Η φιλόλογος Μαρία Καλουδάκη μιλά για την ποιητική συλλογή «Ανδρομέδα», της Ζαφειρίας Μαμάτση
«Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό.. εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας…». Αυτά εξομολογείται ο μεγάλος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης… Και αυτές είναι και οι κυρίαρχες έννοιες που αναδύονται μέσα από την ποιητική συλλογή της Ζαφειρίας Μαμάτση «Ανδρομέδα».
Ουρανός, θάλασσα, ωκεανοί απέραντοι και πάνω από όλα η ζωογόνα δύναμη που εμπνέει και καθοδηγεί.. ο έρωτας… Ο έρωτας και η θάλασσα γεννάνε ποίηση λοιπόν, οδηγούν σε έντονους κραδασμούς της ψυχής, σε καταγραφές βιωματικές.. μας το επιβεβαιώνει άλλωστε για άλλη μία φορά ο Μέγας Ελύτης λέγοντας: «τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο…».
Και η σκέψη της Ζαφειρίας την οδήγησε στο να γράφει, δειλά στην αρχή, με περισσότερη ευκολία αργότερα και να δημιουργεί μικρά διαμαντάκια, ποιήματα που μιλούν με ρεαλισμό, που συνθέτουν μία ποιητική συλλογή που έχει πολλά να πει και που προδιαγράφει- είμαι σίγουρη -μία λαμπρή εξελικτική πορεία…Τι να πρωτοπώ για την ποιητική συλλογή της Ζαφειρίας…
Ολόκληρο το βιβλίο από το εξώφυλλο ως την τελευταία λέξη είναι μία κατάθεση ψυχής.. ρίχνοντας μία πρώτη ματιά, το βλέμμα μας μαγνητίζεται από τον ήλιο που ανατέλλει ανάμεσα από δύο καράβια τόσο μακριά από μας… και κλείνοντας βλέπουμε πάλι τον ήλιο να ανατέλλει σε διαφορετικό ορίζοντα αυτή τη φορά.
Ρώτησα τη Ζαφειρία αν βρήκε κάπου αυτές τις φωτογραφίες και μου εξομολογείται ότι και αυτές είναι προσωπικά βιώματα, στιγμές που αιχμαλώτισε η ίδια ατενίζοντας τον ορίζοντα από την πλώρη ενός δεξαμενόπλοιου κάπου εκεί στο Γιβραλτάρ στην πρώτη φωτογραφία, ενώ στην δεύτερη από την πλώρη ενός πλοίου στον Καναδά.
Δικές τις στιγμές λοιπόν που αποτυπώθηκαν και έμειναν αιώνιες… πώς βρέθηκε άραγε η Ζαφειρία πάνω στα δεξαμενόπλοια… την πήγε η δουλειά της, η καριέρα της αναρωτιέται κανείς… Τίποτα από όλα αυτά.. Από τα μικράτα της λάτρευε τη θάλασσα… κορίτσι ήταν που μαζί με τις φιλενάδες της αγνάντευε τα πλοία που περνούσαν και οι εικόνες αυτές μιλούσαν μέσα της και την έκαναν να ομολογεί: «μία μέρα θα μαι και εγώ πάνω σε ένα τέτοιο καράβι και θα φεύγω σε τόπους αλαργινους».
Τελικά στις ξένες θάλασσες, στα μακρινά πελάγη την οδήγησε η καρδιά της και η επιθυμία της να ακολουθήσει το παντοτινό Έρωτα της, τον άντρα της που είναι ναυτικός ένας καπετάνιος που ήθελε να βρίσκεται πάντα κοντά με την αγαπημένη του…
Έτσι λοιπόν στα δεκαεννιά της, ετοίμασε πρώτη φορά μια βαλίτσα, είπε αντίο στους δικούς της και έφυγε προς το άγνωστο, ακολουθώντας τον Βασίλη στη θάλασσα.
«Οι κάβοι κράταγαν δεμένο το καράβι στον ντόκο, η σκάλα ακούμπαγε στη στεριά, ανέβηκα κοιτάζοντας τριγύρω αυτόν τον καινούργιο και συνάμα άγνωστο κόσμο. Το όνομα του καραβιού, το πλήρωμα, οι λαμαρίνες, η μικρή καμπίνα.. Όλα πρωτόγνωρα!», καταθέτει η Ζαφειρία.
