσι η ζωή κι απόθανε, πριν της ώρας του, κι ο δικός της ο άντρας. Αρματώθηκε πια τότε αυτή, πήρε τα παιδιά της, πήρε τα μάτια της και σκαπέτησε για το δικό της χωριό. Δεν ήταν από κείνα τα κακοτράχαλα μέρη, ήταν Κατουμερίσια. Καμπίσιο σκαρί. Πού να την βαστήξει ο τόπος. Από τότε το μνημούρι του Χριστόφορου Ζέππου εχορτάριασε. Οι γέροι, οι στρατοκόποι, οι ξωμάχοι που τον είχαν κάποτε γνωρίσει, φύγαν κι αυτοί στην αράδα.
Μονάχα όταν, στο έμπα του χινοπώρου, αρμαθιαζόταν το νέο καρύδι της χρονιάς – πράσινο και κρουστό πρωτολούβι – στην πέρα πλαγιά, εκεί που ακόμα και σήμερα το λένε «στου Λώλη τις καρυδιές», κάποιος βρισκότανε μέχρι πρότινος ν’ αναθυμηθεί «τον έρμο τον Αμερικάνο που ‘σπαζε καρύδια μοναχός, δίχως να βγάζει μιλιά». Είκοσι χρόνους τώρα.
* * *
ΙΙ
Γορτυνιακὸν Λεξικὸν
Α᾽ Ἒκδοσις
Προλεγόμενα
Ἀφιεροῦται εἰς μνήμην Χριστοφόρου Π. Ζέππου
Μὲ τὴν μεγίστην ἰκανοποίησιν καὶ χαρὰν χαιρετίζω τὴν τοῦ ἀνὰ χείρας πονήματος ἒκδοσιν. Τὸ «Γορτυνιακὸν Λεξικόν», τὸ ὑπὸ τοῦ ἐκδοτικοῦ οἲκου “Δευκαλίωνος” ἐκδιδόμενον, εἶναι ἓν ἒργον ἀξίας μοναδικής, ὃμοιον τοῦ ὁποίου οὐδέποτε ὑπήρξε εἰς τὰ ἐλληνικὰ ἐκδοτικὰ χρονικά. Πρόκειται περὶ ἑνὸς ἀποθησαυρίσματος τοῦ γνησίου Γορτυνιακοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος. Μὲ καθαρότητα ἀποτυπώνει τὰς πολλαπλὰς ἐκφάνσεις καὶ πτυχώσεις τῆς Γορτυνιακῆς συλλογικῆς Ψυχῆς και Μνήμης. Εἷς πολυστρωματικὸς γλωσσικὸς κώδιξ, ἀπέχων παρασάγγας ἀπὸ τῆς ἐπισήμου ἑλληνικῆς γλώσσης. Ντοπιολαλιά, ἰδιωματισμοί, λεξιλόγιον καθημερινῆς χρήσεως, λέξεις ἀντικειμένων ἐκ τῶν ἀσχολιῶν τῶν γηγενῶν κατοίκων τῆς ὀρεινῆς ὑπαίθρου, εὑρισκόμεναι πλέον εἰς φθίσιν. Ἓν ἒργον αὐθεντικόν, μὲ ὑλικὸν καθ’ ὃλα πρωτότυπον. Ἀποτελεῖ προϊὸν πνευματικοῦ μόχθου, συνεργασίας καὶ συμπράξεως μιᾶς ἀξιολογωτάτης ὁμάδος μελετητῶν, οὓστινας ἐπιθυμῶ ἀπὸ καρδίας νὰ εὐχαριστήσω, διὰ τὴν ἀγαστὴν καὶ ἐποικοδομητικὴν συνεργασίαν των.