Ακολουθεί λοιπόν τον καπετάνιο της παντού, στον Ατλαντικό, στον Ειρηνικό, στον Ινδικό ωκεανό σε μέρη που οι περισσότεροι από μας Δεν πρόκειται να δούμε ποτέ… έτσι και εκείνη γίνεται καπετάνισσα, γνωρίζει και αγαπάει τη θάλασσα αλλά περνάει και πολλές ώρες μοναχικές στην καμπίνα ..
«Οι κάβοι που έλυσαν αφήνοντάς το ελεύθερο να χαράξει νέα πορεία στη μοναξιά της θάλασσας, μια μοναξιά που οι στεριανοί δεν γνωρίζουν, μα οι ναυτικοί μαθαίνουν να ζουν μαζί της, άλλοτε από επιλογή κι άλλοτε από ανάγκη». Λόγια δικά της.
Έτσι, λοιπόν, γνωρίζοντας τη θάλασσα, τις ήρεμες στιγμές της, τις άγριες και κυρίως τις μοναχικές, ξυπνά μέσα της η έμπνευση να γράψει, να αποτυπώσει στο χαρτί τα χιλιάδες συναισθήματα που γεννιούνται κοιτάζοντας τον απέραντο ορίζοντα… μια ιδιαίτερη ευαισθησία την είχε πάντα γιατί δεν μπορεί κανείς να αποδώσει με λέξεις τόσα διαφορετικά συναισθήματα, τόσες διαφορετικές εικόνες αν δεν έχει μέσα του το μεράκι για το γράψιμο..
Το γαλανό του ουρανού και της θάλασσας, τα σύννεφα, τα κύματα, το μπότζι, η μοναδική Ανατολή του ήλιου καθώς αναδύεται από την αλμύρα,, το κάθε ηλιοβασίλεμα, που απλά σ’ αγγίζει κι έπειτα οι αστερισμοί..!
Τόση μαγεία αφημένη στον ξάστερο ουρανό… Με τον καιρό όλα ετούτα έγιναν κομμάτι από την ίδια… Η αγάπη για τη θάλασσα την τράβηξε, όμως ο έρωτας την κράτησε κοντά της. Έτσι κύλησαν σχεδόν είκοσι χρόνια… Ταξιδεύοντας, λοιπόν, ατελείωτες ώρες, μέρες στη θάλασσα, της δίνεται η ευκαιρία και ο χρόνος να ασχοληθεί με το μεράκι της… ίσως γιατί νιώθει ότι όλα αυτά τα υπέροχα χρώματα, τις πρωτόγνωρες εμπειρίες πρέπει να τις αποτυπώσει ίσως για να μην τις ξεχάσει…
«Μήνες ολόκληροι μέσα στη μικρή κοινωνία του καραβιού, στη ρουτίνα της καθημερινότητας, συνήθως έξι με οκτώ μήνες διαρκεί το κάθε μπάρκο. Πάνω στον πάγκο της γέφυρας πάντοτε ανοιγμένος ένας ναυτικός χάρτης και μια πορεία χαραγμένη. Πλάι του ο διπαράλληλος και το κουμπάσο». Λόγια δικά της πάλι…
Ο άνθρωπος πάντα παλεύει να αιχμαλωτίσει το χρόνο, να τον κάνει να σταθεί, όχι μόνο τις όμορφες μα και τις δύσκολες στιγμές, τις αγωνίες, τις δυσκολίες, τα πάθη, την αγάπη, πάνω από όλα την αγάπη, αυτήν που σπρώχνει μία κοπέλα ως τα πέρατα του κόσμου για να είναι μαζί με τον άνθρωπο που αγαπά.. ίσως η αγάπη Να έδωσε το έναυσμα, να έκανε την αρχή, όμως από κει και πέρα το πνεύμα ξεδιπλώθηκε, η πένα απέκτησε φτερά, άρχισε να μιλάει για όλα τα μικρά και τα μεγάλα, τα επόμενα και τα ανείπωτα, να μιλάει για χωρισμούς, για επιστροφές, για νόστο, για βάρδιες πάνω στο πλοίο Θάλασσα πλανεύτρα, θάλασσα μαγική, όνειρο και πάθος μα και χαλασμός και εφιάλτης. Αρχή και τέλος για όνειρα για ελπίδες, για ζωές…
Και τα ποιήματα γεννιούνται αβίαστα το ένα μετά το άλλο ,μικρά διαμαντάκια γραμμένα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο που εκφράζει απόλυτα τη Ζαφειρία… δεν έχει ιδιαίτερες φιλολογικές γνώσεις, όμως διαλέγει για να εκφραστεί τον εθνικό μας στίχο Τον πιο εύχρηστο και διαδεδομένο στη νεοελληνική ποίηση όπως αναφέρουν τα βιβλία και το αποτέλεσμα τη δικαιώνει απόλυτα… Από το 10ο μ.Χ. αιώνα μέχρι και σήμερα, μεγάλο μέρος της νεοελληνικής ποίησης είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Αυτή η ευρύτατη χρήση, τόσο στη δημοτική ποίηση όσο και στην προσωπική, υπήρξε η βασική αιτία να αποκληθεί εθνικός στίχος.