Πρωτίστως, ὡστόσο, τὸ παρὸν εἰσαγωγικὸν σημείωμα συνίσταται εἰς τὸ πλέον ἰδανικὸν καὶ ἁρμόζον μνημόσυνον εἰς τὸν πρωτεργάτην τοῦ παρόντος λεξικού. Τούτου ἡ πρωτοβουλία, ἡ ἀφοσίωσις καὶ ἡ αὐταπάρνησις ὀδήγησαν εἰς τὴν δημιουργίαν τοῦ ἀνὰ χείρας πονήματος. Ὁ Χριστόφορος Π. Ζέππος ὑπῆρξε τέκνον τῆς Γορτυνιακῆς γῆς. Ἀκολούθησε τὴν Μοῖραν τὴν ὁποίαν ὣρισεν δι’ αὐτὸν ἡ Ἱστορία. Ἐβίωσε τὸν Β’ Παγκόσμιον Πόλεμον, τὴν γερμανικὴν κατοχήν, τὴν ἀνέχειαν καὶ ἀκολούθως τὸν ξεριζωμὸν καὶ τὴν μετανάστευσιν. Μοῖρα κοινὴ διὰ πλῆθος συμπατριωτῶν μας εἰς τὰ σκοτεινὰ ἑκεῖνα ἒτη τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Ἐπορεύθη μὲ ἐγκαρτέρησιν εἰς ἓνα βίον πλήρη στερήσεων, ταπεινώσεων καὶ ματαιώσεων. Ἡ δὲ παλιννόστησις αὐτοῦ εὶς τὰ πάτρια ἐδάφη τῆς ἀρκαδικῆς ὑπαίθρου, ὃταν ἐν τέλει αὓτη ἐπραγματώθη, ὑπῆρξε ἂτυχος καὶ σύντομος. Εἶχον τὴν τιμὴν καὶ τὴν εὐτυχίαν τῆς προσωπικῆς γνωριμίας καὶ συνεργασίας μετὰ τοῦ Χριστοφόρου Π. Ζέππου, κατὰ τὸ τελευταῖον ἒτος τοῦ βίου του, ὑπηρετῶν ὡς διδάσκαλος εἰς τὸ χωρίον τῆς καταγωγῆς αὐτοῦ, τὸ χωρίον Ἀμυγδαλέα, ἐπαρχίας Γορτυνίας, νομοῦ Ἀρκαδίας, γεωγραφικοῦ διαμερίσματος Πελοποννήσου. Ὑπήρξα μάρτυς τῆς ἀκεραιότητος καὶ γνησιότητος τοῦ χαρακτῆρος αὐτοῦ, ὃπως ἐπίσης καὶ τῆς περιφρονήσεως τοῦ περιγύρου αὐτοῦ, τὴν ὁποῖαν ὑπέμεινε μετὰ παροιμιώδους στωικότητος. Παρὰ τὸ περιορισμένον τῆς μορφώσεως αὐτοῦ, ἦτο εἰς θέσιν νὰ διακρίνει τὴν σπουδαιότητα τοῦ πνευματικοῦ πονήματος εἰς τὸ ὃποῖον επεδόθη ἀπό ἰδικήν του καὶ μόνον, προσωπικὴν παρόρμησιν καὶ νὰ φέρει εἰς πέρας, ἀόκνως καὶ άγογγύστως, τὴν ἀπαιτουμένην ἒρευναν καὶ συλλογὴν ὑλικοῦ εἰς τὸ ἀκέραιον. Ἡ συλλεχθεῖσα πολύτιμος πρώτη ὓλη μοὶ ἐνεχειρίσθη μετ’ ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοφόρου Π. Ζέππου ὀλίγους μόνον μήνας πρὸ τῆς ἀποδημήσεως αὐτοῦ, διαισθανθέντος, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, τὸ ἐπερχόμενον αὐτοῦ τέλος.
«Τὰ ὃρια τῆς γλώσσης μου, συνιστοῦν τὰ ὃρια τοῦ κόσμου μου», ὑπεστήριξε ὁ διακεκριμένος Αὐστριακὸς φιλόσοφος Λουδοβίκος Βίτγκενστάιν. Τοῦτ᾽ ἒστιν, ὃσον πιὸ διευρυμένος ὁ γλωσσικὸς ὁρίζων ἑνὸς ἀνθρώπου, ἑνὸς λαοῦ, τόσον πιὸ διευρυμένη καὶ ἡ ἀντίληψις καὶ ἡ κατανόησίς του διὰ τὸν Κόσμον, διὰ τὴν Ζωήν, δι’ ὃλα τὰ μεγάλα καὶ ἀκατάληπτα Μυστήρια. Ὡς ἐκ τούτου, τὸ πρωτότυπον «Γορτυνιακὸν Λεξικόν», τὸ ὑπὸ τῆς παρούσης ἐκδόσεως διασωζόμενον, μετὰ τοῦ ἐννοιολογικοῦ βάθους αὐτοῦ καὶ τὴν πληθώραν τῶν γλωσσικῶν του ἀποχρώσεων, ἐπεκτείνει τὰ ὃρια τοῦ ἰδίου τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν συνόλῳ.
Διατηρῶ ἀκράδαντον τὴν πεποίθησιν πὼς τὸ ἀνὰ χείρας πόνημα ἀποτελεῖ παρακαταθήκην διὰ τὰς μελλοντικὰς γενεάς. Εἲθε ὁ παρὼν πρόλογος νὰ ἀποδώσει τὸν ἐλάχιστον φόρον τιμῆς εἰς τὴν ἁγνὴν καὶ πολυβασανισμένην ψυχὴν τοῦ ἀληθινοῦ πνευματικοῦ πατρὸς τοῦ ἒργου αὐτοῦ, ἀειμνήστου Χριστοφόρου Π. Ζέππου.
Μετὰ τιμῆς,
Ἐλευθέριος Χ. Δελλίδης
διδάσκαλος, φιλολογικὸς ἐπιμελητής, δημοσιογράφος