Στον φυσικό κυματισμό της νεοελληνικής γλώσσας και στην καθημερινή ροή της ομιλίας μας υπάρχει ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος. Γι” αυτό πολλές φορές μιλώντας φυσικά και αβίαστα, σχηματίζουμε χωρίς να το καταλάβουμε φράσεις που έχουν το μετρικό ρυθμό του δεκαπεντασύλλαβου στίχου. Αυτό και μόνο μας πείθει ότι Η μετρική αυτή Θα πρέπει να ξεκίνησε από αυτοσχέδιους λαϊκούς «ποιητές» που είχαν έμφυτη τη χάρη να συνθέτουν στίχους για διάφορα επίκαιρα συνήθως θέματα.
Ένας στίχος λοιπόν που βγαίνει μέσα από την ψυχή μας. Τι άλλο λοιπόν θα μπορούσε να διαλέξει η Ζαφειρία, ένα κορίτσι φυσικό και απέριττο παρά έναν απλό τρόπο γραφής που όμως μιλά μες στην καρδιά μας, αγγίζει τη ψυχή μας γιατί με λόγια ξεκάθαρα και κατανόητα μας δείχνει τον πλούτο των συναισθημάτων της.. και όπου χρησιμοποιεί στα ποιήματά της ναυτικούς όρους, γιατί μη ξεχνάμε ότι έμεινε καιρό πολύ στο καράβι έτσι έμαθε τον ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνίας των ναυτικών, μας δίνει την επεξήγηση με υποσημειώσεις έτσι ώστε να μη χάσουμε τίποτα από τα νοήματα των λόγων της.. ακούμε λέξεις λοιπόν όπως Διπαράλληλος, κουμπάσο, μπότζι, τραβέρσο κι άλλα πολλά….Και όλες μας οι αισθήσεις συμμετέχουν αγγίζοντας αυτό το βιβλίο….Γευόμαστε την αλμύρα της θάλασσας, νιώθουμε εμείς την αύρα της στο πρόσωπο μας, μας χαϊδεύει το αεράκι του ωκεανού.. νιώθουμε την αγωνία του ναυτικού που ταξιδεύει μήνες πολλούς χωρίς να δει τους αγαπημένους του… συναντάμε και φουρτούνες και Ομίχλες, τον πόνο της μάνας που βλέπει το παιδί της να ξενιτεύεται, του πατέρα που είναι μακριά από τα πρώτα λογάκια του παιδιού του..Βλέπουμε ναυτικούς να θαλασσοδέρνονται, να βγαίνουν νικητές από τον άνισο αγώνα με το θεριό της θάλασσας αλλά και κάποιες φορές να χάνονται στα βάθη της θάλασσας νικημένοι από αυτό… Βλέπουμε μαζί της δελφίνια να παίζουν δίπλα μας, το βλέμμα μας αιχμαλωτίζεται από τους αστερισμούς του νότιου ημισφαιρίου που φωτίζουν τη νύχτα μας Ή από το αστέρι του βορρά που καθοδηγεί το δρόμο μας…
Και όταν η Ζαφειρια δεν γράφει, φωτογραφίζει, πάλι με μία ευαισθησία μοναδική προσπαθεί να συλλάβει τη στιγμή, τον ήλιο που μας αποχαιρετά και χάνεται κάπου στον ειρηνικό, την πλώρη που είναι η αρχή και το σύνορο του κόσμου της… Και αυτές οι φωτογραφίες γίνονται εξώφυλλο και οπισθόφυλλο στο βιβλίο της έτσι ώστε όταν το πιάνουμε στα χέρια μας νιώθουμε ότι όλο αυτό είναι μία κατάθεση ψυχής και ίσως να ζηλέψουμε και εμείς έτσι και να ποθήσουμε να δούμε μέρη αλαργινά..
Εγώ, για να κάνω και μία εξομολόγηση, το ένιωσα αυτό καιρό τώρα όταν μου πρώτοέστειλε δειλά στην αρχή κάποια ποιήματά της και μου φάνηκε ότι εκεί υπάρχει ένα σπάνιο πνεύμα, ένα ταλέντο που έπρεπε απλά να αναδειχθεί και χαίρομαι που βλέπω τώρα ένα πνευματικό δημιούργημα διαφορετικό από τα άλλα που με χαροποιεί ιδιαίτερα. Άλλωστε, πάντα μου άρεσε πολύ ο Καββαδίας γιατί διαβάζοντας τα ποιήματά του νιώθω τη θάλασσα άλλοτε να κυλά και άλλοτε να βρυχάται και ο τρόπος γραφής μα και τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η Ζαφειρία μου τον θυμίζουν αρκετά…
Μια ποιητική συλλογή λοιπόν που μυρίζει θάλασσα, μεστή από νοήματα, με έναν λόγο προσιτό και οικείο ίσως και λίγο εξωτικό σαν το ζεστό αεράκι του νότου… Ας πάρουμε στα χέρια μας λοιπόν αυτό το βιβλίο και ας αφήσουμε τη ψυχή της Ζαφειρίας να μας ταξιδέψει σε θάλασσες αλαργινές, στο βορρά και στο νότο και ας ονειρευτούμε τόπους που σημαδεύονται από την απεραντοσύνη της θάλασσας…
Η ποίηση βρήκε τη Ζαφειρία Μαμάτση στη θάλασσα, στη διάρκεια μεγάλων ταξιδιών, σε ολόκληρο τον κόσμο. «Με ναυτικό φυλλάδιο δεκαοχτώ και κάτι, ένα αντίο άφησα και γύρισα την πλάτη». «Θολά τα φώτα της στεριάς μπρος τον Σταυρό του Νότου κι εγώ τρεις μήνες έκλεινα του μπάρκου μου του πρώτου». «Της λαμαρίνας η βοή πάλι με μπότζι τρίζει κι ένα ανεμολόγιο τη ρότα μου ορίζει». Γαλήνεψε η θάλασσα στου ταξιδιού την πλώρη κι η Ανδρομέδα έγειρε σ’ ένα παλιό βαπόρι». «Μες της κλεψύδρας τον βυθό η άνοιξη κοιμάται, το ρούχο που τη ζέσταινε σαν όνειρο θυμάται…».
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Χανιά, μια πόλη που ακουμπά και παίρνει πνοή από την αύρα του απέραντου γαλάζιου. Η αγάπη για τη θάλασσα υπήρχε πάντα, ο έρωτας ήρθε μετά. Μου άπλωσε το χέρι και ταξίδεψα για χρόνια στο πλάι του. Η πλώρη κράταγε πορεία στη γραμμή του ορίζοντα και η πρύμη θυμόταν ένα πέτρινο παγκάκι σε μια ακρογιαλιά. Εκεί που σαν παιδί έκανα την ίδια ευχή καθώς έβλεπα καράβι να περνά στ’ ανοιχτά. Και η ευχή εκπληρώθηκε. Η επιθυμία για το γράψιμο ήρθε στη μοναξιά της θάλασσας, αφήνοντας το στίγμα της πάνω σε αυτό το βιβλίο.